29 Ιαν 2014

Ευρωφετιχισμός

 Ευρωφετιχισμός

Αυτό το μήνα το περιοδικό unfollow έχει αφιέρωμα στο ευρώ και το ζήτημα της παραμονής ή της εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη. Για να ‘μαι ειλικρινής το πήρα περισσότερο για το άρθρο του μπογιόπουλου, που είναι καθαρά κείμενο γραμμής και βάζει ολοκληρωμένα τις θέσεις του κόμματος για το νόμισμα και το πλαστό δίλημμα «ευρώ ή δραχμή». Διαβάζοντας ωστόσο και τα άλλα άρθρα του αφιερώματος, βρήκα την αφορμή να μοιραστώ κάποιες σχετικές σκέψεις με τη βάση του μπλοκ.

Υπάρχει καταρχάς μια άποψη που μας εγκαλεί και επισημαίνει πως πρέπει να υποδείξουμε επιτέλους συγκεκριμένα, με στοιχεία και ονόματα, τα επιχειρηματικά συμφέροντα και τη μερίδα της αστικής τάξης που φλερτάρει με το ενδεχόμενο της εγκατάλειψης του ευρώ· διαφορετικά καταλήγουμε να σιγοντάρουμε την κυβερνητική προπαγάνδα για το περιβόητο «λόμπι της δραχμής», που κανείς δεν κάνει τον κόπο να το δείξει και να το ορίσει.

Προσωπικά δεν αμφιβάλλω καθόλου πως η συμμετοχή στο ευρώ αποτέλεσε στρατηγική επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης και δεν πρόκειται να παραιτηθεί εύκολα από αυτήν. Θεωρώ πάντως εξίσου αναμφίβολο πως υπάρχει και μια μερίδα καπιταλιστών που είδαν τα συμφέροντά τους να πλήττονται κατά τη διάρκεια της κρίσης και θα καλοέβλεπαν μια πιθανή εναλλακτική λύση επιστροφής σε εθνικό νόμισμα και μεγαλύτερου προστατευτισμού της ελληνικής οικονομίας, χωρίς να αποτελούν ωστόσο πλειοψηφική δύναμη.

Κατά τη δική μου αντίληψη η ουσία του ζητήματος δε βρίσκεται σε αυτό. Η στρατηγική χάραξη του ελληνικού καπιταλισμού δεν εξαντλείται στα υπαρκτά αντικρουόμενα συμφέροντα και τις ενδοαστικές αντιθέσεις. Συμπεριλαμβάνει και τους τακτικούς ελιγμούς του ενιαίου (μες στις αντιθέσεις του) «αστικού λόμπι», που προετοιμάζει εναλλακτικές για κάθε πιθανό σενάριο. Κι ανάμεσά τους για μια πιθανή επικείμενη έξοδο από το ευρώ, είτε ως «δική μας» επιλογή, είτε με την αποπομπή της χώρας από το ευρώ, με πρωτοβουλία της κομισιόν και της γερμανίας. Και η βασική πολιτική εφεδρεία του συστήματος, που θα κληθεί να διαχειριστεί ως κυβέρνηση μια τέτοια κατάσταση, θεωρώ πως είναι ο σύριζα.

Αυτό το νόημα έχει κατά τη γνώμη μου η περίφημη φράση του τσίπρα για το «ευρώ που δεν είναι φετίχ» -αν και ο σύριζα πίνει νερό στο όνομα της εε και της ευρωπαϊκής προοπτικής. Αλλά αυτό είναι και το στίγμα της λεγόμενης «αριστερής κριτικής» που ασκεί στο σύριζα πχ ο λαπαβίσας κι η κίνηση των χιλίων (;) που αναλύει την τρέχουσα κρίση ως κρίση ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και θέλει να καταστήσει πιο φτηνά κι ανταγωνιστικά τα ελληνικά προϊόντα μέσω εθνικού νομίσματος.

Παρόμοια εκτίμηση για τον χαρακτήρα της κρίσης και την προοπτική διεξόδου από αυτήν έχει κι ο αλαβάνος, που καθιστά απολύτως σαφές ακόμα και από το όνομα της πολιτικής του κίνησης (σχέδιο β’) πως αναφέρεται σε ένα εναλλακτικό σχέδιο για την ελληνική οικονομία, εννοώντας προφανώς την καπιταλιστική ελλάδα –γιατί η οικονομία, όπως κι η πατρίδα δεν είναι ταξικά ουδέτερες έννοιες. Το σχέδιο β’ δεν αφορά κάποιο τρίτο δρόμο ή εναλλακτικό σχέδιο της εργατικής τάξης με κατεύθυνση το σοσιαλισμό, παρά τις δημαγωγικές αναφορές. Στην ουσία δεν είναι παρά το εναλλακτικό σχέδιο της ελληνικής αστικής τάξης και σε αυτήν ακριβώς απευθύνεται.

Δεύτερο ζήτημα. Εφόσον το ευρώ αποτελεί στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης δε θα έπρεπε να συγκρουστεί με αυτήν το εργατικό κίνημα, προβάλλοντας ως στόχο πάλης την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη; Καταρχάς είναι αυτονόητο νομίζω πως τασσόμαστε κατά της ευρωζώνης αλλά και της ευρωπαϊκής ένωσης συνολικά. Και πως αν η ελλάδα καταστεί ο αδύναμος κρίκος της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας στην ευρώπη, θα υιοθετήσει μεταξύ άλλων και δικό της νόμισμα (αδιάφορο αν θα το πούμε δραχμή, μνα, ή δηνάριο, όπως έλεγε κι η αλέκα), μακριά από την ‘ευρωσοσιαλιστική’ προοπτική που φαντάζεται ο ευρωκομμουνιστής μηλιός και διάφοροι ευρωλιγούρηδες ομοϊδεάτες του. Η διαφωνία μας δεν έγκειται σε αυτό το σημείο, αλλά στο αν μπορεί να απομονωθεί αυτός ο στόχος πάλης και να προβληθεί αυτόνομα ως άμεσο αίτημα.

Ας ξεκινήσουμε με μια γενική παρατήρηση σχετικά με τις στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης στην ελλάδα και διεθνώς. Στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα μετά την κρίση του 73’ ήταν πχ η εγκατάλειψη του κεϊνσιανού μοντέλου κι η γενική στροφή στο νεοφιλελευθερισμό. Στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου ήταν επίσης στην χώρα μας το μνημόνιο, με στόχο τη μεγάλη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης και την κινεζοποίηση του μέσου μισθού και μεροκάματου, που προωθείται σε όλες τις χώρες της εε, είτε με μνημόνιο, ευρώ και το δντ, είτε χωρίς αυτά. Είναι περιττό να σημειώσουμε ότι οι κομμουνιστές αντιπαλεύουν τόσο τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική, όσο και το μνημόνιο με τις δραματικές συνέπειες για το βιοτικό επίπεδο του εργαζόμενου λαού. Αυτή η πάλη όμως δε γίνεται από η σκοπιά της επιστροφής στον κεϊνσιανισμό και το 09’ πριν από την κρίση και το μνημόνιο. Κι είναι καθαρό σε όλους πως δεν μπορεί να χωρέσει σε ένα ρηχό αντιμνημονιακό ή αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο –ή αντιστοίχως σε ένα μέτωπο κατά του ευρώ, που θα αποτυγχάνει να δώσει πειστικές απαντήσεις στα κομβικά ζητήματα της συγκυρίας.

Όπως έχουμε αναλύσει αρκετές φορές στο πρόσφατο παρελθόν, η κρίση δεν έκανε διακρίσεις μεταξύ των χωρών που είναι εκτός ή εντός ευρωζώνης κι απαιτεί μια συνολική πολιτική αντιπρόταση, που δε θα περιοριστεί στο θέμα του νομίσματος· ούτε σε μια σκέτη ρήξη ή αποδέσμευση από την εε, χωρίς άλλες αλλαγές. Το αίτημα της αποδέσμευσης μπορούσε να προβάλλεται αυτόνομα σε άλλες εποχές, που η ρήξη με την εοκ πχ σήμαινε αυτομάτως σχεδόν προσέγγιση με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Σήμερα όμως δεν μπορεί να νοηθεί ως πρώτο βήμα σε έναν άλλο δρόμο, χωρίς να συνδεθεί άμεσα με το δεύτερο, με το τρίτο και γενικά με ένα επαναστατικό άλμα.

Για να παραφράσω ένα γνωστό τσιτάτο του βλαδίμηρου, ένας τέτοιος στόχος αποκομμένος από το στρατηγικό ζήτημα της επανάστασης και της εξουσίας, θα είναι είτε αντιδραστικός (από την σκοπιά μιας εθνικιστικής αναδίπλωσης) είτε απραγματοποίητος. Κι εδώ φαίνεται πόσο ουτοπικός είναι στην πράξη ο ρεαλισμός του εφικτού και η ρεφορμιστική λογική των μικρών σταδιακών αλλαγών, που θα ανοίξουν θεωρητικά το δρόμο στις μεγαλύτερες {αν διαβάσει κανείς πχ το άρθρο του βατικιώτη από το ίδιο αφιέρωμα –του ναρίτη οικονομολόγου που επιμελείται τα ντοκιμαντέρ του χατζηστεφάνου-, θα γελάσει και θα φοβηθεί ταυτόχρονα με την πρόχειρη αφέλεια που διακρίνει την ανάλυσή του για τις ευεργετικές συνέπειες μιας πιθανής εξόδου από το ευρώ στα σημερινά δεδομένα}.

Μια λογική που πιστεύει πως μπορεί να αφήσει ένα βράχο ακίνητο στη μέση μιας πλαγιάς, ενώ στην πραγματικότητα, όσο δε στοχεύει να τον σπρώξει στην κορυφή, θα παρασυρθεί και θα κατρακυλήσει αναπόφευκτα στον κατήφορο –με αυτή τη γλαφυρή παρομοίωση περιγράφει αν θυμάμαι καλά κάπου η ρόζα λούξεμπουργκ τις μικροαστικές αυταπάτες. Κι η οποία, όσο ξορκίζει το επαναστατικό άλμα, θα καταλήγει σε θεωρητικές ακροβασίες πάνω σ’ ένα σχοινί, που θα κοπεί στην πρώτη δοκιμασία και την πρώτη επαφή με τις αιχμές της πραγματικής ζωής.

Έτσι, αυτό που μένει πίσω είναι η αρκετά διασκεδαστική διαπάλη μεταξύ των διάφορων αποχρώσεων κι εκδοχών ενός μεταβατικού σχεδίου. Όπου η πιο «αριστερή, ριζοσπαστική» του εκδοχή βλέπει τα επιχειρήματά της κατά του «μαξιμαλιστικού κκε», που «παραπέμπει τα πάντα στη δευτέρα παρουσία του σοσιαλισμού» να γυρίζουν μπούμερανγκ εναντίον της στη διαμάχη με όσους προτείνουν εδώ και τώρα άμεση έξοδο από την ευρωζώνη και ρήξη με την εε σε πρώτη φάση, ή ακόμα χειρότερα, ρήξη με την ευρωζώνη (!) και ακύρωση του μνημονίου ως πρώτο βήμα. Ή αντιπαραθέτουν στο αίτημα της διαγραφής του χρέους τη μερική διαγραφή του, το λογιστικό έλεγχο, την επαναδιαπραγμάτευση, την παύση πληρωμών… και πάει λέγοντας, με διάφορες εκπτώσεις, πάντα στο όνομα του ρεαλισμού και του δοσμένου χαμηλού επίπεδου συνειδητοποίησης των λαϊκών μαζών.

Εάν όμως ενδιαφερόμαστε για την άνοδο του επιπέδου της λαϊκής συνείδησης, που δεν μπορεί να φτάσει κατευθείαν στην αναγκαιότητα της επανάστασης, αυτό σημαίνει κατά τη δική μου αντίληψη πως κάποια αιτήματα μπαίνουν πρωτίστως για ζύμωση κι όχι ως στόχοι που θα πραγματοποιηθούν στο δοσμένο πλαίσιο, δίνοντας άμεση διέξοδο από την κρίση. Μπαίνουν δηλ ως στόχοι πάλης για την εργατική τάξη, που μες στον αγώνα αρχίζει να συνειδητοποιεί πως η αστική τάξη δεν μπορεί και δε θέλει –παρά μόνο ως τακτικό ελιγμό, αν συρθεί από τις εξελίξεις- να τους ικανοποιήσει. Και έτσι μπαίνει επιτακτικά το ερώτημα «ποιος θα υλοποιήσει αυτά τα αιτήματα» και τίθεται από την ίδια τη λογική των πραγμάτων το ζήτημα της εξουσίας.

Μόνο με αυτή την έννοια θα είχε αξία να μιλά κανείς για κάποια «μεταβατικά αιτήματα». Και όχι με την ουτοπική περιγραφή ενδιάμεσων, κεϊνσιανών μοντέλων (σταδίων) ως πρώτο βήμα δήθεν προς το σοσιαλισμό, και με τη φαντασίωση μεταβατικών κυβερνήσεων και δυαδικής εξουσίας.
Αντ’ αυτού ωστόσο, όσοι υπέκυψαν στη γοητεία του «εφικτού σοσιαλισμού» και είναι σε αναζήτηση του σύγχρονου μιτεράν για να τον εφαρμόσει, περιγράφουν στο λαό παραμυθένια σχέδια με ταχεία οικονομική ανάκαμψη, εύκολη διέξοδο από την κρίση, προσφέροντας έτσι την χειρότερη υπηρεσία στο κίνημα. Γιατί το εθίζουν στη λογική των εύκολων (κυβερνητικών ως επί το πλείστον) λύσεων και αναπαράγουν το απόστημα της ανάθεσης και του καναπέ.


Κι αυτό είναι το τρίτο και τελευταίο σημείο με το οποίο κλείνει και το σημείωμα. Ο λαός δεν πρέπει να μας βρει παρασυρμένος από δημαγωγικές υποσχέσεις, αλλά αποφασισμένος και ατσαλωμένος για μια δύσκολη πορεία χωρίς ροδοπέταλα, όπου δε θα αποφύγει τις θυσίες, αλλά θα γνωρίζει πως αυτή είναι η μόνη διέξοδος για το δικό του συμφέρον. Και ότι οι μόνες θυσίες που έχουνε αξία, είναι στον αγώνα για άλλη εξουσία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ