18 Δεκ 2013

Η εξέλιξη των σχέσεων ΚΚΕ και ΚΚ Γιουγκοσλαβίας 69

Η εξέλιξη των σχέσεων ΚΚΕ και ΚΚ Γιουγκοσλαβίας





Αυτό που είναι ευρύτερα γνωστό, γύρω από τον αγώνα του ΔΣΕ και τη στάση της Γιουγκοσλαβίας, μετά τη ρήξη με το Γραφείο Πληροφοριών (Ινφορμπιρό), αφορά το λεγόμενο πισώπλατο χτύπημα. Δηλαδή, την καταγγελία του ΚΚΕ, ότι στις 5 Ιουλίου του 1949 κυβερνητικά στρατεύματα, σε συμφωνία με τους Γιουγκοσλάβους, πέρασαν από το γιουγκοσλαβικό έδαφος και χτύπησαν πισώπλατα τις δυνάμεις του ΔΣΕ στο Καϊμακτσαλάν. Βέβαια, το ΚΚΕ, όταν μιλούσε για πισώπλατο χτύπημα, δε στεκόταν μόνο στο τι έγινε στο Καϊμακτσαλάν τον Ιούλη του '49. Αυτό ήταν το τρανταχτό γεγονός - ή μη γεγονός - που έμεινε γύρω από την καταγγελία του Κόμματος, με αποτέλεσμα να αποπροσανατολίζεται η όλη συζήτηση για τη στάση της Γιουγκοσλαβίας και το θέμα να εξαντλείται στα πλαίσια του εξής διλήμματος: Πέρασαν ή δεν πέρασαν τα κυβερνητικά στρατεύματα μέσα από το γιουγκοσλάβικο έδαφος; Αν ναι, τότε η Γιουγκοσλαβία πρόδωσε. Αν όχι, ήταν αθώα. Μάλιστα, ο μακαρίτης πια Αλέκος Παπαπαναγιώτου - παλιό στέλεχος του ΚΚΕ, του ΔΣΕ και μετά το '68 του Εσωτερικού - έγραψε ολόκληρη μπροσούρα, που πρωτοκυκλοφόρησε στα σέρβικα και στη συνέχεια στα ελληνικά, για να αποδείξει την αθωότητα της Γιουγκοσλαβίας, Προφανώς, γιατί ένιωθε τύψεις ή θέλοντας να δικαιολογήσει την κατοπινή του στάση, αφού αυτός ήταν που είχε δώσει τις πληροφορίες, για το πισώπλατο χτύπημα στο Καϊμακτσαλάν. Πάντως, στη βάση του διλήμματος που προαναφέραμε, κρίθηκε μετά το 1956 και η πολιτική του Κόμματος επί Ζαχαριάδη απέναντι στη Γιουγκοσλαβία, προς το τέλος του Εμφυλίου και μετά από αυτόν. Είναι γεγονός, όμως, ότι τόσο ο Ζαχαριάδης, που συνέβαλε στη διαμόρφωση της πολιτικής του Κόμματος απέναντι στο ΚΚΓ μέχρι το 1956, όσο και αυτοί που έκριναν αυτή την πολιτική, γνώριζαν ότι το θέμα ήταν ευρύτερο και δεν είχε ούτε την αρχή ούτε και το τέλος του στο Καϊμακτσαλάν.

Μετά τη σύγκρουση ΚΚΓ - Ινφορμπιρό

Οπως έχουμε ήδη αναφέρει, με άλλη ευκαιρία, η αρχική στάση της Γιουγκοσλαβίας - μετά τη σύγκρουση με το Ινφορμπιρό - ήταν θετική, σχετικά με τη συνέχιση της από μέρους της βοήθειας προς τον Δημοκρατικό Στρατό. Επίσης, το ΚΚΓ δεν έδειχνε να ενοχλείται, που θα έχανε το παλιό του ρόλο και αντιμετώπιζε, κατά τα φαινόμενα, με κατανόηση τη δύσκολη θέση του ΚΚΕ, αναγνωρίζοντας το δικαίωμά του να πάρει τη θέση, που αυτό νόμιζε απέναντι στη διαμάχη Γιουγκοσλαβίας - Γραφείου Πληροφοριών. Δηλαδή, με άλλα λόγια, δεν εξαρτούσε τη βοήθεια που θα έδινε προς τον ΔΣΕ από τη θέση του ΚΚΕ υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς. Επίσης, το ΚΚΕ ανέλαβε την υποχρέωση να μην δημοσιοποιήσει τη θέση του και να μην δώσει το ίδιο αφορμές, για εκτόξευση κατηγοριών σε βάρος των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών. Βέβαια, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι στις σχέσεις των δύο κομμάτων δεν είχε εισχωρήσει η επιφυλακτικότητα και η δυσπιστία. Ηταν λογικό να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί, όμως, και να ισχυριστεί ότι αυτοί ήταν οι παράγοντες που οδήγησαν, στη μετέπειτα ρήξη. Αναμφίβολα, οι σχέσεις των δύο κομμάτων, αν και δύσκολες, θα μπορούσαν να συνεχιστούν στη βάση της επαναστατικής αλληλεγγύης και του προλεταριακού διεθνισμού, με την προϋπόθεση της τροποποίησης αυτών των σχέσεων συνεργασίας και την προσαρμογή τους στις νέες συνθήκες. Σ' αυτή την κατεύθυνση, το ΚΚΕ απέσυρε την υψηλού επιπέδου πολιτική αντιπροσωπεία του, που είχε στο Βελιγράδι, καθώς και τους μηχανισμούς της δουλιάς του, όπως, π.χ., το ραδιοσταθμό "Ελεύθερη Ελλάδα", τον οποίο μετέφερε στη Βουλγαρία.

Διαφορετικοί δρόμοι και στόχοι

Η σύγκρουση του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας με το Γραφείο Πληροφοριών δεν ήταν ο μοναδικός παράγοντας, που τροποποιούσε τις σχέσεις αυτού του κόμματος με το ΚΚΕ και το λαϊκοδημοκρατικό κίνημα στην Ελλάδα. Αμέσως μετά απ' αυτήν την εξέλιξη, στις σχέσεις των δύο κομμάτων εισχώρησε και η στροφή της Γιουγκοσλαβίας προς τη Δύση και τους Αγγλοαμερικάνους. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η επιλογή αυτή των Γιουγκοσλάβων τορπίλιζε οποιαδήποτε συνεργασία. Τα δύο κόμματα απομακρύνονταν το ένα από το άλλο και οι δρόμοι που είχαν διαλέξει για να πορευτούν καθίσταντο πλέον διαμετρικά αντίθετοι. Οσο προχωρούσε η σύνδεση της Γιουγκοσλαβίας με τον αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό, η στάση της απέναντι στο ελληνικό αντάρτικο και στο ΚΚΕ τροποποιούνταν προς το δυσμενέστερο. Αργά, αλλά σταθερά και με μέθοδο, το Βελιγράδι άρχισε να υψώνει συνεχώς προσκόμματα στον αγώνα του ΔΣΕ, μέχρι που στο τέλος ξέκοψε οριστικά οποιαδήποτε σχέση είχε μ' αυτόν.

Τα προβλήματα άρχισαν να ογκώνονται γύρω στο φθινόπωρο του '48, όταν η Γιουγκοσλαβία άρχισε να μπαίνει, για τα καλά πλέον, στην αγκαλιά των Δυτικών. Ετσι, δεν αρκέστηκε μόνο στο να δυσκολεύει τον αγώνα του αντάρτικου κινήματος στην Ελλάδα, αλλά και να τον υπονομεύει στην πράξη. Με αιχμή το Μακεδονικό, αξιοποίησε τις δυνατότητες παρέμβασης, που είχε στο χώρο των Σλαβομακεδόνων, προκαλώντας διαλυτική δουλιά στις τάξεις του ΔΣΕ (λιποταξίες, δημιουργία προσφυγικού κινήματος από Σλαβομακεδόνες της Ελλάδας που περνούσαν στο έδαφος της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας κλπ.). Πρωταγωνιστικό ρόλο γι' αυτούς τους σκοπούς έπαιξε μια ομάδα ηγετών Σλαβομακεδόνων του ΝΟΦ (Γκότσε, Κεραμιτζίεφ, Οτσε, Σλαβιάνκα κ.α.), που πέρασε στα Σκόπια, εγκαταστάθηκε εκεί και, με την κάλυψη, την ενίσχυση και την καθοδήγηση, τόσο της τοπικής ηγεσίας, όσο και του Βελιγραδίου, επιδόθηκε με ζήλο στο προαναφερόμενο έργο. Από το ραδιοσταθμό των Σκοπίων, καλούσε με εκπομπές τους Σλαβομακεδόνες μαχητές του ΔΣΕ να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους, να μην σκοτώνονται άδικα στο Δημοκρατικό Στρατό, να μην έχουν εμπιστοσύνη στο ΚΚΕ, γιατί θα τους προδώσει και να περάσουν στη ΛΔ της Μακεδονίας για να σωθούν από τον πόλεμο. Η προπαγάνδα αυτή μεταφέρθηκε - στο μέτρο του δυνατού - και μέσα στις τάξεις του ΔΣΕ με την αποστολή πρακτόρων, οι οποίοι περνούσαν τα σύνορα δήθεν για να καταταγούν και να πολεμήσουν με τους αντάρτες. Ακόμη, η ομάδα αυτή - η οποία πρέπει να σημειωθεί πως ζητούσε από το ΚΚΕ να δηλώσει ότι η Μακεδονία του Αιγαίου θα ενωθεί με τη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία - αλώνιζε τα στρατόπεδα των προσφύγων Σλαβομακεδόνων της Ελλάδας, που υπήρχαν στο γιουγκοσλάβικο έδαφος, κάνοντας την ίδια προπαγάνδα. Κι ενώ συνέβαιναν αυτά, οι γιουγκοσλαβικές αρχές απαγόρευαν στα στελέχη του ΚΚΕ και του ΔΣΕ να επισκέπτονται αυτά τα στρατόπεδα και να κάνουν πολιτική δουλιά, για την εξασφάλιση εφεδρειών στο Δημοκρατικό Στρατό. Αξίζει, δε, να σημειώσουμε πως όταν το ΚΚΕ και οι σλαβομακεδονικές οργανώσεις του ΔΣΕ κατήγγειλαν ανοιχτά και ονομαστικά τους Γκότσε - Κεραμιτζίεφ κ.ά. για τη δράση τους, η αεροπορία της κυβέρνησης των Αθηνών γέμισε με προκηρύξεις τα σλαβομακεδονικά χωριά της ελληνικής επικράτειας και καλούσε τους Σλαβομακεδόνες να ρωτήσουν το ΚΚΕ τι έκανε τους ηγέτες τους!!! (Βλέπε: Απόφαση του καθοδηγητικού Αχτίφ της ΚΟΕΜ για την εθνικιστική - προδοτική κλίκα Κεραμιτζίεφ - Γκότσε,σελ. 16 - 18). Να υποθέσει κανείς ότι αυτό έγινε γιατί η ντόπια αντίδραση ήθελε τον τεμαχισμό της ελληνικής επικράτειας και υποστήριζε τις αποσχιστικές τάσεις στο χώρο της ελληνική Μακεδονίας..;

Η Γιουγκοσλαβία δεν αρκέστηκε μόνο στις παραπάνω ενέργειες σε βάρος του Δημοκρατικού Στρατού. Ανάμεσα στα πολλά - και χρησιμοποιώντας διάφορες προφάσεις - απαγόρευσε να περνάει από το έδαφός της η διεθνιστική βοήθεια προς το ΔΣΕ που προερχόταν μέσω Βουλγαρίας από την ΕΣΣΔ και τις Λαϊκές Δημοκρατίες, καθώς και μαχητές που είχαν πάει για ανάρρωση σ' αυτές τις χώρες. Επίσης επικαλούνταν τον παλιό της, ουσιαστικά, ρόλο και ούτε λίγο - ούτε πολύ ήθελε να έχει τον πρώτο λόγο στις σχέσεις του ΚΚΕ με τα αδελφά κόμματα, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι το λαϊκοδημοκρατικό και αντάρτικο κίνημα στην Ελλάδα είχε την ανάγκη της.

Η στάση του ΚΚΕ

Το ΚΚΕ προσπάθησε να ξεπεράσει τα προβλήματα που δημιουργούσε η Γιουγκοσλαβία και να έρθει σε μια συνεννόηση μαζί της. Ταυτόχρονα, πήρε και πολιτικά μέτρα για να εμποδίσει τη διαλυτική δουλιά. Σ' αυτά τα πολιτικά μέτρα εντάσσεται και η απόφαση της 5ης Ολομέλειας γύρω από το Μακεδονικό. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι το ΚΚΕ απέφυγε για μεγάλο χρονικό διάστημα, να καταγγείλει για τη στάση της αυτή τη Γιουγκοσλαβία. Προχώρησε δε σ' αυτή την καταγγελία προς το τέλος του Εμφυλίου και αφού είχε πλέον ολοφάνερα κριθεί η τελική έκβασή του, με άρθρο του Ν. Ζαχαριάδη (έφερε τον τίτλο: "Το στιλέτο του Τίτο χτυπά πισώπλατα τη Λαϊκοδημοκρατική Ελλάδα"), που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Ινφορμπιρό στις 1/8/1949 και στο τεύχος 8 του Περιοδικού "Δημοκρατικός Στρατός". Πρέπει δε να σημειωθεί ότι μία από τις βασικές αιτίες που γράφτηκε αυτό το άρθρο είναι και το γεγονός ότι στην ηγεσία του Κόμματος θεωρούνταν βέβαιο πως στο Καϊμακτσαλάν πραγματοποιήθηκε πισώπλατο χτύπημα.

Πριν, όμως, φτάσουμε στην ανοιχτή καταγγελία, η ηγεσία του ΚΚΕ είχε επαφές με την ηγεσία του ΚΚΓ για τη λύση των προβλημάτων που προαναφέραμε. Πραγματοποιήθηκαν δύο κύκλοι συναντήσεων. Συγκεκριμένα, το Φλεβάρη του '49, ο Μ. Πορφυρογένης, ως εκπρόσωπος του Κόμματος, συνοδευόμενος από τον εκπρόσωπο του ΝΟΦ και υπουργό της ΠΔΚ, Πασχάλη Μητρόφσκι, επισκέφτηκε τα Σκόπια και το Βελιγράδι. Στα Σκόπια συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό της ΛΔ της Μακεδονίας, Κονισέφσκι, και το υπουργό Εσωτερικών, Αμπας, όπου και έθεσε τα προβλήματα χωρίς όμως να επιτύχει λύσεις. Στο Βελιγράδι, συναντήθηκε με το μέλος της ΚΕ του ΚΚΓ Πόπι Βόιντα, αλλά κι αυτή η συνάντηση ήταν άκαρπη. Στη συνέχεια, τον Απρίλη του '49, το Βελιγράδι επισκέφτηκε ο Π. Ρούσος, ο οποίος συναντήθηκε με τον στρατηγό Ράνκοβιτς, ηγετικό στέλεχος του γιουγκοσλαβικού κόμματος και στενό συνεργάτη του Τίτο. Το αποτέλεσμα της συνάντησης ήταν η διαπίστωση του αδιεξόδου στις σχέσεις των δύο κομμάτων. Τα πράγματα, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, είχαν πάρει το δρόμο τους και η ρήξη ήταν ζήτημα χρόνου.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ