Από τη μονάδα Υγειονομικού του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Φωτογραφία: Φωτοκινηματογραφικό συνεργείο του ΔΣΕ Πηγή: ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ
Από τη μονάδα Υγειονομικού του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Φωτογραφία: Φωτοκινηματογραφικό συνεργείο του ΔΣΕ
Πηγή φωτογραφίας: ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ
Επιμέλεια: Οικοδόμος //
Ο Γιώργος Κοτζιούλας υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς. Ασχολήθηκε με επιτυχία με όλα τα είδη της λογοτεχνίας, αν και στο ευρύ κοινό είναι, ακόμα, περισσότερο γνωστός ως ποιητής. Στο μεγάλο σε όγκο και αξία έργο του περιλαμβάνονται και κείμενά του (χρονογραφήματα, επιφυλλίδες, κριτικές κ.α.) που δημοσιεύτηκαν σε έναν μεγάλο –επίσης- αριθμό εντύπων που κυκλοφορούσαν σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας, άλλοτε με την υπογραφή του και άλλοτε με ψευδώνυμο που, συχνά και αυτό, από έντυπο σε έντυπο, ήταν διαφορετικό.
Τα κείμενά του που παρουσιάζουμε από το ΑΤΕΧΝΩΣ, κάτω από τον γενικό τίτλο «Ανέκδοτα και αθησαύριστα χρονογραφήματα του Αγώνα από το αρχείο του Γ. Κοτζιούλα» γράφτηκαν την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης και μετά την συμφωνία της Βάρκιζας. Ο Γιώργος Κοτζιούλας μεταφέρει στο χαρτί εικόνες μιας σκληρής εποχής, περιγράφει στιγμές ηρωισμού, αλλά και σκηνές τραγικές, από αυτές που ακολούθησαν την παράδοση των τιμημένων όπλων του ΕΛΑΣ. Ο ίδιος συμμετείχε στην Αντίσταση ενάντια στους ιταλούς-γερμανούς καταχτητές, βγήκε στο βουνό και έμεινε για πολύ καιρό δίπλα στον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη, ενώ ήταν ο δημιουργός και η «ψυχή» της Λαϊκής Σκηνής (θέατρο στα βουνά) της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Το -δεύτερο στη σειρά- κείμενο που παρουσιάζουμε σήμερα έχει τίτλο ΧΩΡΙΣ ΓΙΑΤΡΟ και είναι ανέκδοτο.
Ο Γιώργος Κοτζιούλας καταπιάνεται με ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετώπιζε προπολεμικά ο πληθυσμός της ελληνικής υπαίθρου, που φάνηκε να γίνεται παρελθόν στις περιοχές που λευτέρωνε η ΕΑΜική Αντίσταση, για να επανέλθει στη συνέχεια μαζί με την ταξική σκλαβιά, που ακολούθησε και αυτή δριμύτερη την απαράδεκτη συμφωνία της Βάρκιζας. Η έλλειψη ιατρικής περίθαλψης (για πρόληψη ούτε λόγος) οδηγούσε τους φτωχούς κατοίκους των χωριών ακόμα και στον θάνατο. Αναγκάζονταν να καταφεύγουν σε αυτοσχέδιες «θεραπείες» πριν εναποθέσουν την τύχη τους, μέσω του παπά του χωριού, στο θέλημα του θεού… Η εξαθλίωση που τσάκιζε την μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, σε συνδυασμό με το χαμηλό επίπεδο των ανθρώπων που οφειλόταν στην έλλειψη έστω στοιχειώδους μόρφωσης, συντηρούσε και ενίσχυε το σύστημα της εκμετάλλευσης που γινόταν αποδεκτό από τους καταπιεσμένους χωρικούς περίπου ως φυσικό φαινόμενο.  Στο κείμενό του ο Γ. Κοτζιούλας μάλλον αναφέρεται στα ορεινά χωριά των Τζουμέρκων που απλώνονται «πέρα και δώθε απ’ το ποτάμι»-Άραχθο.
Τα ανέκδοτα και αθησαύριστα χρονογραφήματα του Αγώνα, από το αρχείο του Γ. Κοτζιούλα, μας παραχώρησε ευγενικά ο γιος του Κώστας Κοτζιούλας, που έχει και την επιμέλεια του αρχείου.
ΧΩΡΙΣ ΓΙΑΤΡΟ
Από καιρό σε καιρό μας έρχεται κανένας πατριώτης που συνοδεύει άλλον, και πιο συχνά γυναίκα, με προορισμό για το νοσοκομείο. Καταλαβαίνεις έτσι πως πρόκειται για εγχείρηση, για επείγουσα επέμβαση, επειδή αλλιώς ο χωριάτης δεν είχε σκοπό να το κουνήσει απ’ το σπίτι του. Μονάχα τότε παίρνει το δρόμο για το «σοκομείο» και χτυπάει πόρτες ισχυρών και περιμένει ώρες ορθός.
– Έχει σκουληκουειδίτ’ ! σου λέει για τον άνθρωπό του.
Είναι τυχερός ο άρρωστός του που, είτε με χρήματα δικά του είτε μ’ ενίσχυση χωριανών, μπόρεσε να ταξιδέψει ως την Αθήμα για να ιδεί την υγειά του. Αλλά συλλογίστηκε κανένας τη μοίρα εκεινών που αρρωσταίνουν και μένουν στα χωριά;
Περνούν οι μήνες, τα χρόνια κι αυτοί σέρνονται, παράλλαμα του εαυτού τους, άχρηστοι για δουλιά, βάρος των άλλων. Μονάχα όταν τους ζορίσουν οι πόνοι ή παρανέβει ο πυρετός, μονάχα τότε πέφτουν στο στρώμα ή φωνάζουν το γιατρό. Τις περισσότερες φορές γιατρολογιόνται μεταξύ τους, με ζεστά κεραμίδια στο πλευρό, για να «παγαδιάσει» το «σφάξιμο» ή δένοντας τη μπάλα με μαντήλι βουτηγμένο σε ξείδι. Στις πιο βαρειές περιπτώσεις φωνάζουν και τον παπά για να τους διαβάσει κάτι απ’ τα χαρτιά της εκκλησίας, να ξορκιστεί ο δαίμονας, να φύγει το κακό.
Για τους πολλούς χωριάτες ο γιατρός είναι καινούργια εφεύρεση. των τελευταίων 10-15 ετών. Πρωτύτερα έπρεπε να παν στην πολιτεία για να τον εύρουν. Μονάχα όταν άρχισαν να σπουδάζουν χωριατόπουλα και κάμποσα απ’ αυτά γύρισαν στην πατρίδα τους, είδαν κι οι βασανισμένοι αγρότες αυτό το φρούτο της επιστήμης που λέγεται γιατρός.
Στην αρχή τον απόφευγαν, θέλεις από πρόληψη, θέλεις από ανέχεια. Αλλά σιγά σιγά τον συνήθισαν, τους έγινε απαραίτητος. Έκοβαν απ’ αλλού για να πληρώσουν το γιατρό. Έκαμαν και συμφωνίες να τον έχει ακέριο το χωριό και να δίνει ο καθένας το ανάλογό του. Ξεθαρρεύτηκαν κι οι γυναίκες, οι σκλάβες της υπαίθρου, που δεν άφηναν να τους αγγίξει ξένος το κορμί κι ας τις σαράκωναν από μέσα χρόνιες παθήσεις. Έβλεπαν τώρα ανακούφιση απ’ τις οδηγίες κι απ’ τα φάρμακά του.
Σ’ αυτό το σημείο βρίσκονταν η κατάσταση, όταν ήρθε ο πόλεμος, η Κατοχή και τα παρακάτω. Πολλά μέρη που ευτύχησαν να λευτερωθούν από νωρίς, πολύ πριν διωχτεί απ’ την πρωτεύουσα ο καταχτητής, μαζί με την αυτοδιοίκηση γνώρισαν και το σωτήριο θεσμό των λαϊκών ιατρείων. Χωρίς να πληρώσουν τίποτα, εξετάζονταν από τον ειδικό κι έπαιρναν ό,τι μπορούσε τότε να διατεθεί. Ο γιατρός είχε γίνει είδος υπάλληλος, ευχαριστημένος που πρόσφερνε σε όλους τα επιστημονικά του φώτα απέναντι μιας μέτριας –σε είδος– παροχής.
Και η ωραία αρχή φαινόταν πως θάχε συνέχεια, δε θα σταματούσε ποτές.
Αλλά οι Κατοχές δεν είχαν τελειώσει ακόμα. Ήρθε η Αγγλοκρατία, κατάφτασε κι η Αμερικανοκρατία του θείου Τρούμαν. Τα λαϊκά ιατρεία διαλύθηκαν απ’ τα πρώτα, σαν εστίες «προπαγάνδας», απ’ τους ακραιφνείς «πατριώτες». Έστελναν αποσπάσματα στα χωριά, για να τους σωφρονίσουν με το ξύλο. Τί να τον κάμουν το γιατρό;
Και κάτι λίγους απ’ αυτούς, που βρίσκονταν εκεί έξω, σαν οάσεις στην έρημο, φρόντισαν από νωρίς να τους προγκήξουν, αν δεν τους έκαναν κάτι χειρότερο. Όποιος είχε λάβει μέρος στον ένδοξο αγώνα κατά των επιδρομέων, αυτός κηρύσσονταν από τους ήρωες του πλιάτσικου αποδιοπομπαίος. Απ’ το γενικό κατάλογο δεν έλειπαν φυσικά και οι γιατροί.
Ήταν μια ολόκληρη περιοχή, πέρα και δώθε απ’ το ποτάμι, που είχαν όλον όλον ένα γιατρό. Δεν τους πολυπρόφταινε αλλά ήταν μια παρηγοριά. Ρωτάς, με καιρό, κοντά στ’ άλλα, τι απόγινε.
– Ού! σου απαντάν. Τώρα γιατρός! Έχουμε ένα χρόνο να τον δούμε…
Τον έπιασαν μια νύχτα οι κακοποιοί που παριστάνουν το φύλακα του νόμου και λίγο έλειψε, στα καλά καθούμενα, να τον σκοτώσουν. Την άλλη μέρα πήρε τα πολλά και τα λίγα του και κατηφόρισε προς την πολιτεία. Αργότερα, τον ξανάπιασαν, οι νόμιμες αρχές πια, τον έχουν μέσα με τους άλλους.
Κι έτσι οι φουκαράδες οι χωριάτες, τα αιώνια θύματα, έμειναν πάλι χωρίς γιατρό. Αβοήθητοι θ’ αντιμετωπίσουν την ελονοσία, τη μάστιγα του τόπου, και τόσες άλλες αρρώστιες. Με τα χορτάρια και τα ξόρκια, με τις αγουρίδες και τα κλήματα θα πολεμήσουν τις συνέπειες του υποσιτισμού, της χρόνιας εξάντλησής τους. Το κράτος, αντί να τους δώσει ένα σπειρί βοήθεια, έρχεται με την ταχτική του διωγμού και τους αποτελειώνει. Έπειτ’ απ’ το δάσκαλο τους αποστερεί και το γιατρό, για να πεθάνουν πνευματικά, να θανατωθούν και στο σώμα.
Μα ο λαός μας έχει, καθώς λέει ο ίδιος, βαθιά την ψυχή. Δεν πεθαίνει εύκολα, δεν παραδίνεται στους εξοντωτές του. Αυτό θα το ιδούν και θα τρίβουν τα μάτια τους, όσοι δεν έχασαν από πάνω τους κάθε ίχνος ανθρωπιάς.
                                                                                              Γ. Κοτζιούλας
Ακόμα και σήμερα, μισό σχεδόν αιώνα μετά το θάνατό του, το μεγαλύτερο μέρος του σημαντικού και πολυδιάστατου έργου του Γ. Κοτζιούλα παραμένει ανέκδοτο. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια, με την ακάματη προσπάθεια και συμβολή της οικογένειας του γιου του Κώστα, επανακυκλοφορούν παλαιότερα έργα, άλλα βλέπουν το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά, ενώ στα σχέδια βρίσκονται νέες εκδόσεις. Έτσι, αξιοποιείται με τον καλύτερο τρόπο το πλούσιο αρχείο του Γ. Κοτζιούλα: το έργο του δημιουργού φτάνει στο λαό, απ’ τον οποίο προέρχεται και για τον οποίο αγωνίστηκε και έγραψε ο Γιώργος Κοτζιούλας.
Ευχαριστούμε θερμά τον Κώστα Κοτζιούλα για την ευγενική παραχώρηση του κειμένου.
Για την εργοβιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα πα