Γράφει ο Αρης Καρρέρ //
Η Ελ Ντάμπα είχε συνδέσει την ύπαρξή της με την περίοδο της μάχης του EL ALAMEIN  κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου.  Εκεί πρωτο-οδηγήθηκαν οι αιχμάλωτοι Γερμανοί (και όχι μόνο) που πιάστηκαν κατά την περίφημη αυτή μάχη. Αργότερα, με πρόσχημα τα λεγόμενα «Δεκεμβριανά» η κυβέρνηση Παπανδρέου σε συνεννόηση με τους Αγγλους βρήκε τρόπο να ξαποστείλει από τα πόδια της τους ΕΑΜίτες-ΕΛΑΣίτες.
Συγκεκριμένα:
Στις 3 του Δεκέμβρη του 1944, ο Γεώργιος Παπανδρέου ανακαλεί την άδεια που είχε δώσει για το συλλαλητήριο του ΕΑΜ και παράλληλα δίνει εντολή επίθεσης της αστυνομίας και του παρακράτους εναντίον του άοπλου πλήθους, με τη συγκατάβαση φυσικά του Σκόμπυ. Αποτέλεσμα 24 νεκροί και 160 τραυματίες. Τις μέρες που ακολούθησαν οι Αγγλοι άρχισαν ένα άγριο κι εκτεταμένο πογκρόμ συλλήψεων. Από παιδιά μέχρι γέρους, ανεξαρτήτου μόρφωσης και πολιτικών πεποιθήσεων, συλλαμβάνονται και οδηγούνται αρχικά στο Γουδί και στη συνέχεια στο Χασάνι το οποίο είχε μετατραπεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Για την Ελ Ντάμπα έφυγαν τρεις αποστολές από το Χασάνι με τα πλοία «Μανίλγα», «Καμερόνια» και «Φρίντα». Δυστυχώς όμως, δεν έχει εξακριβωθεί ο ακριβής αριθμός των ομήρων που «φιλοξενήθηκαν» στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπολογίζεται από τα διάφορα στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί από τους ελνταμπίτες, πως αυτός μόνον για το στρατόπεδό τους έφθανε τους 8-10.000 ομήρους.
Από την Ελ Ντάμπα πέρασαν πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι που αργότερα χάρισαν το γέλιο στον ελληνικό λαό ή τον έκαναν να δακρύσει. Ενας από τους χαρισματικούς αυτούς ανθρώπους που πολλοί τον πρόλαβαν στο θέατρο και άλλοι στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, είταν ο αείμνηστος ηθοποιός Μίμης Φωτόπουλος. Μόλις γύρισε πίσω, έκατσε κι έγραψε τις εμπειρίες του από τα «σύρματα» και το 1980 το χρονικό εκδίδεται από την «Σύγχρονη Εποχή».
Αξίζει όμως ν’ αφιερώσουμε μερικές αράδες στον ελνταμπίτη ηθοποιό και ζωγράφο.
karer4
«Νάμαστε λοιπόν στην Αίγυπτο. Βρισκόμασταν μήπως στο τέρμα του ταξιδιού μας; Αμ’ αυτό δε το μάθαμε στην Ελλάδα και θα το μαθαίναμε εδώ που βλέπουμε μόνο Εγγλέζους; Από το Πορτ-Σάιντ δεν είδαμε τίποτε εκτός από έναν παράξενο κίτρινο ήλιο, γιατί αμέσως από το καράβι μας φορτώσανε σε κάτι βαγόνια («Ιπποι οκτώ») και ξεκινήσαμε ξανά προς το άγνωστο. Μας είχαν φορτώσει όπως οι Γερμανοί φόρτωναν τους Εβραίους, μόνο που δεν είμαστε τόσο στριμωγμένοι και η πόρτα του βαγονιού είταν ανοιχτή. Ετσι μπορούσαμε να βλέπουμε κατά τη διαδρομή την Αίγυπτο. Σε κάθε σταθμό που σταματούσαμε για λίγο, μερικοί Αιγύπτιοι ξεφεύγανε από την επιτήρηση της Αγγλικής Στρατιωτικής Αστυνομίας , πλησιάζανε την πόρτα του βαγονιού και μας προσφέρανε τσιγάρα «ανταλλαγή». Και βάζανε οι όμηροι πουκάμισα, πουλόβερ, κασκόλ, και τα δίνανε για ένα πακέτο θλιβερά τσιγάρα… Εδωσα κι εγώ ένα κασκόλ που είχα και πήρα τσιγάρα. Σε κάθε σταθμό γινότανε και μια περίεργη μάχη. Την τελευταία στιγμή, καθώς έφευγε το τρένο, οι… αντίπαλοι προσπαθούσαν ν’ αρπάξουν το «είδος» χωρίς να δώσουν το δικό τους ή δίνανε την τελευταία στιγμή οι Αιγύπτιοι το πακέτο και πολλές φορές αντί για τσιγάρα ήτανε γεμάτο με χαρτιά. Νάχεις δώσει το πουλόβερ σου για ένα πακέτο τσιγάρα και να παίρνεις ένα κουτί χαρτιά! Καλά το πουλόβερ, μα να σου μένει η λαχτάρα του τσιγάρου… Και η Α.Σ.Α της Αγγλικής Αυτοκρατορίας να ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Περάσαμε τη μέρα μας διασχίζοντας την Αίγυπτο, αλληλοκλεβόμενοι με τους Αιγυπτίους, θαυμάζοντας τους παραποτάμους του Νείλου και πότε-πότε στενάζοντας την μοίρα μας,
Δακρύζοντας για τους δικούς μας που όλο και τους αφήναμε πιο μακριά μας.
Νύχτωνε για τα καλά. Τη Γεναριάτικη μέρα που στην Αίγυπτο ήτανε σαν Ανοιξη, την διαδέχθηκε καθώς έπεσε το βράδυ, μια φοβερή παγωνιά. Κλείσαμε την πόρτα του βαγονιού και όλοι μαζί ζαρώσαμε σε μια γωνιά. Το κρύο ήταν ανυπόφορο και δεν μπορούσαμε να κλείσουμε μάτι. Ρίξαμε τις κουβέρτες μας πάνω στα κεφάλια μας, μα τίποτα δεν μας έσωζε από την παγωνιά. Μπήκε πάλι σ’ ενέργεια το κόλπο της φωτιάς. Ανάψαμε χαρτιά μέσα στο βαγόνι. Και πάλι δε θυσίασα τα γράμματα για μισό λεπτό ζεστασιάς.
Κατά τις τρεις τη νύχτα σταμάτησε το τρένο στη μέση της ερημιάς. Μας κατεβάσανε, βαγόνι-βαγόνι και μας πήγανε εκεί κοντά σε μια παράγκα και μας έδωσαν μια κούπα τσάι και λίγα μουχλιασμένα μπισκότα. Καθώς ήμαστε στην ουρά, λέει ένας του βαγονιού μου στον Αράπη που μας έκανε διανομή:
— Βάλε μπόλικο βρε σκατά.
— Σκατά να φας, του απάντησε ο Αράπης.
Μείναμε όλοι με το στόμα ανοιχτό. Τρεις η ώρα, νύχτα μέσα στην έρημο, και ν’ ακούς  μια τόσο πολυμεταχειρισμένη λέξη, κι όχι καν στη γλώσσα του Καμπρόν μα ελληνικότατα! Αυτό μας έδωσε κουράγιο. Βρισκόμασταν κάπου που ακόμα και οι Αράπηδες μιλάνε ελληνικά. Ξανακλειστήκαμε στις σιδηροδρομικές φυλακές μας και ξεκινήσαμε πάλι τουρτουρίζοντας και μασώντας τα μουχλιασμένα μπισκότα της Αγγλικής Αυτοκρατορίας. Δεν κλείσαμε μάτι. Είχε βγει ο ήλιος για καλά, όταν αράξαμε στην…Ιθάκη. Και για να πάρω θάρρος ξανάφερα στη σκέψη μου τους στίχους του ποιητή:
Σα βγης στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους «Αγγλους» και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο «Εσατζή» μη φοβάσαι.
Τέτοια στο δρόμο σου ποτέ σου δε θα βρης.
Αν μέν’ η σκέψη σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους «Αγγλους» και τους Κύκλωπας,
τον άγριο «Εσατζή» δε θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανής μεσ’ στην ψυχή σου,
κι αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
karer3
Και η Ιθάκη για μένα ήτανε η ΕΛ ΝΤΑΜΠΑ. Ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης που είχανε οι Εγγλέζοι μέσα στα αφρικανικά χώματα. Εκατόν πενήντα χιλιόμετρα από την Αλεξάνδρεια».
Με τον Μίμη Φωτόπουλο στο Camp 380 ήταν και ο πατέρας του γράφοντος, δημοσιογράφος Αλέξης Καρρέρ. Το 2004 βάζοντας σε κάποια τάξη τα αρχεία του πατέρα μου, έπεσε στα χέρια μου ένα ντοσιέ που μου τράβηξε την προσοχή. Εγραφε: Ελ-Ντάμπα, Αθήνα 1946. Μέσα υπήρχαν κιτρινισμένα από την πολυκαιρία χειρόγραφα με γράμματα που μόλις φαίνονταν.
Το περιεχόμενό τους είχε πρωτοδημοσιευτεί σε συνέχειες (σε πρώτη μορφή), στην απογευματινή εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα» αρχής γενομένης την 21η Μαρτίου του 1945. Είναι ένα μέρος της ιστορίας του πατέρα μου που άξιζε να βγει στην επιφάνεια γιατί πρόσφερε ένα ντοκουμέντο στη μεγάλη εποποιία του λαού μας που λέγεται ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση.
Τις αράδες αυτές τις αφιερώνω πρωτίστως στον πατέρα μου αλλά και σε κάθε σύντροφο ή συναγωνιστή που πολέμησε ή έδωσε και τη ζωή του για τη λευτεριά της πατρίδας μας από την ξένη ακρίδα κι έμεινε πάντα ένα με το λαό για το λαό. Και κυρίως στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
Ετσι θα κλείσουμε μ’ ένα πρωτόλειο κείμενο του Αλέξη Καρρέρ η Αλέξη Ακύλα στο βουνό.
«Μέσα στη φούρια για το στήσιμο της μεγάλης σκηνής, το μάτι του πήρε στα πεταχτά κάτι που τον γέμισε χαρά και αισιοδοξία. Ενιωσε ένα φτερούγισμα μέσα του, κάτι σα χάδι, σα γυναικείο αγκάλιασμα. Τίποτα δεν χάνεται, όλα σβήνουν, μα κάπου πάντα ένα φωτάκι, μια ηλιαχτίδα, ένα δένδρο, ένα αγριολούλουδο, ένας βράχος που είναι δεμένος μαζί τους, σε στεριώνουν πάλι στη ζωή.
Πέρα από τους αμμόλοφους, ανάμεσα σε δύο υψώματα, το μάτι του πήρε μια μικρή γαλάζια πινελιά, όχι σε πολύ μεγάλη απόσταση. Ηταν η θάλασσα, η θάλασσα της Μεσόγειος, η θάλασσα που σ’ ενώνει με την πατρίδα με ό,τι αγάπησες πιο πολύ, με ότι θυμήθηκες για να μεγαλώσεις, να γίνεις άντρας. Δεν είσαι χαμένος στην έρημο. Υπάρχει εκεί η θάλασσα που θα σε ξαναφέρει κάποτε στις ρίζες σου.
Φτάνοντας εκεί τα ξημερώματα με το τρένο, ο Γιάννης Αχτύπης, είδε καρφωμένη πάνω σ’ ένα στύλο μια επιγραφή: “EL-DABA” κι ύστερα πιο κάτω μια θάλασσα από σκηνές, από συρματοπλέγματα από στύλους , με δυνατά φώτα που έριχναν προβολείς κι έξω από το στρατόπεδο.
Πριν φτάσουμε στην Ελ-Ντάμπα, από τη μισάνοιχτη πόρτα του βαγονιού, όπου στεκόταν ένας στρατιώτης του αγγλικού στρατού με το αυτόματο στο χέρι, είδαμε φευγαλέα μια άλλη επιγραφή που έγραφε “EL ALAMEIN”.
Τότε κατάλαβα που βρισκόμασταν γιατί προηγούμενα μας είχαν φορτώσει σ’ ένα τρένο κατεβάζοντάς μας πάντα υπό την απειλή των όπλων, από το επιταγμένο φορτηγό ποστάλε που μας είχε φέρει από το Φάληρο στο Πορτ-Σάιντ Και το ταξίδι κράτησε όλη νύχτα, με το τρένο να μουγκρίζει, να ταρακουνιέται με απότομα τινάγματα. Και σαν είδαμε την επιγραφή    “EL ALAMEIN”, το σκονισμένο μυαλό μας από την αγρύπνια και τη κούραση, σα να καθάρισε για λίγο και τα μάτια προσεχτικά αναζήτησαν το τοπίο το ξακουστό. Ηταν σπαρμένο. Όσο έτρεχε το τρένο, με λογιών-λογιών σιδερικά, κατεβασμένα αεροπλάνα, αυτοκίνητα, μηχανοκίνητα, σαμπρέλες, χαρτοκιβώτια. Όλα θυμήματα σαραβαλιασμένα κι άχρηστα τώρα, στη μεγάλη μάχη που είχαμε παρακολουθήσει από τα κρυφά ραδιόφωνα στην Αθήνα με αγωνία, με λαχτάρα θα φώτιζε άραγε κι από τούτη τη μεριά; Και η Αλεξάνδρεια δεν έπεσε και η Μόσχα δεν έπεσε.
Μα μείς τώρα, πως βρισκόμαστε εδώ, κατάμεσα στην άμμο; Κείται ένα δεντρί στον ορίζοντα , μόνο κολώνες ηλεκτρικές και συρματοπλέγματα και θάλασσα και σκηνές.
Διαδεχόμαστε εδώ Γερμανούς αιχμαλώτους του “EL ALAMEIN” . Που να τους πήγαιναν άραγε τώρα; Αυτό το στρατόπεδο χωράει ίσαμε 8.000 και πάνω άτομα. Δέκα άνθρωποι σε κάθε σκηνή. Και πάνω στο καραβόπανο, στη μέσα μεριά, θυμήματα των Γερμανών αιχμαλώτων. Μπα, δεν ήταν πατριωτικά ή πολεμικά. Συναισθηματικά, ερωτικά, οικογενειακά, όπως όλοι οι φαντάροι του κόσμου, πριν γίνουν φαντάροι.
Ο   Γιάννης Αχτύπης, καθώς κοιτάζει και διαβάζει τα γραμμένα στο καραβόπανο με λογιών-λογιών χαρακτήρες    (Maria ich liebe dich fur immer, Johannes), αναθυμάται μερικά γράμματα που είχαν στείλει στους αρραβωνιαστικούς τους, στους άντρες τους, στα παιδιά τους, κοπέλες και γυναίκες της Γερμανίας, ταλαιπωρημένα γράμματα, μα φυλαγμένα με προσοχή σε κάποιο πορτοφόλι που ο ιδιοκτήτης του είχε πέσει σε μάχη με τους αντάρτες ή είχε αιχμαλωτιστεί. Και φωτογραφία με αφιερώσεις  στον Πέτερ με αγάπη και προσμονή και από δίπλα παιδικά σχεδιάσματα με χρωματιστά μολύβια Meinem Lieben Vater. Ηταν και μερικά γράμματα που επέμεναν «περιμένουμε όλοι να γυρίσεις νικητής», μα αυτός ήταν τώρα κάτω από το χώμα.
Ο Γιάννης Αχτύπης δεν κατάλαβε πως χώρισε η ομάδα που θα έμενε στη σκηνή μ’ αυτόν.  Είχαν γνωριστεί στο καράβι, είχαν γνωριστεί στο τρένο; Πάντως δεν ήταν καμιά επιλογή. Μάλλον έτσι στην τύχη. Ηταν ένας νέος εργάτης οικοδόμος, ήταν δύο τραπεζικοί υπάλληλοι, ένας λουστραδόρος, ένας εμποροϋπάλληλος,, ένας φυσικός, ένας φοιτητής της φιλολογίας κι ένα παιδί σχεδόν που δεν προφτάσει ακόμα να ξεκινήσει τη ζωή του, ήταν δεν ήταν 15 χρόνων.
Αυτοί θα μένανε μαζί μερικούς μήνες, μια ολάκερη ζωή. Ποιος ξέρει πότε μπορεί να τελειώσει ο πόλεμος. Γιατί δεν ήταν μόνο ο πόλεμος εναντίον των Γερμανών. Ηταν και η συνέχεια. Ηταν τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που τον όριζαν».
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΛ ΝΤΑΜΠΑ
— Από τους δρόμους και τα σπίτια
Βάρκα γιαλό
Απ’ τους δρόμους και τα σπίτια
Μας μαζεύουν σαν κατσίκια
Οχ, τριαλαρί,λαρό
Βάρκα γιαλό
— Μας επήγανε στο τμήμα
Κι ύστερα σε κάποιο σύρμα
Μα οι άγγλοι καθώς πρέπει
Μας αδειάσανε την τσέπη
— Δηλαδή με άλλα λόγια
μας επήραν τα ρολόγια
και   με ξύλο και φοβέρες
επερνούσανε οι μέρες
Και μια μέρα μάνι-μάνι
μας επήγαν στο λιμάνι
— Στις μαούνες μας εβάλαν
σε καράβι μας μπαρκάραν
— Μες στ’ αμπάρια μας εκλείσαν
Κι απ’ την πείνα μας ψοφήσαν.
— Τρεις μέρες μες στο πλοίο
επεθάναμε απ’ το κρύο.
Στο Πορτ-Σάιν μας εβγάλαν
Και στο τρένο μας εβάλαν
Μας επήγαν στην Ελ Ντάμπα
Και μας βάλανε μια στάμπα.
— Μας εκλείσανε στο σύρμα
Και μας βάλανε μια φίρμα.
Δέκα-δέκα στα τσαντίρια
Και άρχισαν τα μαρτύρια
—αραπάδες μας φυλάγαν
Και οι Αγγλοι μας μετράγαν.
— Ολοι μέσα ξαπλωμένοι
Κάτω απ’ την πείνα λιγωμένοι.
— Μας εδίναν τη βδομάδα
Ένα σύκο τη δεκάδα.
Μας ταΐζουν και μπιζέλια
Που δίνουν στα κουνέλια.
— Μας εδίναν και φιστίκια
Που τα τρώγαν τα κατσίκια.
— Με σκουλήκια το ψωμί μας
Και με άμμο το φαί μας.
— Μέσ’ την ψείρα και την ψώρα
Ζούσαμε μέχρι τώρα.
— Κάναμε απεργία πείνας
Για να πάμε στην Αθήνα.
— Τανκς εφέραν είκοσι τρία
Για να λύσει η απεργία.
— Μας εβάλανε νηστεία
Μέρες είκοσι και μία.
Μα εμείς καλά κρατάμε
Και τα τρόφιμα πετάμε.
— Τότε αλλαξιές μας δίνουνε
Και τα τρόφιμα πληθύναν.
— Τότε δίνουν και παπούτσια
Ξυραφάκια και μια βούρτσα.
— Κι’ ύστερα από μια βδομάδα
Το χακί για την Ελλάδα.
— Δεν φοβόμαστε τη βία
Θέλουμε Λαοκρατία.
— Ψήφος στη Δημοκρατία
Μαύρο στη Βασιλεία.