22 Απρ 2018

Το «ένδοξο» όπλο των TEA

Η παρακάτω ιστορία, από την αρχή ως το τέλος, είναι χαρακτηριστική για το τι συνέβαινε στα χωριά στη διάρκεια της δικτατορίας του 1967 και είναι μια μικρή σταγόνα στον ωκεανό της αυθαιρεσίας της «Εξουσίας» και της ασυδοσίας κάποιων προσκείμενων στη δικτατορία που επιβλήθηκε τον Απρίλη του 1967, ιδιαίτερα στις μικρές και πέρα για πέρα απροστάτευτες κοινωνίες στα χωριά.
Όχι βέβαια ότι πριν την κήρυξη της δικτατορίας, η εξουσία ήταν πολύ καλύτερη, γιατί υπήρχε σε ισχύ το πλέγμα των μέτρων και νόμων της περιόδου του Εμφύλιου Πολέμου, με τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τις κάθε είδους διώξεις, τις διάφορες παρακρατικές οργανώσεις και «συμμορίες».
Και οι διάφορες εξαγγελίες πολιτικών παραγόντων έμειναν στο μεγαλύτερό τους μέρος απλές εξαγγελίες, όπως η υπόσχεση του Πλαστήρα και των πολιτικών του «Κέντρου» για κατάργηση των έκτακτων μέτρων, ή η υπόσχεση του Παπάγου για «λήθη στο παρελθόν». Όχι μόνο δεν τηρήθηκαν, αλλά συνεχίστηκαν οι εκτελέσεις -που στην πραγματικότητα ήταν πολιτικές δολοφονίες, όπως, ενδεικτικά, για παράδειγμα, στις 22 Γενάρη 1951 στη Λάρισα ή το Γουδί, η εκτέλεση των δύο στρατιωτών, Σταύρου Κασσάνδρα και Νίκου Πίτσικα, που εκτελέστηκαν γιατί αρνήθηκαν να πάνε να πολεμήσουν στην Κορέα, η εκτέλεση στις 5 Μάρτη 1951, στο Γεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη, του Νίκου Νικηφορίδη, γιατί μάζευε υπογραφές για την ειρήνη. Μαζί με τον Νικηφορίδη εκτελέστηκαν -καταδικασθέντες με άλλη απόφαση στρατοδικείου- οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Θεόδωρος Ορφανίδης, Μόσχος Στογιάννης, Κωνσταντίνος Σπρίντζος, Κωνσταντίνος Μήτσου, Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, Ρήγας Παραθυράς. Στις 30 Μάρτη 1952 έγινε η εκτέλεση των Νίκου Μπελογιάννη, Δημήτρη Μπάτση, Ηλία Αργυριάδη, Νίκου Καλούμενου, στις 14 Αυγούστου 1954 του Νίκου Πλουμπίδη και, «προκλητικά», την 1η Μάη 1955, του αξιωματικού του ΔΣΕ, Χρήστου Καρανταή, και του Νίκου Καρδαμήλα στις 29 Αυγούστου 1955. Οι δύο αυτοί ίσως ήταν οι τελευταίοι που εκτελέστηκαν.
Οι εκτελέσεις σταμάτησαν με την άνοδο του Κ. Καραμανλή στην εξουσία, αλλά όχι και κάποιες δολοφονίες στελεχών της Κομμουνιστικής Αριστεράς, καθώς και τα άλλα μέτρα, εξορίες, φυλακίσεις κλπ.
Το ίδιο και με την άνοδο του Γ. Παπανδρέου με την Ένωση Κέντρου στην εξουσία, που, παρόλες τις υποσχέσεις και τις ελπίδες, διατηρήθηκαν τα περισσότερα έκτακτα μέτρα, διατηρήθηκε μεγάλος αριθμός πολιτικών κρατούμενων στις φυλακές της Αίγινας, χωρίς να καταργηθούν τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων που είχαν γίνει πληγή και βραχνάς στην ελληνική κοινωνία και που όμως αποτελούσαν, ανάμεσα στα άλλα, για κάποιους και βιοποριστικό επάγγελμα, σε συνδυασμό με τον παρανοϊκό αντικομμουνισμό της εποχής και την κρατική και αστυνομική καταπίεση.
Ήταν Μάρτης-Απρίλης του 1967· η εποχή που οι παραγωγοί καπνού παρέδιδαν τα καπνά της προηγούμενης χρονιάς που είχαν επιλεγεί και αγοραστεί από τις εταιρίες καπνών. Συνήθως, όχι πάντα, με την παράδοση-παραλαβή των δεμάτων καπνού οι παραγωγοί πληρώνονταν κιόλας.
Είμαστε στο χωριό Γόννοι της Λάρισας, που ήταν πάντα καπνοχώρι, όπου για πολλές οικογένειες το κύριο εισόδημά τους προερχόταν αποκλειστικά από την καλλιέργεια του καπνού.
Κάθε εταιρία είχε στα χωριά αυτά δικούς της ανθρώπους, τους «εξπέρ», τους ειδικούς δηλαδή, που συνήθως ήταν και οι ίδιοι αγρότες παραγωγοί καπνού, οι οποίοι έπαιρναν «σημάδια», δείγματα του καπνού από κάθε παραγωγό και με βάση την ποιότητα, το είδος, τον τύπο του καπνού, τις ανάγκες της εταιρίας υποδείκνυαν σε αυτήν και τελικά δέσμευαν ανάλογα με τις τιμές -που συνήθως «έπαιζαν» σε βάρος των παραγωγών την ποσότητα καπνού που θ’ αγόραζαν από κάθε παραγωγό.
Η πληρωμή γινόταν με την παράδοση-παραλαβή του καπνού, είτε συνολικά είτε σε μία ή δύο ακόμη δόσεις. Αν ο αγρότης-καπνοπαραγωγός δεν είχε και άλλη παραγωγή, ας πούμε τεύτλα, τριφύλλι, καλαμπόκι, σιτάρι, σε ικανή ποσότητα, περίμενε πότε θα πληρωθεί για το καπνό που «πούλησε» και όλο το μεσοδιάστημα ζούσε με «βερεσέ», με πίστωση, από τον μπακάλη του χωριού.
Έτυχε λοιπόν, Μάρτης, αρχές Απρίλη του 1967 ήταν, ο αντιπρόσωπος της Γαλλικής Εταιρίας για τη Θεσσαλία να παραλαμβάνει «τα καπνά» στους Γόννους, το χωριό καταγωγής του πατέρα μου, να παραλαμβάνει τη συμφωνημένη ποσότητα καπνού με φορτηγό αυτοκίνητο και μ’ ένα συνεργείο εργατών που φόρτωναν τις μπάλες, τα δέματα του καπνού.
Ο επικεφαλής του συνεργείου των εργατών ήταν ο «εξπέρ», που ήταν και ο αντιπρόσωπος της εταιρίας για το χωριό. Αφού συνεννοήθηκε με το συνεργείο των εργατών πώς θα γίνει η παραλαβή και η φόρτωση των δεμάτων του καπνού, εγκαταστάθηκε μαζί με το γενικό αντιπρόσωπο της εταιρίας, κάποιον «κύριο Τακβοριάν», στο καφενείο στην πλατεία του χωριού, κάτω από τον πλάτανο. Εκεί ερχόταν ο παραγωγός που είχε παραδώσει, με τον επικεφαλής του συνεργείου των εργατών, ο οποίος υπέγραφε την παραλαβή και γινόταν η πληρωμή. Αν προέκυπτε κάποιο πρόβλημα, πήγαινε ο ίδιος ο «εξπέρ» να δει περί τίνος πρόκειται.
Ένας από τους παραγωγούς δε θεώρησε αναγκαίο να πάει ο ίδιος μαζί με το συνεργείο των εργατών στο σπίτι του. Τους είπε ν’ ανοίξουν την πόρτα της αυλής που ήταν πιασμένη μ’ ένα σύρμα και στο υπόστεγο ήταν αραδιασμένα τα δέματα που θα παραλάμβαναν.
Ο καπνοπαραγωγός αυτός ήταν γνωστός ως φανατικός ακροδεξιός, με δράση στον Εμφύλιο και μετά σημαίνων παράγων των TEA, ένοπλος ακόμα και τότε, το 1967.
Τι ήταν τα TEA; Τάγματα Εθνικής Ασφαλείας, στην πραγματικότητα παραστρατιωτική οργάνωση στην υπηρεσία των κυβερνήσεων της Δεξιάς και όχι μόνο. Ήταν επανδρωμένα με πολίτες που ήταν οπαδοί της Άκρας Δεξιάς και της Δεξιάς, αλλά και με αδιάφορους πολιτικά. Στις μεγάλες πόλεις δεν υπήρχαν TEA, γιατί εκεί υπήρχε η χωροφυλακή και η αστυνομία πόλεων, που αναλάμβαναν το ρόλο των TEA, μαζί με διάφορες παρακρατικές συμμορίες οι οποίες κρυφά και φανερά χρηματοδοτούνταν από το κράτος.
Ο βασικός ρόλος των TEA στην ύπαιθρο, στις επαρχίες, ήταν η συντήρηση του κλίματος του Εμφύλιου Πολέμου, του μονομερούς εμφύλιου πολέμου που διατηρούσαν όλες οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις, η διατήρηση του κλίματος φοβίας και πίεσης και βέβαια η διατήρηση των περίφημων πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων σε βάρος των αριστερών πολιτών, των δημοκρατικών, ή ακόμα και απλά σε βάρος των αντιφρονούντων, μαζί μ’ ένα πλέγμα υποχρεωτικών σχέσεων των πολιτών με την εξουσία.
Τα TEA ήταν οι διάδοχοι των ΜΑΫ, που έδρασαν κυρίως στη διάρκεια του Εμφυλίου. Τα ΜΑΫ ήταν οι «Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου» και μεγάλο μέρος των μελών τους ήταν βέβαια ακροδεξιοί, προερχόμενοι από τις μοναρχοφασιστικές συμμορίες των ετών 1945-1947, οι οποίες στη συνέχεια βαφτίστηκαν τμήματα επίστρατων χωροφυλάκων ή ΜΑΫ.
Πολλοί από αυτούς είχαν υπηρετήσει στη διάρκεια της τριπλής Κατοχής της περιόδου 1941-1944 σε διάφορους προδοτικούς σχηματισμούς στην υπηρεσία των Ιταλών, Γερμανών, Βουλγάρων, σχηματισμούς που ίδρυσαν οι δυνάμεις κατοχής και οι δωσιλογικές κατοχικές κυβερνήσεις σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, όπως τα «Τάγματα Ασφαλείας» κυρίως στην Αθήνα, Στερεά Ελλάδα, Εύβοια, Πελοπόννησο, η «Λεγεώνα των Βλάχων», τα «ΕΑΣΑΔ», κυρίως στη Θεσσαλία και την Πίνδο, οι «Γερμανικοί» του συνταγματάρχη Πούλου, τα τμήματα του Μιχάλαγα και του Τσαούς Αντόν στη Μακεδονία κ.ά.
Τα «ΕΑΣΑΔ» και οι άλλοι είχαν εξοπλιστεί από τους Γερμανούς, οι οποίοι τους διοικούσαν μ’ έναν αξιωματικό-σύνδεσμο, ουσιαστικά διοικητή, ακόμα και σε επίπεδο διμοιρίας, με εξαίρεση τη «Λεγεώνα των Βλάχων» που την όπλισαν οι Ιταλοί, μέχρι που την διέλυσαν οι ίδιοι οι πατριώτες Βλάχοι και ο ΕΛΑΣ.
Για τα TEA υπήρχε ξεχωριστή Διεύθυνση στο Γ ενικό Επιτελείο Στρατού, είχαν τη δική τους ιεραρχία και φυσικά την ξεχωριστή χρηματοδότηση.
Τα TEA λοιπόν στη βάση τους ήταν τα υπολείμματα των παραπάνω και, για την «κάλυψή» τους, μετά από το 1964 καλούνταν και πολίτες, υποχρεωτικά, που δεν ανήκαν στη Δεξιά, αλλά δεν είχαν «ιστορία», δηλαδή δεν είχαν πάει εξορία για πολιτικούς λόγους ή, πολύ περισσότερο, δεν είχαν κάνει φυλακή, δεν ήταν «φακελωμένοι» ως «αριστεροί» στη χωροφυλακή ή σε άλλες υπηρεσίες Ασφαλείας.
Τα μέλη των TEA είχαν κάποια «αβαντάζ». Έβρισκαν πιο εύκολα δουλειά, διορίζονταν στο Δημόσιο, έβρισκαν πιο εύκολα κρεβάτι σε δημόσιο νοσοκομείο, έπαιρναν πιο εύκολα δάνειο, είχαν κάποιες «προσβάσεις» που δεν είχαν οι απλοί πολίτες, σε διορισμούς, σε πιστοποιητικά και άλλες διευκολύνσεις.
Ανάλογα με το μέγεθος του χωριού ήταν οργανωμένοι σε ομάδες ή διμοιρίες και σε κάποιο κεφαλοχώρι ήταν η έδρα του Τάγματος των TEA της περιοχής. Διοικούνταν από μόνιμους αξιωματικούς και καμιά φορά οι μικρές μονάδες από έφεδρους αξιωματικούς μικρών βαθμών. Έκαναν κάθε τόσο στρατιωτικές ασκήσεις, σκοποβολή, φορούσαν στρατιωτική στολή όταν ήταν σε «υπηρεσία», έπαιρναν μέρος σε παρελάσεις και, για σοβαρές παραβάσεις αναγόμενες στην «Υπηρεσία», παραπέμπονταν σε στρατοδικείο.
Την εποχή εκείνη, 1965-67, συνήθως τα όπλα των TEA ήταν αποθηκευμένα στην «Κοινότητα» ή σε άλλο κοινοτικό οίκημα. Όμως ένας αριθμός «έμπιστων» είχαν τα όπλα στα σπίτια τους «παράνομα» βέβαια, κάτι όμως που το γνώριζε η χωροφυλακή, όταν υπήρχε στο χωριό, και βέβαια όλος ο κόσμος του χωριού.
Αυτοί όμως οι «έμπιστοι», οι ένοπλοι, ήταν οι «μικροί δικτατορίσκοι» στα χωριά, «λύνοντας και δένοντας», θεωρώντας -κάτι που σε μεγάλο βαθμό ήταν αλήθεια ότι είναι «ασύδοτοι) και ατιμώρητοι, όπως ήταν στην περίοδο του Εμφύλιου Πολέμου, όπου δεν έδιναν λογαριασμό σε κανέναν για ό,τι έκαναν.
Κι εδώ ερχόμαστε στο σπίτι αυτού που έστειλε τους εργάτες στο σπίτι του να φορτώσουν χωρίς να πάει ο ίδιος. Λίγες μέρες πριν, στο παντοπωλείο-καφενείο του Σπύρου Κοντογιάννη, είχε γίνει μια συζήτηση για τα όπλα που είχαν ορισμένοι στα σπίτια τους και είχε γίνει ένας «ψιλο-καβγάς». Κάποιος από αυτούς που είχαν όπλα στα σπίτια τους έλεγε ότι τα όπλα αυτά ήταν «ένδοξα και τιμημένα», ενώ άλλος του απάντησε με «νόημα» ότι τα όπλα δοξάζονται και τιμώνται από τα χέρια που τα κρατούν και από το σκοπό που υπηρετούν.
– Εσύ και οι άλλοι έχετε τα όπλα για να μας φοβερίζετε, όπως κάνατε το 1961 με τις εκλογές βίας και νοθείας.
Εκεί έγινε μια έντονη συζήτηση, αλλά το πράγμα έμεινε χωρίς συνέχεια.
Κάπου στην αποθήκη, οι εργάτες που πήγαν να φορτώσουν τις μπάλες το καπνό βρήκαν κρεμασμένο το όπλο πίσω από μια πόρτα. Αφού έγιναν τα σχετικά καλαμπούρια, το άφησαν στη θέση του. Τώρα είτε μπροστά στους άλλους είτε κρυφά, κάποιος απέδωσε την οφειλόμενη «τιμή» στο όπλο των TEA κατουρώντας το και γεμίζοντας την κάννη με κάτουρα.
Την ίδια μέρα ή μια από τις επόμενες, ο κάτοχος του όπλου ανακάλυψε ότι το «τιμημένο όπλο» της εθνικοφροσύνης ήταν κατουρημένο. Ο άνθρωπος προσβλήθηκε στα «ιερά και όσιά του».
Κατήγγειλε το γεγονός στην αστυνομία του χωριού κι έκανε αναφορά στη διοίκηση του Τάγματος των TEA, ορκιζόμενος ότι όποιος το έκανε αυτό θα το πληρώσει ακριβά.
Την αναφορά και την έκθεση της χωροφυλακής τα πήρε ένας ταγματάρχης, ο διοικητής του Τάγματος των TEA της περιοχής που είχε την έδρα του στο χωριό Ραψάνη πάνω από τα Τέμπη, και αφού γέλασε με την καρδιά του, διέταξε να τα βάλουν στο αρχείο και να μη δοθεί συνέχεια, είτε φοβούμενος τη δημοσιότητα που θα έπαιρνε το πράγμα και την ενδεχόμενη γελοιοποίηση είτε βλέποντας μόνο το αστείο της υπόθεσης.
Να όμως που λίγες μέρες μετά επιβλήθηκε η δικτατορία της 21ης Απρίλη 1967 και ό,τι ακροδεξιό κατακάθι βγήκε στην επιφάνεια. Ο ταγματάρχης που είχε διατάξει η υπόθεση να μπει στο αρχείο μετατέθηκε κι έτσι βρήκαν ευκαιρία ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός των TEA, ένας υπενωμοτάρχης της χωροφυλακής, πρώην μέλος της βασιλομοναρχικής συμμορίας του Ταμπούρη στην περίοδο του Εμφυλίου, και φυσικά και ο κάτοχος του όπλου κι έφεραν στην επιφάνεια το περιστατικό, θεωρώντας ότι ήταν ευκαιρία να «εκδικηθούν».
Κλήθηκαν λοιπόν στη Ραψάνη, στην έδρα του Τάγματος των TEA, ο «εξπέρ», αντιπρόσωπος της Γαλλικής Εταιρίας για το χωριό του, που είχε όμως πλήρη άγνοια περί του πώς έγινε το πράγμα και ο οποίος επιπλέον δεν ασχολούνταν με τα «πολιτικά». Ναι, αλλά η μάνα του είχε δύο αδέρφια κομμουνιστές, στελέχη του ΚΚΕ, νεκρούς στον Εμφύλιο, και για το λόγο αυτό τον θεωρούσαν αριστερό. Και κάτι «επιβαρυντικό» για την εποχή εκείνη, το επίθετό του ήταν «Ζαχαριάδης».
Από τους άλλους, ο ένας εργάτης, ο Γ ιάννης Σουλεϊντάς ή Μπαρμπαγιάννος, ήταν «δηλωμένος» αριστερός από αριστερή οικογένεια, με αδερφή στην Τασκένδη της ΕΣΣΔ, μαχήτρια του ΔΣΕ, και ο τρίτος εργάτης, ο Τάκης Ζιώγας, ήταν γνωστός «Λαμπράκης», ανήκε δηλαδή στη «Νεολαία Λαμπράκη», τη Νεολαία της ΕΔΑ.
Τους τρεις αυτούς τους ειδοποίησαν να πάνε στη Ραψάνη, στην έδρα του Τάγματος των TEA, κι εκεί τους παρέλαβαν οι παραπάνω τρεις «παλικαράδες» κι επί ώρες τους έδερναν στο υπόγειο του Σταθμού Χωροφυλακής της Ραψάνης.
Παρά τον άγριο ξυλοδαρμό, είτε γιατί πραγματικά δεν ήξεραν είτε γιατί δεν ήθελαν να καταδώσουν το «δράστη», δεν «ομολόγησαν» .Έτσι τους άφησαν με την υπόμνηση «να το ξανασκεφτούν, γιατί σε λίγες μέρες θα κληθούν πάλι για ανάκριση».
Επειδή η κατάστασή τους ήταν πολύ άσχημη, μετά από το ξύλο που έφαγαν δεν μπορούσαν να γυρίσουν στους Γόννους με τα πόδια και νοίκιασαν αυτοκίνητο που τους μετέφερε από τη Ραψάνη στο χωριό τους.
Όταν γύρισαν λοιπόν στο χωριό τους, ήταν αγνώριστοι από το ξύλο. Ο ένας από τους τρεις, ο «εξπέρ», που είχε υποστεί τα χειρότερα από τους άλλους, είχε γαμπρό, στην αδελφή του, γνωστό παράγοντα της Δεξιάς στο χωριό, κομματάρχη του Ροδόπουλου, ο οποίος ήταν για χρόνια Πρόεδρος της Βουλής.
Αυτός όταν είδε σε τι άσχημη κατάσταση ήταν ο κουνιάδος του, αγανάκτησε, τον πήγε αμέσως στη Λάρισα στο Νοσοκομείο, όπου τον περιποιήθηκαν και μέσω διάφορων «διασυνδέσεων» που είχε -και που ενδεχόμενα ήταν κάποιοι «κόμβοι» της ΚΥΠ- έφτασαν στο στρατηγό, διοικητή της Στρατιάς στη Λάρισα.
Αυτός διέταξε να μην τους ξαναενοχλήσουν. Αλλά η υπόθεση είχε πάρει το δρόμο της για το Έκτακτο Στρατοδικείο. Ορίστηκε δικάσιμος και οι τρεις κινδύνευαν να πάνε για χρόνια φυλακή, δεδομένου ότι υπήρχαν και άλλοι «πρόθυμοι» μάρτυρες κατηγορίας μέσα στο κλίμα της απόλυτης ασυδοσίας που είχε δημιουργηθεί για όλους τους παρακρατικούς με την κήρυξη της δικτατορίας.
Βρήκαν ένα δικηγόρο στη Λάρισα, ο οποίος όμως τους είπε ότι ελπίδες για καλή έκβαση της υπόθεσής τους στη δίκη θα έχουν αν αναθέσουν την υπόθεση στο δικηγόρο Γιώργο Δουβαλόπουλο. Επρόκειτο για ικανότατο Λαρισαίο δικηγόρο, γνωστό ακροδεξιό, ο οποίος σίγουρα είχε κάποιες «προσβάσεις», αργότερα άλλωστε έγινε και υπουργός στο υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών στη δικτατορική κυβέρνηση.
Αυτός στο Στρατοδικείο υποστήριξε ότι, παρά τον άγριο και «παράνομο» ξυλοδαρμό, οι κατηγορούμενοι δεν είχαν ομολογήσει τίποτα, γεγονός που δείχνει ότι είναι αθώοι και κυρίως ότι η υπόθεση «μυρίζει», κρύβει ίσως «προβοκάτσια» σε βάρος της Γαλλικής Εταιρίας.
Αυτό το επιχείρημα το ανέπτυξε κατάλληλα, ότι δηλαδή η Γαλλική Εταιρία πιθανά να αντιδρούσε στον ξυλοδαρμό του ανθρώπου της και την ενδεχόμενη καταδίκη του και ότι δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί, ίσως, ανταγωνισμός εταιριών καπνού και, τελοσπάντων, ότι αν το επεισόδιο αυτό γινόταν γνωστό στο εξωτερικό με μια καταδικαστική απόφαση, θα προκαλούνταν δυσμενή σχόλια και διασυρμός για τη χώρα μας.
Έτσι πέτυχε την αθώωση των τριών, «λόγω απουσίας αποδείξεων».
Μέχρι σήμερα, που μερικοί από τους αναφερόμενους έχουν φύγει από τη ζωή, δεν έχει γίνει γνωστό ποιος κατούρησε το όπλο, παρόλο που μάλλον όλα τα μέλη του συνεργείου ήξεραν ή έμαθαν μετά ποιος το έκανε. Κανένας τους δεν τον μαρτύρησε, προτιμώντας τον άγριο ξυλοδαρμό και τις απειλές.
Τριαντάφυλλος Αθ. Γεροζήσης, “Πρόσωπα, μνήμες, γεγονότα”, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2017
Κεντρική εικόνα: Παρέλαση ΤΕΑ Στρυμονικού σε εθνική επέτειο (πηγή φωτογραφίας: strimoniko.blogspot.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ