6 Νοε 2018

Υπόθεση Μαξ Μέρτεν – Όταν το ελληνικό αστικό κράτος απελευθέρωνε το “Χασάπη της Θεσσαλονίκης”

Σαν σήμερα το 1959 αποφυλακιζόταν και απελαύνονταν από την Ελλάδα ο διαβόητος εγκληματίας πολέμου Μαξ Μέρτεν, ενός από τους βασικούς υπεύθυνους για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Η υπόθεση Μέρτεν συντάραξε τη μετεμφυλιακή πολιτική σκηνή για χρόνια, ιδίως αφότου ο τελευταίος ισχυρίστηκε πως ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής υπήρξε συνεργάτης των ναζί επί κατοχής. Μπορεί ο συγκεκριμένος ισχυρισμός να μην έχει αποδειχτεί ως σήμερα, παρότι νέα στοιχεία που ήρθαν στο φως τα τελευταία χρόνια τον καθιστούν λιγότερ απίθανο απ’ό,τι θεωρήθηκε αρχικά, σε κάθε περίπτωση ο όλος χειρισμός της υπόθεσης από τις ελληνικές αρχές επιβεβαίωνε πως ήταν διατεθειμένες στο όνομα των “καλών διμερών σχέσεων” με την ΟΔΓ, να θυσιάσουν τη δίωξη και τιμωρία των Γερμανών εγκληματιών πολέμου για όσα είχαν διαπράξει επί ελληνικού εδάφους. Το όφελος από τα δάνεια και τις εμπορικές σχέσεις, αλλά και η “συναντίληψη” σε ιδεολογικοπολιτικά θέματα, με αιχμή των αντικομμουνισμό, ιεραρχήθηκαν ως σημαντικότερα από το πολιτικό προσωπικό της ελληνικής αστικής τάξης από την απόδοση δικαιοσύνης και την αποζημίωση της χώρας, ιδίως δε των θυμάτων και των συγγενών τους.
Ο Μαξ Μέρτεν ήταν υπεύθυνος για τη μεταφορά 45.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης στο στρατόπεδο θανάτου του Άουσβιτς, όπως και για τη λεηλασία των εβραϊκών περιουσιών και του εβραϊκού νεκροταφείου, πράξη που του έδωσε το προσωνύμιο “Ο χασάπης της Θεσσαλονίκης”. Συνελήφθημε από τους Αμερικανούς στο τέλος του πολέμου, οι ελληνικές αρχές ωστόσο αρνήθηκαν (!) την έκδοσή του στην Ελλάδα το 1946, προβάλλοντας “άμεμπτη συμπεριφορά” και “ανεκτίμητες υπηρεσίες” του Μέρτεν στην Ελλάδα. Όπως και πολλοί άλλοι ναζί, ο Μέρτεν ξεκίνησε ως λευκή περιστερά μια νέα σταδιοδρομία στην ΟΔΓ, ως γενικός γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Τέτοια ήταν η σιγουριά του Μέρτεν για την ατιμωρησία του, που το 1957 έφτασε στην Αθήνα για να καταθέσει υπέρ του δικαζόμενου για εγκλήματα πολέμου συμπατριώτη του, Άρτουρ Μάισνερ.
Το όνομά του ωστόσο δεν πέρασε απαρατήρητο από τις ελληνικές δικαστικές αρχές και ο Μέρτεν συνελήφθη με εντολή του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τούση.  Το ζήτημα των εγκληματιών πολέμου είχε απασχολήσει την ελληνική και δυτικογερμανική κυβέρνηση επί χρόνια, με αμφότερες να προσπαθούν να κλείσουν το ζήτημα όσο πιο αθόρυβα γινόταν. Η ελληνική πλευρά ήταν απολύτως διατεθειμένη να παραπέμψει τα πάντα στη δικαιοσύνη της ΟΔΓ, διαβόητη για την ελαστικότητά της στους ναζί, ειδικά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Αυτό όμως δεν αρκούσε στη δυτικογερμανική πλευρά, που ήθελε να διώξει όσο λιγότερους ναζί γινόταν. Το 19952 είχαν αποσταλεί στις γερμανικές αρχές 200 υποθέσεις εγκληματιών πολέμου στην Ελλάδα ενώ το 1954 η Ελλάδα ζήτησε να αποστείλει ακόμα 250 υποθέσεις, με την ΟΔΓ να επικαλείται υπερβολικό φόρτο της γερμανικής δικαιοσύνης και άσκοπη δημοσιότητα για να απορρίψει το αίτημα. Δυο χρόνια μετά η Δ. Γερμανία ζήτησε και έλαβε προσωρινή αναβολή των διώξεων από την Ελλάδα, δήθεν για να προετοιμαστεί καταλληλότερα η γερμανική δικαιοσύνη, στην πραγματικότητα βέβαια για να κερδίσει χρόνο υπέρ των ναζί εγκληματιών.
Αν δεν είχε λήξει αυτή η προθεσμία και φυσικά αν δεν υπήρχε η κινητοποίηση των αρμόδιων δικαστικών, πιθανότατα δε θα υπήρχε καν η σύλληψη του Μέρτεν στην Αθήνα. Το “ατύχημα” αυτό προσπάθησαν να λύσουν οι δυο πλευρές κατά την επίσκεψη του Καραμανλή στη Βόννη το Νοέμβρη του 1958, όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός αποδέχθηκε την παραίτηση της ελληνικής πλευράς από τη δίωξη των εγκληματιών πολέμου, αφήνοντάς την στην αποκλειστική αρμοδιότητα των γερμανικών αρχών. Ως αντάλλαγμα η ελληνική κυβέρνηση έλαβε δάνειο 200 εκ. μάρκων και τεχνική βοήθεια στα έργα υποδομής που εξυπηρετούσαν την ανάπτυξη του ελληνικού και ξένου κεφαλαίου στη χώρα την ίδια περίοδο. Ο διαβόητος νόμος 4016 εξαιρούσε το Μέρτεν από την ευνοϊκή ρύθμιση, κι αυτό μόνο μετά από έντονες αντιδράσεις της ΕΔΑ, που ήταν τότε αξιωματική αντιπολίτευση, ήταν όμως σαφές πως το αποφασιστικό βήμα για την απελευθέρωση του σφαγέα είχε γίνει.
Ο Μέρτεν καταδικάστηκε από ελληνικό δικαστήριο το Φλεβάρη του 1959 σε 25 χρόνια φυλάκιση, ωστόσο λίγους μήνες μετά ο Καραμανλής διαβεβαίωνε τον τότε υπουργώ Οικονομίας της ΟΔΓ, Λούντβιχ Έρχαρτ, πως η κυβέρνηση περίμενε αυτό που θα λέγαμε σήμερα την κατάλληλη επικοινωνιακά στιγμή για να εκδώσει το Μέρτεν στη Γερμανία. Η συγκυρία αυτή κρίθηκε πως είχε έρθει στις 5 Νοέμβρη 1959, κι έτσι ο Μέρτεν, μετά από μόλις 30 μήνες φυλάκισης επέστρεψε στη Γερμανία, όπου μετά από ανάκριση 11 ημερών αφέθηκε ελεύθερος.
Ο ίδιος όμως δεν ήταν διατεθειμένος να συγχωρήσει τόσο εύκολα τις ελληνικές αρχές για την “ταλαιπωρία” στην οποία τον είχαν υποβάλλει. Έτσι το Σεπτέμβρη του 1960 προχώρησε σε καταγγελίες στην εφημερίδα “Ηχώ του Αμβούργου”, που αργότερα δημοσίευσε και το περιοδικό “Der Spiegel”, σύμφωνα με τις οποίες ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο τότε υπουργός Εσωτερικών Τάκος Μακρής και η σύζυγός του Δοξούλα Λεοντίδου, φερόμενης ως ανιψιά του πρωθυπουργού, είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς, λαμβάνοντας μάλιστα ως ανταμοιβή μια εβραϊκή αποθήκη μεταξιού μεγάλης αξίας. Σε επόμενα δημοσιεύματα ο Μέρτεν ενέπλεξε και τον υφυπουργό Εθνικής Άμυνας Γεώργιο Θέμελη ως συνεργά της Βέρμαχτ, ενώ κατηγόρησε και τον Ανδρέα Τούση που είχε διατάξει τη σύλληψή του πως κάποια χρόνια πριν είχε δωροδοκηθεί για να αναστείλει τις διώξεις εγκληματιών πολέμου.
Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν αρχικά αμήχανη και στη συνέχεια νευρική, με τους Μακρή και Θέμελη να προχωρούν σε μηνύσεις, σε αντίθεση με τον Καραμανλή που δεν κινήθηκε νομικά. Ο ίδιος ο Μέρτεν εν τέλει αρνήθηκε να προσφύγει στη γερμανική δικαιοσύνη με τους ισχυρισμούς του, ούτε παρουσίασε τη φωτογραφία που επικαλέστηκε με τον ίδιο, τη Λεοντίδου, το Μακρή και τον Καραμανλή, ενώ το 1963 καταδικάστηκε ερήμην από ελληνικό δικαστήριο για συκοφαντική δυσφήμηση. Το μόνο βέβαιο μέχρι σήμερα είναι πως η Λεοντίδου είχε υπάρξει πράγματι διερμηνέας και δακτυλογράφος της γερμανικής διοίκησης στη Θεσσαλονίκη, με την ίδια να ισχυρίζεται πως είχε δει ελάχιστα τον Μέρτεν στα χρόνια της κατοχής. Ο Καραμανλής αρνήθηκε ότι είχε σχέση με τον Μακρή πριν το 1956, κι ότι γνώρισε τη Λεοντίδου, που δεν ήταν ανηψιά του, μαζί με το σύζυγό της, τον οποίον με τη σειρά της ισχυρίστηκε πως γνώρισε το 1949. Επιπλέον ο πρωθυπουργός υποστήριξε πως δε βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο της κατοχής, ως και την άνοιξη του 1944.
H αλήθεια είναι πολύ δύσκολο να αποδειχθεί, αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι αποχαρακτηρισμένο έγγραφο της CIA, δεν ήταν σε θέση να διαψεύσει ή να επιβεβαιώσει πληροφορίες πως ο Μακρής είχε υπάρξει έμμισθος πληροφοριοδότης του Μέρτεν, δεχόταν όμως ότι ήταν ήδη μνηστήρας της Δοξούλας Λεοντίδου, για την οποία το έγγραφο αναφέρει πως ο Μέρτεν θα μπορούσε να αποδείξει πως ήταν γραμματέας του. Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει αποχαρακτηρισμένο έγγραφο της CIA στα ελληνικά, όπου ο Καραμανλής αναφέρεται ρητά ως συνεργάτης του Μέρτεν, σύμφωνα με πίνακα πρακτόρων συνεργατών των Γερμανών που συμπεριλήφθηκε στη δικογραφία για τη δίκη του Άιχμαν στο Ισραήλ. Τα στοιχεία αυτά δε χρησιμοποιήθηκαν στη δίκη, κατόπιν εντονότατων πιέσεων της ελληνικής κυβέρνησης στην ισραηλινή. Το έγγραφο αυτό προφανώς δεν αποτελεί από μόνο το απόδειξη για κάτι, θέτει όμως επί τάπητος το ζήτημα μιας συστηματικής διερεύνησης της πολιτείας του “εθνάρχου” επί κατοχής, κάτι που εμποδίζεται από τη θέση “ιερής αγελάδας” που κατέχει ο Κ. Καραμανλής στην αστική ιστοριογραφία και τη δυσκολία που υπάρχει στην πρόσβαση των απαραίτητων στοιχείων σε ιστορικούς που αμφισβητούν το επίσημο αφήγημα περί απλώς “ανενεργού” Καραμανλή την επίμαχη περίοδο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ