23 Μαΐ 2014

Δείξε μου τη βάση σου να σου πω ποιος είσαι

 Δείξε μου τη βάση σου να σου πω ποιος είσαι


Μπορεί να μην το λέει έτσι ακριβώς ο θυμόσοφος λαός μας, το λέει όμως η διαλεκτική: δείξε μου τη βάση σου να σου πω ποιος είσαι. Ένα γκρουπούσκουλο του εξωκοινοβουλίου πχ μπορεί να κλίνει σε όλες τις πτώσεις το προλεταριάτο, τη δικτατορία του και την ταξική του καθαρότητα, αλλά αφενός η βάση του να αποτελεί συνάμα και την ηγεσία του και να ‘ναι όλα τα μέλη στελέχη λόγω λειψανδρίας, αφετέρου να έχει κυρίως μικροαστική ταξική σύνθεση από την οποία να απορρέει και η μικροαστική ανυπομονησία στον πολιτικό της λόγο, που ακυρώνει κάθε καλή πρόθεση.

Πότε ξεκίνησε αυτός ο διαχωρισμός ηγεσίας και βάσης; Και ποια στοιχεία επιτρέπουν στην πρώτη να αποσπάται από τη δεύτερη και να αυτονομείται στη βάση των δικών της συμφερόντων; Αυτό το τελευταίο απαιτεί ειδική εξέταση που αφορά και την ουσία των αντεπαναστατικών ανατροπών στη σοβιετική ένωση και το υπόλοιπο σοσιαλιστικό μπλοκ, αλλά δεν είναι της παρούσης να το πιάσουμε.

Υποψιάζομαι πως ο διαχωρισμός (πέρα από τη γενική ιδέα του ενιαίου μετώπου για συνεργασία με την εργατική βάση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων από τα χρόνια της κομιντέρν) επικράτησε στην ελλάδα τον καιρό της αλλαγής κι αργότερα, με τη διάκριση της έντιμης βάσης και των καλών προοδευτικών πασοκτζήδων, από την ηγεσία του κινήματος που τραβούσε εξαρχής σε διαφορετική κατεύθυνση και «πρόδιδε τα οράματα της αλλαγής και της τρίτης σεπτέμβρη». Αυτή η ιστορία με το περιβόητο καλό πασοκ, που μας ταλανίζει σε διάφορες μορφές ως και σήμερα, δοκιμάστηκε και έφτασε μάλλον το ταβάνι της μες στα επόμενα χρόνια, με τη διαφοροποίηση κάποιων λίγων έντιμων στελεχών της πασκε, στο πραξικόπημα του 85’ στη γσεε, και την προσχώρηση κάποιων πολιτικών στελεχών του πασοκ (λάζαρης, γιώτας) στον ενιαίο τότε συνασπισμό. Δεν έπαυαν ωστόσο να αποτελούν ένα σαφώς μειοψηφικό ρεύμα.

Αυτή είναι κι η μόνη περίπτωση ίσως που μπορεί σταθεί ο ισχυρισμός περί εξαπατημένης βάσης, που πίστεψε στα παχιά λόγια περί σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και ακόμα καλύτερων ημερών, πίστεψε το σύνθημα «εοκ και νατο το ίδιο συνδικάτο» και πως.. «φεύγουν οι βάσεις που μένουν που φεύγουν» -γι’ αυτό βγήκε άλλωστε και στους δρόμους να πανηγυρίσει. Ήθελε όμως και αυτή ως ένα βαθμό να εξαπατηθεί και να ζήσει «κάτι γλυκό κι ας είναι αυταπάτη». Σαν τη σύζυγο που τρώει το κέρατο και κάνει τα στραβά μάτια, βολεύεται στη μιζέρια της και σε αυτό που υπάρχει. Και πάντα την τελευταία στιγμή υποκύπτει στο συναισθηματικό εκβιασμό της κάλπης και του στεφανιού της, για να γίνει ξανά κοψοχέρα την επομένη των εκλογών.

Έχουν ευθύνη κι αυτοί που ψηφίζουν λοιπόν, αν και άλλης ποιότητας. Έκτοτε όμως μας έμεινε αμανάτι το λατρεμένο κλισέ με τον αντιδιαλεκτικό της αγνής βάσης από τη σατανική ηγεσία, που μπορεί να βρει αφορμή, ακόμα και στο κόμμα. Στην κυρίαρχη αφήγηση των αριστεριστών πχ πάντα ο λαός είναι έτοιμος και διψασμένος για το μεγάλο επαναστατικό άλμα, αλλά προδίδεται από μια άτολμη, γραφειοκρατική ηγεσία, που τα κάνει πλακάκια πίσω από την πλάτη τους με το καθεστώς, από το οποίο αναπαράγεται κι η ίδια σε τελική ανάλυση. Κανείς δεν εξηγεί ωστόσο, εφόσον έχουν έτσι τα πράγματα, γιατί αυτός ο διψασμένος λαός, που είναι θεωρητικά έτοιμος να τσακίσει το αστικό κράτος και να πάρει την εξουσία στα χέρια του, δε μπορεί να υπερβεί και το εμπόδιο μιας γραφειοκρατικής πρωτοπορίας –ή αλλιώς, γιατί δεν έκανε την έφοδο στη βουλή, όταν δεν ήταν εκεί το παμε να την «περιφρουρεί», κτλ.

Θυμηθείτε επίσης πόσες διαδικτυακές αναλύσεις από.. γνήσιους εκπροσώπους του πραγματικού, προδομένου κουκουέ, επιμένουν να κάνουν λόγο για την ηγετική κλίκα του κόμματος –λες και είναι κάποια συμμορία και όχι δημοκρατικά εκλεγμένη- σε διάκριση πάντα με την απλή βάση που έχει παραπλανηθεί καλή τη πίστη και δεν έχει συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει στο ιστορικό κόμμα της. Εκτός βέβαια κι αν κάποιος απορρίπτει αυτό το δίπολο και προσπαθήσει να υπερασπίσει συνολικά το κόμμα (δηλ την υπάρχουσα κατάσταση, δηλ την ηγετική κλίκα), συνεπώς φως φανάρι πως είναι κι αυτός στο κόλπο, έμμισθος (κατά πάσα πιθανότητα) κλακαδόρος της κλίκας και τσιράκι της. Είδες πόσο απλά είναι τα πράγματα, σφε αναγνώστη, άμα έχεις ξεχωρίσει τι σου φταίει και έχεις βρει τον πραγματικό σου εχθρό;

Άκρως ενδεικτικός για τη διαλεκτική σύνδεση ηγεσίας-βάσης είναι ο μικρός χαμός που γίνεται τις τελευταίες ημέρες σε διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (φέισμπουκ, τουίτερ κατά κύριο λόγο), που ειδικά στις τελευταίες αναμετρήσεις έχουν εξελιχθεί σε αναπόσπαστο κομμάτι της (βρώμικης) προεκλογικής δουλειάς για κάποιες πολιτικές δυνάμεις –κάτι σαν τα καφενεία άλλων εποχών. Είναι χαρακτηριστική πχ η αφόρητη πίεση που ασκούν αυτήν τη βδομάδα στους κύκλους τους διάφοροι συριζαίοι για το β’ γύρο, την αριστερή κυβέρνηση (πού να είχαμε και εθνικές εκλογές) την ιστορική ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί, τη βάση του κουκουέ ή και του εξωκοινοβουλίου που δε σκέφτεται δογματικά (ή και καθόλου, αν αυτό τους βοηθάει πιο πολύ) και θα το αποδείξουν αυτό στις κάλπες, τη λογική της χαμένης ψήφου που δεν πρέπει να σκορπίσει σε «μικρότερα ψηφοδέλτια», την (αστική) δημοκρατία που θα νικήσει μεθαύριο… κι ό,τι άλλο τραβάει η ψυχή του καθενός, όχι πάντα σε τόσο ήπιους τόνους κι εκδοχές, που ουσιαστικά δε διαφοροποιούν σε τίποτα τη βάση του σύριζα από την κυβερνητική υστερία και την πασοκίλα των στελεχών του.

Το μόνο που δε ζήτησαν, εκτός από δανεικές ‘ενωτικές’ ψήφους, είναι να τους δίναμε και λίγο κόσμο, μια στάση παραπάνω, από το πεδίο του άρεως, για να γεμίσουν τα κενά της χτεσινής προεκλογικής τους συγκέντρωσης και να μην χρειαστεί να καταφεύγουν σε σκηνοθετικές αλχημείες τύπου μπιρσίμ, όπως προχτές στην ομόνοια. Ένας εδώ, ένας εκεί, σαν το λαό του ηρακλή, για να φαινόσαστε πολλοί, όπως έλεγε ένα παλιό, σατιρικό σύνθημα στη θεσσαλονίκη. Γιατί να υποτιμάμε όμως τους οπαδούς του γηραιού; Αυτοί γέμιζαν τουλάχιστον κάποτε κι ένα καυτατζόγλειο. Ενώ ο σύριζα είναι ζήτημα αν μπορούσε να γεμίσει το ιβανόφειο και το κατσάνειο, ή το κλειστό του απθ παραδίπλα, με τον κόσμο που μάζεψε σε εμάς, στην αριστοτέλους.

Κι εδώ προκύπτει ένας σημαντικός διαχωρισμός, όχι πλέον μεταξύ της ηγεσίας και της βάσης, αλλά μεταξύ πραγματικής κι εκλογικής βάσης, που δεν ταυτίζονται απαραίτητα. Ταυτίζονταν σε μεγάλο βαθμό για αρκετά χρόνια στην περίπτωση του κουκουέ, που είχε παραδοσιακά στις δημοσκοπήσεις σταθερούς ψηφοφόρους και τη μεγαλύτερη εκλογική συσπείρωση. Αλλά αποδείχτηκε τον ιούνιο του 12’ πως δεν είναι ακριβώς έτσι.

Από την άλλη το πασοκ, αν και εξέφρασε κατεξοχήν τα ανερχόμενα μικροαστικά στρώματα, είχε εργατική βάση, όχι επειδή το ψήφιζαν μαζικά τα εργατικά στρώματα (αυτό συνέβαινε και με τη νδ ως ένα βαθμό) αλλά επειδή είχε ισχυρή οργανωμένη επιρροή στο εργατικό κίνημα –καταφέρνοντας τελικά να το αλώσει και να το οδηγήσει σε εκφυλισμό. Καμία σχέση δηλ με το νέο πασοκ του σύριζα που δε γνωρίζει καλά-καλά την εκλογική του βάση (παρά μόνο τη μαντεύει, βλέποντας τα ποσοστά του πχ σε κάποιες λαϊκές συνοικίες) και σίγουρα δε μπορεί να κινητοποιήσει εργατικές μάζες, ή έστω μάζες απλά, αν δει κανείς τις προεκλογικές του συγκεντρώσεις.

Για να το θέσουμε με διαφορετικό τρόπο, όσοι μας ψηφίζουν δεν είναι απαραίτητα κομμουνιστές (άσε που για τους περισσότερους συντρόφους η έννοια αυτή δεν είναι ψωμοτύρι, αλλά τίτλος τιμής προς κατάκτηση, ακόμα και για τους ίδιους) αλλά σίγουρα δε ρίχνουν τυχαία την ψήφο τους στο κκε –ιδίως την τελευταία διετία. Το ίδιο περίπου ισχύει από την ανάποδη και με τους ψηφοφόρους της χρυσής αυγής, κατά τη γνώμη μου. Δεν είναι όλοι τους φασίστες, για να τους χρεώσουμε με ελαφριά καρδιά στους νεοναζί και να τους θεωρήσουμε χαμένη υπόθεση –ειδικά όσους προέρχονται από πιο λαϊκές, εργατικές γειτονιές. Ούτε μπορούν να θεωρηθούν όμως τυχαίοι περαστικοί που είδαν φως και μπήκαν, παραπλανήθηκαν, χωρίς να γνωρίζουν τι ψηφίζουν κι είναι εντελώς αθώοι του αίματος που στάζουν τα έργα κι οι ημέρες της νεοναζιστικής συμμορίας.

Μας αφήνει λοιπόν αδιάφορους αυτός ο κόσμος; Και πώς μπορούμε να τον κερδίσουμε; Σίγουρα όχι πάντως κλείνοντάς τους πονηρά το μάτι εν όψει του δεύτερου γύρου, με κοντόθωρα προεκλογικά καλέσματα σε αντιμνημονιακή βάση. Η φασιστική επιρροή δε θα αδυνατίσει με πατριωτικές αιχμές ενάντια στους δοσίλογους προδότες της πατρίδας (αυτό δοκιμάστηκε εν μέρει και στις πλατείες, με τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα)· αλλά με την ταξική συνειδητοποίηση κι οργάνωση, το τσάκισμα της λούμπεν συνείδησης που στελεχώνει τα χρυσαυγίτικα τάγματα. Ας θυμηθούμε και τους στίχους του φώντα λάδη για το φασισμό: δίπλα σου θα φτάσει κάποια μέρα, ανχάσεις τα ταξικά γυαλιά σου.

Ο πωρωμένος ακροδεξιός πολύ δύσκολα μπορεί να αλλάξει μυαλά και να συμφωνήσει να έρθει με τους αριστερούς. Ο εργάτης όμως, ό,τι κι αν ψηφίζει στην κάλπη, μπορεί να συνειδητοποιήσει πολύ πιο εύκολα την κοινωνική του θέση, τα ταξικά του συμφέροντα και το δρόμο του αγώνα που θα τα προωθήσει. Αυτό λέει εξάλλου και το περίφημο «τραγούδι της ενότητας». Για ποια ενότητα μιλάει; Δε μένει μόνο στο «εμπρός μαρς αριστερά», αλλά συνεχίζει: «στο μεγάλο το μέτωπο της εργατιάς, γιατί εργάτης είσαι κι εσύ». Τι σεχταριστικός στίχος μπορεί να φαντάζει στα μάτια κάποιων, ε;…


Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να νικήσει ο λαός και να νικήσει το φασισμό. Αυτό είναι το βασικό ζητούμενο και στην ευρώπη, όπου μεθαύριο ο ακροδεξιός «ευρωσκεπτικισμός» θα δει σε μια σειρά χώρες τα εκλογικά ποσοστά του να εκτινάσσονται. Κι αυτός είναι ο λόγος που η ψήφος στο κουκουέ είναι η μόνη γνήσια αντιφασιστική ψήφος. Γιατί είναι η μόνη πολιτική δύναμη, που δε μένει στους.. «γεωγραφικούς» προσδιορισμούς (πάνω-κάτω, αριστερά-δεξιά, αντιμνημόνιο, δημοκρατικό τόξο) και δεν κάνει καλέσματα με ορίζοντα την κάλπη, αλλά μιλάει με κοινωνικούς, ταξικούς όρους και για τη λαϊκή συμμαχία και την πάλη για το σοσιαλισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ