24 Ιαν 2018

Οι ιστορικές ρίζες μιας ιστορίας μίσους και εγκλήματος

 

 
Τις εγκληματικές του προθέσεις και πρακτικές ο ναζισμός τις επικαλύπτει με άφθονη μυθοπλασία. Για τους Γερμανούς ναζί τα ρουνικά σύμβολα ήταν το σεντόνι που σκέπαζε την δυσωδία των σκοτεινών τους πράξεων. Για τους δικούς μας νέο-ναζί, γέννημα της κρίσης, η αρχαιότητα δίνει το άλλοθι. Αγκυλωτοί σταυροί, μαίανδροι, χλαμύδες και περί «κρυπτείας» διηγήσεις, έρχονται να συσκοτίσουν τα πεπραγμένα τους.

Καθώς τελείωνε ο πρώτος παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος, ακριβώς έναν αιώνα πριν τις δικές μας ημέρες, γινόταν προφανές ότι ο κοινωνικός συμβιβασμός, η ταξική συμμαχία που στήριξε τα ισχυρά κράτη της Ευρώπης για έναν σχεδόν αιώνα, είχε πλέον καταρρεύσει. Αναφερόμαστε στη αφύσικη συμμαχία ανάμεσα στην αστική τάξη και στην αριστοκρατία, όπως αυτή διαμορφώθηκε στη διάρκεια του εκρηκτικού –χάρη στην καπιταλιστική απογείωση– δέκατου-ένατου αιώνα. Πραγματικά μετά την Παλινόρθωση του 1815 και τις επαναστάσεις του 1830 και του 1848, το πολιτικό σκηνικό διαμορφώθηκε στη βάση της συνεργασίας δύο κοινωνικών στρωμάτων που είχαν μέχρι θανάτου αναμετρηθεί στον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης.


Οι ραγδαία ανερχόμενοι αστοί είχαν αιφνιδιαστεί από τις μαχητικές διαθέσεις του προλεταριάτου του οποίου η εκμετάλλευση επέτρεπε τη συσσώρευση του πλούτου με τον οποίο στήριζαν την οικονομική τους επιφάνεια και συνακόλουθα την κοινωνική και πολιτική τους ισχύ. Ταυτόχρονα οι μεταξύ τους ανταγωνισμοί, εκφρασμένοι μέσα από το εθνικό πλαίσιο, υπόσχονταν πολεμικές αναμετρήσεις στο μέλλον και επέβαλαν την προετοιμασία γι αυτούς. Στους πολέμους θα σκότωναν και θα σκοτώνονταν οι πολλοί, οι ίδιοι εκείνοι που μοχθούσαν για να πλουτίζουν οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής.

Το πρόβλημα ήταν σύνθετο: οι προλετάριοι έπρεπε να κρατηθούν μακριά από διεκδικήσεις και δικαιώματα, μακριά από επαναστάσεις, ταυτόχρονα όμως θα χρειαζόταν να οπλιστούν όταν ερχόταν οι ώρα να αναμετρηθούν με τους αντίστοιχους προλεταρίους που θα πολεμούσαν για τα συμφέροντα των αντίπαλων αφεντικών. Η λύση του προβλήματος απαιτούσε κάποιες θυσίες από τους αστούς, υποχωρήσεις, όχι προς όφελος των πολλών, αλλά προς όφελος των προηγούμενων κυρίαρχων του πολιτικού και κοινωνικού σκηνικού: τους αριστοκράτες, τους βασιλείς, τους αυτοκράτορες. Ο καπιταλιστικός δέκατος ένατος αιώνας αποκατέστησε και ενίσχυσε όλους όσους η –αστική- Γαλλική Επανάσταση του 1789 εκθρόνισε και κατέστρεψε.

Ετούτοι οι βασιλιάδες, οι αυτοκράτορες και οι αριστοκράτες θα αναλάμβαναν την διαχείριση του κράτους  σε δύο ιδιαίτερα κρίσιμους τομείς: την καταστολή και την πειθάρχηση των πολλών και την προετοιμασία και διεξαγωγή του πολέμου. Την οικονομική εξουσία –βιομηχανία, εμπόριο, τράπεζες- θα την κρατούσαν στον αποκλειστικό έλεγχό τους οι αστοί. Στους αριστοκράτες θα απέμενε η παλιά τους περιουσία, η γη, από τις προσόδους της οποίας θα συντηρούσαν την αναγκαία στα νέα τους καθήκοντα αίγλη τους. Η γαιοκτησία όμως στους νέους καιρούς είχε και τα όριά της.  Οι αγρότες που την αξιοποιούσαν ήταν το ίδιο εργατικό δυναμικό που χρειαζόταν η βιομηχανία και το ανθρώπινο υλικό που χρειάζονταν οι στρατοί. Για να συμβιβαστούν ετούτα τα αντιφατικά, περίπου στη δεκαετία 1860-1870, όταν έγινε σαφές ότι οι επόμενοι πόλεμοι θα γίνονταν με γενική επιστράτευση των ανθρώπων, οι δουλοπάροικοι «απελευθερώθηκαν» ενώ η γη παρέμεινε στην ιδιοκτησία των γαιοκτημόνων αριστοκρατών.

Η κοινωνική αυτή συμμαχία κράτησε ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Ιμπεριαλιστικό Πόλεμο. Στα 1914 οι αυτοκράτορες, οι βασιλείς, οι τσάροι, οι δούκες, οι πρίγκηπες περίσσευαν στην εμπόλεμη Ευρώπη. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στα 1918, είχαν απλά εξαφανιστεί. Πλήρωσαν το κόστος του ατελείωτου πολέμου, των οκτώ εκατομμυρίων νεκρών, της οργής που γεννήθηκε στα χαρακώματα. Σε τελευταία ανάλυση στο αστικό πολιτικό σύστημα οι αριστοκράτες ήταν αναλώσιμοι, μη απαραίτητοι για την συνέχιση του καπιταλισμού. Εξάλλου, στα χρόνια του πολέμου, είχε γεννηθεί ένας νέος αντίπαλος: οι Μπολσεβίκοι, οι κομμουνιστές. Δεν ήταν ένας εχθρός που θα μπορούσες να τον νικήσεις με εντυπώσεις, στέμματα και μεγαλεία.

Οι αριστοκράτες πέρασαν λοιπόν στο περιθώριο της ιστορίας και, προοδευτικά, ξεθώριασαν εκεί. Το πρόβλημα όμως εξακολουθούσε να υπάρχει για την αστική τάξη. Η αριθμητική της παρουσία ήταν ισχνή. Στις καπιταλιστικές κοινωνίες, η συγκέντρωση του πλούτου σε ολοένα και λιγότερα χέρια, την καθιστούσε ακόμα πιο ισχνή. Η θεμελίωση και η εξασφάλιση της εξουσίας της στους δύσκολους και γεμάτους απειλές μεταπολεμικούς χρόνους απαιτούσε την ανάδειξη κάποιου νέου μηχανισμού που θα αναλάμβανε τα ως τότε καθήκοντα της αριστοκρατίας και των απολυταρχικών ηγεμόνων.

Η νέα εφεύρεση, το νέο πολιτικό εργαλείο των αστών, ήταν ο φασισμός και ο ναζισμός. Στην ουσία επρόκειτο για το ίδιο πράγμα. Η διαφορά τους βρισκόταν στα πρότυπα: το ιταλικό και το γερμανικό. Το πρώτο στηρίχθηκε προσχηματικά στο πλατύ κίνημα των παλαιών πολεμιστών του οποίου ένα τμήμα προτίμησε τις περί «αποκατάστασης των εθνικών αδικιών» ρητορείες του Μουσολίνι από τους κοινωνικούς αγώνες και διεκδικήσεις. Το δεύτερο, πιο μαχητικό και ριζοσπαστικό, στηρίχθηκε στα Φράϊ Κόρπς, τα παρακρατικά ένοπλα σώματα που έπνιξαν στο αίμα τις προλεταριακές επαναστάσεις και εξεγέρσεις στη μεταπολεμική Γερμανία και τις μειονοτικές ομάδες στα ανατολικά. Σε αυτές τις ρίζες οφείλονται οι όποιες διαφορές των δύο κινημάτων.

Τα οικοδομικά υλικά με τα οποία κτίστηκαν ετούτα τα κινήματα ανήκαν σε ότι πιο βίαιο και μισαλλόδοξο είχε κληροδοτήσει το ιστορικό παρελθόν. Οι φυλετικές θεωρίες που είχε φέρει στο ιστορικό προσκήνιο ο ευρωπαϊκός αποικισμός –η δια πυρός και σιδήρου επιβολή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε κάθε γνωστή ή άγνωστη γωνιά της γης- αποτέλεσαν το θεωρητικό τους υπόβαθρο. Οι θεωρίες αυτές πρόσφεραν νομιμοποίηση σε μια  διάκριση των ανθρώπων σε «ανώτερους» και «κατώτερους». Έδιναν δε και το νομικό στίγμα της φυλετικής ιεράρχησης. Για τους «κατώτερους» -όπως ακριβώς συνέβαινε στον αποικισμό- δεν μπορούσε να ισχύει το ίδιο νομικό σύστημα με το αντίστοιχο των «ανώτερων». Για την ακρίβεια γι αυτούς δεν υπήρχε νομικό σύστημα προστασίας: ήταν υπάνθρωποι. Μπορούσε κανείς να τους σκοτώσει χωρίς να θεωρηθεί η πράξη αυτή έγκλημα. Ο αποικισμός εξόντωσε με τον τρόπο αυτό πολλές φυλές –τους Χερέρος, τους Ασάντι, τους Σίου- ο ναζισμός θα κινούνταν ακριβώς στο ίδιο πλαίσιο όταν εξόντωνε τα δικά του θύματα.

Ο αντισημιτισμός ήταν η γέφυρα που συνέδεσε την αποικιακή «παράδοση» με τον ναζισμό. Η μακρά αντιεβραϊκή πρακτική στην Ευρώπη, εκπορευόμενη είτε από την χριστιανική εκκλησία, είτε από την δύσκολη γέννηση των αστικών κοινωνιών, αποτέλεσε το εφαλτήριο πάνω στο οποίο η έννοια της κατώτερης φυλής μπορούσε να περάσει από τον μακρινό χώρο των αποικιών στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ο τελικός στόχος δεν ήταν φυσικά μόνο οι Εβραίοι. Από τη στιγμή που η κανονικότητα της διάκρισης γινόταν γενικά αποδεκτή μέσα από τον αντισημιτισμό, η συνταγή μπορούσε να εφαρμοστεί ενάντια σε κάθε λαό (Σλαύους) ή σε κάθε κοινωνική τάξη. Η εργατική τάξη ήταν ο ιδιαίτερος στόχος, ο τελικός θα λέγαμε.

Ο εθνικισμός προερχόταν από την σκοτεινή παράδοση του πολέμου. Καθώς εκατομμύρια άνθρωποι έπαιρναν τα όπλα και αλληλοσφάζονταν στα χαρακώματα για υποθέσεις ολότελα ξένες και αδιάφορες για τα δικά τους συμφέροντα, η σκέψη τους, η λογική τους έπρεπε να συσκοτιστεί, να αποκτήσει μεταφυσικά χαρακτηριστικά, να συρρικνωθεί στο επίπεδο του φανατισμού και του μίσους. Σε αντίθεση, σε σύγκρουση με τον πατριωτισμό, ο εθνικισμός αφορούσε μόνο την απαξίωση των άλλων, των απέναντι, με τρόπο που συναντούσε και συμπλήρωνε τον ρατσισμό.

Ο αντικομμουνισμός πλαισίωνε και συμπλήρωνε όλα τα παραπάνω. Πέρα από τους ανταγωνιστές στις καπιταλιστικές αγορές, πέρα από τις διαμάχες των αστών, ένας θανάσιμος κίνδυνος γι αυτούς είχε γεννηθεί στη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Ιμπεριαλιστικού πολέμου: η επανάσταση των προλεταρίων είχε νικήσει, είχε πλέον τη δική της εξουσία και τη δική της πατρίδα, τη Σοβιετική Ένωση. Η ακτινοβολία της τελευταίας απλωνόταν σε κάθε γωνιά του κόσμου, όπου υπήρχε αδικία, καταπίεση, εκμετάλλευση, αρπαγή του ανθρώπινου μόχθου και του φυσικού πλούτου – στον καπιταλισμό όλα αυτά υπήρχαν σε υπερεπάρκεια λίγο πολύ παντού. Ο φασισμός και ο ναζισμός, ως όργανα της αστικής τάξης κτίστηκαν για να αναμετρηθούν με τον νέο αντίπαλο και εχθρό.

Ετούτες οι καινοφανείς πολιτικές κινήσεις του 1919, αν και κτισμένες με υλικά του χθες όφειλαν να αποδείξουν τη χρησιμότητά τους στο αύριο. Η απόδειξη δεν θα μπορούσε να στηριχθεί σε ιδέες και σε πολιτικά προγράμματα. Δεν υπήρχαν τέτοια: πρόγραμμα των φασιστών και των ναζί ήταν εξ αρχής το οτιδήποτε εξυπηρετούσε την αστική τάξη στην εκάστοτε συγκυρία. Πολλοί διέκριναν σε ετούτη τη συνεχή προσαρμογή τον οπορτουνιστικό χαρακτήρα των νέων κινήσεων. Αντίθετα, τα κινήματα αυτά κατέθεσαν στο τραπέζι των προσφερόμενων στην αστική τάξη εξυπηρετήσεων την πλέον χαρακτηριστική τους ιδιότητα και δεξιότητα: την άσκηση τη πολιτικής διαμέσου της χωρίς όρια και όρους βίας -παρακρατικής ή κρατικής όποτε τα πράγματα δυσκόλευαν.

Η άσκηση βίας, οι επιθέσεις ενάντια σε προλεταρίους, σε κομμουνιστές, σε συνδικαλιστές, σε Εβραίους, σε μειονότητες, ήταν τα διαπιστευτήρια των κινήσεων αυτών, τα πιστοποιητικά που διέθεταν για την επάρκεια τους στον ρόλο που καλούνταν να αναλάβουν. Με κριτήριο τις επιδόσεις σε αυτό το πεδίο θα άνοιγαν οι πόρτες της αποδοχής και της καταξίωσης από τους ισχυρούς του πλούτου και της αστικής πολιτικής. Οι ναζί έδωσαν τα διαπιστευτήριά τους με τις επιδόσεις των Φράϊ Κορπς -που μεταβλήθηκαν επί το πολιτικότερο σε Τάγματα Εφόδου στη συνέχεια- ενάντια στους επαναστάτες κομμουνιστές του 1919. Οι υπηρεσίες τους δεν χρειάστηκαν στα 1923, όταν επιχείρησαν το αποτυχόν πραξικόπημα στο Μόναχο. Κρίθηκαν όμως απαραίτητες δέκα χρόνια αργότερα, όταν η οικονομική κρίση, επανάφερε στη χώρα τον φόβο της προλεταριακής επανάστασης. Τότε οι οικονομικές –βιομήχανοι και τραπεζίτες- και πολιτικές ελίτ ευχαρίστως και με ομοφωνία παρέδωσαν την εξουσία στους ναζί –«κατ’ ανάθεση». Με τον ίδιο τρόπο στην Ιταλία μόλις οι νεοσυγκροτηθέντες φασίστες συγκρούστηκαν αποτελεσματικά με τους απεργούς στα εργοστάσια του βορρά στα 1921, κλήθηκαν αυτονόητα σχεδόν να κυβερνήσουν την χώρα με εντολή του βασιλιά και στήριξη των ίδιων ελίτ όπως και στη γερμανική περίπτωση. Η δυνατότητά τους να σταματήσουν την επανάσταση ήταν το κριτήριο για την πολιτική τους επιτυχία. 

Οι φασίστες και οι ναζί δεν ανέβηκαν τα σκαλοπάτια προς την εξουσία με βάση κάποιο αυτοδύναμο πολιτικό πρόγραμμα, ενιαίες αξίες ή ιδεολογία. Ήταν πάντοτε έτοιμοι να προσαρμόζουν τις επιθυμίες τους σύμφωνα με τις εκάστοτε επιθυμίες των ισχυρών- των εργοδοτών, των κατακτητών, του όποιου ισχυρού της ημέρας. Εκείνο που πρόσφεραν ήταν η πλαισίωση του εκάστοτε πολιτικού σχεδιασμού της άρχουσας τάξης με πρακτικές «έκτακτης ανάγκης», με τη χρήση μεθόδων που δεν θα ήταν ανεκτές στο παραδοσιακό αστικό πολιτικό σύστημα. Το έγκλημα ήταν ο παρονομαστής ετούτων των μεθόδων. Δεν το έκρυβαν, δεν υπήρχε πολιτικό συμφέρον στο να το κρύψουν.

Στο περίφημο πρόγραμμα των 25 σημείων στη βάση του οποίου συγκροτήθηκε και με βάση το οποίο πορεύθηκε το ναζιστικό κόμμα, στο σημείο 19 αναφέρεται ότι οι ναζί «δεν αποδέχονται το Ρωμαϊκό Δίκαιο» αλλά θα το αντικαταστήσουν με το γερμανικό, το παραδοσιακό αντίστοιχο. Αυτό πολύ απλά σήμαινε ότι για τους ανθρώπους, σύμφωνα με το ναζιστικό πρόγραμμα υπάρχουν δύο πεδία απονομής δικαίου. Το πρώτο, από τη μεριά του φωτός, προορίζεται για εκείνους το αίμα των οποίων είναι φυλετικά αγνό, ανήκουν στην κυρίαρχη φυλή, την γερμανική ή όποια άλλη. Για τους υπόλοιπους προφανώς η απονομή δικαιοσύνης δεν μπορεί να είναι ίδια. Η αρχή του ίδιου δικαστή για το ίδιο έγκλημα δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε μια φυλετικά ιεραρχημένη κοινωνία. ΟΙ εκλεκτοί μπορούν να ζητήσουν δικαιοσύνη σύμφωνα με τις παραδόσεις και την φυλετική τους ταυτότητα. Οι υπόλοιποι, ως κατώτεροι, ως «υπάνθρωποι» δεν απολαμβάνουν το ίδιο προνόμιο. Γι αυτούς δεν υπάρχει δικαστής, δεν υπάρχει δίκαιο. Μπορείς να τους πατήσεις σαν σκουλήκια, σε κανένα δεν έχεις να δώσεις λόγο. Οι Εβραίοι που στέλνονταν στο Άουσβιτς, οι εργάτες που ξυλοκοπούνται από τους φασίστες, οι κομμουνιστές που γίνονται στόχοι δολοφονικών επιθέσεων βρίσκονται εκτός δικαίου. Για τους ναζί αυτά είναι κυνήγι άγριων ζών, το δικό τους «δίκαιο» απονέμεται μόνο στους φυλετικά εκλεκτούς.  

Το έγκλημα, όπως και να το δει κανείς, φαίνεται ως έγκλημα. Δεν μπορείς να παινευτείς και να διαφημίσεις ότι η πολιτική σου πρακτική αξίζει μόνο και μόνο επιδίδεται σε αυτό. Για το λόγο τούτο τις εγκληματικές του προθέσεις και πρακτικές ο ναζισμός τις επικαλύπτει με άφθονη μυθοπλασία. Για τους Γερμανούς ναζί τα ρουνικά σύμβολα ήταν το σεντόνι που σκέπαζε την δυσωδία των σκοτεινών τους πράξεων. Για τους δικούς μας νέο-ναζί, γέννημα της κρίσης, η αρχαιότητα δίνει το άλλοθι. Αγκυλωτοί σταυροί, μαίανδροι, χλαμύδες και περί «κρυπτείας» διηγήσεις, έρχονται να συσκοτίσουν τα πεπραγμένα τους. Δεν είναι ναζιστικά τα σύμβολά τους λένε, αρχαιοελληνικά είναι. Και παραγνωρίζουν το καίριο. Όποια και να είναι η προϊστορία των συμβόλων και των μύθων, όποια και να είναι η «φυλετική τους προέλευση», τον ίδιο και τον αυτό σκοπό εξυπηρετούν. Συσκοτίζουν το έγκλημα, νομιμοποιούν την πρακτική των συμμοριών του τρόμου. «Δικαιολογούν» την χωρίς όρια και όρους βία, εκείνη που γεννιέται από δούλους που εναγώνια ζητούν την εξυπηρέτηση των αφεντικών τους –και την όποια ανταμοιβή αυτό συνεπάγεται.

Άγρια σκυλιά αυτό είναι. Και είναι να τους λυπάται κανείς γιατί ετούτη η ιδιότητα δεν αρμόζει σε ανθρώπους.  

http://www.katiousa.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ