Η αλεπού της ερήμου
Μετά
από κάποιες ώρες μπροστά στον υπολογιστή, το μυαλό θολώνει κι αρχίζει να
βουίζει, ψάχνοντας διέξοδο από τα αυτιά για το σωρό άχρηστες πληροφορίες που
συγκέντρωσε και τη συσσωρευμένη ακτινοβολία απ’ την οθόνη. Σα μια μορφή άμυνας
του οργανισμού που προσπαθεί να σου πει πως έχει φτιαχτεί για άλλα πράγματα και
τα έχει πεθυμήσει. Να βγει έξω, να αγναντέψει, να ξεκουράσει μάτι και ψυχή, να
βρει αρμονία μες στο σύνολο που το περιβάλλει. Αλλά συνήθως αγνοείς τα σημάδια
και συνεχίζεις να σερφάρεις, ώσπου τελικά τα συνηθίζεις, σαν τα μυγάκια του
ματιού, που είναι πάντα εκεί, αλλά τα μαθαίνεις και καταλήγεις να μην τα
βλέπεις.
Ξαναγυρνάς
στο υλικό που έχεις μαζέψει, το επεξεργάζεσαι νοερά και διαπιστώνεις πως σε
κάποιες οργανώσεις του χώρου που αυτοπροσδιορίζεται ως επαναστατικός, τα
συνέδριά τους γίνονται πιο αραιά κι από τα συνέδρια του κκε στον καιρό της
σκληρής παρανομίας. Λες και σήμερα να έχουν οξυνθεί τόσο πολύ τα πράγματα και
να έχουν γίνει κι αυτοί τόσο επικίνδυνοι για το σύστημα –και δεν τους φαίνεται;
Ή απλώς παίρνουν τις σκιές τους για μπόι και συμβαδίζουν με την (α)σοβαρότητα
και το (χαμηλό) ύψος των περιστάσεων;
Αλλά
τι σημασία έχει; Έτσι μπλέκουμε πάλι στο βούρκο του εφήμερου, που φεύγει,
χάνεται κι επαναλαμβάνεται αέναα, με ελάχιστες παραλλαγές, απειλώντας να μας
καταπιεί στη μηδαμινότητά του. Το ζήτημα είναι να βρεις ένα ερημικό μέρος,
ησυχαστήριο, να απομονωθείς, να βγεις από τη συνήθεια· να αδειάσει το μυαλό και
να σταματήσει να βουίζει, να αρχίσει να δουλεύει αυτόβουλα. Να μια σπουδαία
ανακούφιση, όπως όταν είναι για ώρα ανοιχτός ένας απορροφητήρας και σου παίρνει
το κεφάλι, ώσπου τελικά τον κλείνεις και συχάζεις απότομα.
Μήπως
μπορέσεις να ξαναβρείς μέσα σου κι εκείνη τη νεκρή λογοτεχνική φλέβα, που τη
σκέπασαν τόνοι επικαιρότητας και εφήμερων σκουπιδιών που γεμίζουν τα κενά της
ζωής μας. Κι αυτή είναι η τελευταία φλέβα που θα σου μείνει απείραχτη, οπότε τη
σκεπάζεις με μακρυμάνικα και πουκάμισα αδειανά να την προστατέψεις, μες στο
κατακαλόκαιρο, όπως οι βεδουίνοι της ερήμου.
Πρέπει
να βρούμε τη δύναμη να μην χανόμαστε στις λεπτομέρειες, να πιάσουμε το νήμα του
διαχρονικού μες στο εφήμερο, να επικαιροποιήσουμε την αλήθεια μας και τα
διαχρονικά της νοήματα, για να μην καταλήγει αχρονική κι αφηρημένη, έξω από την
κίνηση του πραγματικού κόσμου· και να μοιάζει ύστερα η αλήθεια μας πελώριο ψέμα
κι η φωνή μας να βοά στην έρημο, ψεύτικη, χωρίς ανταπόκριση, σαν παραίσθηση.
Πρέπει
να βρούμε ένα ερημικό μέρος για να σκάψουμε μέσα μας και να δούμε την αλήθεια,
για να πάψει να ερημώνει ο τόπος, η παραγωγή, η ύπαιθρος, η ελπίδα, να μη
φεύγουν μαζικά στο εξωτερικό σαν καραβάνια οι άνεργοι πτυχιούχοι, έχοντας πάντα
την αυταπάτη της επιστροφής στις αποσκευές τους, αν και συνήθως παίρνουν ένα
δρόμο χωρίς γυρισμό. Μα ακόμα κι αν
φύγεις για το γύρο του κόσμου (…) θα ‘ναι η φωνή μου το ταξίδι της ερήμου, που
θα σ’ ακολουθεί.
Αρκεί να μη βοά εν τη ερήμω, σε ερημωμένα, ακατοίκητα
μυαλά.
Που
μπλέκουν σε διάφορες αυταπάτες κι αντικατοπτρισμούς στη δίψα τους να βρουν μια
διέξοδο. Κι έχουν συνηθίσει να πείθονται από μικρές κοφτές φράσεις, για να μην
μπαίνει άμμος στο στόμα, και ν’ αναλώνονται στο κυνήγι της ατάκας, της
τουιτεριάς ή ενός τσιτάτου που θα κλείσει υποτίθεται όλο το νόημα της ζωής σε
μια φράση.
Το
κόμμα είχε προειδοποιήσει το λαό από το 09’ πως έρχεται ανεμοθύελλα και τώρα
δικαιώνεται, αλλά τι να το κάνεις. Το κίνημα έχει μεγάλα σκαμπανεβάσματα, σαν
τη θερμοκρασία της σαχάρα, όπου μπορεί τη μέρα να φτάνει το πολιτικό θερμόμετρο
στο κόκκινο και σε λίγες ώρες να επικρατεί απογοήτευση και να πέσει υπό του
μηδενός, στην απόλυτη ξηρασία, όπου δεν κινείται φύλλο. Και ο λαός συνεχίζει να
ανεβαίνει στωικά το γολγοθά του κι αμμόλοφους στη σειρά, πρόθυμος πάντα για
καινούριες θυσίες –τις τελευταίες- περιμένοντας κάποια ανάσταση νεκρών, τη
δευτέρα παρουσία του σοσιαλισμού και το μωυσή που θα τον πάρει απ’ το χέρι να
τν οδηγήσει στη γη της επαγγελίας και στο πέρασμα (πεσάχ) από την ερυθρά
θάλασσα στην κοινωνία του μέλλοντος. Υπομένει το ζυγό των εκμεταλλευτών του,
σαν τα συμπαθή υποζύγια της ερήμου (καμήλες) με την απεριόριστη υπομονή. Αλλά
στοχοποιεί το διπλανό του και σπανίως βλέπει τη δική του καμπούρα με τις
ευθύνες και τα ελαττώματα του.
Γιατί τόση ερημιά;
Μες
σε αυτό το τοπίο πολιτικής λειψυδρίας, το κόμμα συνεχίζει να αποτελεί τη
μοναδική όαση, που γνωρίζει πως ο αγώνας μας δεν είναι ουτοπικός σαν οπτασία
και ότι ακόμα κι η σαχάρα ήταν κάποτε μια απέραντη εύφορη πεδιάδα. Γίνεται το
αποκούμπι των περιπλανώμενων καμηλιέρηδων και όλων όσων συνειδητοποιούν πως
στην αστική έρημο δε χωράνε ατομικές λύσεις και μοναχικές διαδρομές, γιατί
παραμονεύουν τα όρνια και κάθε λογής αρπακτικό να σε κάνει εύκολη λεία στα
νύχια του.
Στην
πραγματικότητα, η λύση δεν είναι η απομόνωση του ερημίτη, αλλά οι γλυκοί καρποί
των συλλογικών αγώνων απέναντι στην κυρίαρχη ιδεολογική ξηρασία. Στον αγώνα του
συντρόφου, στην αγωνία αυτού του τόπου για ζωή, όπως έλεγε παλιότερα ένας
στίχος. Κι είχες σκεφτεί πως η αγωνία κι ο αγώνας έχουν την ίδια ετυμολογική
ρίζα ως λέξεις; Περίπου όπως ο σύντροφος κι ο τόπος αυτός ως έννοιες, γιατί
όποια πέτρα κι αν σηκώσεις στην ελλάδα, θα βρεις από κάτω τους κομμουνιστές και
το ιστορικό τους χνάρι.
Μας
λείπει κάτι όμως. Μας λείπει το απρόβλεπτο, το διαφορετικό, που θα φέρει κάτι
καινούριο, που θα σπάσει την πολιτική ξεραΐλα. Και ταυτόχρονα μας λείπει η
πρόβλεψη, η προτρέχουσα σύλληψη, που δεν προτρέχει των γεγονότων, δε
δικαιώνεται αφηρημένα, στα λόγια, χωρίς αντίκρισμα, αλλά προλαβαίνει,
καταλαβαίνει, γίνεται υλική δύναμη, οργανώνεται και νικά.
Υγ:
οι μουσικές επιλογές μπορεί να είναι λίγο επιφανειακές και να μην καλλιεργούν
ακριβώς το πνεύμα. Αλλά αφενός είναι σχετικές με το θέμα και αφετέρου
λειτουργούν ως ωτο-ασπίδες στους σύγχρονους θορύβους και άλλες κατ’ ευφημισμόν
μελωδίες, εξασφαλίζοντας την ακουστική υγιεινή –επιφανειακή πλην άκρως
σημαντική- της κε του μπλοκ κι όχι μόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου