Λένε πως λίγα δευτερόλεπτα ή λεπτά πριν πεθάνεις βλέπεις τη ζωή σου
να περνάει μπροστά στα μάτια σου σαν συμπυκνωμένη διαφημιστική ταινία,
μονταρισμένη έτσι, που κανένας άλλος εκτός από σένα δεν θα καταλάβαινε
τίποτα, από την επιλογή των πλάνων. Δεν είναι αλήθεια. Έχω πάει κι έχω
έρθει και ξέρω πως δεν είναι. Αντίθετα είναι στιγμές υποκειμενικής
πυροδότησης, αντικριστά σε αντικειμενικές συνθήκες ανάκατες, που η
εμπειρία, η προσωπική ανακατεύεται με τη συλλογική, κι όντως φτιάχνει
ένα φιλμάκι, συνηθέστατα δυστοπικό, που πάντα καταλήγει σε εκείνο το
φθαρμένο “ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς”.
Στην “Κατιούσα” διάλεξα να γράφω με την ελπίδα ότι θα διαβάζονται και κείμενα που δεν πουλιούνται, έχοντας γραφτεί ακριβώς γι’ αυτό. Έτσι σε μια τέτοια στιγμή, αυτό που προσφιλώς λέγεται “προσωπική”, βρέθηκα στο κλειστό του Γαλατσίου, κολλημένη στους πετρότοιχους της Μακρονήσου, με το Θάνο Μικρούτσικο και τους συντελεστές της συναυλίας, να εξυψώνουν σε πολιτισμό τον σπαραγμό του Ρίτσου. Δεν ξέρω αν στέκει η έκφραση “συντετριμμένη περηφάνια” για έναν εκατοντάχρονο, που δεν δραπετεύει όπως σ’ ένα πρόσφατο μυθιστόρημα, αλλά γίνεται εκουσίως λίπασμα για το μέλλον. Σκέφτομαι πόσο μετράει μέσα μου η κουβέντα του Θάνου “εδώ είναι ο χώρος μου, εδώ είναι οι άνθρωποί μου”, και πόσο με εκφράζει. Σκέφτηκα τι πολλαπλασιαστής ισχύος λαϊκής ισχύος είναι ένα κόμμα που αποφασίζει, με υψηλών προδιαγραφών πολιτιστικές εκδηλώσεις, να γιορτάσει τα γενέθλιά του, μέσα στο βάλτο ενός φτηνιάρικου εμπορευματοποιημένου λαϊκισμού. Είμαι σίγουρη ότι στα media των καιρών δε θα χωρέσει μήτε πλάνο, στο μοντάζ της επικαιρότητας.
Και πριν ξεψυχήσει η ευφορία, όταν σ’ ένα ταβερνάκι μια μουσικός, δεξιάς οικογενείας που λένε, που έχει παρακολουθήσει τη συναυλία, δακρύζει επειδή είχε την τύχη να ζήσει “κόμμα που δρα πολιτικά με τέτοια μουσική και τέτοιο πολιτισμό” και ψελλίζει ” ως κι ο πατέρας μου, αν ζούσ , θα μου λεγε πως σήμερα πραγματικοί πατριώτες είναι μόνον οι κομμουνιστές”, στην οθόνη του κινητού μου, κάποιος “φύλακας της ενημερώσης” μου στέλνει τη φωτό με την κουμπούρα και το χρονικό του προαναγγελθέντος ποδοσφαιρικού θανάτου.
Πήγα κι ήρθα ξανά. Και δεν είμαι κανά παιδάκι. Έχω θητεύσει και σε κουμπούρια και σε κερκίδες και σε κανάλια και στα λούκια δύσκολων επιλογών! Φλασιές μιας τεσσαρακονταετίας πέρασαν απ’ το μυαλό μου, με μάτια κλειστά αλλά και με μάτια ανοιχτά. Δεν μπορώ να μεταφέρω το υποκειμενικώς ακατανόητο, πως τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει έξω, αν δεν αλλάξει το μέσα σου. Όχι, σύντροφοι κι εχθροί, αναγνώστες. Η ελπίδα δεν πεθαίνει τελευταία. Αυτοκτονεί όταν την εναποθέσεις απλώς στην οπτική σου γωνία. Ζει μόνον όταν καταφέρεις να συντονίσεις το ρυθμό της καρδιάς σου με τις καρδιές των αλλονών, που μπορούν να πατήσουν με θάνατο τον θάνατο!
Θέλω να ελπίζω ότι σε πολλούς από μας, τους κοινούς θνητούς, ακόμα και σε εποχές του στραπατσαρισμένου νου, είναι διακριτή η διαφορά του αποδίδω τα άγια τοις αγίοις, απ’το ρίχνω τα άγια τοις κυσί…!
Στην “Κατιούσα” διάλεξα να γράφω με την ελπίδα ότι θα διαβάζονται και κείμενα που δεν πουλιούνται, έχοντας γραφτεί ακριβώς γι’ αυτό. Έτσι σε μια τέτοια στιγμή, αυτό που προσφιλώς λέγεται “προσωπική”, βρέθηκα στο κλειστό του Γαλατσίου, κολλημένη στους πετρότοιχους της Μακρονήσου, με το Θάνο Μικρούτσικο και τους συντελεστές της συναυλίας, να εξυψώνουν σε πολιτισμό τον σπαραγμό του Ρίτσου. Δεν ξέρω αν στέκει η έκφραση “συντετριμμένη περηφάνια” για έναν εκατοντάχρονο, που δεν δραπετεύει όπως σ’ ένα πρόσφατο μυθιστόρημα, αλλά γίνεται εκουσίως λίπασμα για το μέλλον. Σκέφτομαι πόσο μετράει μέσα μου η κουβέντα του Θάνου “εδώ είναι ο χώρος μου, εδώ είναι οι άνθρωποί μου”, και πόσο με εκφράζει. Σκέφτηκα τι πολλαπλασιαστής ισχύος λαϊκής ισχύος είναι ένα κόμμα που αποφασίζει, με υψηλών προδιαγραφών πολιτιστικές εκδηλώσεις, να γιορτάσει τα γενέθλιά του, μέσα στο βάλτο ενός φτηνιάρικου εμπορευματοποιημένου λαϊκισμού. Είμαι σίγουρη ότι στα media των καιρών δε θα χωρέσει μήτε πλάνο, στο μοντάζ της επικαιρότητας.
Και πριν ξεψυχήσει η ευφορία, όταν σ’ ένα ταβερνάκι μια μουσικός, δεξιάς οικογενείας που λένε, που έχει παρακολουθήσει τη συναυλία, δακρύζει επειδή είχε την τύχη να ζήσει “κόμμα που δρα πολιτικά με τέτοια μουσική και τέτοιο πολιτισμό” και ψελλίζει ” ως κι ο πατέρας μου, αν ζούσ , θα μου λεγε πως σήμερα πραγματικοί πατριώτες είναι μόνον οι κομμουνιστές”, στην οθόνη του κινητού μου, κάποιος “φύλακας της ενημερώσης” μου στέλνει τη φωτό με την κουμπούρα και το χρονικό του προαναγγελθέντος ποδοσφαιρικού θανάτου.
Πήγα κι ήρθα ξανά. Και δεν είμαι κανά παιδάκι. Έχω θητεύσει και σε κουμπούρια και σε κερκίδες και σε κανάλια και στα λούκια δύσκολων επιλογών! Φλασιές μιας τεσσαρακονταετίας πέρασαν απ’ το μυαλό μου, με μάτια κλειστά αλλά και με μάτια ανοιχτά. Δεν μπορώ να μεταφέρω το υποκειμενικώς ακατανόητο, πως τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει έξω, αν δεν αλλάξει το μέσα σου. Όχι, σύντροφοι κι εχθροί, αναγνώστες. Η ελπίδα δεν πεθαίνει τελευταία. Αυτοκτονεί όταν την εναποθέσεις απλώς στην οπτική σου γωνία. Ζει μόνον όταν καταφέρεις να συντονίσεις το ρυθμό της καρδιάς σου με τις καρδιές των αλλονών, που μπορούν να πατήσουν με θάνατο τον θάνατο!
Θέλω να ελπίζω ότι σε πολλούς από μας, τους κοινούς θνητούς, ακόμα και σε εποχές του στραπατσαρισμένου νου, είναι διακριτή η διαφορά του αποδίδω τα άγια τοις αγίοις, απ’το ρίχνω τα άγια τοις κυσί…!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου