30 Ιαν 2019

Κρύβουν την αλήθεια




Με την προπαγάνδα για τις αυξήσεις στον κατώτερο μισθό, η κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι με την πολιτική της ανοίγει τάχα δρόμο για την αποκατάσταση «βήμα βήμα» των μισθών, μετά από 8 χρόνια κρίσης και ανελέητων περικοπών.
Οτι το «τέλος των μνημονίων» και η «ανάκτηση της ιδιοκτησίας του προγράμματος» δημιουργούν προϋποθέσεις για φιλολαϊκά μέτρα ουσιαστικής ανακούφισης του λαού.
Η αλήθεια, όμως, είναι τελείως διαφορετική. Και μόνο το γεγονός ότι οι αυξήσεις στον κατώτερο μισθό γίνονται με την ενεργοποίηση ενός μνημονιακού νόμου, επιβεβαιώνει ότι η αντιλαϊκή πολιτική των μνημονίων συνεχίζεται ακάθεκτη, επειδή αποτελεί στρατηγική επιλογή και ανάγκη των κερδών των επιχειρηματικών ομίλων.
Επομένως, καμιά ουσιαστική και μόνιμη ανακούφιση δεν έχουν να περιμένουν οι εργαζόμενοι από τα μέτρα που εξαγγέλλει η κυβέρνηση, πόσο μάλλον να προσδοκούν αναπλήρωση του λεηλατημένου εισοδήματός τους.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τον κατώτερο μισθό, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κράτησε για τέσσερα ολόκληρα χρόνια σε ισχύ την άθλια νομοθεσία του 2012, εφάρμοσε πλήρως τις περικοπές που προέβλεπε, παρά το γεγονός ότι εκλέχτηκε το 2015 με συνθήματα για επαναφορά του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ για όλους. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ απέρριψε όλες τις προτάσεις του ΚΚΕ που ενσωμάτωναν τα αιτήματα των εργαζομένων για επαναφορά του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ.
Η αύξηση που διαφημίζει τώρα (και η οποία παρουσιάζεται σκόπιμα χωρίς να αφαιρούνται οι κρατήσεις για ασφαλιστικές εισφορές) γίνεται με την εφαρμογή του μνημονιακού νόμου 4172 (Βρούτση), που ο ΣΥΡΙΖΑ αποκαλούσε «νόμο - δολοφόνο», όταν τον καταψήφιζε στη Βουλή.
Ακόμα και αυτή η αύξηση, όμως, δεν θα δινόταν αν δεν υπήρχαν οι αγώνες των εργαζομένων, στους οποίους πρωτοστάτησαν τα ταξικά συνδικάτα και το ΠΑΜΕ.
Πυρήνας αυτού του νόμου, που δίκαια ονομάστηκε από τους εργαζόμενους νόμος Βρούτση - Αχτσιόγλου, είναι η κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τη διαμόρφωση του κατώτερου μισθού και μάλιστα σε μόνιμη βάση.
Πίσω από το «τυρί» της αύξησης των 50 ευρώ, που θα μείνουν 25 μετά την επικείμενη μείωση του αφορολόγητου για τους χαμηλόμισθους, βρίσκεται η μνημονιακή «φάκα», το δικαίωμα δηλαδή της εκάστοτε κυβέρνησης να αποφασίζει για τον κατώτερο μισθό, με κριτήριο την «ανταγωνιστικότητα» των επιχειρήσεων και την «παραγωγικότητα της εργασίας», καταργώντας τη συλλογική διαπραγμάτευση των εργαζομένων με τις ενώσεις των εργοδοτών.
Με τον ίδιο τρόπο που η κυβέρνηση αυξάνει σήμερα τον κατώτερο μισθό κατά μερικά ευρώ, θα μπορεί αύριο να τον μειώσει με μια μονοκοντυλιά, όπως έκανε άλλωστε και η κυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ με εργαλείο τότε την ΠΥΣ 6/2012.
Πίσω από την εφαρμογή του νόμου κρύβεται επίσης η νέα επίθεση στα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων με τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών, μέχρι και την κατάργησή τους για τους νεοπροσλαμβανόμενους, που ανοίγει την όρεξη της εργοδοσίας για νέες διευκολύνσεις και προνόμια.
Προπάντων, όμως, με ευθύνη της κυβέρνησης, διατηρήθηκε και ενισχύθηκε όλο το προηγούμενο διάστημα το πολυπλόκαμο πλαίσιο της «ευελιξίας», της υποαπασχόλησης, της απλήρωτης και μαύρης εργασίας.
Συνθήκες δηλαδή που μετατρέπουν σε «φτερό στον άνεμο» την όποια αύξηση, ιδιαίτερα για τους νέους εργαζόμενους, που είναι εκτεθειμένοι στην πιο άγρια εκμετάλλευση και αυθαιρεσία.
Οσο για την αύξηση στο επίδομα ανεργίας, που επικαλείται η κυβέρνηση ως πρόσθετο «όφελος» από την αύξηση του κατώτερου μισθού, θα έπρεπε να ντρέπεται και μόνο να το αναφέρει, από τη στιγμή που το πενιχρό επίδομα συνεχίζει να το παίρνει μόλις ένας στους δέκα ανέργους.
Γι' αυτό οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να δείξουν καμιά εμπιστοσύνη στις διακηρύξεις και στην ψεύτικη «ελπίδα» που μοιράζει η κυβέρνηση. Προπάντων, να μη συμβιβαστούν με το χαμήλωμα των απαιτήσεων και τη λογική του «μικρότερου κακού» που προσπαθεί να επιβάλει, αξιοποιώντας και τον ανταγωνισμό με τη ΝΔ για την «πατρότητα» της μνημονιακής νομοθεσίας.
Πραγματική και μόνιμη ανακούφιση για το λαό δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ανάκτηση των απωλειών με κατάργηση όλων των μνημονιακών νόμων, όλου του αντεργατικού πλαισίου που διαμόρφωσαν η σημερινή και οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Κι αυτό προϋποθέτει ένταση της πάλης, με κριτήριο τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες, σύγκρουση με την πολιτική που υπηρετεί την κερδοφορία και τις ανάγκες των λίγων, των επιχειρηματικών ομίλων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ