23 Σεπ 2012

Πώς τα κουνούπια ανιχνεύουν τους ανθρώπους


Πώς τα κουνούπια ανιχνεύουν τους ανθρώπους
Τα κουνούπια έχουν εξαιρετικά ανεπτυγμένη όσφρηση. Ειδικότερα το είδος των κουνουπιών που διαδίδει την ελονοσία στην υποσαχάρια Αφρική, είναι εξοπλισμένο για την ανίχνευση των ανθρώπων. Επικεντρώνουν στη μυρωδιά της ανθρώπινης αναπνοής και του ιδρώτα και μπήγουν τις, σαν βελόνες προβοσκίδες τους, στο δέρμα του θύματος. Καθώς δειπνούν, το σάλιο τους μεταδίδει το παράσιτο της ελονοσίας στην πληγή. Με ένα απλό δάγκωμα, μπορούν τελικά να πάρουν μια ζωή.
Αλλα κουνούπια προτιμούν άλλα είδη ζώων, όπως τα βοοειδή ή τα πουλιά. Μερικά, φαίνεται ότι προτιμούν ακόμα και συγκεκριμένα άτομα σε σχέση με άλλα. Σε έναν ανοιχτό χώρο το καλοκαίρι, ορισμένοι άνθρωποι πέφτουν θύματα επανειλημμένων τσιμπημάτων κουνουπιών, ενώ άλλοι δεν δέχονται ούτε ένα. Ορισμένα κουνούπια μπορούν να ανιχνεύσουν τα θύματά τους από απόσταση μεγαλύτερη των 50 μέτρων!
Με όπλο την όσφρηση
Η κατανόηση της λειτουργίας του οσφρητικού συστήματος των κουνουπιών - πώς καταφέρνουν να ανιχνεύσουν ακριβώς την ομάδα πτητικών χημικών ουσιών που αναδίδεται από την αγαπημένη τους πηγή αίματος - θα επέτρεπε την εφεύρεση νέων πιο αποτελεσματικών τρόπων συγκάλυψης αυτών των οσμών ή μπλοκαρίσματος του οσφρητικού ραντάρ των εντόμων, για να αποφεύγονται τα τσιμπήματα. Κι αν σε πολλές χώρες του κόσμου τα τσιμπήματα αυτά είναι απλώς ενοχλητικά, στην Αφρική και αλλού προκαλούν περίπου 1 εκατομμύριο θανάτους το χρόνο, μόνο εξαιτίας της ελονοσίας.

Μια ερευνητική ομάδα έκανε σημαντική πρόοδο το τελευταίο διάστημα στη μελέτη του ανωφελούς γκάμπια, του κύριου φορέα της ελονοσίας. Για να μελετήσουν πιο εύκολα το αντικείμενό τους, χρησιμοποίησαν ένα άλλο έντομο, τη γνωστή μύγα των φρούτων (δροσόφιλα μελανογκάστερ), που αναπαράγεται γρήγορα, μπορεί εύκολα να αναπτυχθεί σε ένα εργαστήριο και υπάρχει μεγάλη εμπειρία στο χειρισμό των γονιδίων της. Η δροσόφιλα, όπως και τα κουνούπια, ανιχνεύει τις οσμές μέσω των κεραιών και άλλων οργάνων που προεξέχουν από το κεφάλι της και λειτουργούν ως μύτη. Μικρά τριχίδια που καλύπτουν αυτές τις προεξοχές, περιέχουν τα άκρα νευρικών κυττάρων όσφρησης. Τα μόρια των οσμών περνάνε μέσα από τους πόρους των τριχιδίων φτάνοντας στους υποδοχείς που τα δεσμεύουν στο εσωτερικό. Οταν οι υποδοχείς συνδεθούν με μόρια οσμής, ένα ηλεκτρικό σήμα ταξιδεύει από το νευρώνα στον υποτυπώδη εγκέφαλο του εντόμου, δηλώνοντας την ύπαρξη της οσμής.
Οι επιστήμονες τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχουν ανακαλύψει 60 γονίδια παραγωγής οσφρητικών υποδοχέων στις δροσόφιλες και διαπίστωσαν ότι ο γενετικός κώδικας του οσφρητικού συστήματός τους είναι παρόμοιος με των κουνουπιών. Χρησιμοποιώντας μύγες που τους έλειπε κάποιο οσφρητικό γονίδιο και είχαν ελεύθερο τον αντίστοιχο νευρώνα, τοποθέτησαν εκεί αντίστοιχο γονίδιο του κουνουπιού (ένα κάθε φορά από τα 79 οσφρητικά του γονίδια) και παρατήρησαν ποιες χημικές ουσίες δεσμεύονταν από τους υποδοχείς που κωδικοποιεί το γονίδιο. Διαπίστωσαν ότι κάθε υποδοχέας συνδέεται με λίγα είδη οσμών και ότι κάθε μεμονωμένη οσμή ενεργοποιεί ένα υποσύνολο των ειδών υποδοχέων. Πρόκειται για τον ίδιο μηχανισμό που έχει εντοπιστεί και στα θηλαστικά: διαφορετικές οσμές ενεργοποιούν διαφορετικούς συνδυασμούς υποδοχέων. Αυτή η στρατηγική εξηγεί πώς καταφέρνουν τα κουνούπια να ανιχνεύουν τεράστιο αριθμό από οσμές, χωρίς να διαθέτουν έναν υποδοχέα για κάθε μεμονωμένη οσμή.
Χειρότερα παράσιτα
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι οσφρητικοί υποδοχείς των κουνουπιών είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε ουσίες, όπως η 4-μεθυλφαινόλη (μυρίζει σαν βρώμικες κάλτσες), που είναι συστατικά του ανθρώπινου ιδρώτα. Μάλιστα, ο αριθμός των υποδοχέων που ανιχνεύουν τέτοιες ουσίες είναι μικρός, έτσι που όταν ενεργοποιούνται να είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτό οφείλεται στις συγκεκριμένες ουσίες και όχι σε κάποιες παρόμοιες ή συνδυασμούς άλλων ουσιών. Μια άλλη ουσία που υπάρχει στην οσμή ανθρώπων και ζώων και ελκύει ιδιαίτερα έντονα πολλά είδη κουνουπιών είναι η 1-οκτεν-3-όλη, που ήδη χρησιμοποιείται σε παγίδες για τα ενοχλητικά έντομα. Η έρευνα στρέφεται τώρα στη διεύρυνση της γνώσης για τις ουσίες, που ελκύουν, απωθούν ή «μπουκώνουν» την οσφρητική δεινότητα των κουνουπιών έτσι που να μην καταλαβαίνουν ότι πλησίασαν στην ...τροφή.
Βεβαίως, η μείωση του κινδύνου από την ελονοσία και άλλες ασθένειες που μεταδίδονται με τα τσιμπήματα των κουνουπιών μπορεί να επιτευχθεί και με βελτίωση του συστήματος προστασίας της δημόσιας υγείας, μέτρα χτυπήματος του προβλήματος στη ρίζα του (ραντίσματα κ.τ.λ.), βελτίωση της παρεχόμενης περίθαλψης στα λαϊκά στρώματα, καθώς οι θάνατοι προέρχονται κυρίως από την ελλειπή φροντίδα όσων έχουν ασθενήσει, παρά από το θανατηφόρο χαρακτήρα αυτών των ασθενειών. Μέτρα που ούτε χτες, ούτε πολύ περισσότερο σήμερα - μέσα στη βαθιά κρίση του - αποτελούν προτεραιότητα του καπιταλιστικού συστήματος, ανεπτυγμένων και μη ανεπτυγμένων χωρών. Οι ευπρόσδεκτες ανακαλύψεις που μπορεί να κάνουν οι επιστήμονες ίσως δε βρουν καν εφαρμογή, ακόμα κι αν έχουν μικρό κόστος, καθώς το κόστος αυτό θα σημαίνει μια απειροελάχιστη μείωση των κονδυλίων (λαϊκού πλούτου) που τα κράτη διοχετεύουν στο κεφάλαιο, πέρα από τον πλούτο που το κεφάλαιο ιδιοποιείται απευθείας από την εκμετάλλευση των εργαζομένων. Δε θα είναι η πρώτη φορά, που η παροχή φτηνών μέτρων προστασίας - όπως συμβαίνει με τις κουνουπιέρες στην Αφρική - θα αφεθεί στη φιλανθρωπία και στην ...κοινωνική ευθύνη των μονοπωλίων, αυτών των χειρότερων απ' όλα τα παράσιτα, που απομυζούν το αίμα και τη ζωή των ανθρώπων.

Επιμέλεια:
Σταύρος ΞΕΝΙΚΟΥΔΑΚΗΣ
Πηγή: «Scientific American»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ