13 Ιουλ 2013

Δυο μέρες μόνο

Δυο μέρες μόνο 

Τι προλαβαίνει να ζήσει κανείς σε ένα πσκ –όπως λένε οι φαντάροι τη 48ωρη άδεια στο στρατό; Πόσο γεμάτο μπορεί να είναι το πρόγραμμα δυο ημερών και τι όγκο πληροφοριών, γεγονότων, προσώπων κι αναμνήσεων μπορεί να χωρέσει το μυαλό ενός νέου συντρόφου; Το διήμερο της οργάνωσης έρχεται να δώσει απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα και να δοκιμάσει την πίστη κάθε συντρόφου, λειτουργώντας κάπως σαν ψυχοτρόπο φάρμακο στη διάθεσή του. Αν κάποιος έχει πχ υψηλό φρόνημα και θετική προδιάθεση, το διήμερο προσφέρεται για σκληραγώγηση και το περαιτέρω ηθικό ατσάλωμά του. Αν είναι νέος κι ενθουσιώδης, επίσης. Αλλά αν είναι γκρινιάρης κι ιδιότροπος, για να μην πούμε λιπόψυχος, μπορεί να του κάμψει ανεπανόρθωτα το ηθικό και να του προσφέρει ανά πάσα στιγμή λόγους να λιποτακτήσει στο αντίπαλο στρατόπεδο. 


Είναι σε κάτι τέτοιες στιγμές που καλείσαι να το φιλοσοφήσεις και να απαντήσεις στα αρχέγονα ερωτήματα που προκύπτουν αυθόρμητα σε κάθε διήμερο: ποιο είναι πρώτο πράγμα που επιθυμείς να κάνεις, μόλις επιστρέψεις στη βάση σου; Και ποια ανάγκη ιεραρχείς ως πιο σημαντική; Το μαμ –κάτι διαφορετικό, πέρα από σουβλάκια; Το νάνι –σε ένα μαλακό, καθαρό στρώμα; Τα κακά –στη λεκάνη μιας τουαλέτας που δεν είναι ούτε χημική, ούτε φυσική κι αυτοσχέδια, ούτε τούρκικη αλλά κανονική; Ένα ζεστό μπάνιο με αφρό, μπουρμπουλήθρες κι ένα χάρτινο καραβάκι για να παίζεις; Ή μήπως μια γρήγορη πρόσβαση –επιτέλους- στο δίκτυο; Ένα ερώτημα που δεν επιδέχεται μιας μόνο λύσης και η απάντηση του καθενός καθορίζει τις προτεραιότητες και τις αξίες του στη ζωή.



Οι οποίες δεν αρκούν όμως για να επισκιάσουν τα ανώτερα πολιτικά ιδανικά και την ακλόνητη πίστη στο στρατηγικό μας στόχο –μολονότι αυτός καθίσταται ενίοτε δυσδιάκριτος, στα διάφορα στάδια διαμεσολάβησής του. Πχ όταν λιώνεις με τις ώρες στον ήλιο, περιμένοντας κάτι απροσδιόριστο και ασαφές, και νιώθεις λίγο σαν τον οβελίξ, που μπαίνει αγόγγυστα στη μάχη, αλλά ζητάει εξηγήσεις απ’ τον αστερίξ, να του πει μετά, όταν τελειώσουν, για ποιο λόγο πολεμάμε, γιατί είναι πάντα ωραίο να ξέρεις γιατί αγωνίζεσαι. Με τη διαφορά βέβαια πως ο οβελίξ είχε πέσει όταν ήταν μικρό στην χύτρα με το μαγικό φίλτρο, ενώ εμείς όχι. Αλλά οι απαιτήσεις του αγώνα είναι τέτοιες που σχεδόν το προϋποθέτουν, για να τα βγάλουμε πέρα, και ο σφος καλείται να αντλήσει το μαγικό ζωμό του από τη δύναμη των ιδανικών για τα οποία παλεύουμε. Αυτά είναι τα δικά μας μαντζούνια και ο κάρολος είναι ο δικός μας γερο-σοφός, ο δικός μας πανοραμίξ, με πανοραμική εποπτεία και θεώρηση στο κοινωνικό προτσές, χωρίς ωστόσο να δίνει έτοιμες συνταγές για την κοινωνία του μέλλοντος στους πολιτικούς του τσελεμεντέδες.



Και δεν είναι πως αμφιβάλλεις για το γενικό σκοπό, όπως τον είχε προσδιορίσει ο κάρολος, αλλά για το νόημα επιμέρους πράξεων, ενίοτε και για κάποιους τακτικούς ελιγμούς που δεν είναι ευέλικτοι σαν τα γαλατικά γιουρούσια στο ρωμαϊκό στρατόπεδο. Κι όσο δεν ωριμάζουν οι συνθήκες να σπάσουμε την κυριαρχία της σύγχρονης παξ ρομάνα και δεν εμφανίζονται οι ρωμαίοι, μπορεί να αρχίσουμε να τρωγόμαστε μεταξύ μας, για να διοχετεύσουμε κάπου τη συσσωρευμένη ενέργεια, και να μπει ο σπόρος της αμφιβολίας.

Μήπως έπρεπε να έχεις πάει με τους ρωμαίους; Ή να οργανωθείς στα άλλα γαλατικά χωριά, που έχουν συνθηκολογήσει μαζί τους και δεν τρέχουν καλοκαιριάτικα έξω από τις ρωμαϊκές βάσεις να διαδηλώσουν; Μήπως ο σφος αστερίξ ανήκει στο στρώμα της εργατικής αριστοκρατίας και οι περιπέτειές του, που είναι γεμάτες αντι-ιμπεριαλιστικά μηνύματα κι υπονοούμενα, συσκοτίζουν την κοινωνική θέση και το ρόλο του αρχηγού μαζεστίξ και της εγχώρια αστικής τάξης; Μήπως η λογική του γαλατικού χωριού που αντιστέκεται, εγκλωβίζει τον αναγνώστη στην αδιέξοδη πολιτική θεωρία των μικρών σοσιαλιστικών νησίδων εντός του καπιταλισμού;



Οργανωθείτε, μας λέγανε. Θα γνωρίσετε την ομορφιά του αγώνα, μας λέγανε. Ένα όμορφο, ζεστό περιβάλλον, μας λέγανε… και τι πιο όμορφο και ζεστό περιβάλλον-τοπίο αλήθεια, από τη ναυτική βάση της σούδας, όπου πήγαμε το (πολύ) πρωί του σαββάτου, σαν παρέα με το αυτοκίνητο, γιατί το κνίτικο ραντεβού είχε δοθεί για τα χαράματα και μας παραπλάνησε. Και έτσι βρήκαμε μόνο τους ματάδες να κάθονται οκλαδόν στο χώμα, κάτω από τις ελιές και τον ίσκιο τους, με τα κράνη δίπλα τους και να είναι έτοιμοι για πικ-νικ. Οπότε άρχισε το κυνήγι του χαμένου συντρόφου και τα τηλέφωνα στους γνωστούς μας στην κατασκήνωση. Έλα, που είστε;

-Στο πούλμαν, φτάνουμε στο μουζουρά. –Εμείς είμαστε ακόμα στο κάμπινγκ.



Τρέχα γύρευε ποιον να πιστέψεις. Κι άντε να βγάλεις άκρη δηλ, αν δε γνώριζες εξ αρχής το σχεδιασμό να σπάσουμε ευέλικτα τις δυνάμεις μας, για να πολιορκήσουμε δυο διαφορετικές βάσεις από τις 19 συνολικά –ζωή να μην έχουν- που φιλοξενεί η μουσούδα της σούδας (κοίτα στον χάρτη και θα τη δεις, λίγο δεξιά από τα κερατάκια πάνω από το καστέλι). Στο μουζουρά τελικά προλάβαμε μόνο τη συνοδεία του κουτσού με αυτοκινητοπομπή και πετύχαμε τους άλλους μισούς με πούλμαν κι αστικά, γυρίζοντας στη ναυτική βάση, όπου καταλάβαμε συμβολικά με κόκκινες σημαίες ένα μικρό τμήμα της, ενώ ο κρητικός κομισάριος εμψύχωνε τα πλήθη, πετώντας μπουκάλια νερό στον αέρα, σα ροκ σταρ. Μετά κάποιοι σφοι γύρισαν στα χανιά, όπου γύρισαν με πορεία δυο-τρεις φορές το κέντρο της, πάνω-κάτω, σαν περιφερόμενο έκθεμα, γιατί όπως λέει κι ένας σφος, πρώτη φορά βλέπουν οι χανιώτες τόσο κόσμο, κάτσε να τους τρομάξουμε λίγο.



Γιατί τα Χανιά μπορεί να είναι μια πολύ όμορφη πόλη, με ωραίο και άνετο κόσμο, που σκέφτεται κυρίως το φαΐ και την τσικουδιά –και κατά βάση το δεύτερο- αλλά έχουν πολύ έντονο μικροαστικό στοιχείο, που δεν έχει ζήσει πολύ στο πετσί του τις συνέπειες της κρίσης και παραμένει πασοκόψυχο, παρά τη ροζ ψήφο του στις τελευταίες εκλογές, ή μάλλον ακριβώς και για αυτό –αν δεις ειδικά και τους υποψήφιους του σύριζα στο νομό.

Έχουν όμως και ηρωικούς συντρόφους, που ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μες στο ροζ γάλα και κουβαλάν μπόλικη κρητική τρέλα, θυμίζοντας λίγο τους κορσικανούς από την ομώνυμη περιπέτεια του αστερίξ –τελείως κουζουλοί αλλά απόλυτα συμπαθείς. Κι όταν είχε έρθει ο χαλβατζής για μια περιοδεία στα χωριά του νομού, με εργαλείο τη μαρξιστική ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, κατέληξε στο στέρεο διαλεκτικο-υλιστικό συμπέρασμα πως: πίνετε πά-ά-ά-ρα πολύ. Ενώ σε μια άλλη κομματική δουλειά, ο κρητικός επίτροπος είχε καθησυχάσει τις αγωνίες και τα ερωτήματα των συντρόφων με τη δύναμη της γνώσης και το απόφθεγμα: έλα μωρέ τώρα, αφού ο σοσιαλισμός είναι νομοτέλεια.



Με τη βοήθεια της τσικουδιάς λοιπόν, ο νους ταξιδεύει στις αναμνήσεις από προηγούμενα διήμερα: τα κουνούπια στούκας στο στόμιο, τις αυτοσχέδιες τουαλέτες και τους λάκκους στην χίο, τον ελιγμό γράμμος-βίτσι, που κάναμε στο νεστόριο, τη νύχτα που έπιασε βροχή και καταλύσαμε στο σχολείο του γειτονικού χωριού, τον ατελείωτο κι ανελέητο ήλιο στις πρέσπες και το λαύριο, τις αλυσίδες των σφων στη θεσσαλονίκη, για να μη συλλάβει η αστυνομία τους μαύρους, που έβγαιναν από το κτίριο όπου ήταν τα γραφεία της κνε, κτλ… για να πιάσει το κόκκινο νήμα της ιστορίας και να επιστρέψει στο φετινό, συνθέτοντας νοερά ένα βιντεάκι με τα καλύτερα στιγμιότυπα.



-την υποδοχή στο λιμάνι, με τους σφους να κουβαλάν τα συνήθη αξεσουάρ του μέσου κατασκηνωτή: σκηνές, υπνόσακους, κομεπ, κοντόξυλα, οδηγητές, και άλλα απαραίτητα που δεν πρέπει να λείπουν ποτέ από ένα κάμπινγκ. Και τις ιστορίες τους απ’ το ταξίδι, όπου έπαιζαν πέφτει η νύχτα στο παλέρμο: να βγάλουμε τον τάδε, γιατί είναι τροτσκιστής. Εγώ προτείνω τον δείνα, γιατί είναι με το 15ο, κοκ..



-την ομιλία του κούτσι με τη λαμιώτικη εκφορά του «νιη ντιλ» (new deal) και τη γηπεδική επαφή του με τη φίλαθλη βάση από τα κάτω, που δεν περιορίζεται πλέον στην αρχή κάθε ομιλίας του, οι οποίες ξεκινάνε απαραιτήτως με σύνθημα, αλλά επεκτείνεται και κατά τη διάρκειά, με μικρούς αυτοσχέδιους διαλόγους: έτσι ακριβώς είναι σύντροφοι, ούτε γη ούτε νερό στους φονιάδες των λαών, έχει απόλυτο δίκιο το σύνθημα..



-τον πρόδρομο της αναβίωσης των θρυλικών νέων πρωτοπόρων και τους ογδόντα «νέους κνίτες», στις ηλικίες του δημοτικού, που ήρθαν «ασυνόδευτοι», χωρίς τους γονείς τους στην κατασκήνωση, υπό την επιτήρηση συντρόφων παιδαγωγών. Και οι οποίοι φορούσαν άσπρα ομοιόμορφα μπλουζάκια στην ομιλία του κούτσι, είχαν ειδικό χώρο στην ουρά για τις ταβέρνες (από 9-13 ετών) και ρωτούσαν τους μεγαλύτερους αν ήξεραν ποια ήταν η τερένσκοβα, για να μοιραστούν την καινούρια τους γνώση για την πρώτη γυναίκα που πέταξε στο διάστημα.

Κι έτσι όπως πάνε τα πράγματα με τους εκκολαπτόμενους χρυσαυγίτες στα σχολεία, ίσως χρειαστεί να αρχίσουμε τη στρατολόγηση και από τις ηλικίες του νηπιαγωγείου, που λέει ο λόγος.



-τη θραύση που έκανε το γαμοπίλαφο (προσφορά ενός ντόπιου συνεταιρισμού) σε αντίθεση με τα σουβλάκια, που θα ‘μεναν αμανάτι, και το πρωί της κυριακής τα διαφήμιζαν στα μεγάφωνα από τις 11: σύντροφοι στην ταβέρνα διατίθεται άφθονο σουβλάκι!

Και την ανακοίνωση από τα μεγάφωνα ότι κυκλοφόρησε το επίσημο (sic) μπλουζάκι του διημέρου, όπου περίμενες σα συμπλήρωμα να ακούσεις στη συνέχεια κάτι σαν: προσοχή στις απομιμήσεις.



-και τα εγκωμιαστικά σχόλια του τοπικού τύπου για την οργάνωση που καθάρισε στην εντέλεια τον χώρο και τον άφησε καλύτερο κι από πριν, γιατί αν περίμεναν από το δήμο… Οι γύρω δήμαρχοι νοιάστηκαν πάντως για το κομμάτι των δημοσίων σχέσεων κι έκαναν ένα πέρασμα από τον χώρο τη μέρα της ομιλίας, γιατί πλησιάζουν κι οι εκλογές, και χρειάζονται την καλή έξωθεν μαρτυρία.


Για το τέλος είχα κρατήσει ένα φωτογραφικό ηθικό δίδαγμα, αλλα μας έφαγε η άτιμη η τεχνολογία. Επιφυλάσσομαι για μελλοντική του αξιοποίηση.
 Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ