Γράφει ο Cogito ergo sum //
Και να, λοιπόν, που αρχίσαμε να βλέπουμε στην πράξη τι σημαίνει «δεύτερη φορά αριστερά». Κοντά σε όλα όσα ξέραμε από τους δεξιούς και τους σοσιαλιστές, τώρα βλέπουμε να εφαρμόζονται «νέα κόλπα» και από τους αριστερούς. Δεν είναι μόνο ο ΕνΦΙΑ που μένει ακλόνητος στην θέση του (καθ’ όσον 2,65 δισ. είναι αυτά και τα χρειάζεται το κράτος) ούτε τα συμπληρωματικά εκκαθαριστικά με την επί πλέον προκαταβολή φόρου (μιας και αυτό το «επί πλέον» το είχαν νομοθετήσει οι προηγούμενοι και δεν μπορούμε να μη το εφαρμόσουμε). Το καινούργιο κόλπο είναι ότι όποιος δεν περάσει το αυτοκίνητό του από ΚΤΕΟ, θα δει να βεβαιώνεται στο τεφτέρι της εφορίας το σχετικό τέλος με τα αναλογούντα πρόστιμα. Έτσι, λοιπόν, αποδεικνύεται περίτρανα ότι ο μόνος λόγος που το κράτος έχει επιβάλει τα ΚΤΕΟ είναι η είσπραξη των παραβόλων. Τα όσα λέγονται περί ασφάλειας και περιβάλλοντος είναι απλώς παραμυθάκια.
Από παραμυθάκια, άλλο τίποτε σ’ αυτόν τον τόπο. Άλλωστε, αυτή την εποχή ζούμε με το παραμυθάκι που λέει ότι οι αριστεροί δεν ήθελαν μνημόνιο αλλά εκβιάστηκαν και αναγκάστηκαν να το υπογράψουν, οπότε θα το εφαρμόσουν αλλά θα κάνουν ότι μπορούν για να επαναδιαπραγματευτούν ορισμένες πτυχές του και για να ανακουφίσουν τους ασθενέστερους συμπολίτες μας από τις επιπτώσεις του. Ωραίο και πιασάρικο παραμυθάκι. Τόσο πιασάρικο που μπορεί να σου εξασφαλίσει μέχρι και νίκη σε εκλογές.
once2Ένα άλλο πιασάρικο παραμυθάκι είναι αυτό που αρέσκονται να πιπιλίζουν τα διάφορα πρετεντεροειδή τής τηλεόρασης και λέει ότι ο τόπος περνάει δυσκολίες και πρέπει όλοι να κάνουμε θυσίες αν θέλουμε να δούμε καλύτερες μέρες. Η αλήθεια είναι ότι ο τόπος δεν περνάει καμμία δυσκολία. Δυσκολίες περνάνε ορισμένοι απ” αυτούς που ζουν σ” αυτόν τον τόπο. Για την ακρίβεια, δυσκολίες περνάνε εκείνοι που είχαν μάθει να ξεζουμίζουν αυτόν τον τόπο και ξαφνικά διαπίστωσαν ότι η κάνουλα που τους πότιζε τόσες δεκαετίες άρχισε να στερεύει. Το κακό είναι ότι όσοι επαναλαμβάνουν αυτό το παραμυθάκι είναι ταγμένοι να στηρίζουν αυτούς που αντιμετωπίζουν τέτοιες δυσκολίες. Και, φυσικά, δεν ακριβολογούν. Θά “πρεπε να λένε: πρέπει όλοι εσείς να ΚΑΝΕΤΕ θυσίες, προκειμένου ΕΜΕΙΣ να δούμε καλύτερες μέρες. Διάβολε, κάτι σε χοντροπαπαριά μού κάνει να περιμένουμε να δει καλύτερες μέρες αυτή η χώρα με το να ξεπουλάμε τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τα νησιά και, γενικά, όλο της τον πλούτο μαζί με τους ανθρώπους της!
Κι αν αγανακτήσεις με όσα τραβάς και τολμήσεις να διαμαρτυρηθείς μαχητικά, έρχεται ένα άλλο παραμυθάκι να σε βάλει στην θέση σου. Εκείνο το παλιό, που λέει ότι οι νόμοι πρέπει να ισχύουν για όλους και να εφαρμόζονται από όλους. Αυτό θα ήταν σωστό αν οι νόμοι ψηφίζονταν από όλους. Διότι καταντάει αισχρό να ψηφίζεται ένας νόμος από μια δράκα πουλημένων, ανεγκέφαλων κλπ (οι οποίοι πολύ συχνά, όπως παραδέχονται και ίδιοι, δεν τον έχουν καν διαβάσει πριν τον ψηφίσουν) και μετά να ζητάνε από όλους εμάς να τον εφαρμόσουμε. Άσε δε που κάποιοι απ” αυτούς τους παραμυθατζήδες έχουν φροντίσει να φτιάξουν ειδικούς νόμους για πάρτη τους (π.χ. νόμος περί βουλευτικής ασυλίας, νόμος περί ευθύνης υπουργών κλπ). Αν αυτό δεν είναι παραμυθάκι, γιατί πριν κάμποσα χρόνια κάποιοι αμφισβήτησαν π.χ. τον νόμο με τον οποίο ορίστηκε πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας ο Γεώργιος Παπαδόπουλος;
Παρεμφερές είναι και το παραμυθάκι ότι τάχα οι αποφάσεις της δικαιοσύνης είναι ιερές και πρέπει όλοι να τις σέβονται. Κατ” αρχάς, η ίδια η δικαιοσύνη παραδέχεται ότι οι αποφάσεις της δεν είναι και τόσο ιερές, εφ” όσον μπορεί κάποιος να τις εφεσιβάλει. Αφού το πρωτοδικείο με καταδικάζει και το εφετείο με αθωώνει, ποιά από τις δυο αποφάσεις είναι ιερή; Έπειτα, αυτό το παραμυθάκι έχει μια τεράστια «τρύπα» απ” όπου χάνει: αν δεχτούμε την ορθότητά του, θα πρέπει να δεχτούμε ότι είναι ιερές και οι αποφάσεις των έκτακτων στρατοδικείων επί κατοχής, οι αποφάσεις που οδήγησαν στο απόσπασμα τον Μπελογιάννη και την παρέα του, οι αποφάσεις που έστειλαν στα ξερονήσια χιλιάδες αριστερών κλπ. Εκτός αν ισχύει μια παραλλαγή τής οργουελικής αποστροφής: όλες οι δικαστικές αποφάσεις είναι ιερές αλλά κάποιες είναι πιο ιερές από τις άλλες.
Μιας και μίλησα για δικαιοσύνη, δεν γίνεται να μη θυμηθώ το χιλιοειπωμένο παραμυθάκι πως τάχα πρέπει να καταδικάζουμε την βία απ” όπου κι αν προέρχεται. Πρώτα-πρώτα, η Ιστορία μάς διδάσκει ότι την βία την απεχθάνονται εκείνοι οι οποίοι έχουν το προνόμιο να την χρησιμοποιούν νόμιμα. Δηλαδή, η εκάστοτε και απανταχού καθεστηκυία εξουσία. Και την απεχθάνεται επειδή ξέρει ότι μόνο με την βία μπορεί να ανατραπεί. Το σωστό είναι ότι η δημοκρατία δεν φοβάται την βία, την βία την φοβούνται οι τύραννοι. Το να καταδικάζεις την βία είναι σαν να καταδικάζεις κάθε επανάσταση. Δίχως βία δεν θα υπήρχε ούτε 1775-1783 στην Αμερική, ούτε 1789 στην Γαλλία, ούτε 1821 στην Ελλάδα, ούτε 1917 στην Ρωσσία. Και μη μου πείτε ότι αναφέρομαι σε μη δημοκρατικά πολιτεύματα, διότι και o Γεώργιος Γ΄ της Αγγλίας και ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ της Γαλλίας και ο σουλτάνος Μαχμούντ Β΄ της Τουρκίας και ο τσάρος Νικόλαος Β΄ της Ρωσίας το ίδιο παραμύθι υποστήριζαν. Κι όταν λέμε «απ” όπου κι αν προέρχεται» να το εννοούμε, έτσι;
Μιλώντας για βία, θυμήθηκα ένα άλλο σιχαμερό παραμυθάκι, ίσως το πιο εξοργιστικό από όλα. Σύμφωνα μ’ αυτό, τα διάφορα προβλήματα πρέπει να επιλύονται μέσω διαλόγου. Μιλάμε για ΤΟ παραμύθι. Πρώτα-πρώτα, την αποτελεσματικότητα του διαλόγου την βλέπουμε καθημερινά στα παράθυρα των δελτίων ειδήσεων, όπου εφαρμόζονται απολύτως οι κοινές ρήσεις «παράλληλοι μονόλογοι» και «διάλογος κουφών», καθώς και το αρχαιοελληνικό «ου με πείσεις κάν με πείσης (= δεν θα με πείσεις ακόμη κι αν με πείσεις)». Έπειτα, πρέπει να δούμε ποιος βάζει τους όρους υπό τους οποίους γίνεται ο διάλογος. Διότι, αν είναι να κουβεντιάζουμε με τις ώρες και στο τέλος να μου ρίχνεις μια Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου στο κεφάλι, χέστηκα. Μπορεί να κάνουμε διάλογο για το αν ο Μητροπάνος είναι καλύτερος λαϊκός τραγουδιστής από τον Καζαντζίδη ή για το αν ο Μαραντόνα είναι πράγματι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής που βγήκε ποτέ, αλλά αν περιμένουμε μέσω διαλόγου να αλλάξει η κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων… ε, είμαστε ηλίθιοι. Άλλωστε, όταν ο ποιητής έλεγε «ομπρός να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα», σίγουρα δεν εννοούσε να κάτσουμε γύρω από ένα τραπέζι και να πιάσουμε την ψιλοκουβέντα ώσπου να τα βρούμε.

Συμπέρασμα: Ο λαός δεν έχει καμμιά υποχρέωση να πληρώσει προκειμένου να βγει από τα αδιέξοδά της μια κλάκα κεφαλαιοκρατών. Κι αν η αστική εξουσία φροντίζει να νομοθετεί με τρόπο που να τον κρατάει δεμένο χεροπόδαρα, αυτός ο λαός έχει καθήκον και υποχρέωση να αμφισβητήσει έμπρακτα αυτή την νομοθεσία, έστω κι αν βρει απέναντί του μια δικαιοσύνη που φροντίζει να εξασφαλίζει στην εξουσία τα απαραίτητα στηρίγματα για τις αντιλαϊκές της επιλογές (παρεμπιπτόντως, μαράζι τό “χω να δω μια δικαστική απόφαση που να ΜΗ βγάζει μια απεργία παράνομη και καταχρηστική). Κι αυτή η αμφισβήτηση είναι σίγουρο πως δεν περνάει μέσα από καλοπροαίρετους διαλόγους αλλά μέσα από έντονη και βίαιη πάλη. Όλα τα άλλα είναι φούμαρα.