Η Ευρωπαϊκή Ένωση με τις εκλογές
για την ανάδειξη των μελών του κοινοβουλίου της επιχειρεί να πείσει για το
δημοκρατικό χαρακτήρα των θεσμών της, όσον αφορά στη μορφή διακυβέρνησής της, με την εφαρμογή
των τυπικών μηχανισμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Παρόλη όμως την αύξηση,
με τις αναθεωρήσεις των συνθηκών, κάποιων αρμοδιοτήτων του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου το ενδιαφέρον των
ψηφοφόρων της ΕΕ για τις εκλογές δεν φαίνεται να είναι σημαντικό. Γι’ αυτό και
οι ευρωεκλογές δεν αφορούν πρωτίστως το όργανο που εκλέγεται στην
πραγματικότητα, αλλά τόσο οι προεκλογικές εκστρατείες όσο και τα κίνητρα των
ψηφοφόρων καθορίζονται από την πολιτική
δυναμική που υπάρχει σε κάθε κράτος μέλος.
Στα καθ’ ημάς, στην τωρινή συγκυρία, χρησιμοποιούνται από τα δυο κόμματα εξουσίας,
ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, ως πρόκριμα για τις εθνικές εκλογές, ενώ και οι ψηφοφόροι
θεωρούν πως αυτές έχουν περιορισμένες επιπτώσεις στην πολιτική εξέλιξη της ίδιας
της Ένωσης και ψηφίζουν βάσει εθνικών και όχι ευρωπαϊκών ανησυχιών.
Τις αυριανές ευρωεκλογές πολλοί, όπως ο Ε. Μακρόν,
τις χαρακτηρίζουν τις σημαντικότερες εκλογές στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επισείουν μάλιστα τον κίνδυνο ανόδου ακροδεξιών και φασιστικών δυνάμεων στην
σύνθεση του κοινοβουλίου που θα είναι
καθοριστικός για το μέλλον της Ευρώπης. Μόνο που ξεχνούν πως το ΕΚ έχει πολύ
περιορισμένες αρμοδιότητες, ακόμα και στα πλαίσια της αντιπροσωπευτικής αστικής
δημοκρατίας. Μπορεί μόνο να εγκρίνει ή να απορρίψει τις νομοθετικές προτάσεις της Επιτροπής, ή να
προτείνει τροπολογίες δηλ. δεν έχει καν την εξουσία να κινεί τη νομοθεσία.
Όλη η αρχιτεκτονική της ΕΕ ευνοεί την εκτελεστική
και τεχνοκρατική εξουσία, με το ευρωπαϊκό συμβούλιο των αρχηγών κρατών ή
κυβερνήσεων, την ευρωπαϊκή επιτροπή κι ένα πλήθος τεχνοκρατών υπαλλήλων, έναντι
της νομοθετικής εξουσίας. Γι’ αυτό ήταν πολύ βολικό και για την κυρίαρχη
εξουσία κάθε κράτους μέλους να μεταφέρει εξουσίες στην ΕΕ, τόσο για να απομονώσει
τις οικονομικές πολιτικές από τον έλεγχο και τον περιορισμό που μπορεί να ασκήσουν
θεσμοί της αστικής δημοκρατίας με την πίεση λαϊκών στρωμάτων κάθε κράτους, όσο και για να μειώσουν το
πολιτικό κόστος της μετάβασης σε πολιτικές αυταρχισμού. Εκτοπίζοντας την ευθύνη
σε εξωτερικούς θεσμούς και παράγοντες, αρκούντως μακρινούς, σκοτεινούς και
ακατανόητους, ευελπιστούν στον περιορισμό των λαϊκών πιέσεων, δικαιολογώντας την πολιτική τους ως βούληση της
Ευρώπης, καθιστώντας την έτσι ισχυρότερη. Η πολιτική ιστορία της χώρας μας την
τελευταία δεκαετία είναι ακριβώς η εφαρμογή αυτής της αντίληψης.
Τελικά η αποπολιτικοποίηση των
ευρωεκλογών δεν είναι μόνο συνέπεια της μη
δημοκρατικής αρχιτεκτονικής της ΕΕ, αλλά και της ίδιας της φύσης της ευρωπαϊκής
ένωσης, στην οποία δεν αναγνωρίζονται ταξικά συμφέροντα, δεν υπάρχουν
κοινωνικές αποκλίσεις που ν’ αντανακλώνται στην πολιτική αμφισβήτηση στα
θεσμικά όργανα. Η ΕΕ πρωτίστως και
κυρίως λειτουργεί ως ένωση καπιταλιστική
και ιμπεριαλιστική, αδιαφορώντας για το επίπεδο ζωής των λαών της όταν
απειλούνται χρηματοπιστωτικά και πολυεθνικά συμφέροντα. Με τους νέους νόμους
που εκδίδονται κάθε χρόνο οι Συνθήκες της ΕΕ ενσωματώνουν ουσιαστικά τον
καπιταλισμό στην πιο ακραία εκδοχή του στον ίδιο τον ιστό της ΕΕ, κωδικοποιώντας τον και θέτοντας τεράστια
εμπόδια σε κάθε παρέμβαση στην οικονομία προς όφελος των εκμεταλλευομένων
τάξεων, ενώ απονομιμοποιεί τον σοσιαλιστικό
κοινωνικό μετασχηματισμό ιδεολογικά και κυριολεκτικά. Κι αφού η ΕΕ κατεδαφίζει
κάθε αμυντικό προπύργιο της εργατικής τάξης και ξεριζώνει κάθε κατάκτησή της στην
εργασία και κοινωνία, με την καπιταλιστική κρίση να την εξουθενώνει και την
ανεργία να την εξαθλιώνει, εμφανίζεται ανήσυχη για την άνοδο του φασισμού στην
Ευρώπη.
Η ΕΕ
εξασφάλισε τη δημιουργία πολιτικού χώρου για την ανάπτυξη των φασιστών, από τη
στιγμή που εξασθένησε τις προοπτικές για μεταρρυθμίσεις και μετακινήθηκαν στο
επίκεντρο οι πολιτικές μετανάστευσης και ρατσισμού, στοχοποιώντας τες σαν μια
από τις αιτίες της κρίσης. Κι εκεί που ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες διέθεταν κάποια
φασιστική παρουσία αυτή αρχίζει να επεκτείνεται ολοένα και βέβαια και στη χώρα μας
με την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής.
Την ίδια στιγμή στην
καπιταλιστική Ευρώπη των 28 όλο και περισσότερο η κυρίαρχη κι εμφανής πολιτική της
ολισθαίνει πολύ γρήγορα προς
αυταρχικότερες οδούς, παρά περί τις αντιθέτου διακηρύξεις. Οι ενδείξεις, αν όχι
αποδείξεις δεν λείπουν. Έτσι, από τη μια το ευρωκοινοβούλιό της κάνει επίδειξη
μη ανοχής στην αυταρχικότητα κυβερνήσεων όπως η Ουγγαρία με ψήφισμα του, όπου
θεωρεί πως ο λαός της Ουγγαρίας αξίζει την
ελευθερία του λόγου, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη
δικαιοσύνη και την ισότητα, ξεχνώντας βέβαια την περίφημη δημοκρατία. Από την
άλλη στο Παρίσι στις κινητοποιήσεις των κίτρινων γιλέκων συμμετέχουν στην
καταστολή τους θωρακισμένα οχήματα με τα
διακριτικά της ΕΕ. Ενώ ο Μακρόν και η Μέρκελ μιλούν για την αναγκαιότητα ενός στρατού της ΕΕ, μένοντας αναπάντητα τα
ερωτήματα για τον σκοπό του και τη λειτουργία του. Συγχρόνως το
ευρωκοινοβούλιο, εν ονόματι των πνευματικών δικαιωμάτων, ψηφίζει οδηγίες που
υπονομεύουν τη δυνατότητα των χρηστών του διαδικτύου να μοιράζονται, να παραθέτουν,
να κρίνουν υλικό ενημέρωσης και όχι μόνο.
Γι’ αυτό και η ανησυχία της ΕΕ για την άνοδο του φασισμού
μοιάζει υποκριτική, αφού άλλο δεν κάνει κι αυτή παρά να καταστέλλει την
αντίσταση των λαών στην καπιταλιστική επίθεση και να επιδιώκει με όλα τα μέσα
την υποταγή τους στα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου.
Κι επειδή η ενότητα και οργάνωση
των εκμεταλλευομένων τάξεων για να αγωνιστούν για τα συμφέροντά τους χρειάζεται
το Κομμουνιστικό Κόμμα, γι’ αυτό και η ΕΕ απαξιώνει, συκοφαντεί τον κομμουνισμό εξισώνοντάς τον με το ναζισμό
και μεθοδεύει την απονομιμοποίησή του και γι’ αυτό και στις ευρωεκλογές η ψήφος
στο ΚΚΕ είναι ένα βήμα για ενίσχυση του λαϊκού κινήματος, ένα βήμα προς την
κινητοποίηση και την δράση των εργαζομένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου