Γράφει η Αννεκε Ιωαννάτου //
7 Νοεμβρίου χθες και η σκέψη πάει 99 χρόνια πίσω στις μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο τότε στη Ρωσία. Σαν φόρο τιμής σε αυτή την «έφοδο στον ουρανό» θα ακολουθήσει σε τρία μέρη ένα αφιέρωμα στο μεγάλο λογοτέχνη-επαναστάτη Μαξίμ Γκόρκι – αναδημοσίευση με κάποιες μικρές αλλαγές από το τεύχος 47-48 της επιθεώρησης «Θέματα Παιδείας».

Άλλος ένας αποσιωπημένος

Από τη λίστα των σχεδόν «αγνοούμενων» επαναστατών της παγκόσμιας καλλιτεχνικής δημιουργίας δεν μπορεί να λείπει ο Μαξίμ Γκόρκι. Γεννήθηκε το 1868. Αρα τις δύο επαναστάσεις (1905 και 1917) τις έζησε σαν μεγάλος άνθρωπος και όχι σαν μια «βουή» από τα παιδικά χρόνια. Αφού ο Γκόρκι πέθανε το 1936, έζησε και κάποια από τα  «σταλινικά» χρόνια της «αμαρτωλής» και μυριοδιαστρεβλωμένης δεκαετίας του 1930.
Η περίπτωση του Γκόρκι είναι εξαιρετική, αν όχι μοναδική στην παγκόσμια ιστορία. Με μια μικρή επιφύλαξη (λόγω ενδεχόμενης παράλειψης άγνωστων στην υπογράφουσα περιπτώσεων) μπορούμε να πούμε, ότι δεν υπάρχει άλλος συγγραφέας παγκόσμιας εμβέλειας, που να έχει ξεκινήσει κυριολεκτικά από τον βυθό της κοινωνίας. Υπάρχει και η γνώμη, ότι γι’αυτό το λόγο πάντα στα έργα του υπήρχε μια τραχιά βάση σε αντίθεση με την τεράστια πλειονότητα των συγγραφέων –παγκοσμίως – που κατάγονται από ένα λιγότερο ή περισσότερο καλλιεργημένο οικογενειακό περιβάλλον.  Ο Γκόρκι λοιπόν,  από το «βυθό» της κοινωνίας –τίτλος κιόλας ενός από τα θεατρικά του έργα- έδωσε μια μεγάλη μάχη για την κατάκτηση γνώσεων. Το ταλέντο του σε συνδυασμό με την κολασμένη καταγωγή του τάραξε τα νερά της κοινωνίας. Στην «τραχιά» αυτή βάση θέλουν κάποιοι να ανάγουν τις «ελλείψεις εσωτερικών ψυχογραφικών αναλύσεων», το «βίαιο τρόπο γραφής» του, τη «μονοτονία των θεμάτων» και την «έμφαση στην εξωτερική πλευρά» (εκφράσεις του Γάλλου ακαδημαϊκού Ανρί Τρουαγιά) και κυρίως την ακλόνητη υποστήριξή του του σοβιετικού καθεστώτος της περιόδου 1924-1936, για την οποία έμειναν εμβρόντητοι τόσοι θαυμαστές του. Το μεγάλο αμάρτημα του Γκόρκι ήταν, ότι ποτέ και πουθενά δεν μπορούν να του βρουν αρνητικές δηλώσεις σχετικά με τον «δικτάτορα» Στάλιν και το τότε σοβιετικό καθεστώς. Ο Γκόρκι είχε γίνει ένα είδος γραφειοκρατικός υπάλληλος με την πένα, που δεν ήθελε να βλέπει τις εκτελέσεις από τον «σοβιετικό ουμανισμό», θα γράφει ο Τρουαγιά. Ο όρος «σοβιετικός» ή «προλεταριακός ουμανισμός» είχε καθιερωθεί από τον Γκόρκι σε αντιπαράθεση με τον αστικό ψευδο-ουμανισμό. Ετσι ο Βίκτωρ Σερζ θα γράφει στα «Απομνημονεύματα ενός επαναστάτη»: «Τί γινόταν μέσα του; Ξέραμε, ότι συνέχιζε να μουρμουρίζει, ότι είχε χάσει την υπομονή του, ότι η σκληρότητά του είχε μια άλλη πλευρά, αυτή της διαμαρτυρίας και της θλίψης. Λέγαμε μεταξύ μας: «Θα σκάσει μια μέρα!»
Ομως, όλοι οι συνεργάτες του της «Νέα Ζωή» εξαφανίζονταν στις φυλακές και δεν είπε τίποτα. …….Μήπως, αναρωτιόμουν, έπασχε από μια γεροντική στέγνωση, αποψίλωση, ακαμψία, που άρχισε σ’αυτόν ήδη στα εξήντα του;»
«Απ’αυτή την ακαμψία της γηρατειάς», προσθέτει ο Ανρί Τρουαγιά, στο βιβλίο του οποίου για τον Γκόρκι βρίσκουμε την ως άνω παράθεση, «ο Γκόρκι έπασχε σαν από μια διανοητική αγκύλωση».

Εγκλήσεις και αντεγκλήσεις

Ενδιαφέρον σ’αυτά τα πλαίσια έχουν κάποιες απαντήσεις του Γκόρκι σε επιθέσεις  που του έγιναν για τη στάση του, είτε από εμιγκρέντες στο δυτικό κόσμο, είτε από εχθρούς στο εσωτερικό της Ρωσίας. Οταν η Κατερίνα Κουσκόβα τον είχε ρωτήσει  για τα πραγματικά (!) του αισθήματα σχετικά με τη σοβιετική εξουσία, απάντησε σε γράμμα του της 19 Αυγούστου του 1927: «Οι σχέσεις μου με τη σοβιετική εξουσία είναι πεντακάθαρες. Δεν βλέπω καμία άλλη εξουσία σαν δυνατότητα για το ρώσικο λαό, δεν σκέφθομαι καμία άλλη εξουσία, δεν επιθυμώ καμία άλλη».
Η Κουσκόβα, η οποία είχε απελαθεί από την ΕΣΣΔ, τον είχε επικρίνει για τις κατά τη γνώμη της άδικες και βάναυσες επιθέσεις του στους Ρώσους εμιγκρέντες και για την  μονομερή, μεροληπτική άρα εσφαλμένη εκτίμηση της σοβιετικής πραγματικότητας, όπως έλεγε. Ανταποδίδοντάς της τη μονομέρεια, την οποία η ίδια διάθετε, σύμφωνα με τον Γκόρκι, και μιλώντας για την καινούργια ρώσικη αλήθεια, η οποία ήδη έχει σπαρθεί στις μάζες δίνοντάς τους εμπιστοσύνη στην ίδια τη θέληση και τη λογική τους, ο Γκόρκι θα καταλήξει: «Για μένα δεν πρόκειται μόνο για τον εξηλεκτρισμό, για την εκβιομηχάνιση, την ανάπτυξη της γεωργίας και των όσων απαξιώνει ο Τύπος σας…Για μένα το σημαντικό είναι ένας εργάτης ενός διϋλιστηρίου ζάχαρης να διαβάζει τον Σέλλεϋ στο πρωτότυπο. Σημαντικό για μένα είναι ο άνθρωπος, που νοιώθει για τη ζωή ένα μεγάλο και υγιές ενδιαφέρον, που καταλαβαίνει, ότι χτίζει ένα καινούργιο κράτος, ο άνθρωπος που δεν ζει από λόγια, αλλά από το πάθος του για την εργασία και τη δραστηριότητα…..»
Και σε άρθρο του του 1927 με τίτλο «Δέκα χρόνια» θα πει: «Η χαρά και η περηφάνειά μου είναι ο καινούργιος Ρώσος άνθρωπος, χτίστης ενός καινούργιου κράτους. Απευθύνω τον ειλικρινή μου χαιρετισμό σ’αυτό το μικρό, αλλά γιγαντιαίο άνθρωπο, που τον βρίσκεις σε όλες τις γωνιές της χώρας, στα εργοστάσια, στα χωριά, στις αχανείς στέππες, στην τάϊγκα της Σιβηρίας, στα βουνά του Καυκάσου και στις τούνδρες του Βορρά, σ’αυτό τον συχνά πολύ μοναχικό άνθρωπο, ο οποίος δουλεύει ανάμεσα σε κόσμο που ακόμα δυσκολεύεται να τον καταλαβαίνει. Σύντροφε, να ξέρεις και να είσαι πολύ πεπεισμένος, ότι είσαι ο πιο απαραίτητος άνθρωπος σε τούτη τη γη. Συντελώντας τη σεμνή σου υπόθεση, έχεις αρχίσει να δημιουργείς έναν καινούργιο κόσμο».
Αυτά, μαζί με τις δηλώσεις του για το Λένιν (σαν τον άνθρωπο, τον οποίο περίμενε ο κόσμος), αποτέλεσαν αφορμή για τον Ανρί Τρουαγιά να μιλήσει για την «εθνικιστική και μπολσεβίζουσα έπαρση» του Γκόρκι.
Τα πιο λαμπρά ονόματα, όμως, της δυτικής λογοτεχνίας της εποχής του είχαν μια άλλη γνώμη. Ανάμεσα στις προσωπικότητες, οι οποίες υπέγραψαν στη «New York Times» στις 25 Μαρτίου του 1928 τα συγχαρητήρια για τον Μαξίμ Γκόρκι με αφορμή τα 60χρονά του (50 υπογραφές) ήταν οι Ρομέν Ρολλάν, Στέφαν Τσβάιχ, Χάινριχ Μαν, Γκολσουέρθι, Ντιχαμέλ, Ουέλς, Σέλμα Λάγκερλεφ.

Οι δύο ψυχές της Ρωσίας

Λαβές για να βλέπουν οι τοτινοί και μετέπειτα πολέμιοι του «σοσιαλισμού του 20ου αιώνα» στον Γκόρκι έναν επαναστάτη αρχικά και μετέπειτα «υποταγμένο» της σταλινικής περιόδου δίνει η ίδια η εξέλιξη του Γκόρκι, που παρουσιάζει ακριβώς τα χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης – λίγο πριν και μετά- μια μετάπτωση σε σχέση με το φλογερό επαναστατισμό του των αρχών του 20ου αιώνα, που είχε εκδηλωθεί ιδιαίτερα με αφορμή την Επανάσταση του 1905.  Εδώ βρίσκουμε και αντιπαραθέσεις με το Λένιν. Ο Γκόρκι δεν «βλέπει» την Επανάσταση ακόμα λόγω καθυστέρησης των εργατικών και αγροτικών μαζών και φοβάται μια άγρια, βάρβαρη θύελλα, καταστροφική για τη Ρωσία, αν γίνει τώρα (το 1917 δηλαδή) η Επανάσταση. Είναι η περίοδος, στην οποία ο Γκόρκι μπαίνει σε θέσεις που μοιάζουν μ’αυτές των οπορτουνιστών. Ηδη στα τέλη του 1916 σ’ένα γράμμα του στην Ινέσσα Αρμάν, σταλμένο από τη Ζυρίχη, ο Λένιν γράφει για το καινούργιο του βιβλίο «Ο ιμπεριαλισμός», που το είχε στείλει στη Ρωσία για εκτύπωση: «Το χειρόγραφό μου έφτασε στην Πετρούπολη και να, σήμερα μου γράφουν πως ο εκδότης (σκέψου ο Γκόρκι! Ω, το μοσχάρι!) πειράχτηκε από τον τρόπο που επικρίνω…ποιόν λέτε;…τον Κάουτσκι! Και θέλει, λέει, να μου γράψει τις παρατηρήσεις του!!! Να γελάς και να θλίβεσαι».
Ο Γκόρκι σ’αυτή τη φάση βλέπει διαχωριστικές γραμμές, όπως ανάμεσα στην «άπραγη, καθυστερημένη, νωχελική» Ανατολή και την «πολιτισμένη», δραστήρια Δύση. Τέτοιες σκέψεις εκφράζει εκείνα τα χρόνια σε μια αρθρογραφία του, όπως στο «Οι δύο ψυχές»: «Πρέπει να σηκώσουμε πόλεμο στις ασιατικές καταβολές μέσα στο αίμα μας, στη ρώσικη ψυχή μας, να γιατρευτούμε από τον πεσιμισμό που είναι ντροπή για την ψυχή ενός νέου έθνους και τον τρέφει η κλίση, που έχουν οι αδρανείς θεωρητικοί χαρακτήρες να ξεχωρίζουν μες στη ζωή τις σκιερές και άσχημες πλευρές της, αυτές που ταπεινώνουν τον άνθρωπο».
Αυτά, εννοείται, δεν κάνουν το ρώσικο λαό ιδιαίτερο κατάλληλο για μια ριζική ανατροπή σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, σύμφωνα με τον Γκόρκι, που θέλει τον ρώσικο λαό να «στραφεί από τη Ρωσία του Ντοστογέφσκι στην Ευρώπη του Πούσκιν και του Χέρτσεν». Ρωσία ναι, δηλαδή, αλλά όχι της μεταφυσικής και του θρησκευτικού σκοταδισμού. Ο ίδιος ο Γκόρκι, ο «αγγελιοφόρος της θύελλας», έχοντας μεγαλώσει στον τσαρισμό και ανθίσει στο σοσιαλισμό, είχε, σύμφωνα με τον Ασσέγιεφ, δύο φτερά: «Ενα από τα φτερά του βυθίζεται βαθιά στα σκοτάδια και στη σιωπή της εποχής των τσάρων…Το άλλο φτερό, που σηκώνεται πολύ ψηλά, ξαλαφρωμένο και καθαρισμένο από τη σκόνη της παράδοσης, από το βάρος των αναμνήσεων, αιωρείται ελεύθερα σε μεγάλο ύψος, φωτισμένο από τη λάμψη μιας νέας εποχής, από τη νέα ακτίνα της χαραυγής».
Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1920, θα πει στον δοκιμιογράφο Ιλια Τσάπκα, ο οποίος τον ρωτούσε για την τοποθέτησή του στο πλευρό του Λένιν μετά από τα χρόνια της ακατανοησίας και της κριτικής: «Εγώ δεν είμαι πολιτικός άνθρωπος. Μόνο ο Λένιν μπορούσε να τα βλέπει και να τα καταλαβαίνει όλα. Αλλά ήταν μεγαλοφυϊα, δημιουργός γεγονότων…Εγώ φοβόμουν την αναρχία που θα έριχνε την επανάσταση στο βάλτο του χαμού της…Δεν είμαι ο μόνος που έκανε λάθος…Τώρα όλος ο κόσμος έχει καταλάβει, ότι ο Λένιν και το Κόμμα του είχαν δίκιο σε όλα τα στάδια της μάχης τους: αν ο Πέτρος Α’ άνοιξε  για  τη Ρωσία ένα παράθυρο προς την Ευρώπη, ο  Λένιν, τον Οκτώβρη, άνοιξε ένα παράθυρο προς το σοσιαλιστικό μέλλον για όλη την ανθρωπότητα» (από τα Απομνημονεύματα του Τσάπκα).
Με το νέο εκδοτικό «Πάρους» και το περιοδικό «Χρονικά», που αρχίζει να βγαίνει από το Δεκέμβρη του 1915, θα προσπαθήσει να συσπειρώσει εκείνες τις πνευματικές δυνάμεις, οι οποίες θα δουλέψουν για τον ως άνω σκοπό της αποτίναξης των ασιατικών καταβολών, για τη δημοκρατία, τη σοσιαλιστική προοπτική, ενάντια στον πόλεμο. Καλούσε να συνεργαστούν στο καινούργιο περιοδικό και τους Ουέλς,  Μπέρναρ Σο, Ρομαίν Ρολλάν για την παγκόσμια Λίγκα των Διανοουμένων.
Ο Γκόρκι, σ’αυτή την περίοδο εκφράζει φόβους για μια ανεξέλεγκτη βία, μια αντεπανάσταση: «Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ετοιμάζεται αντεπανάσταση που θα ξεσπάσει πολύ γρήγορα – η πιο απαίσια και φρικτή. Φοβάμαι τους φαντάρους εδώ της φρουράς, περισσότερο απ’ όλα το μουζίκο. Αυτος, αν δεν επαναφέρει τη μοναρχία, θα επιβάλει την αναρχία».

Οι ταλαντεύσεις μιας ιδιοφυϊας

Το Μάρτη του 1917- δηλαδή μόλις είχε γίνει η αστικοδημοκρατική επανάσταση του Κέρενσκι – ο Γκόρκι προειδοποιεί ακόμα τον 20χρονο γιο του, που είναι με τους μπολσεβίκους επαναστάτες, να μην αφήσει τα γεγονότα να τον παρασύρουν. Υπάρχουν μεγάλοι κίνδυνοι, γιατί «δεν νικήσαμε γιατί είχαμε τη δύναμη, αλλά γιατί η εξουσία ήταν αδύνατη. …Κάναμε μια πολιτική επανάσταση και πρέπει να κατοχυρώσουμε τις κατακτήσεις της…Εγώ είμαι σοσιαλδημοκράτης, αλλά λέγω και θα λέγω ότι για σοσιαλιστικές αλλαγές δεν ήρθε η στιγμή ακόμα».
Ετσι έλεγε ο Γκόρκι που ομολογεί σε ένα άλλο σημείο, ότι ζούσε σε μια ψυχική αντίθεση με τον ίδιο τον εαυτό του. Και ρίχνεται στην κουλτούρα, γιατί οι μάζες είναι αμόρφωτες και ούτε η αστική τάξη της Ρωσίας είναι προετοιμασμένη.
Αργότερα θα πει: «Πίστευα ότι η επιστημονική και η τεχνική διανόηση, γενικά ο κάθε διανοούμενος που είχε μια ειδικότητα ήταν κιόλας ένας επαναστάτης και μαζί με την εργατική και τη σοσιαλιστική διανόηση ήταν η πολυτιμότερη δύναμη που διέθετε η Ρωσία, άλλη δύναμη ικανή να πάρει την εξουσία στη Ρωσία του 1917 και να χειραγωγήσει το χωριό δεν έβλεπα. …Πρώτιστο καθήκον της επανάστασης θεωρούσα να δημιουργήσει τέτοιες συνθήκες που θα ευνοούσαν την ανάπτυξη των πολιτιστικών δυνάμεων της χώρας».
Αργότερα θα αναγνωρίσει το λάθος του μιλώντας γι’αυτά στις αναμνήσεις του για τον Λένιν: «Οταν το 1917 ήρθε ο Λένιν στη Ρωσία και δημοσίευσε τις «Θέσεις» του (του Απρίλη, Α.Ι.) εγώ ήμουν βέβαιος πως όλη εκείνη τη λιγοστή αριθμητικά αλλά τόσο ηρωική πρωτοπορία των πολιτικοποιημένων εργατών κι όλη επίσης τη συνεπή επαναστατική διανόηση την προσφέρει θυσία στο Μινώταυρο των Ρώσων μουζίκων». Για να προσθέσει παρακάτω: «Ετσι σκεφτόμουν εγώ τότε. Τούτο ήταν το σφάλμα μου».
Στο μεταξύ στην επαναστατική χρονιά του 1917 υπάρχει μια θελλώδης κορύφωση αντιπαραθέσεων. Ο Γκόρκι κατηγορείται επανειλημμένως για γερμανόφιλο με τις θέσεις του εναντια στον πόλεμο. Θέσεις που έμοιαζαν με αυτές του Λένιν, ο οποίος κατηγορήθηκε ακόμα και για πράκτορας των Γερμανών. Στο περιοδικό «Νέα Ζωή» ο Γκόρκι γράφει δριμύ άρθρο ενάντια στους μπολσεβίκους. Πλησιάζει η 20η Οκτωβρίου και όταν γράφει: «Ολο και πιο επίμονα κυκλοφορούν οι φήμες ότι στις 20 του Οκτώβρη επίκειται «εξόρμηση των μπολσεβίκων», ο Στάλιν απαντά, «τί θέλουν επιτέλους από μας οι νευροπαθείς της «Νέας Ζωής; «Αν επιθυμούν να τους ανακοινώσουμε την «ημέρα» για να μπορέσουν έγκαιρα να κινητοποιήσουν τους πανικόβλητους διανοούμενους για μια φυγή προς Φινλανδία το καταλαβαίνουμε και το επιδοκιμάζουμε…Αν ζητάν να πληροφορηθούν για να ησυχάσουν τ’ «ατσαλένια» νεύρα τους μπορούμε να τους διαβεβαιώσουμε πως κι αν ακόμα είχε οριστεί μια τέτοια «μέρα» κι αν ακόμα τους το ψιθυρίσουμε στο αυτί, πάλι δεν θα μας αφήσουν ήσυχους – θα έχουμε αμέσως βροχή από άλλα ερωτήματα, κρίσεις υστερίας κλπ.»
Αλλά υπήρχαν κι άλλα άρθρα ενάντια στους μπολσεβίκους σ’αυτό το περιοδικό σ’όλη τη διάρκεια του 1917, που έδωσαν αφορμή στο Στάλιν να γράφει τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς: «Η ομάδα αυτή…αιωνίως ταλαντεύεται ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση, στον πόλεμο και την ειρήνη, ανάμεσα στους εργάτες και τους καπιταλιστές, τους μεγαλοκτηματίες και τους αγρότες».
Ο Μαγιακόφσκι αποχωρεί από τη «Νέα Ζωή» εκείνο τον Αύγουστο.
Ο Γκόρκι σ’ένα του γράμμα λίγο μετά θα αναστενάξει: «Είναι κλονισμένα  (τα νεύρα του, Α.Ι.) Παρά πολύ. …Πολύ άσχημη τροπή πήρε η Ρωσία μας, πάρα πολύ!»
Στους ακόλουθους μήνες η αρθρογραφία του στη «Νέα Ζωή» είναι σε μια μόνιμη αντιπαράθεση με την «Πράβντα».

Στο δεύτερο μέρος θα δούμε την ιδεολογική στροφή του Γκόρκι που σήμανε την επιστροφή του στις γραμμές των μπολσεβίκων.

Πηγές:
-Μαξίμ Γκόρκι, Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, Εκδ. «Ειρήνη», 1975
-Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Το ψωμί και το βιβλίο, ο Γκόρκι, Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2004
– Henri Troyat, Gorki, Εκδ. «Flammarion», 1986
Συνεχίζεται


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μαρξισμός και λογοτεχνία
ΠΡΟΜΗΘΕΩΝ ΤΟΠΟΙ «Δύσκολο πια να χαμηλώσουνε…»