Σήμερα είναι η επέτειος της ιμπεριαλιστικής επέμβασης των ΗΠΑ στη Γρενάδα, επειδή… “απειλούσε την ασφάλειά τους”, όπως δήλωσε θρασύτατα ο αμερικανός πρόεδρος, Ρόναλντ Ρίγκαν. Παρακάτω ακολουθεί ένα μικρό ιστορικό της επέμβασης, όπως το βρήκαμε στο Ιστορικό Λεύκωμα της Καθημερινής για το 1983.
Το πρόσχημα για την αμερικανική εισβολή δίνει η βίαιη ανατροπή του αριστερού πρωθυπουργού της χώρας, του 38χρονου Μορίς Μπίσοπ, η πολιτική του οποίου υποτίθεται ότι απειλούσε τις ΗΠΑ, από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Μπέρναρντ Κόαρντ και τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων Χάντσον Όστιν. Ήδη από τα μέσα του έτους έχει εκδηλωθεί ένα ρήγμα ανάμεσα στη Λαϊκή Επαναστατική Κυβέρνηση και το μαρξιστικό “Κίνημα του Νέου Κοσμήματος”. Θεωρείται ότι ο Μπίσοπ εκφράζει τη μετριοπαθή τάση του κόμματος, καθώς επιδιώκει τη βελτίωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και τον καθορισμό ημερομηνίας εκλογών, ενώ ο Κόαρντ εμφανίζεται ως “σκληροπυρηνικός”.
Ωστόσο, ο Μπίσοπ είναι εξαιρετικά δημοφιλής και, προκειμένου να αποφύγει την αντίδραση των υποστηρικτών του, ο Κόαρντ “καμουφλάρει” το πραξικόπημά του και εμφανίζει την ανατροπή του Μπίσοπ, στις 14 Οκτωβρίου, ως “ολιγοήμερο κατ’ οίκον περιορισμό”. Την επόμενη ημέρα πραγματοποιείται στο Σεντ Τζορτζ, την πρωτεύουσα του νησιού, μια μαχητική διαδήλωση υπέρ του Μπίσοπ. “Χωρίς τον Μπίσοπ δεν έχουμε σχολεία”, κραυγάζουν περίπου 2.000 νέοι που παρελαύνουν στους δρόμους της πόλης. Στις 17 Οκτωβρίου ο στρατηγός Όστιν ανακοινώνει ότι ο Μπίσοπ εξεδιώχθη από την Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος επειδή “ατίμασε το κόμμα και την επανάσταση”.
Στις 19 Οκτωβρίου χιλιάδες διαδηλωτές συγκεντρώνονται μπροστά στο Φορτ Ρούπερτ, όπου κρατούνται ο Μπίσοπ και οι υπουργοί του, και επιχειρούν να τους απελευθερώσουν. Ο στρατός ανοίγει πυρ για να αναχαιτίσει το απειλητικό πλήθος. Κάτω από τα πυρά των αυτόματων όπλων, οι διαδηλωτές διασκορπίζονται, συγκεντρώνονται στους γειτονικούς δρόμους και αρχίζουν να πυρπολούν οχήματα και δημόσια κτίρια. Ο αριθμός των νεκρών μεταξύ των διαδηλωτών ανέρχεται σε τουλάχιστον 17. Μολονότι ο στρατός ανακοινώνει ότι ο Μπίσοπ και οι υπουργοί του σκοτώθηκαν κατά την ανταλλαγή πυρών μεταξύ στρατού και διαδηλωτών, ξένοι ανταποκριτές αναφέρουν ότι ο Μπίσοπ και οι συνεργάτες του προπηλακίστηκαν από τους στρατιώτες και ύστερα τουφεκίστηκαν από το εκτελεστικό απόσπασμα.
Στις 20 Οκτωβρίου ο στρατηγός Όστιν ανακοινώνει τη σύσταση ενός Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου (RMC), το οποίο αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της χώρας.
Η δολοφονία του Μορίς Μπίσοπ προκαλεί σάλο στην περιοχή της Καραϊβικής. Στις 20 η κουβανική κυβέρνηση εκδίδει μια ανακοίνωση η οποία αναφέρει ότι “κανένα δόγμα, καμία αρχή, καμία πολιτική θέση που ισχυρίζεται ότι είναι επαναστατική και καμία εσωτερική διαμάχη δεν μπορεί να δικαιολογήσει τέτοιες βάρβαρες μεθόδους σαν την εξόντωση του Μορίς Μπίσοπ και των έντιμων συνεργατών του”.
Στις 21 Οκτωβρίου συνέρχεται ο Οργανισμός Κρατών της Ανατολικής Καραϊβικής (OECS) που ιδρύθηκε το 1981 με τη συμμετοχή οκτώ κρατιδίων της περιοχής. Σε ανακοίνωσή του, στις 25, ο OECS εκφράζει την ανησυχία του για την εκτεταμένη στρατιωτικοποίηση της Γρενάδας στη διάρκεια των τελευταίων ετών, γεγονός που δημιουργεί ένα δυσανάλογο συσχετισμό στρατιωτικής ισχύος ανάμεσα στη Γρενάδα και τις άλλες χώρες του OECS. Σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, η υπερβολική στρατιωτική ισχύς στις χώρες του RMC συνιστά μια “σοβαρή απειλή για την ασφάλεια των χωρών του OECS και των άλλων γειτονικών κρατών”. Πρόκειται, φυσικά, περί εντελώς ανυπόστατων ισχυρισμών, που απλώς αποσκοπούν στο να δώσουν κάποια υποτυπώδη δικαιολογία για την ήδη σχεδιασμένη αμερικανική εισβολή.
Στις 21 Οκτωβρίου το αεροπλανοφόρο “Ιντιπέντεντ”, που αρχικά επρόκειτο να μεταβεί στο Λίβανο, αλλάζει πορεία και κατευθύνεται προς την Καραϊβική, τυπικά για να προστατεύσει τους περίπου 400 Αμερικανούς φοιτητές που σπουδάζουν Ιατρική στο πανεπιστήμιο του Σεντ Τζορτζ. Στην ίδια περιοχή κατευθύνεται και το αμερικανικό ελικοπτεροφόρο σκάφος “Γκουάμ”. Στις 24 ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίς σερ Τζέφρι Χάου διαβεβαιώνει τα μέλη της Βουλής των Κοινοτήτων οτι οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχουν καμία πρόθεση να εισβάλουν στη Γρενάδα.
Τα χαράματα της 25ης Οκτωβρίου όμως, περίπου 2.000 Αμερικανοί στρατιώτες, μέλη της 82ης αεροκίνητης μεραρχίας και πεζοναύτες, πραγματοποιούν απόβαση στο νησί. Στο πλευρό τους βρίσκονται και περίπου 500 στρατιώτες και αστυνομικοί από άλλα μικρά, γειτονικά κράτη του αρχιπελάγους της Καραϊβικής (Τζαμάικα, Μπαρμπέιντος, Σάντα Λουτσία, Άγιος Βικέντιος), η παρουσία των οποίων έχει μοναδικό σκοπό να μειώσει κατά το δυνατόν την αναμενόμενη κατακραυγή της υφηλίου για την εισβολή μιας υπερδύναμης σε ένα τόσο μικρό κρατίδιο.
Όπως αποδεικνύεται, η αμερικανική επιχείρηση δεν είναι ένας απλός περίπατος. Οι εισβολείς αντιμετωπίζουν σθεναρή αντίσταση από 1.500 άνδρες του Λαϊκού Επαναστατικού Στρατού, καθώς και εκατοντάδες Κουβανούς, που απασχολούνται στα έργα επέκτασης του αεροδρομίου του νησιού, οι οποίοι παίρνουν τα όπλα μετά την απόβαση των αμερικανικών στρατευμάτων. Το Πεντάγωνο αναγκάζεται να στείλει ενισχύσεις και η δύναμη των αμερικανικών στρατευμάτων εισβολής ανέρχεται σε περισσότερους από 5.500 άνδρες.
Ένα πέπλο μυστικότητας χωρίζει τη Γρανάδα από τα άλλα νησία των Αντιλλών, καθώς οι Αμερικανοί απαγορεύουν τη μετάδοση οποιαδήποτε είδησης για τα τεκταινόμενα στο νησί και τα θύματα που προκαλεί η Ουάσιγκτον όχι μόνο στις μάχες αλλά και μεταξύ των αμάχων. Οι φήμες οργιάζουν και οι διεθνείς ανησυχίες φουντώνουν.
Οι μάχες στο Σεντ Τζορτζ τερματίζονται στις 27, όταν οι Αμερικανοί καταλαμβάνουν το οχυρό Φρέντερικ και τις φυλακές του Ρίτσμοντ Χιλ, αν και παραμένουν κάποιοι θύλακες Αντίστασης στο νησάκι Καριακού, 30 χιλιόμετρα βόρεια του νησιού. Δύο ακόμα λόχοι πεζοναυτών φτάνουν στη Γρενάδα την 1η Νοεμβρίου, αλλά δεν καταφέρνουν να βρουν τις “κρύπτες με κουβανικά όπλα” για τις οποίες μιλούσε η αμερικάνικη προπαγάνδα.
Στις 31 Οκτωβρίου η αμερικανική κυβέρνηση παραδέχεται ότι κατά τη διάρκεια της κατάληψης του Οχυρού Φρέντερικ, ένα αεροσκάφος τους βομβάρδισε ένα νοσοκομείο ψυχικών παθήσεων και παρουσιάζει τη δικαιολογία πως οι εισβολείς θεώρησαν ότι επρόκειτο για “στρατιωτική περιοχή”.
Οι σοβαρότερες συγκρούσεις πραγματοποιούνται στο αεροδρόμιο Πόιντ Σαλίνες, το οποίο οι Αμερικανοί βομβαρδίζουν ανελέητα, εξουδετερώνοντας την αντίσταση των Κουβανών εργατών που έχουν αναλάβει την υπεράσπισή του. Ο Γουέσλι Μακ Ντόναλντ, επικεφαλής της αμερικανικής δύναμης επέμβασης, δηλώνει ότι έχουν συλληφθεί 640 Κουβανοί και ότι ανακαλύφθηκαν έγγραφα που αποδεικνύουν ότι η Κούβα προετοίμαζε απόβαση στο νησί με 6.800 στρατιώτες και ότι ήδη ετοίμαζε εκεί “μια βάση εκπαίδευσης τρομοκρατών”. Φυσικά κανείς δεν πιστεύει παρόμοιες χαλκευμένες πληροφορίες.
Αν και αρχικά η αμερικανική κυβέρνηση είχε ισχυριστεί ότι στο νησί υπήρχαν 1.500 Κουβανοί, στις 29 Οκτωβρίου του Υπουργείο Άμυνας παραδέχεται ότι ο πραγματικός τους αριθμός είναι περίπου αυτός που δίνει η κουβανική κυβέρνηση, δηλαδή 784. Οι Κουβανοί δηλώνουν ότι από αυτούς μόνο οι σαράντα είναι στρατιωτικοί σύμβουλοι.
Οι Αμερικανοί συλλαμβάνουν το στρατηγό Όστιν και τον Κόαρντ, τους κρατούν στο σκάφος “Γκουάμ” και στις 6 Νοεμβρίου τους μεταφέρουν σε φυλακή του νησιού. Επίσης οι Αμερικανοί συλλαμβάνουν 1.130 Γρεναδιανούς, που υπηρετούν στο Λαϊκό Επαναστατικό Στρατό ή στην πολιτοφυλακή και τους κρατούν στο Πόιντ Σαλίνες, που το έχουν μετατρέψει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Όπως θα αποκαλυφθεί αργότερα, οι Αμερικανοί χτίζουν στο Πόιντ Σαλίνες “κουτιά ιδρώτα”, δηλαδή κελιά με ασφυκτικά μικρές διαστάσεις που τα χτυπά ολημερίς ο πυρακτωμένος ήλιος της Καραϊβικής. Εδώ κρατούνται οι “ζωηροί” αιχμάλωτοι ή αυτοί που αρνούνται να συνεργαστούν και να δώσουν πληροφορίες. Στις 6 Νοεμβρίου αυτό το στρατόπεδο κλείνει, οι κρατούμενοι αφήνονται ελεύθεροι, ενώ 40 από αυτούς μεταφέρονται στο Ρίτσμοντ Χιλ.
Με τις ευλογίες των Αμερικανών ο γενικός κυβερνήτης της Γρενάδας συγκροτεί ένα προσωρινό συμβούλιο, που θα ασκεί εκτελεστική εξουσία μέχρι τη διεξαγωγή εκλογών, χωρίς όμως να οριστεί η ημερομηνία τους.
Η αμερικανική στρατιωτική επέμβαση στη Γρενάδα, ένα νησί που στο χάρτη καταλαμβάνει μια απειροελάχιστη μικρή κουκκίδα, έχει ισχυρό διεθνή αντίκτυπο. Σχολιάζοντας την εισβολή, η αμερικανική εφημερίδα “Νιου Γιορκ Τάιμς” γράφει ότι ο Ρίγκαν “δεν παραβίασε μόνο μια βασική αρχή του διεθνούς δικαίου, σύμφωνα με το οποίο το εθνικό έδαφος κάθε χώρας είναι απαραβίαστο, αλλά και τις συγκεκριμένες συνθήκες”. Ανερυθρίαστα, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζορτ Σουλτς, επικαλείται το καταστατικό του OECS για να δικαιολογήσει την αμερικανική επέμβαση, μολονότι οι ΗΠΑ δεν είναι μέλος αυτού του οργανισμού και ούτε έχουν θέσει την υπογραφή τους σε κάποιο δεσμευτικό κείμενο. Ο πρωθυπουργός του Τρινιντάντ και Τομπάγκο, Τζορτ Τσέιμπερς, δηλώνει μάλιστα ότι αγνοούσε πλήρως το αμερικανικό σχέδιο περί εισβολής και ότι η μοναδική συλλογική απόφαση που πήραν τα έξι κράτη της Καραϊβικής ήταν η επιβολή κυρώσεων και η αποστολή μιας εξεταστικής ομάδας στο νησί.
Στις 26 Οκτωβρίου ο Φιντέλ Κάστρο χαρακτηρίζει την εισβολή “τεράστιο πολιτικό σφάλμα”, προσθέτοντας ότι η Κούβα δεν έστειλε στρατεύματα στο νησί, όχι μόνο γιατί οι αμερικανικές δυνάμεις στο νησί ήταν κατά πολύ υπέρτερες αλλά και επειδή η δολοφονία του Μορίς Μπίσοπ καθιστούσε “ηθικά απαράδεκτη” τη συμπόρευση με τη σημερινή ηγεσία της Γρενάδας. Στις 13 Νοεμβρίου ένα εκατομμύριο Κουβανοί συγκεντρώνονται στην Πλατεία της Επανάστασης στην Αβάνα για να αποτίσουν φόρο τιμής στους συμπατριώτες τους που σκοτώθηκαν στη Γρενάδα. Μπροστά σε ένα μνημείο στη βάση του οποίου έχουν εναποτεθεί 24 φέρετρα, ο Κάστρο εκφωνεί μια φλογερή ομιλία, λέγοντας ότι οι νεκροί αυτοί δεν πολέμησαν μόνο για την πατρίδα τους αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο. Επίσης διαψεύδει τον Αμερικανό Πρόεδρο σχετικά με το ρόλο της Κούβας στη Γρενάδα και κατηγορεί αυτόν και την κυβέρνησή του ότι τους έχει καταλάβει “ο πυρετός του πολέμου” και προσπαθούν να “εξοντώσουν κάθε προοδευτική δύναμη στην Κεντρική και Νότια Αμερική”.
Σε οξύ τόνο αντιδρά και η Νικαράγουα, η κυβέρνηση της οποίας έχει επανειλημμένα καταγγείλει τις ΗΠΑ ότι προετοιμάζουν στρατιωτική επέμβαση στην Κεντρική Αμερική.
Στην Ευρώπη, όπου η Αγγλία, η Γερμανία και η Ιταλία περνούν δύσκολες και κρίσιμες στιγμές με το ζήτημα της επικείμενης εγκατάστασης των “ευρωπυραύλων”, η αμερικανική εισβολή προκαλεί αρκετά έντονες αντιδράσεις. Μάλιστα, αυτοί που αμφισβητούν την ικανότητα κρίσης της Ουάσιγκτον δεν είναι μόνο οι εκ πεποιθήσεως αριστεροί και αντιαμερικανοί. Συντηρητικοί και μετριοπαθείς εκφράζουν ανοιχτά τις αμφιβολίες τους για το αν το μέλλον της Ευρώπης παραμένει ασφαλές στα αμερικανικά χέρια και δεν φαίνονται να συμμερίζονται την ευφορία των ΗΠΑ ότι “η Δύση κέρδισε ένα γύρο”. Στις 30 Οκτωβρίου η Μάργκαρετ Θάτσερ, η στενότερη ιδεολογική σύμμαχος του Προέδρου Ρίγκαν, δηλώνει χαρακτρηριστικά: “Αν πρόκειται να θεσπιστεί ένας καινούριος νόμος, σύμφωνα με τον οποίο οι ΗΠΑ θα ειβάλλουν οπουδήποτε κυριαρχεί ο κομμουνισμός, ενάντια στη θέληση των λαών, θα ξεσπάσουν τρομακτικοί πόλεμοι σε όλον τον κόσμο”.
Στις 2 Νοεμβρίου η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εγκρίνει ψήφισμα που καταδικάζει την εισβολή και ζητά την αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων από τη Γρενάδα. Την απόφαση αυτή καταψηφίζουν οι ΗΠΑ, το Σαλβαδόρ, το Ισραήλ και έξι μέλη του OESC.
Οι ισχυρισμοί του Ρίγκαν ότι η Γρενάδα των 110.000 κατοίκων απειλεί την ασφάλεια μιας υπερδύναμης όπως οι ΗΠΑ αποτελούν, βεβαίως, φαιδρότητες. Ωστόσο, αν και η μικρή σοσιαλιστική Γρενάδα, μια χώρα που ως κύριο εξαγωγικό προϊόν έχει το μοσχοκάρυδο, δεν απειλεί στρατιωτικά το μεγάλο εκ Βορρά γείτονα, διαθέτει μια υπολογίσιμη ιδεολογική ακτινοβολία στον ευρύτερο χώρο της Καραϊβικής και της Κεντρικής Αμερικής. Μετά την απώλεια της Κούβας, οι ΗΠΑ έχουν δεχτεί σοβαρά πλήγματα με την επανάσταση στη Νικαράγουα, ενώ η κατάσταση στο Σαλβαδόρ και στη Γουατεμάλα τείνει να ξεφύγει από τον αμερικανικό έλεγχο. Με τη βίαιη διαγραφή της Γρενάδας από το “σοσιαλιστικό χάρτη”, η αμερικανική κυβέρνηση επιχειρεί να ενισχύσει την κλασική θέση της στην Κεντρική Αμερική και κατά δεύτερο λόγο να στείλει ένα μήνυμα αποφασιστικότητας στους πέραν του Ατλαντικού συμμάχους της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου