14 Μαρ 2016

Τα άλλα τρένα να περνούν

 Τα άλλα τρένα να περνούν

Λοιπόν, καμιά φορά υπάρχει κάτι νοσηρά ωραίο κι ακατανόητα λογικό στο να βλέπεις τη ζωή να φεύγει από μπροστά σου, τις ευκαιρίες να χάνονται, τα φύλλα στο ημερολόγιο να λιγοστεύουν, τα άλλα τρένα να περνούν κι εσύ θεατής, να τα παρατηρείς μέσα από ένα σπασμένο παράθυρο, σαν ηδονοβλεψίας, της ζωής των άλλων, της ζωής που δεν έζησες.

Σαν την εικόνα στις αθλητικές απονομές, όπου οι παίκτες της χαμένης ομάδας περνάνε μπροστά από το κύπελλο και απλώνουν το χέρι να αγγίξουν το ποθητό δισκοπότηρο που ξέρουν πως τελικά δε θα σηκώσουν. Ή ακόμα χειρότερα, το κοιτάζουν απλώς περίλυποι, ανήμποροι πια να το διεκδικήσουν, και δεν το ακουμπάν καν, σα να φοβούνται πως θα το σκοτώσουν με το ανάποδο άγγιγμα του Μίδα, κι ας είναι ήδη χρυσό κι άψυχο -συχνά πάνε μαζί αυτά τα δύο, συνήθως για τους ανθρώπους.

Ή σκέψου το έπαθλο να ήταν ανθρώπινο και να χορεύει μπροστά σου, ένα τραγούδι που σου αρέσει (ή σου αρέσει επειδή το χορεύει, ή βασικά δε θα σου αρέσει ποτέ ξανά πια), να σου γελάει ειρωνικά και μια γλυκιά ζήλεια να παραλύει το σώμα σου, τις κινήσεις σου, αλλά όχι το μυαλό σου, που είναι σε πλήρη εγρήγορση, προσηλωμένο, καταγράφει κάθε στιγμή, υλικό για μελλοντικές ονειροπολήσεις. Μια παράσταση μόνο για σένα, που μπορείς να τη δεις, να την απολαύσεις, αλλά δεν μπορείς να παίξεις σε αυτήν.
Ποτέ πριν μια ακινησία δεν έκρυβε τόση ένταση, μια αδυναμία τόση θέληση συγκεντρωμένη. Και μια απώλεια, που εκτυλίσσεται μπροστά σου αλλά δε λέει να φύγει, τέτοια παράξενη ομορφιά. Ένα είδος μαζοχισμού, σα να χάνεις στο αγαπημένο σου παιχνίδι.



Πολύ λίγα πράγματα μπορούν να συγκριθούν με αυτό το χορό της βροχής για τα μάτια σου ή την ψυχή εσωτερικά, που γίνεται ένα ρευστό κύμα, τη μια ρουφάει το θέαμα για να ξεδιψάσει και την άλλη νιώθει να βουλιάζει και να πνίγεται στο απωθημένο, στους χυμούς του ανικανοποίητου.
Μα δεν υπάρχει κανείς προφανής λόγος για όλα αυτά. Είναι κάτι που ξεπερνά τις δυνάμεις σου ή τη λογική, ακόμα κι αν μπορείς να το εξηγήσεις πολύ καλά στον εαυτό σου. Δεν είναι ηττοπάθεια, ούτε κάποια περίεργη εκδοχή υπαρξισμού, αλλά συνειδητή ολιγωρία, σαν αγκύλωση, όχι  όμως ιδεολογική.

Σαν την εξουσία, που ήταν στο πεδίο βολής μας και την αφήσαμε να πετάξει μέσα από τα χέρια μας, να την πιάσει άλλος κυνηγός, που θα μας αφοπλίσει. Κι είναι, όπως λέγαμε, νοσηρά ωραίο να ξέρεις ότι η νίκη ήταν μια ανάσα μακριά, υπήρχε ατμόσφαιρα, επαναστατική κατάσταση, το momentum, αλλά δεν τη φίλησες ποτέ. Και τώρα ψάχνεις να βρεις ποιος έφταιξε και έδωσε το φιλί του Ιούδα.

Ήμουν λίγος απόψε το ξέρω, δε βοήθησες καθόλου όμως κι εσύ...
Αν και εμείς ήμασταν πολλοί, συντριπτική πλειοψηφία και λίγοι ταυτόχρονα -διαλεκτική είναι αυτά- γιατί αν το θέλαμε όλα θα είχαν γίνει διαφορετικά. Αλλά η επανάσταση μπορεί να είναι το ίδιο (λογικά) ακατανόητη με τον έρωτα και να κάνει αυτό ακριβώς που περιγράφουν οι κλασικοί.
Να σηκωθεί, να ξαναπέσει, να ρίξει τον εχθρό της, να τον αφήσει να σηκώσει κεφάλι ξανά, κτλ...
Σα μοιραίος παίκτης, που μια στιγμή σημαδεύει την υστεροφημία του, αλλά κανείς δε γίνεται μοιραίος αν δεν είναι πραγματικά μεγάλος.

Έχει τουλάχιστον πλάκα, και σε παρηγορεί κάπως, να βλέπεις κάποιους να εκδηλώνονται εκ των υστέρων, υπό τη δικτατορία του αποτελέσματος, που μας εγκαταλείπουν για να μην κολλήσουν τη ρετσινιά του ηττημένου. Διαλέγουν πάντα το νικητή, σαν τα μικρά παιδιά, και σαν τον οπαδό που βρίζει τα αποκαθηλωμένα είδωλά του, για να τα αποθεώσει στην επόμενη νίκη, με την ψυχολογία του απατημένου εραστή, που βρίζει κι αυτός, με αντεστραμμένη αγάπη, τον παράφορο έρωτά του που τον πρόδωσε.
Αλλά χρειάζεται και ένα θεωρητικό μανδύα για να ντύσει ιδεολογικά τη στάση του, το χυδαίο, γυμνό εμπειρισμό του.

Δεν ήταν κάτι σπουδαίο εξάλλου ο αγώνας μας, κι ας πίστεψε προσωρινά το αντίθετο. Βλέπει τώρα ένα πουκάμισο αδειανό, εκεί που αντίκριζε πριν λαχταριστά στήθη, που ήθελε να τα μαλάξει και να θηλάσει τις ρόγες τους, σα σταφύλια, ενώ ήταν ξεκάθαρα κρεμαστάρια, ανάξια λόγου, ούτε καν αγουρίδες, για να πεις πως δεν είχαν ωριμάσει ακόμα οι συνθήκες, αλλά αγάλι κι έρχεται.

Αυτοί που βαριούνται να βλέπουν τα άλλα τρένα να περνούν, περνάνε στην άλλη όχθη, πέρα από τις ράγες, ρίχνουν μαύρη πέτρα πίσω τους και επιβιβάζονται στο πρώτο τρένο για άλλους προορισμούς, μα έχουν ξεχάσει πού ακριβώς θέλουν να πάνε και κάνουν μόνο Τρύπες στο νερό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ