28 Ιουλ 2014

Γ. Δρουσιώτης-Το βάπτισμα στον ΕΛΑΣ

 Γ. Δρουσιώτης-Το βάπτισμα στον ΕΛΑΣ

Ο Γιάννης Δρουσιώτης, πρώτος αριστερά, από την εκδήλωση της Κ.Ο ΚΚΕ Κύπρου για τον Β' Τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας
Φθάνουμε νύχτα στους λόφους έξω από το Λιτόχωρο. Πού είναι οι αντάρτες, ο σύνδεσμός μας δεν ξέρει φυσικά, είναι κι αυτό συνωμοτικό. Θα στείλουν άλλο να μας οδηγήσει στ’ άγια των αγίων, στα παλικάρια της λευτεριάς.

«Μην το κουνήσετε απ’ εδώ», μας λέει αυστηρότατα. «Μην κοιμηθείτε, όχι, όχι. Θα παγώσετε. Μπορεί και να σας πιάσουν οι Γερμανοί». Αυτό το τελευταίο ήταν ωραίο ψέμα. Το καταλάβαμε κατόπιν, γιατί οι Γερμανοί, ναι, κυκλώνανε κάποιο χωριό τη νύχτα, όμως, δεν βγαίναν στο βουνό νυχτιάτικα. Αλλά, πώς να μην κλείσουν τα μάτια μας; Αδύνατον, αδύνατον. Αρχίζουμε τις γροθιές, στους ώμους, στο στήθος, στα χέρια, ο ένας στον άλλο συνέχεια. Σχεδόν μάταια. Πάλι μας αρπάζει ο ύπνος-θηρίο, έστω για δευτερόλεπτα, μαζί κι όνειρα αμέτρητα, στιγμιαία, απανωτά, να κόβονται στη μέση από τις γροθιές
κι άλλα νέα να έρχονται ανάμεσα σε κουβέντες σαν κι αυτή:



«…Αν έλθουν, πόσους θα σκοτώσουμε με το μαχαίρι μας;»

Κι οι δυο είχαμε ένα κοινό μαχαίρι.

«…Εσύ μόνος, τουλάχιστον δύο τους καταφέρνεις…», μου λέει.

Αφού λογαριάζαμε τους εαυτούς μας κιόλας αντάρτες, είχαμε αποκτήσει και υπερφυσικές δυνάμεις!

Ξεπροβάλλει, επιτέλους, μεσ’ το σκοτάδι ο νέος σύνδεσμος, αυτός δεν είναι πια όνειρο. Ανηφορίζουμε για καμιά ώρα. Ε, λοιπόν, θα το πιστέψετε;Από ψόφιοι, ράκη, τώρα περπατάμε ανάλαφρα. Έχουμε πάρει κιόλας το πρώτο βάπτισμα. Έγινε το θαύμα; Κι οι υπνάκοι κάτι κάνανε. Σταματούμε σε μια πεισταριά, όπως λένε εκεί τις ξέβαθες σπηλιές στις πλαγιές των λόφων,όπου βρίσκουν καταφύγιο τα κοπάδια όταν βρέχει. Ανάβουμε μικρή φωτιά.

Περιμένουμε. Πλησιάζει η ώρα. Μόλις έχω καιρό να σκεφτώ κάτι για τα καρφιά των παπουτσιών μου. Ξέρετε από καρφιά που σου τρυπούν τις πατούσες. Κάτι πρέπει να κάνω επιτέλους. Δεν έχω χαρτόνι για πάτους. Βρίσκω όμως φωτογραφίες στο πορτοφόλι μου. Με τύψεις τις απλώνω μέσα στα παπούτσια
μου. Πόσο άσκεφτα τις κουβαλούσα μαζί μου! Αν σε πιάσουν δίνουν την ευκαιρία στους ανακριτές για περισσότερες ερωτήσεις και βασανιστήρια. Φυσικά, απ’ εδώ και μπρος, η αντιπαράθεση είναι ξεκάθαρη. Ο αντάρτης είναι αποφασισμένος, ζωντανός να μην πέσει στα χέρια τους. Οι γέφυρες με τα παλιά κόβονται, όπως λιώσανε σε λίγο οι φωτογραφίες μέσα στα παπούτσια μου. Η καμπή έχει αλλάξει δέρμα και κάνει φτερά. Πετά. Ίσως και προς το τέλος. Από ψηλά δεξιά μας μόλις ακούγεται ποδοβολητό. Πλησιάζει, δυναμώνει. Το μονοπάτι περνά ξυστά την πεισταριά. Σχεδόν αμέσως, να, ο πρώτος άνδρας, ο δεύτερος, ο τρίτος, καμιά δωδεκαριά, ο ένας πίσω στον άλλο. Σε λίγους μήνες αυτή η μαγιά θα γίνει το 50ο Σύνταγμα!

Ο καπετάνιος βαδίζει πρώτος, είναι ο Παύλος. Κάτι ψιθυρίζει στον σύνδεσμο, μας κάνει νόημα, μπαίνουμε κι εμείς στην αλυσίδα που γλιστρά στο φιδωτό μονοπάτι. Ένας αντάρτης, ίσως περίεργος, πλησιάζει, κάνει κάποια ερώτηση κι αμέσως ξαναμπαίνει στη γραμμή. Θυμάστε μικροί όταν περπατούσατε πλάι σε μεγάλους πόσο σπουδαία νιώθατε; Ε, λοιπόν, τώρα χίλιες φορές τόσο. Πετούμε. Μπροστά, πίσω μας, η λεβεντιά, η κλεφτουριά,κι εμείς ανάμεσά τους. Τουφέκια, φυσεκλίκια σταυρωτά στα στήθη, πιστόλια, μαχαίρια στις ζώνες. Είναι τα όνειρα που βλέπαμε τις νύχτες στον ταραγμένο ύπνο μας πριν ξεκινήσουμε; Ξεπεταχτήκανε από τις σελίδες των αναγνωστικών εκείνοι οι αρματολοί με τ’ αετίσια μάτια; Αξίζει, αξίζει χίλιες φορές να γεννηθείς.

Φθάνουμε σε πυκνό ορμάνι. Σταματούμε. Ξεκρεμάζουν μερικοί από το πλευρό τους μικρό τσεκούρι, με σβέλτες κινήσεις χουπ, χουπ κόβουν θάμνους και να, η φλόγα της επανάστασης αγριεύει. Η φωτιά μεγαλώνει, ψηλώνει, απλώνει. Τα φύλλα χλωρά, δοσμένα κι αυτά στη θυσία, πετούν σπίθες και κάνουν εκείνο το φλογάτο κροτάλισμα που σε γεμίζει ζέστη και σκέψη. Ο καπετάν Παύλος μιλά: «… Καλωσορίζω τους γραμματισμένους νέους αντάρτες, τους φοιτητές. Τους χρειαζόμαστε. Μαζί στον αγώνα, στη λευτεριά ή στον θάνατο...»

Φουντώνει η φωτιά, φουντώνουν τα θούρια. Πατούμε σ’ ένα κομματάκι, σ’ ένα νησάκι λευτεριάς, σε μια μικρή Ελεύθερη Ελλάδα! Μαζί μας έχουμε και τους 12 Θεούς του Ολύμπου, όχι τους μισούς, όπως ο Αγαμέμνων. Είναι λίγο πιο πάνω, οι δώδεκα. Ίσως τώρα να τραγουδούν κι αυτοί μαζί μας κι ας δείχνουν ότι κοιμούνται αιώνες.

Πέστε μου, υπάρχει πουλί ή όργανο να παραβγαίνει την ανδρική φωνή; Εκείνες τις στιγμές τα παλικάρια από το Λιτόχωρο, φημισμένα για τα τραγούδια τους, πύρωναν την ψυχή μας η οποία έκαιγε και με τη δική της φλόγα και γινότανε έτοιμη.

Λημεριάζουμε λίγο πιο πέρα. Βλέπουμε πως ετοιμάζουνε το γιατάκι τους, στρώνοντας κλαριά θάμνων. Κάνουμε κι εμείς το ίδιο. Όμως, το μαλακό ακόμα σώμα μας δεν βολεύεται με κανένα τρόπο. Όποια θέση κι αν πάρουμε, κάποιο κλαράκι ενοχλεί. Για προσκέφαλο μια πέτρα! Όταν την αυγή δόθηκε η διαταγή να μετακινηθούμε και ζητήσαμε να πλύνουμε τα πρόσωπα στο μικρό ρεύμα, στον Ουρλιάη, πεντέξι λεπτά μακριά, ξέσπασε γέλιο και φιλικά πειράγματα. «Απ’ εδώ και μπρος θα πλενόσαστε αλλιώτικα.» Και πού να ήξεραν ότι ξεκινώντας είχαμε πάρει μαζί μας και πιτζάμες!

Το βράδυ στο νέο λημέρι, διαλέγουμε ένα άλλο όνομα. Όλοι είχαν ψευδώνυμα. Ο Παρίσης γίνεται Λεωνίδας, κι εγώ Νίκος Μαυρίδης, αυτό ταιριάζει με το μελαχρινό μου χρώμα και περνώ έτσι για πρόσφυγας από τη Μικρασία. Η νέα ζωή έχει αρχίσει.

Από το "Η άνοιξη ήλθε με τα τανκς", Επετηρίδα της Κυπριακής Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών, Τόμος Θ', Λευκωσία, 2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ