28 Αυγ 2018

“Με το κεφάλι κάτω” – Ο σεβάσμιος Φρίντριχ Χέγκελ και η φιλοσοφική πατροκτονία του Καρλ Μαρξ

Ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ ή Έγελος, κατά την εξελληνισμένη του εκδοχή, είναι ένα όνομα που προκαλεί δέος ακόμα και σχεδόν 200 χρόνια μετά το θάνατό του. Όχι άδικα, διότι δεν είναι μόνο ο “μεγάλος μάγιστρος” του γερμανικού ιδεαλισμού, αλλά και γενάρχης διαφορετικών μεταξύ τους φιλοσοφικών ρευμάτων, τα οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εντάσσονται στην κληρονομιά του. Συντηρητικοί κι επαναστάτες, με πρώτο και γνωστότερο φυσικά το μαθητή του Καρλ Μαρξ, δε θα νοούνταν με τον τρόπο που γνωρίζουμε δίχως αυτή την κοινή πηγή αναφοράς, που καθένας αξιοποίησε είτε “δουλικά” είτε δημιουργικά σε νέες κατευθύνσεις.
Ήρθε στον κόσμο σαν σήμερα το 1770 στη Σουηβία, μια περιοχή που με αυτοσαρκασμό και περηφάνια ταυτόχρονα έχει το ρητό “Ξέρουμε τα πάντα, εκτός από επίσημα Γερμανικά”. Ο ίδιος ο Χέγκελ διατήρησε τη ντοπιολαλιά της πατρίδας του, πολύ καιρό αφότου είχε αναδειχθεί σε έναν από τους πιο αναγνωρισμένους καθηγητές του πανεπιστημίου του Βερολίνου. Γνωρίστηκε με τον φιλόσοφο του ρομαντισμού Φρίντριχ Σέλινγκ και τον ποιητή Φρίντριχ Χαίλντερλιν στη διάρκεια των σπουδών του στο Τύμπιγκεν, ενώ αργότερα γνώρισε τους μεγάλους ποιητές Γκαίτε και Σίλερ.
Κατά κύριο λόγο ο Χέγκελ υπήρξε κατά βάση φιλόσοφος της ιστορίας. “Καθένας είναι ένα τυφλό μέλος της αλυσίδας της απόλυτης αναγκαιότητας, με την οποία συνεχίζει ο κόσμος να αναπτύσσεται. Καθένας μπορεί να εγερθεί ως κυρίαρχος ένας μεγαλύτερου τμήματος αυτής της αλυσίδας μόνο όταν αναγνωρίσει πού θέλει να πάει αυτή η αναγκαιότητα”.
Κεντρική ιδέα του φιλοσοφικού του συστήματος ήταν η έννοια του “παγκόσμιου πνεύματος”, το οποίο διαπνέει την ιστορία, προωθώντας τη σε μια εξελικτική διαδικασία με όχημα σπουδαίες και δραστήριες προσωπικότητες. Πάνω στον άξονα θέση-αντίθεση-σύνθεση η ιστορική πορεία ανεβαίνει επίπεδα με τελικό στόχο έναν ιδεατό κόσμο. Στο πρώτο επίπεδο του παγκόσμιου πνεύματος βρισκόταν η λογική, στη δεύτερη η έννοια η φυσική επιστήμη και στην τρίτη η φιλοσοφία του πνεύματος.
Μέσα από ένα ομολογουμένως περίπλοκο θεωρητικό σύστημα, ο Χέγκελ αποτέλεσε το βασικό απολογητή του κράτους της Πρωσίας, που αργότερα έμελε να πρωταγωνιστήσει στη γερμανική ενοποίηση. Είναι γεγονός πως και η φιλοσοφία του Ιμμάνουελ Καντ, κατά την εποχή του Φρειδερίκου του Μέγα το 18ο αιώνα είχε όλα τα χαρακτηριτικά μιας κρατικής φιλοσοφίας ταιριαστής στο πρωσικό μόρφωμα, ωστόσο ο διάδοχος του Φρειδερίκου, Γουλιέλμος Β’ θεωρούσε πως κριτική φιλοσοφία του Καντ υπονόμευε τα θεμέλια της χριστιανικής πίστης, κάτι που δε συνέβαινε στην περίπτωση του Χέγκελ. Η θρησκεία, και πιο συγκεκριμένα στην περίπτωση του Χέγκελ ο προτεσταντισμός ήταν πολύ σημαντικός για το ίδιο το πνεύμα καθώς αυτό “μέσα στη θρσηκεία βρήκε την απελευθέρωσή του και το αίσθημα της θείας ελευθερίας, μόνο το ελεύθερο πνεύμα έχει και μπορεί να έχει θρησκεία”.
Πράγματι το παγκόσμιο πνεύμα στο Χέγκελ εμφορείται από κάτι το θείο. Και εφόσον το παγκόσμιο πνεύμα χρησιμοποιεί ιδιοτελή άτομα για τους δικούς του υπερκείμενους στόχους, ο Χέγκελ καταλήγει στο συμπέρασμα πως “Ό,τι είναι λογικό, είναι αληθινό, κι ό,τι είναι αληθινό είναι λογικό”. Με τον τρόπο αυτό δε νομιμοποιούνταν φιλοσοφικά μόνο το πρωσικό κράτος, αλλά συνολικά ο υφιστάμενος κόσμος, κι ως εκ τούτου η καθεστυκυΐα τάξη. Μια άλλη φράση του φιλοσόφου που θα έβρισκε εύκολα τη συγκατάθεση των κυριάρχων, παρά των θυμάτων του ήταν πως “Η παγκόσμια ιστορία δεν είναι το έδαφος της ευτυχίας. Οι περίοδοι ευτυχίας είναι άδεια φύλλα μέσα της”.
Ο ίδιος πάντως τον καιρό που είχε κατακτήσει το προσωνύμιο “ο καθηγητής των καθηγητών” είχε αφήσει πίσω του τις δύσκολες περιόδους, όταν εργαζόταν ως οικοδιδάσκαλος, διευθυντής γυμνασίου, συντάκτης εφημερίδας. Στο Βερολίνο ζούσε με την 22 χρόνια νεαρότερη σύζυγό του και τους δυο γιους του (είχε επίσης ένα τέκνο εκτός γάμου, που υποστήριξε οικονομικά) υπό την εύνοια του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Γ’.
Έφυγε ξαφνικά από τη ζωή λόγω χολέρας στις 14 Νοέμβρη 1831, παραμένοντας για δεκαετίες ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος της γερμανικής φιλοσοφίας. Οι μαθητές του διακρίθηκαν σε δυο κυρίως τάσεις, τους “δεξιούς” και τους “αριστερούς εγελιανούς”. Οι πρώτοι, πιστοί στο γράμμα του δασκάλου τους, υπερασπίζονταν το δίκαιο κάθε υφιστάμενης πολιτικής, φιλοσοφικής και θεολογικής κατάστασης. Η αριστερή πτέρυγα, κρατώντας το πρωτοποριακό απόσταγμα της σκέψης του, έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στη διαλεκτική μέθοδο, μεταθέτοντας της από όργανο του παγκόσμιου πνεύματος σε επαναστατική αρχή. Εκείνος βέβαια που εντόπισε και ανέπτυξε όσο κανείς τη βασική αντίθεση του εγελιανού στοχασμού, δηλαδή εκείνη ανάμεσα στο ιδεαλιστικό σύστημα που υπερασπιζόταν και τη διαλεκτική μέθοδο που επικαλούνταν δεν ήταν άλλος από τον Καρλ Μαρξ, ο οποίος στην περίφημη σχετική του διατύπωση στον επίλογο της β’ έκδοσης του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου σημείωνε για την αντίθεση αυτή: ” Η μυστικοποίηση που υφίσταται η διαλεκτική στα χέρια του Χέγκελ δεν αναιρεί διόλου το γεγονός ότι πρώτος αυτός έχει εκθέσει τις γενικές της μορφές κίνησης με τρόπο καθολικό και συνειδητό. Στο Χέγκελ η διαλεκτική βρίσκεται με το κεφάλι κάτω. Χρειάζεται να την αναποδογυρίσουμε και να τη στηρίξουμε στα πόδια της για να αποκαλύψουμε τον ορθολογικό πυρήνα μέσα στο μυστικιστικό περίβλημα”. Προερχόμενος από τους κόλπους των αριστερών εγελιανών, ο Μαρξ υπερέβη τα τελευταία ιδεαλιστικά τους κατάλοιπα, οδηγώντας στην αποκρυστάλλωση του διαλεκτικού υλισμού, του πραγματικού “νεκροθάφτη” του πανίσχυρου ως τότε ιδεαλισμού.
Ο ίδιος ο Μαρξ δεν παρέλειπε να τονίζει με τον πιο εμφατικό τρόπο τις διαφορές της δικής του διαλεκτικής μεθόδου από την εγελιανή:
“Η διαλεκτική μου μέθοδος δεν είναι μόνο ριζικά διαφορετική από τη εγελιανή, μα είναι το κατευθείαν αντίθετό της. Για τον Χέγκελ το προτσές της νόησης, που με το όνομα Ιδέα το μετατρέπει μάλιστα σε αυθυπόστατο υποκείμενο, είναι ο δημιουργός του πραγματικού, που αποτελεί μονάχα το εξωτερικό του φανέρωμα. Για μένα, αντίστροφα, το ιδεατό δεν είναι παρά το υλικό, μεταφρασμένο και μετασχηματισμένο στο ανθρώπινο κεφάλι”.
Ο Λένιν με τη σειρά του, αν και κατά μία έννοια πιο αυστηρός στην αποτίμησή του για το φιλόσοφο, καθώς θεωρούσε πως “μάντεψε με μεγαλοφυή τρόπο τη διαλεκτική των πραγμάτων, τίποτε όμως περισσότερο απ’ αυτό”, από την άλλη υπογράμμιζε πως δεν ήταν δυνατή η κατανόηση του κεφαλαίου για κάποιον που δεν είχε διαβάσει την “Επιστήμη της Λογικής” του Χέγκελ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ