Γράφει η ofisofi //
Πριν λίγα χρόνια ψάχνοντας να βρω το δυσεύρετο πια βιβλίο «Από την ήττα στην εξέγερση» του Γιώργου Μαργαρίτη, που εκδόθηκε το 1993 από το περιοδικό Ο Πολίτης, ανακάλυψα το  βιβλίο του «Προαγγελία θυελλωδών ανέμων. Ο πόλεμος στην Αλβανία και η πρώτη περίοδος της Κατοχής».  Η σχέση ανάμεσα στα δύο βιβλία είναι ότι ο Γιώργος Μαργαρίτης δούλεψε σχεδόν από την αρχή το παλιό βιβλίο και δημιούργησε ένα νέο, με πολλές αλλαγές.
«Σε αυτή, τη νέα του μορφή, ίσως ετούτο το πόνημα μπορεί να εκληφθεί ως εισαγωγή σε μια ιστορία της Αντίστασης, ή μάλλον σε μια ιστορία της Ελλάδας στα δραματικά χρόνια της κατοχής και του πολέμου. Οι ιδέες που αναπτύσσονται σε αυτό, μπορεί να συμβάλουν στη διατύπωση ερμηνευτικών σχημάτων για τις εξελίξεις και τα γεγονότα της περιόδου. Για το λόγο αυτό, άλλαξε και ο τίτλος στο εξώφυλλο» αναφέρει ο συγγραφέας στο σημείωμα που προτάσσει και έχει τον τίτλο «Για τον Άγγελο». Πρόκειται για τον Άγγελο Ελεφάντη, εκδότη του περιοδικού Ο Πολίτης, με παραίνεση του οποίου δημιουργήθηκε το πρώτο βιβλίο. Το νέο αυτό βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του.
Ο Γιώργος Μαργαρίτης μελετά την ιστορική περίοδο 1940 – 1943 μέσα από τα γεγονότα  εκείνα που έμελλε να γίνουν σταθμοί στη διαδικασία μεταμόρφωσης της ελληνικής κοινωνίας. Η αρχή τοποθετείται στις 28 Οκτωβρίου 1940 και φτάνει στα 1943  όταν  τα Τάγματα Ασφαλείας στράφηκαν εναντίον των αναπήρων πολέμου και των νοσοκομείων. Τότε ήταν που το ΕΑΜ μέσα από τους αγώνες διεκδίκησης των αναπήρων ήρθε στην πρώτη γραμμή, αναδείχθηκε και απογειώθηκε.
«Η Ελλάδα έζησε, στα χρόνια που ακολούθησαν, τη δική της εκδοχή του μεγάλου «αιώνα των κομμουνιστών».
Με το χαμόγελο στα χείλη μπήκαν οι Έλληνες στον πόλεμο και ο ιστορικός μας εισάγει στο κλίμα της ημέρας εκείνης, της 28ης Οκτωβρίου 1940 προσπαθώντας να ερμηνεύσει αυτό το χαμόγελο.
«Εκείνη τη μέρα οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από εφέδρους. Αυτοί, οι κλάσεις του 1929 και πέρα ξεχύθηκαν στις πόλεις ψάχνοντας να βρουν τις ανακοινώσεις της επιστράτευσης στα αστυνομικά τμήματα. Μετά, αφού μάθαιναν τον προορισμό τους και το χρονικό περιθώριο που είχαν για να παρουσιαστούν, έτρεχαν προς τους σταθμούς των τραίνων, πολιορκούσαν τους συρμούς που έφευγαν αδιάκοπα, ασφυκτικά γεμάτοι από το ανθρώπινο φορτίο τους, προς τη Λάρισα ή προς την Πάτρα. Ήταν παράξενο πράγμα οι έφεδροι. Πολίτες ακόμα, εργάτες, μαστόροι, τεχνίτες, λογιστές, δάσκαλοι, σερβιτόροι, βαστάζοι, δημόσιοι υπάλληλοι, καλλιτέχνες, ό,τι, τέλος πάντων, μια κοινωνία του εικοστού αιώνα, αποδίδει στους ανθρώπους ως παραγωγική και κοινωνική ιδιότητα. Ήταν όμως ταυτόχρονα και πολεμιστές. Κινούνταν στο μεταίχμιο του πολέμου και της ειρήνης, ζούσαν ανάμεσα στις μέρες της ειρήνης, που γρήγορα ξεθώριαζαν, και σ’ εκείνες του πολέμου, που έρχονταν να τις διαδεχθούν. Ήταν κανονικοί άνθρωποι και εν δυνάμει σκληροί πολεμιστές. Δεν είχαν σκοτώσει ποτέ στη ζωή τους, στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν τους είχε περάσει ποτέ από τον νου ο θάνατος του άλλου από το δικό τους χέρι. Έφευγαν όμως βιαστικά από τον κόσμο που ως τότε γνώριζαν, για να προλάβουν έναν άλλον, στον οποίο η κύρια φροντίδα τους θα ήταν να σκοτώσουν – αντάμα και η πιθανότητα να σκοτωθούν.
Αυτούς συνήθως, τους αυριανούς πολεμιστές που, ως πολίτες ακόμη, έδιναν το γοργό ρυθμό του πολέμου στους δρόμους της Αθήνας, αιφνιδίαζαν οι φωτογράφοι. Σε αυτούς ανακάλυπταν αποτυπωμένο το χαμόγελο. Στο κάτω κάτω, επρόκειτο για τους αληθινούς ήρωες της ημέρας (…) Τη μέρα αυτή, οι τύχες της χώρας εναποτέθηκαν ολοκληρωτικά στα χέρια των πολιτών της. Ήταν η πιο απόλυτη εκδοχή της δημοκρατίας. (…)
Είναι επίφοβοι για τους εχθρούς τους οι άνθρωποι που, ανατρέποντας τα ανθρώπινα μέτρα, φεύγουν για το μέτωπο και για το θάνατο με το χαμόγελο στα χείλη.»
Αρχίζει με τη φασιστική Ιταλία, τις φιλοδοξίες της πριν και κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επιτέθηκε στην Ελλάδα. Η είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο, η ιταλική εισβολή, η ελληνική αντεπίθεση, το μέτωπο της Αλβανίας  περιγράφονται αναλυτικά με τις νίκες και τα προβλήματα του πολέμου.
«Τα στρατηγικά και τακτικά προβλήματα του πολέμου, η αδυναμία του ελληνικού στρατού να «τελειώσει» τον πόλεμο στην πιο ευνοϊκή γι’ αυτόν συγκυρία, ελάχιστα απασχόλησαν  τότε την κοινωνία των μετόπισθεν. Για τον πολύ κόσμο, ο στρατός νικούσε όπου κι αν συναντούσε τον εχθρό, η προέλαση, αφού απελευθέρωσε τα ελληνικά εδάφη, οδηγούσε πλέον βαθιά στο αλβανικό έδαφος. Οι απώλειες ήσαν ακόμα περιορισμένες, οι κακουχίες μικρές σε σχέση με όσα θα έφερνε ο χειμώνας, και η ομοθυμία αδιατάρακτη. Στα μετόπισθεν, ιδιαίτερα στην Αθήνα που δεν γνώρισε μάλιστα σε αυτή τη φάση τις αεροπορικές επιδρομές του εχθρού, που είχαν ήδη «ενοχλήσει» την Θεσσαλονίκη, την Λάρισα, την Πάτρα ή τα Γιάννενα, επικρατούσε ενθουσιασμός, μια γιορταστική σχεδόν ατμόσφαιρα , που προξενούσε ισχυρή εντύπωση στους ξένους ανταποκριτές, συνηθισμένους στις μουντές εικόνες ετούτου του πολέμου. Η ειρωνεία προς τον ιταλικό φασισμό, τον Μουσολίνι και τους στρατηγούς του, έδινε κι έπαιρνε, προκαλώντας καθεστωτικές ανησυχίες στους κύκλους της 4ης Αυγούστου. Ήταν δύσκολο εκείνες τις ημέρες  να προσδιοριστούν τα όρια της λαϊκής μέθης και ο τρόπος με τον οποίο η τελευταία θα μεταγραφόταν στην κοινωνία και την πολιτική.»
Καθυστερήσεις και αποτυχίες οδηγούν τις πολεμικές επιχειρήσεις σε τέλμα και μαζί με την είδηση του θανάτου του Ιωάννη Μεταξά αλλάζουν την πορεία του πολέμου. Η τελευταία φάση του πολέμου στην Αλβανία έρχεται με την εαρινή επίθεση του ιταλικού στρατού. Μπροστά στην ιταλική αδυναμία οι Γερμανοί ήδη έχουν αποφασίσει την επέμβαση τους στην Ελλάδα και η εισβολή δεν αργεί να γίνει πραγματικότητα οδηγώντας σε ολοκληρωτική αλλαγή των συνθηκών. Και ενώ οι Γερμανοί προελαύνουν ο ελληνικός στρατός της Αλβανίας παραμένει ακόμα στις θέσεις του μέχρι τον Απρίλιο.
Ο πόλεμος αλλάζει μορφή και η τελευταία πράξη παίζεται στην Κρήτη.
«Η τελευταία  “επίσημη συμμετοχή” της Ελλάδας στον πόλεμο έκρυβε τις δικές της εκπλήξεις και ιδιαιτερότητες. Για την ακρίβεια, στη μάχη της Κρήτης συναντούμε καταστάσεις καινούργιες για την ως τότε εξέλιξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και κατά κάποιο τρόπο προφητικές για τις μορφές που ο πόλεμος αυτός θα έπαιρνε στο μέλλον: για τη μαζική συμμετοχή «αμάχων» στις μάχες μιλούμε και για τα γερμανικά μέτρα «αντιποίνων», με τα οποία αντιμετωπίστηκε η καινοφανής αυτή λαϊκή αντίσταση.»
Από την  εξιστόρηση των γεγονότων, τον πόλεμο, επιστρέφει στην «προϊστορία» και αναφέρεται στην εποχή του μεσοπολέμου στην Ελλάδα , στη μεταξική περίοδο και στη δημιουργία ενός άτυπου  διπολικού συστήματος όπου στον έναν πόλο ήταν η δικτατορία και στον άλλο οι κομμουνιστές και στις προσπάθειες του καθεστώτος να επιβληθεί  ιδεολογικά και πολιτικά με κάθε μέσο και κάθε τρόπο . Εκτός από τις διώξεις, τις φυλακίσεις, τις εξορίες , τις δηλώσεις και το χαφιεδισμό και την γενικευμένη αντικομμουνιστική υστερία και σταυροφορία, μια κεντρικά διαρθρωμένη οικονομία  με ισχυρό κρατικό παρεμβατισμό ήρθε να ολοκληρώσει έναν παντοδύναμο και πολυπλόκαμο κρατικό μηχανισμό. Το καθεστώς επένδυσε στη συλλογικότητα, στην ομαδική εργασία, στην αλληλοϋποστήριξη και στην υποταγή σε ένα ενιαίο σχέδιο χωρίς να υπολογίζει τις μελλοντικές πολιτικές συνέπειες της εφαρμογής του.
Και η αφήγηση ξαναπιάνει το νήμα από τον πόλεμο της Αλβανίας και τις ανατροπές που έφερε.
«Ο πόλεμος της Αλβανίας ήταν ο πρώτος σταθμός της θύελλας και το πρώτο εργαστήριο της μετάλλαξης του έθνους και της κοινωνίας. Ήταν ένα πόλεμος του εικοστού αιώνα, από εκείνους που δεν αφήνουν αλώβητη καμία πλευρά της κοινωνίας. Σήμανε γενική επιστράτευση ανθρώπων, οικονομίας, θεσμών και μηχανισμών. Οδηγούσε σε μια διάχυτη και έντονη συλλογική εμπειρία. Ήταν ένα σχολείο καινοτομιών, που από μόνο του ανέτρεπε τις προπολεμικές παγιωμένες καταστάσεις και συνήθεις – όλα όσα μπορεί να σημαίνει μια ανατρεπτική διαδικασία. Από αυτή την ουσιαστική ανατροπή ξεκινά η ιστορία μας»
Ακολουθεί μια διεξοδική ανάλυση των αλλαγών που προκάλεσε ο πόλεμος  στην κορυφή της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, στο μέτωπο του πολέμου, στην πολεμική εμπειρία και στην πολιτική ωρίμανση που αυτή οδήγησε, στις συνέπειες των νικών, στις αντιθέσεις που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στις στρατιωτικές επιτυχίες και στο γενικό αδιέξοδο του πολέμου. Αυτές με τη σειρά τους οδηγούσαν σε βαθιές πολιτικές και ιδεολογικές διεργασίες στον ελληνικό στρατό της Αλβανίας που τον έκαναν να βλέπει διαφορετικά τα γεγονότα και να προετοιμάζει το έδαφος για ό,τι θα ακολουθούσε στα επόμενα δύσκολα χρόνια.
«Από τα ερείπια του “παλαιού καθεστώτος” μια νέα πολιτική δύναμη θα ερχόταν στους επόμενους μήνες να καλύψει το πολιτικό κενό. Παρουσιάζει ενδιαφέρον ο τρόπος, το επιχείρημα με το οποίο το ίδιο το ΕΑΜ, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, περιέγραψε στα κείμενα του την πρώιμη ιστορία του, το ξεκίνημά του. Μια αρχή που προσδιορίστηκε ακριβώς στο τέλος του πολέμου και στην κατάληψη της χώρας από τον Άξονα.  “Υποδουλωθήκαμε στον ξένο κατακτητή” γράφτηκε στο πρώτο διάγγελμα του ΕΑΜ, “όχι γιατί μας έλειψε το θάρρος και ο ηρωισμός μα γιατί προδόθηκε ο αγώνας μας…Γιατί ο λαός μας καταληστεύθηκε αντί να προετοιμαστεί για την εθνική άμυνα, γιατί γαλουχήθηκαν στις γραμμές μιας καταστάσεως η διαφθορά και η προδοσία, γιατί οι Τσολάκογλοι και Σία, αυτοί που αποσύνθεσαν το μέτωπο και κτύπησαν πισώπλατα τον φαντάρο, τον τσολιά, τον Κύπριο και Δωδεκανήσιο εθελοντή, τον ήρωα της Κρήτης, παίζαν ηγετικό ρόλο τότε…”.»
Ο ιστορικός εξετάζει την Ελληνική Πολιτεία μετά την αναχώρηση του βασιλιά για το εξωτερικό μαζί με τα κυβερνητικά στελέχη και τους κρατικούς αξιωματούχους και τη συμπλήρωση του κυβερνητικού κενού που δημιουργήθηκε στην κατακτημένη χώρα. Παρουσιάζει τις συνθήκες μέσα στις οποίες ο Τσολάκογλου επιλέχθηκε ως  ο πρώτος κατοχικός  πρωθυπουργός και στη διαμόρφωση ενός νέου πολιτικού σκηνικού και της διακυβέρνησης της χώρας ουσιαστικά από τις δυνάμεις του Άξονα.
Συνεχίζει με τα προβλήματα της διακυβέρνησης και τα στενά όρια μέσα στα οποία κινιόταν, στις οικονομικές και πολιτικές διαμάχες στην εσωτερική λειτουργία της πρώτης κατοχικής κυβέρνησης και στην ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ιωάννη Ράλλη.
Πολύ ενδιαφέροντα είναι τα στοιχεία που δίνει για την ποικιλόμορφη λεηλασία της χώρας από τα  στρατευμάτα κατοχής στην πρώτη φάση της κατοχικής περιόδου με τα ειδικά χαρτονομίσματα, τις απαλλοτριώσεις της βιομηχανικής και γεωργικής παραγωγής, τις επιτάξεις, τις δαπάνες κατοχής, την αναγκαστική προσαρμογή του δημοσιονομικού συστήματος της χώρας και την οργάνωση του εξωτερικού εμπορίου προς όφελος των κατακτητών.
«Η Ελληνική Πολιτεία καλούνταν λοιπόν να πορευθεί μέσα σ’ ένα άκρως ολισθηρό τοπίο. Το σεντόνι ήταν μικρό και αυτοί που το διεκδικούσαν το τραβούσαν επίμονα, ο καθένας προς τη δική του πλευρά. Για τα επτά εκατομμύρια των ανθρώπων, επί των κεφαλών των οποίων θα λειτουργούσαν όλα αυτά, ξεκινούσε η περίοδος των παθών.»
Η ιστορία του ελληνικού λαού και οι τρόποι που ανταπεξήλθε στις νέες συνθήκες απασχολούν τον συγγραφέα. Η κατάσταση της Ελλάδας μετά το τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων αναλύεται με συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία οδήγησαν  στο οριστικό τέλος οποιασδήποτε προπολεμικής λειτουργίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εξετάζεται η αγροτική παραγωγή του 1941, αν μπορούσε να καλύψει τις επισιτιστικές ανάγκες της κατακτημένης χώρας, πώς δημιουργήθηκε η κρίση του επισιτισμού και πώς η πολιτική εξουσία αντιμετώπισε τις ελλείψεις τροφίμων και την πείνα.
«Οι λύσεις που χρειάζονταν σε τέτοιες συνθήκες ήταν λύσεις ριζοσπαστικές: λύσεις που θα ανέτρεπαν το σκηνικό που είχε διαμορφωθεί στην πολιτική, την κοινωνία, τον τρόπο σκέψης και τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Μαζί με τα κανάλια διακίνησης των αγαθών και τους κανόνες των συναλλαγών, άλλαζαν ανεπαίσθητα ίσως στην αρχή αλλά ουσιαστικά και αμετάκλητα, οι κλίμακες αξιών, οι ιεραρχήσεις και οι ισορροπίες του κοινωνικού ιστού. Για την κατοχική κυβέρνηση, η προσήλωση στις «επίσημες» πολιτικές δεν ήταν απλά και μόνο έλλειψη ευφυΐας και διορατικότητας. Ήταν μια απελπισμένη προσπάθεια να κρατηθούν οι παραδοσιακές ισορροπίες, σε έναν κόσμο που έσπρωχνε προς της ανατροπή. Τυχόν υποταγή της στο νέο που γεννιόταν θα σήμαινε ένα είδος παραίτησης, μια μορφή πολιτικής αυτοκτονίας. Θα ισοδυναμούσε με διακηρυγμένη άρνηση του δικαιώματός της να νέμεται την εξουσία, να βρίσκεται στο κέντρο όλων των δραστηριοτήτων της χώρας, να τη διαχειρίζεται συγκεντρωτικά, να συντονίζει τις προσπάθειες όλων, να προσανατολίζει, να οδηγεί, να κυβερνά…Πρόκειται για ένα είδος παραίτησης, που ένα διορισμένο καθεστώς, έκτακτης ανάγκης, απλά δεν μπορεί να επιλέξει.»
Σημαντικό κεφάλαιο αυτής της εξέλιξης είναι οι σχέσεις ανάμεσα στις πόλεις και στην επαρχία, οι οποίες στην πρώτη φάση της κατοχής προσδιορίστηκαν από μετακινήσεις και ανταλλαγές ανθρώπων.
Υπογραμμίζεται ιδιαίτερα ο ρόλος της Αθήνας που «όσο προχωρούσε ο πόλεμος, μεταβαλλόταν σε κέντρο υποδοχής των ποικιλόμορφων πολεμικών προσφύγων», αλλά και στην αντιστροφή των μετακινήσεων προς αυτήν όταν άρχισαν να παρουσιάζονται ελλείψεις σε πολλά καταναλωτικά είδη πρώτης ανάγκης και η πείνα έκανε την τραγική εμφάνισή της. Ο ιστορικός δεν μένει μόνο στην αναφορά των θανάτων από πείνα αλλά προσπαθεί να κάνει και μία ποιοτική προσέγγιση τους. Επιπλέον αφιερώνει ένα σημαντικό μέρος στην ανάπτυξη των μηχανισμών επιβίωσης που δημιουργήθηκαν στην κατεχόμενη πρωτεύουσα για να αντιμετωπίσουν το τεράστιο αυτό πρόβλημα, των θανάτων από πείνα.
«Η Αθήνα είχε οπωσδήποτε αλλάξει, όχι μόνο στην όψη της καθημερινής της ζωής, λειτουργίας και δραστηριότητας, αλλά και στη συμπεριφορά  των ανθρώπων της: ειδικά στην αντίληψή τους για την «ευνομία» και την «τάξη». Η λογική της «νομιμότητας» δεν έπαυε να δέχεται αλλεπάλληλα πλήγματα από τις εξελίξεις και οπωσδήποτε  ελάχιστα πράγματα αντιπροσώπευε μπροστά στους νέους μηχανισμούς που οι καταστάσεις αναδείκνυαν και επέβαλλαν. Η παραβατική συμπεριφορά ήταν προϋπόθεση επιβίωσης, μπροστά στο ολοκληρωτικό ναυάγιο των κρατικών μηχανισμών και των κυβερνητικών πολιτικών. Μέσα σε λίγους μόνο μήνες, μετά την εγκατάσταση της κατοχικής πραγματικότητας, η πρωτεύουσα, όπως και ολόκληρη η ελληνική κοινωνία, ήταν ένα μόρφωμα ρευστό, όπου τα πάντα προσαρμόζονταν σε όσα επέβαλλε η ανάγκη. Η επιβίωση ήταν ο βασικός νόμος, ο οποίος σε πολλά σημεία κάθε άλλο παρά αντίστοιχος  ήταν με το επίσημο θεσμικό πλαίσιο και την άοκνη στο νομοθετικό  έργο της κατοχική κυβέρνηση.»
Εκτός από τις διάφορες νέες μορφές εμπορίου που αναπτύχθηκαν και οργανώθηκαν ο ιστορικός παρουσιάζει την ίδρυση και λειτουργία  των καταναλωτικών συνεταιρισμών και τις συνέπειες της εξάπλωσής τους και με τη μορφή μαχητικών διεκδικήσεων αναδεικνύοντας την πολιτική τους σημασία στις μελλοντικές εξελίξεις.
Και ενώ αυτά συνέβαιναν στην πρωτεύουσα, οι οικονομικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν στην επαρχία με τη μορφή κυρίως οικονομικών ανταλλαγών έπαιξαν το δικό τους πολύ σημαντικό ρόλο στα γεγονότα που ακολούθησαν.
Μια σημαντική παράμετρος των νέων συνθηκών στην οικονομία υπήρξε και η δημιουργία μιας «υπόγειας» αγοράς, στη δράση της οποίας προστέθηκαν διάφορα εγκληματικά στοιχεία που δυσκόλεψαν και έθεσαν σε επιπλέον κινδύνους τις ζωές των ανθρώπων (ζωοκλέφτες, ληστές , απαγωγείς, μαυραγορίτες κ.α).
Οι συνθήκες αρχίζουν να μεταβάλλονται από την άνοιξη του 1942 καθώς εμφανίστηκαν νέα δεδομένα και οι ισορροπίες άρχισαν να ανατρέπονται.  Εκτός από την κρίση της μαύρης αγοράς, την αναβάθμιση της ξένης βοήθειας, τις νέες δυνατότητες και τάσεις επιβολής του κρατικού μηχανισμού, ερευνάται και το επίπεδο της αγροτικής παραγωγής στα 1942 και πώς μέσω αυτής δρομολογήθηκαν οι εξελίξεις για να γεννηθεί η οργανωμένη αντίσταση και το αντάρτικο.
«Η ένοπλη Αντίσταση και η εκπορευόμενη από την ισχύ της επικράτεια της Ελεύθερης Ελλάδας προέκυψαν ακριβώς τη στιγμή όπου οι πιέσεις στην αγροτική οικονομία έτειναν να γίνουν αφόρητες. Τη μεγάλη εξέγερση περίπου κανείς δεν την περίμενε όταν συνέβη. Τους μήνες του χειμώνα 1942 -1943, οι αντάρτικοι σχηματισμοί, ακόμα λίγες εκατοντάδες ένοπλοι – όχι περισσότεροι από χίλιοι στο σύνολο -, πειραματίζονταν ακόμα και αναζητούσαν βασανιστικά και διαμόρφωναν στρατηγικές, τακτικές και δομές οργανωτικές που να αντιστοιχούν στις νέες καταστάσεις. Τον Φεβρουάριο του 1943, στην πλέον αραιά κατεχόμενη από τις στρατιωτικές δυνάμεις των κατακτητών ζώνη, από τα βόρεια ορεινά της Θεσσαλίας και σε ολόκληρη τη δυτική Μακεδονία, κατά μήκος του Αλιάκμονα, μία εξέγερση με απρόβλεπτη ισχύ θύελλας συνεπήρε τα πάντα.»
Ο επίλογος του βιβλίου  γράφεται με (και για)  το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Ο Γιώργος Μαργαρίτης δικαιολογεί την επιλογή του να μιλήσει για το ΚΚΕ στο τέλος της αφήγησης και όχι στην αρχή διότι  όλα όσα εξέτασε στις προηγούμενες σελίδες σχετίζονται, οδηγούνε σε αυτό.
Το ΚΚΕ στα 1940, η στρατηγική του απελευθερωτικού μετώπου, η ίδρυση του ΕΑΜ είναι τα θέματα που εξετάζει και αναπτύσσει διαφοροποιούμενος από άλλες ανάλογες μελέτες. Η διαφοροποίησή του βρίσκεται στο γεγονός ότι η θεώρηση των άλλων ξεχνά όλα όσα το κόμμα αυτό μετέφερε πίσω του και  αντιμετωπίζουν «οργανικά» τη σχέση του ΚΚΕ με τις εξελίξεις της περιόδου εκείνης.
«…Η θεώρηση που ξεκινά και επιμένει στην « υποκειμενική» κομμουνιστική εμπλοκή στα γεγονότα, ξεχνά όλα όσα το κόμμα αυτό μετέφερε πίσω του. Την ειδική του σχέση με την ιστορία, την κοινωνία και την πολιτική της περιόδου. Ξεχνά τη μεγάλη ιστορική συγκυρία: τον αιώνα των κομουνιστών.
Εάν αυτό το μεγάλο ξεχαστεί, τότε το διάβημα της ερμηνευτικής προσέγγισης των γεγονότων, της πρώτης ειδικά περιόδου της κατοχής, γίνεται εμφανώς ακατανόητο. Πώς θα ήταν δυνατό ο εξαρθρωμένος, ισχνός στο ξεκίνημα, οργανωτικός μηχανισμός του ΚΚΕ να συναρθρώσει σε ένα πλατύ κίνημα όλη την ελληνική κοινωνία; Πώς θα ήταν δυνατό μερικές δεκάδες στελεχών να προσπεράσουν ισχυρά δομημένους μηχανισμούς (για παράδειγμα εκείνου του σώματος των αξιωματικών στρατού) και να βάλουν τη δική τους σφραγίδα στις δομές της Αντίστασης; Η απάντηση βρίσκεται ακριβώς στο μεγάλο πλαίσιο. Οι κομμουνιστές στα 1940 δεν ήταν απλά και μόνο οι οργανωτικές τους δυνατότητες. Ακόμα και όταν οι τελευταίες υπέφεραν – και αυτό ήταν κάτι περισσότερο από αληθινό στα τέλη της μεταξικής περιόδου – οι κοινωνικές και πολιτικές λειτουργίες παρέμεναν ενεργές. Βρίσκονταν στο προσκήνιο της επικαιρότητας, απ’ όποια πλευρά και αν την αντιμετώπιζε κανείς. Στον αιώνα των κομμουνιστών, αυτοί παρουσιάζονταν ισχυροί, ακόμα και εκεί όπου οι μηχανισμοί τους άγγιζαν την απόλυτη έκλειψη.»
Ένα πολύτιμο βιβλίο για τη γνώση που μεταδίδει, τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς που προκαλεί, σε μια εποχή που τείνει να αποχαρακτηρίσει, να αποχρωματίσει, να λησμονήσει το κίνημα της Αντίστασης και το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο.
«Για αυτό το τελευταίο, πολύ λίγα πράγματα θα βρείτε στα σημερινά σχολικά βιβλία της ιστορίας. Για πολλούς και διάφορους λόγους, αυτό το πρωτοφανές και τεράστιο κίνημα δεν έγινε  καθεστώς, δεν νίκησε στην αναμέτρηση με τους εχθρούς του. Δια πυρός και σιδήρου, με πόλεμο ως τα 1949, με τον ποικιλότροπο διωγμό ως τα 1974, εξοβελίστηκε από την κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας. Σήμερα κοντεύει να ξεχαστεί και από τους πολιτικούς` οι μόνοι που επιμένουν στην καταλυτική σημασία του, ανήκουν στον ίδιο πολιτικό χώρο που μπόρεσε στα δύσκολα χρόνια να «διαβάσει» τη συγκυρία και να συμπορευθεί με τη λαϊκή έξαρση, ενσωματώνοντας τη δική του οργανωτική “τεχνογνωσία” σε αυτό: για τους κομμουνιστές γίνεται λόγος. Για τους ακαδημαϊκούς δασκάλους ας μην πούμε τίποτα` όπως συνήθως συμβαίνει, οι περισσότεροι δείχνουν πρόθυμοι να “προσαρμοστούν”, με τον τρόπο που οι εκάστοτε ισχυροί επιθυμούν και υπαγορεύουν.
Και όμως το ΕΑΜ υπήρξε και οι κομμουνιστές αποτέλεσαν βασική παράμετρο της ιστορίας του εικοστού αιώνα σε ολόκληρο τον κόσμο – και στην Ελλάδα φυσικά. Το να μιλήσει δε κανείς γι’ αυτό, αποτελεί προϋπόθεση για να μελετήσει την ιστορία…»

Γιώργος Μαργαρίτης, Προαγγελία Θυελλωδών ανέμων… Ο πόλεμος στην Αλβανία και η πρώτη περίοδος της Κατοχής, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009