18 Φεβ 2013

Σκουπιδια μικροαστων


Η συνέντευξη Πανούση, δυο rewind κι ένα υστερόγραφο 
 Από τη συνέντευξη:




Το ΚΚΕ είναι ένα κόμμα που δεν μπόρεσε να κρατήσει ένα ραδιοφωνικό σταθμό. Ντροπή. Αντί να ανοίξει τώρα το Σπίτι του Λαού να κάνει παιδικούς σταθμούς, το έχει μαυσωλείο. Το σπίτι του Λαού είναι ένα μεγάλο αυθαίρετο, χτισμένο πάνω στον Ποδονίφτη και δεν τολμάει κανείς να το πειράξει. Και πλημμυρίζει γιατί ο θεός εκδικείται, αν και δεν υπάρχει σε αυτές τις περιοχές. Εγώ είμαι της γενιάς του Χημείου και έχω τραβήξει πολλά από την ΚΝΕ, τα ΚΝΑΤ τα λεγόμενα. Τα περιμέναμε να αντιδράσουν τώρα, μετά το χαστούκι του Κασιδιάρη αλλά δυστυχώς δεν έγινε τίποτα. Αν είχε χτυπήσει την κ. Κανέλλη ένας αντιεξουσιαστής, την επόμενη ημέρα θα είχαν καεί τα Εξάρχεια. Εγώ αν είχα εμπορικό κέντρο, θα έκανα άγαλμα στην Αλέκα Παπαρήγα. Έχει καταστρέψει όλο το εμπορικό κέντρο της Αθήνας. Κάνουν κάτι εθιμοτυπικές απεργίες χωρίς λόγο ταλαιπωρώντας και κλείνοντας μαγαζιά, χωρίς να επιτυγχάνεται τίποτα. Χρειάζονται άγριες απεργίες. Αν απεργήσεις 12 ημέρες έχει παραλύσει το κράτος. [...] Μιλάω για τους δοσίλογους του Χριστοφοράκου και των άλλων. Το έχουνε στήσει πολύ καλά το πράγμα, οι Εβραιοναζήδες. [...] Αλλά θα έρθει κάποια στιγμή, εκτός κι αν όπως έλεγε ο Καστοριάδης αποδεχτούμε ότι θέλουμε να είμαστε δούλοι. [...] Το κράτος αυτό πρέπει να ξεριζωθεί εκ θεμελίων. Το πρόβλημα θα λυθεί μόνο με βία και αίμα, δεν υπάρχει εναλλακτική. [...] Η, κατέβα κάτσε μόνος σου στο Σύνταγμα. Ακίνητος! Δύο εκατομμύρια κόσμος να κατέβει στο Σύνταγμα και να καθίσει ακίνητος μέσα σε δύο μέρες θα είχε πέσει η κυβέρνηση. [...] Ας μη γίνει λαϊκή δημοκρατία, ας γίνει μια αστική δημοκρατία που να μην είναι χυδαία, που να μην εξευτελίζει τον άνθρωπο.

Rewind 1:
 Παρεμπιπτόντως, και για όσους ακροδεξιούς θυμήθηκαν το "πόσο δίκαιο είχε ο Τζιμάκος" (λες κι ο Τζιμάκος τα 'χωνε στον Νταλάρα απ' τη δική τους σκοπιά, του υπερπατριώτη): ο Τζιμάκος μπορεί να είχε ένα χιλιότονο δίκαιο, καρντάσια, μουσικός και τραγουδιστής όμως δεν ήτανε ποτέ ο άνθρωπος, πόσο μάλλον συγκρίσιμος με τον επάρατο και ακατανόμαστο, για να λέμε και του στραβού το δίκαιο. Αχώνευτος μεν ο Dollarας, εξίσου βαρετό και ανούσιο δε αυτό το χιλιοπιπιλισμένο "αντι-νταλαρικό" αλτέρνατιβ των Πουλικάκων και των Τζιμάκων και των Πιλαλί, που μη επικερδές δεν θα το 'λεγες, που ουδεμία σχέση είχε ποτέ με εργατική τάξη, ισχνή σχέση είχε με μουσική, και που ελάχιστα εκτός του "χαβαλέ" στην συμπαθή τάξη των αιώνιων φοιτητών πρόσφερε ποτέ σε οτιδήποτε. Άντε γιατί με κάτι τέτοια έγινε φίρμα και νεοφιλελέ επιχειρηματίας και ο Μπουλάς και κάπου το όλο "εγώ με την τρελάρα μου γεμίζω την κοιλάρα μου" σκηνικό μού έχει ξυνίσει περισσότερο κι απ' τον Νταλαρισμό. Ο Άσιμος ήταν ένα τεράστιο ακατέργαστο μουσικό και στιχουργικό ταλέντο και μια αυθεντικά sui generis προσωπικότητα με old-fashioned αντιεμπορικές αρχές, ισχυρή δόση τρέλας και λυσσαλέα αντικοινωνικότητα· ο Σιδηρόπουλος άλλο ένα μισοάγουρο, μισοώριμο μουσικό διαμαντάκι· και κάπου εκεί τελειώνει το πραγματικό μουσικό αντεργκράουντ της εποχής και αρχίζει ο Μπονάτσος, ο Γιοκαρίνης και οι "Αυθαίρετοι". Τέλος παρένθεσης.
 "It's Dalaras's world, we just live in it", 6 Μαρτίου 2012


Rewind 2:
Κάθε περιοχή της πολιτικής σκέψης που αφήνεται στο "αυθόρμητο" χωρίς καμία συλλογικά απευθυνόμενη εκπαιδευτική προεργασία είναι μια περιοχή που παραδίδεται στην αντιδραστική πολιτική σκέψη, και, όταν διαμορφωθούν οι κατάλληλες πολιτικο-οικονομικές συνθήκες, στον εκφασισμό. Γιατί τίποτε το "αυθόρμητο" δεν μπορεί να εκφραστεί σε μία κοινωνία χωρίς να κουβαλά μέσα του, λίγο-ως πολύ, το σπέρμα της κυρίαρχης ιδεολογίας, δηλαδή της ιδεολογίας της αστικής τάξης όταν αυτή έχει εξαντλήσει κάθε περιθώριο προοδευτικής συμβολής στην κοινωνική εξέλιξη.

 Σκεφτείτε αν μπορείτε να βρείτε ένα παράδειγμα από την καθημερινή σας ζωή όπου ένας λαϊκός άνθρωπος, σκεπτόμενος "αυθόρμητα" για την κατάσταση της κοινωνίας, χωρίς δηλαδή να έχει μια νοητική προεργασία που σε τελική ανάλυση θα προέρχεται από την εκπαιδευτική λειτουργία και του κόμματός του (δηλαδή, της συλλογικής νόησης της τάξης του), θα πει κάτι προοδευτικό σε περιεχόμενο και σε χαρακτήρα. Ακόμα και αν κάτι τέτοιο του "ξεφύγει", θα ακολουθηθεί από άλλα πέντε σε εντελώς αντιδραστική κατεύθυνση, έτσι που να είναι εξαιρετικά συνηθισμένο, όταν ακούσεις κάτι της προκοπής από έναν τέτοιο άνθρωπο σε μια κουβέντα και αναθαρρήσεις, να απογοητευτείς αμέσως μετά από τις κατευθύνσεις στις οποίες θα το πάρει. Για παράδειγμα, αν πει "το πραγματικό ζήτημα σήμερα είναι η εκμετάλλευση μιας τάξης ανθρώπων από μια άλλη", θα το συνοδεύσει με το "και όλοι ξέρουμε ότι οι Εβραίοι είναι αυτοί που κρύβονται πίσω από την εκμετάλλευση του ελληνικού λαού", ή "και βέβαια εννοώ των Ελλήνων από τους Γερμανούς", ή "αλλά τι τα θες, αφού και μεταξύ μας βλάπτουμε ο ένας τον άλλον, να, προχτές ο γείτονας άφησε τα σκουπίδια στον διάδρομο της πολυκατοικίας, και μήπως δεν είδαμε και τον Τσοχατζόπουλο τι έκανε με τα κονδύλια για την άμυνα;" Όσο πιο χαώδης και ασυνάρτητη είναι η σκέψη, πρέπει να προστεθεί, τόσο πιο μεγάλη ανάγκη έχει από παρανοϊκά στοιχεία, τα οποία της επιβάλλουν τεχνητά και αυτοματικά μια ενότητα που αλλιώς δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει -- πάντα με τη μορφή κάποιας τεράστιας και ανομολόγητης συνομωσίας, φυσικά.

 Η απελπιστική ασυναρτησία της "αυθόρμητης" πολιτικής σκέψης --η αυθαιρεσία μιας πολιτικής που ανάγεται απλώς στη "γνώμη" όπως την ανέλυσαν οι Πλάτωνας και Μπαντιού-- είναι βέβαια ένδειξη της ετερογένειας των πηγών της και όχι της βιολογικής ηλιθιότητας του φορέα της σκέψης αυτής. Η "αυθόρμητη" σκέψη δεν είναι, σε τελική ανάλυση, καθόλου αυθόρμητη, αλλά διαμεσολαβεί ατομικές ενοράσεις, μη πεπαιδευμένες προσλήψεις διαβασμάτων ή άλλων ερεθισμάτων, τον βομβαρδισμό της τηλεόρασης και των άλλων ΜΜΕ, πράγματα που ο ομιλητής έχει ακούσει από άλλους, παρόμοιους με τον ίδιο στην καθημερινότητά του, από τη δουλειά ως τη λαϊκή ή την ουρά σε μια δημόσια υπηρεσία, την θολή αλλά πανταχού παρούσα αίσθηση για το ποια είναι η "κοινή γνώμη". Στο άγονο έδαφος μιας τέτοιας "αυθορμησίας" είναι αδύνατον, σε εποχές σφοδρής κρίσης των κοινωνικο-οικονομικών συσχετισμών και αύξησης της αγωνίας της επιβίωσης, να φυτρώσει εύκολα και άμεσα οτιδήποτε άλλο από το φασιστικό παράσιτο, το οποίο έχει ελάχιστες νοητικές απαιτήσεις από τον άνθρωπο και συνίσταται μάλλον στην πλήρη απαλλαγή του από τον κόπο να σκέφτεται, ενθαρρύνοντάς τον να υποκαταστήσει την σκέψη με το συναίσθημα, και δη το καταστροφικό, αντικοινωνικό, οργίλο, εκδικητικό και μισαλλόδοξο συναίσθημα.

 Έτσι, η ραγδαία άνοδος των φασιστικών ιδεών σε περιόδους κρίσης μπορεί να φαντάζει αβίαστη και λίγο-πολύ φυσική: η περίοδος της "φυσιολογικότητας" και της "ευμάρειας", βασιζόμενη στην παθητική προσκόλληση των μαζών στα αστικά κόμματα, έχει τόσο παραλύσει την δυνατότητά τους για συνθετική, συνεκτική και προσανατολισμένη σκέψη ώστε να τις καταστήσει εξαιρετικά ευάλωτες στην αυταρχική προπαγάνδα που αρχίζει να εμφανίζεται από παντού: τα ίδια αυτά κόμματα, τα ΜΜΕ, την "περιρρέουσα" ατμόσφαιρα.

 Αυτό που ονομάζουμε "προοδευτική" ή "πεφωτισμένη" σκέψη και στάση απέναντι στα πράγματα δεν είναι καθόλου "φυσικό", γιατί απαιτεί μια διαρκή κίνηση κόντρα στο ρεύμα που παράγει αυθόρμητα μια κοινωνία βασισμένη εξ ολοκλήρου στην εκμετάλλευση και την ανισότητα. Για τον λόγο αυτό, είναι αδύνατο για το άτομο --οποιοδήποτε άτομο-- να αντισταθεί στο ρεύμα χωρίς την εκπαιδευτική συνδρομή ενός συλλογικού πολιτικού οργανισμού, που να το φέρνει σε αναγκαστική επαφή με άλλα άτομα, ώστε να είναι διαρκώς σε θέση να ελέγξει την σκέψη του, να βάλει "φρένο" όταν αυτή τον πηγαίνει σε κατευθύνσεις ασύμβατες με αυτές που έχει επεξεργαστεί η συλλογική νόηση της τάξης του, να αναγκαστεί να επιμορφωθεί περισσότερο σε σφαίρες όπου έχει αδυναμίες, να απευθύνει πεπαιδευμένους, θεωρητικά νουνεχείς προβληματισμούς στην πλειοψηφία όπου αυτό είναι αναγκαίο. Σε αντίθεση με αυτό που υπαγορεύει η κοινή λογική, δεν είναι καθόλου το σύνολο που είναι ο φορέας του πολιτικού κομφορμισμού και το άτομο που μάχεται ενάντιά του· είναι, αντίθετα, το άτομο που είναι ο φορέας του πολιτικού κομφορμισμού όταν το άτομο αυτό αποκόπτεται από την συλλογική διαδικασία του πολιτικού σκέπτεσθαι και πράττειν, βυθίζεται στην ιδιωτεία του παραγωγού ή καταναλωτή, και κατόπιν προσπαθεί να ανασυνθέσει έναν κόσμο που διαλύεται αυτοσχέδια, χωρίς χάρτη, πυξίδα και κατεύθυνση που να αντανακλά μια ευρύτερη, συλλογική οπτική του ταξικού συμφέροντος και της ηθικοπολιτικής στάσης που αυτό επιβάλλει.
 "Στοιχεία για μια θεωρία του εκφασισμού ΙΙΙ", 2 Φεβρουαρίου 2013

Το υστερόγραφο:
 Είναι γνωστή η φράση με την οποία περιγράφεται το ηθικό σκάνδαλο του αθεϊσμού στους Αδελφούς Καραμαζόφ του Ντοστογιέφσκι: "Μα αν δεν υπάρχει Θεός, τότε όλα επιτρέπονται!" Αυτή η φράση μπορεί να χρησιμεύσει ως το κλειδί για την μικροαστική αντίληψη για το ΚΚΕ που επικράτησε και εδραιώθηκε στην ελληνική κοινωνία από τα μέσα του 1980 και μετά, και μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: "Μα, αν το ΚΚΕ είναι συστημικό, τότε όλα επιτρέπονται!"

 Η εξέλιξη των πραγμάτων από τη σκοπιά της ψυχικής ιστορίας έχει ως εξής: αρχικά, υπάρχει ο ένοπλος αγώνας, ο μοναδικός στην ιστορία της χώρας μετά την εθνική επανάσταση, και ο μοναδικός στον οποίο πρωταγωνιστεί ένα πολιτικό κόμμα. Αυτό είναι το τραύμα προς μικροαστική διαχείριση, το σκάνδαλο που ο μικροαστός προσπαθεί να εκλογικεύσει.

 Μετά, υπάρχει η ήττα του ένοπλου αγώνα. Ο μικροαστός έχει αρχικά δυο επιλογές: επιλέγει την νικήτρια πλευρά και θριαμβολογεί εκδικητικά (και εκμεταλλεύεται πρακτικά) την ήττα, ή καλλιεργεί μια εξ απαλών ονύχων "συμπάθεια" για τον ηττημένο, εφόσον βέβαια έχει βεβαιωθεί ότι είναι ηττημένος και άοπλος. Αυτή η φάση διαρκεί ως από το 1949 ως το 1981.

 Το 1981, δίνεται η ευκαιρία για άφεση αμαρτιών: οι ενοχές των "νικητών" εξαργυρώνονται και ο ηττημένος τιμάται συμβολικά, αφού βέβαια έχει αποκρυφθεί από την συζήτηση το πραγματικό επίδικο και ο αγώνας έχει αναδρομικά πλήρως ταυτιστεί είτε με την "αντίσταση κατά του κατακτητή" (μέχρι τον εμφύλιο) είτε με τις "τραγωδίες του πολύπαθου ελληνισμού" (στην περίπτωση του εμφυλίου).

 Καθώς η συμβολική αποκατάσταση ξεφορτώνεται το άχθος της ενοχής, αρχίζει, λόγω της παντοιότροπης διάβρωσης της εργατικής τάξης και της ραγδαίας μικροαστικοποίησης, η φάση του "έλα μωρέ τώρα", όπου, αρκούντως δαφνοστεφανωμένος, ο ένοπλος αγώνας και μαζί και ο κομματικός του φορέας, περνούν στη θέση του ευκατοφρόνητου μπανάλ.

 Είναι η εποχή των Πανούσηδων. Οι Πανούσηδες ανθούν στην περίοδο όπου η "κόκκινη απειλή", έχει, μέσω της διαμεσολάβησης της πολιτικής και κατόπιν συμβολικής νομιμοποίησης, μεταμορφωθεί σε αξιογέλαστη μπαναλιτέ. Ανθούν στην περίοδο όχι της άμεσης καταστολής, ούτε του ρεβανσισμού, ούτε του εξορκισμού δια του εξευμενισμού του φαντάσματος, αλλά σ' αυτή του δεύτερου εξορκισμού, δια της γελοιοποίησης.

 Από αυτή την περίοδο έλκει την καταγωγή του ένα σημαντικό και σήμερα κομμάτι του ελληνικού αντικομμουνισμού, το οποίο όμως έχει υπό τις πιέσεις της κρίσης συντηχθεί πλήρως με τον original, φασιστογενή αντικομμουνισμό της περιόδου 1944-1981.

 Ο εξορκισμός δια της γελοιοποίησης ήταν εξαιρετικά επικερδής υλικά και ψυχικά-συμβολικά για τους φορείς του: έξαφνα, ήταν εφικτό να είσαι πιο αριστερός από το ΚΚΕ και να μην κινδυνεύει η ζωή σου. Και όχι μόνο να μην κινδυνεύει, αλλά να ανταμείβεται από την αναπτυσσόμενη show biz της χώρας. Ήταν γλυκό να βγάζεις λεφτά, να κερδίζεις φήμη και να περνιέσαι για αριστερότερος των κομμουνιστών, πιο ριζοσπάστης από αυτούς, λιγότερο κομφορμιστής από αυτούς. Γλυκό και εύκολο. Όλο και πιο εύκολο. Αφού το ΚΚΕ είναι συστημικό, τότε όλοι όσοι το αφήσαμε πίσω ή δεν το ακουμπήσαμε ποτέ είμαστε "αριστεροί" και "εναλλακτικοί" και μπορούμε ταυτόχρονα να είμαστε δημοφιλείς, πλούσιοι και επιτυχημένοι. Αφού το ΚΚΕ είναι συστημικό, τότε όλα επιτρέπονται!

 Ύστερα, ήρθε η στιγμή που δεν περίμενε κανείς. Και ξάφνου ανατράπηκαν τα δεδομένα, μπήκαν τα πράγματα σε μιαν άλλη προοπτική, και τώρα φαίνονται, αυτοί που θεοποίησε η μάταιη γενιά μου, μικροί, τόσο μικροί που δεν σου πάει να τους πεις με τ' όνομά τους, αυτούς που έζησαν μια ζωή πίσω απ' το μαξιλαρένιο κάστρο ενός υποκοριστικού, αυτά τα κάπως βολικά αμέριμνα "παιδιά της παρέας."

 Ε, Τζιμάκο;
 Αναρτήθηκε από Αντωνης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ