21 Μαρ 2015

Ούνα φάτσα, ούνα ράτσα, μια τζατζίκι, μια πατάτες

 Ούνα φάτσα, ούνα ράτσα, μια τζατζίκι, μια πατάτες

Η ρώμη είναι ίσως ιδανικός προορισμός για (εμάς) τους μη πολυταξιδεμένους, που σε όλη τη ζωή τους δεν έκαναν ταξίδια μακρινά, ούτε αγάπησαν το θηβαίο, ακολουθώντας πιστά τη λαϊκή παροιμία «της γάτας ο περίπατος μέχρι τον αχυρώνα» και φοβούνται τις μεγάλες και απότομες αλλαγές, που δε συνδέονται με κάποια κοινωνική επανάσταση ή, ακόμα χειρότερα, έρχονται να την υποκαταστήσουν, όπως για παράδειγμα η αλλαγή του 81’ και το σύγχρονο ροζ κακέκτυπό της.

Η σημερινή ανάρτηση εγκαινιάζει τα «ημερολόγια αυτοκρατορίας», μια σειρά κειμένων για ένα πρόσφατο ταξίδι (που δικαιολογεί και την πολυήμερη απουσία) της κε του μπλοκ και τις εντυπώσεις της από την πρωτεύουσα της γειτονικής χώρας (αγαπημένο κλισέ). Ελπίζω οι σφοι αναγνώστες να ανεχτούν την «περιαυτολογία» και να βρουν αρκούντως ενδιαφέροντα τα κείμενα αυτής της σειράς.

Μια σύντομη περιήγηση στην αιώνια πόλη (άλλο αγαπημένο κλισέ) αρκεί για να βρεις πολλές ομοιότητες με τα καθ’ ημάς και να θυμηθείς τη γνωστή φράση: ούνα φάτσα, ούνα ράτσα. Και από εκεί πια είναι ένας συνειρμός δρόμος ως το φασισμό και το ρατσισμό (αν κι ο πρώτος έχει μάλλον διαφορετική ετυμολογική ρίζα) την εμφάνισή κι ανάπτυξή τους στις δύο χώρες τον τελευταίο αιώνα, παρά το ισχυρό αντίβαρο του μαζικού κινήματος και των αγωνιστικών περγαμηνών των δύο λαών. Ο μουσολίνι, ο μεταξάς, ο παπαδόπουλος ή και πιο πρόσφατα, η λαβεντούζα, το φαρμακονήσι και η αμυγδαλέζα αφορούν την ίδια γειτονιά (του κόσμου). Όμορα κολαστήρια για της γης τους κολασμένους που αναζητούν μια υποφερτή «διέξοδο» από το μαρτύριο κι εμείς τους στέλνουμε στο πυρ το εξώτερο και τον εξαποδώ, χωρίς να συνειδητοποιούμε πως κατά βάθος βράζουμε όλοι στο ίδιο καζάνι της επίγειας κόλασης.
Πού να τρέχεις τώρα να αναζητάς σοσιαλιστικούς παραδείσους και τη σοβιετική γη της επαγγελίας, εκεί που ενώνεται ο τίγρης λαός με τον ευφράτη και τις εύφορες αντικειμενικές συνθήκες. Αυτά εξάλλου ανήκουν στη δευτέρα παρουσία, οπότε κάλλιο να περιμένουμε τη λύση ως μάννα εξ ουρανού, από κάποιον άνωθεν σωτήρα.

Αν έρχεσαι λοιπόν με λεωφορείο από το τσιαμπίνο, το παλιό αεροδρόμιο της πόλης (κάτι σαν το ελληνικό, αλλά εν ενεργεία), η πρώτη σου εικόνα από τον τερματικό σταθμό της ανανίνα (το νι παχύ με προφορά γγ) μπορεί να είναι αυτοί ακριβώς οι κολασμένοι, που τους πετύχαμε σε ένα άθλιο υπαίθριο παζάρι (φλι μάρκετ) με αυτοσχέδιους πάγκους. Ή μάλλον όχι, η πρώτη εντύπωση έρχεται από αέρος και είναι μοναδική, κάτι σαν γρήγορη εναέρια τουρνέ στα βασικά αξιοθέατα, αν έχεις δηλ καλή θέση σε παράθυρο. Ενδιάμεσα έχεις την ευκαιρία να χαριεντιστείς με το διπλανό σου.
-Φτάνουμε.
-Α ναι; Τι βλέπεις;
-Επτά λόφους.
-Αλήθεια; Για να δω…
-Σοβαρέψου.

Κι ύστερα έρχεται η προσγείωση στο έδαφος και την πραγματικότητα. Κι αν ξύσεις κάτω από τη λαμπερή επιφάνεια της πόλης, βλέπεις πχ ένα παλιό μετρό, με πενταβρώμικους σταθμούς, όπου το σκέφτεσαι δυο και τρεις φορές, πριν ακουμπήσεις κάτω τα πράγματά σου. Ενώ οι συρμοί κινούνται "ανάποδα", ακολουθώντας το αγγλικό μοντέλο οδήγησης, από την αριστερή λωρίδα. Ενίοτε μάλιστα μπερδεύεσαι από την ανακοίνωση για την αποβίβαση και την πόρτα που τελικά θα ανοίξει.
-Από δεξιά; Αφού σινίστρα δεν είπε;
-Έλα ντε. Δεν είναι αριστερά κατά τη φορά της αμαξοστοιχίας;
-Μπα.. όχι. Αριστερά κατά τη φορά του σύριζα. Prima volta sinistra.

Ο οποίος θα δούμε τι σκοπεύει να κάνει με το αντίστοιχο τσιαμπίνο στην αθήνα, το δικό μας ελληνικό και το φιλέτο που έχουν βάλει τα μονοπώλια στο μάτι για... αξιοποίηση –ας το αφήσουμε έτσι, ως δημιουργική ασάφεια, αν και η γλώσσα του σώματος της κυβέρνησης έχει τη δημόσια περιουσία σε στάση αναμονής, στημένη στα τέσσερα, να περιμένει να περάσει κανείς να την… αξιοποιήσει.

Βάζεις κάτω λοιπόν τις ομοιότητες που σε κάνουν να αισθάνεσαι σαν στο σπίτι σου. Ότι μπαίνεις με την παρέα σου στο συρμό και δεν είστε οι μόνοι που ακούγεστε στο βαγόνι, και γύρω-γύρω μουγγοθόδωροι. Η σχεδόν θεατρική εκφραστικότητα κι η χαρακτηριστική κίνηση που κάνουν, σαν μπουκιά, όταν διαμαρτύρονται εμφατικά, πχ οι ποδοσφαιριστές για τον καταλογισμό ενός οφσάιντ. Ο λαμπερός ήλιος που μπορεί να κάψει το πρόσωπο μάρτη μήνα. Οι άπειρες εκκλησίες, όπως στο μάθε παιδί μου γράμματα και την έκθεση του καλογερόπουλου (όνομα και πράγμα) για το χωριό του και τους ευάριθμους παπάδες που παράγει ως βασικό προϊόν. Τα πάμπολλα (που θυμίζει συνειρμικά ιταλική λέξη) χνάρια της ιστορίας στον ιστό της πόλης.

Κι από την άλλη: κάτι αναστροφές στη μέση του δρόμου κι η οδηγική συμπεριφορά ενός τυπικού ελληνάρα (mascara greco mascara), αν και σχεδόν πάντα θα βρεθεί κάποιος καλός σαμαρείτης να σταματήσει, για να περάσουν οι πεζοί. Τα σκουπίδια και η βρωμιά στους δρόμους των προαστίων έξω απ’ το ιστορικό κέντρο και τη βιτρίνα της πόλης. Τα αστικά λεωφορεία (πολλά εξ αυτών είναι κατακόκκινα σε αντίθεση με τα επίσημα ταξί που ‘ναι όλα λευκοφρουροί) με τις σπασμένες αναρτήσεις, που έχουν διαλυθεί στα πλακόστρωτα σοκάκια της ρώμης και σε κάνουν να φοβάσαι πως θα πέσει ο ουρανός (τους) στο κεφάλι σου. Το κλασικό (πιο πολύ και από καραβάτζιο) ποπόπιασμα στους τουρίστες, που τους βλέπουν σα θηράματα και γενικώς ζώα που θα καταπιούν αμάσητο ό,τι τους σερβίρουν. Το μποτιλιάρισμα, τα τσαντίρια εκτός κέντρου, τη φτώχια, τις κοινωνικές αντιθέσεις και την πόρκα μιζέρια των σύγχρονων ρωμαίων (καταταγείτε μας λέγανε).

Εντάξει, μπορεί να έχουν τρομερά μνημεία-αξιοθέατα και ωραίες κοκέτες γυναίκες (ή καλοντυμένους άντρες, αν το βλέπεις από άλλη σκοπιά), αλλά και στην αθήνα μπορείς να χαθείς και να μείνεις με ανοιχτό στόμα από τα αρχαία της, αν σε αφήσουν πχ κάπου στην πλάκα. Κι όσο για ανθρώπινη ομορφιά (και τα καθιερωμένα της πρότυπα δηλ, γιατί κατά τα άλλα είναι καθαρά υποκειμενική, όπως ο πλούτος για το βαρουφάκη, τον οποίο κάποιοι πχ θεωρούν ωραίο άντρα, και αυτός με τη σειρά του θεωρεί πως απευθύνεται σε πτωχούς τω πνεύματι και τον παίρνει να λέει ό,τι μουσμουλιά θέλει), αν πας στο κέντρο της θεσσαλονίκης ένα πρωί, θα χορτάσει το μάτι σου από φοιτήτριες ή/και τσιμισκούλες, που έχουν ντυθεί λες και έφυγαν μόλις από τα μπουζούκια. Εντάξει, και από εκκλησίες, άλλο τίποτα. Μπορεί οι σαράντα εκκλησιές να έχουν παραπλανητικό όνομα και μόνο μία εκκλησία, αλλά δεν χρειάζεται να πας πολύ μακριά, για να βρεις και τις υπόλοιπες τριάντα εννιά σε ακτίνα 1-2 χιλιομέτρων.

Συνεπώς ούνα φάτσα, ούνα ράτσα σε όλα, έτσι;
Όχι ακριβώς. Γιατί τίποτα δεν είναι σαν το σπίτι σου. Και τίποτα δεν παίζει με τις ευαίσθητες χορδές σου και δεν μπορεί να σε εκνευρίσει περισσότερο από αυτά που τρως κάθε μέρα στη μάπα. Έτσι που –αν δεν είσαι κρητίκαρος ή κάποιος άλλος με αντίστοιχο τοπικισμό για την ιδιαίτερη πατρίδα σου, που είναι η ομορφότερη στον κόσμο- να αντιστρέφεται ο μύθος της λαγομάν(δρ)ας και της κουκουβάγιας μάνας, που βλέπει το δικό της παιδί ως το πιο όμορφο απ’ όλα.

Η ρώμη μπορεί να έχει πολλά κοινά και παρόμοιες παθογένειες με την ελληνική πραγματικότητα, αλλά δεν μπαίνει κανένα θέμα σύγκρισης με τις δικές μας πόλεις. Έχει απίστευτες πλατείες, κλασικά κτίρια, ανοιχτούς χώρους. Κι είναι ένα ατελείωτο μουσείο με δωρεάν περιήγηση (παρά τη σχετικά ακριβή ζωή της) όπου τα εκθέματα έχουν φθαρεί πολύ λιγότερο στον χρόνο από τα δικά μας αρχαία (πέρα από όσα «κατέστρεψαν» αυτοί από μόνοι τους και τα έκαναν εκκλησίες), εμπλουτίστηκαν σημαντικά στην αναγέννηση και προστατεύτηκαν μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα να σε εντυπωσιάζει κάθε γωνιά του ιστορικού της κέντρου.

Το βασικό ερώτημα βέβαια είναι γιατί να μην είναι το ίδιο ωραία κι η καινούρια πόλη, με τα πολύ πιο σύγχρονα κι εξελιγμένα μέσα που διαθέτουμε σήμερα –και ούτε μπορούσαν να φανταστούν στην εποχή τους οι διάφοροι πάπες κι αυτοκράτορες, που έχτιζαν υπέρλαμπρα κτίρια και ναούς, αφήνοντας όμως το λαό τους να υποφέρει από την πείνα.

Οι λέξεις κλειδί για την απάντηση που γυρεύουμε είναι: άναρχο καπιταλιστικό σύστημα, σοσιαλιστικός κεντρικός σχεδιασμός, ικανοποίηση λαϊκών αναγκών. Σαν τις λέξεις για την καρτέλα, που είχε το τέλος κάθε ενότητας στο μάθημα της γλώσσας, προτού πάμε στο επόμενο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ