Mηνάς Λάγγαρης
Στη Μακεδονία ονομάζονταν «Δεκαρχίες». Στη Ρούμελη «Μαχητικές Ομάδες». Στη Θεσσαλία, συναντούμε επίσης τις ονομασίες «Επιτροπές Προστασίας Ανταρτών» ή «Ομάδες Δράσης» (Αρσενίου), ακόμα και «Ομάδες Αυτοάμυνας» (Μπαλλής).
Ολες αυτές οι ομάδες, από τα μέσα του καλοκαιριού του '43 και στο πλαίσιο της μετατροπής του ΕΛΑΣ σε κανονικό στρατό, θα ονομαστούν πανελλαδικά «Εφεδρικός ΕΛΑΣ» και τα μέλη τους «Εφεδροελασίτες».
Σε αντίθεση με τον «τακτικό» ή «μόνιμο» ΕΛΑΣ, που αποτελούνταν από αντάρτες με αποκλειστική απασχόληση την ένοπλη δράση, σε όποιο μέρος της Ελλάδας κι αν απαιτούνταν, ο Εφεδροελασίτης σπάνια δρούσε μακριά από τα όρια της περιοχής του.
Συνήθως ασχολούνταν με τις καθημερινές του δραστηριότητες αλλά, όταν χρειαζόταν, άφηνε στην άκρη το αλέτρι, την τσάπα ή τα εργαλεία της δουλειάς του και ξεχώνιαζε το κρυμμένο όπλο του για να προστατέψει το χωριό του, να φυλάξει σκοπιά, να στήσει ενέδρα, ή ακόμη και να συμμετάσχει σε κανονικές μάχες δίπλα στον «μόνιμο» ΕΛΑΣ.
Ο Εφεδρικός ΕΛΑΣ ήταν οργανωμένος σε 15μελείς ομάδες με επικεφαλής τους έναν έμπειρο παλαιό πολεμιστή. Συνδεόταν οργανωτικά με τις άλλες ομάδες της ευρύτερης περιοχής και συντονιζόταν από κάποιον «τομεακό» του ΕΑΜ (σε πολιτικό επίπεδο). Διοικούνταν δε, στο ευρύτερο επιχειρησιακό πεδίο, από κάποιον αξιωματικό ή δοκιμασμένο υπαξιωματικό.
Στη βόρεια πλευρά και στο βάθος της χαράδρας του Παρνασσού, σε υψόμετρο 400 μέτρων, βρίσκεται χτισμένη η Μαριολάτα.[1] Αυτό το μικρό χωριό, σε απόσταση 5 χλμ. από τη Γραβιά, ήταν το πρώτο που δέχτηκε την «επίσκεψη» του αντισυνταγματάρχη Giovanni Aime το μεσημέρι της 23ης Μαρτίου του 1943.
Ο Aime, εκτός από διοικητής του ΙΙΙ/44 τάγματος της Μεραρχίας Forli, είναι και φρούραρχος της Γραβιάς. Επισήμως η διοίκηση της 11ης Στρατιάς τηρεί σιγήν ιχθύος για τις πρόσφατες παταγώδεις ήττες του Regio Esercito στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία.[2] Ομως το Radio Fante[3] έχει λειτουργήσει αποτελεσματικά και το κλίμα ανησυχίας στις τάξεις του στρατού είναι εμφανές. Πώς να κρυφτεί εξάλλου το γεγονός ότι από τις 12 Μαρτίου η Καρδίτσα είναι πλέον ελεύθερη πόλη.
Ο Aime όμως είναι φιλόδοξος και από τη στιγμή που έφτασε στα αυτιά του ότι το Αρχηγείο Παρνασσίδας με όλη του τη δύναμη [4] βρισκόταν σε αποστολή στον Ελικώνα, αποφασίζει να δώσει ένα μάθημα στα χωριά της περιοχής, γνωστά για τη φιλοεαμική τους στάση. Παίρνει λοιπόν την πρωτοβουλία και στις 6.30 το πρωί τίθεται επικεφαλής μίας φάλαγγας 2 λόχων τυφεκιοφόρων και μεγάλου μέρους του λόχου διοικήσεως, συνολικής δύναμης 14 αξιωματικών, 360 ανδρών και 5 καραμπινιέρων. [5]
Η φάλαγγα κατευθύνθηκε προς τη Βάργιανη με σκοπό να ανεβεί στον Παρνασσό από ορεινά μονοπάτια και να αιφνιδιάσει τα ανυπότακτα χωριά, χτυπώντας τα από πίσω. Φτάνοντας όμως στις 8.30 π.μ. στη Βάργιανη διαπιστώνει με απογοήτευση ότι τα μονοπάτια είναι καλυμμένα με τόσο χιόνι που καθιστά τη διάβαση αδύνατη. Δεν πτοείται όμως, επιστρέφει στη Γραβιά και από εκεί, μέσω του κανονικού δρόμου, κινείται προς τη Μαριολάτα.
Φτάνει, λίγο μετά τις 13.00, στο ύψος της χαράδρας που χωρίζει τους δυο συνοικισμούς της Μαριολάτας στρέφοντας το μέτωπο της φάλαγγας ακριβώς απέναντι από το χωριό.
Με πλάτη στον ποταμό Κανιανίτη, η κύρια δύναμη αρχίζει να τοποθετεί τους όλμους και τα πολυβόλα, ώστε να δημιουργήσει μια βάση πυρός, ενώ η ομάδα ανιχνευτών κινείται απειλητικά προς τα πρώτα σπίτια.
Ηδη, απ’ όταν οι Ιταλοί γύρισαν στη Γραβιά, η οργάνωση του ΕΑΜ «αμολήθηκε» να μάθει τις προθέσεις τους. Και όταν πια η πορεία τους προς την Παρνασσίδα έγινε φανερή, οι σύνδεσμοι έτρεξαν να ενημερώσουν τα γύρω χωριά. Οι καμπάνες ηχούσαν ακόμη όταν η ιταλική φάλαγγα φάνηκε στο βάθος του κάμπου.
Είναι κανόνας ότι οι χαρισματικοί ηγέτες φαίνονται στα «δύσκολα» και στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν που έλαμψε το άστρο του Θόδωρου Καμάρα. Ο «τομεακός» του ΕΑΜ, γεωπόνος από την Κάτω Αγόριανη, ανέλαβε με αποφασιστικότητα την οργάνωση και τον συντονισμό όλης της άμυνας.
Πρώτη η «μαχητική» της Μαριολάτας, οπλισμένη με καμιά δεκαριά λιανοντούφεκα, γκράδες ως επί το πλείστον από τον ΑΠΠ μαζί με ένα «συνομήλικό» τους πολυβόλο (του 1915) χωρίς γεμιστήρες ικανό να εκτελεί μόνο βολή κατά βολή, έπιασε θέσεις «προκάλυψης» αποφασισμένη να μην αφήσει τουs επιδρομείς να περάσουν. Πίσω τους σχεδόν όλο το χωριό πρόθυμο να τους συνδράμει όπως μπορούσε. Το τηλέφωνο έχει πάρει φωτιά.
Καλούνται εσπευσμένα σε βοήθεια η «διπλανή» Κάτω Αγόριανη (Λιλαία), η «ορεινή» Πάνω Αγόριανη (Επτάλοφος) και η «αντικρινή» Σουβάλα (Πολύδροσος). Η απάντησή τους ομόφωνη και κατηγορηματική. «Κρατάτε, αδέρφια, ερχόμαστε».
Ετσι όταν η ομάδα ανιχνευτών του Αime, με τους 5 καραμπινιέρους, πλησίασε τα ακριανά σπίτια δέχτηκε τα πρώτα αναχαιτιστικά πυρά. Η ομάδα έτρεξε να καλυφθεί όσο καλύτερα μπορούσε.
Μάλλον δεν περίμεναν αντίσταση και προσπαθούσαν να καταλάβουν τι γίνεται. Σιγά σιγά και προσεκτικά, προς αποφυγήν νέων εκπλήξεων, κινούνται να τους ενισχύσουν δυο διμοιρίες τυφεκιοφόρων, υποστηριζόμενοι από ομάδες πολυβόλων.
Τα πυρά αν και αραιά (η έλλειψη πυρομαχικών είναι το πλέον φλέγον πρόβλημα του ΕΛΑΣ) και το δύσβατο των θέσεων των αμυνομένων επιβραδύνουν και αυτή την κίνηση. Από το κυρίως σώμα των Ιταλών στέλνονται δυο επιπλέον διμοιρίες στα δεξιά, υποστηριζόμενες από ομάδα πολυβόλων, με σκοπό να υπερφαλαγγίσουν τους αμυνόμενους, ενώ μία άλλη διμοιρία τυφεκιοφόρων κινείται στα αριστερά ώστε να προστατέψει το αντίστοιχο πλευρό της επίθεσης.
Εχει πάει 14.30 και εκεί που τα πράγματα για τους αμυνόμενους αρχίζουν να παίρνουν άσχημη τροπή μία σάλπιγγα (γεγονός που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση και καταγράφεται στις αναφορές των Ιταλών) ηχεί θριαμβευτικά δίνοντας επίμονα το σύνθημα «προχωρείτε». Είναι η «μαχητική» της Κάτω Αγόριανης που έρχεται να πάρει θέση στο διπλανό αντέρεισμα από αυτό της ομάδας της Μαριολάτας.
Τμήμα με 30 ντουφέκια με μπροστάρηδες τους Γ. Σταμάτη (Βραχιώτη), Νικοκαλέκη, τους αδερφούς Γιάννη και Αλέξη Καμάρα, τον Θ. Λάζο (Σβέικ) και άλλους.
Ο σαλπιγκτής Στάθης Μπούκαλης, παρά το λαχάνιασμα, δεν σταματά τα σαλπίσματα προκαλώντας κραυγές ενθουσιασμού από τους αμυνομένους, επιτείνοντας τη σύγχυση των επιτιθεμένων.
Η επιθετική ενέργεια ξανά σταματάει. Με ανεβασμένο το ηθικό οι αμυνόμενοι πυκνώνουν τα πυρά τους. Νέες κινήσεις των Ιταλών. O Αime διατάζει να μπουν στη μάχη και οι όλμοι. Με προσεκτικές αλλά και αργές κινήσεις η Εφεδρεία κινείται προς τα μπροστά.
Με διαδοχικά άλματα στήνονται νέες πιο προωθημένες θέσεις. Αγγελιαφόροι με νέες εντολές κινούνται ανάμεσα στα τμήματα και οι αξιωματικοί, χειρονομώντας, προσπαθούν να εμψυχώσουν τους άνδρες τους.
Και ενώ τα πράγματα πάνε να μπούνε σε μια «σειρά» έχουμε νέα σαλπίσματα και νέες κραυγές ενθουσιασμού από τους αμυνομένους. Είναι η «μαχητική» της Πάνω Αγόριανης. 25 με 30 νέα ντουφέκια. Ομαδάρχες τους οι Στάθης Σούλιος και ο Ανδρέας Μούκας. Συνοδεύονται από απροσδιόριστο αριθμό αμάχων οπλισμένων με γκλίτσες και τσάπες και παίρνουν θέση δεξιά από τους Κατωαγοριανίτες.
Ενδεικτικό της παλλαϊκής κινητοποίησης και του γενικού ενθουσιασμού είναι τα όσα διαδραματίστηκαν όταν οι Πανωαγοριανίτες πέρασαν μπροστά από την Κάτω Αγόριανη στην πορεία τους για το πεδίο της μάχης. Στην περιοχή Κοτρώνι είχε μαζευτεί όλο το χωριό και με κραυγές και ευχές παρότρυνε τους Πανωαγοριανίτες χειρονομώντας και δείχνοντας προς τη Μαριολάτα.
Και σαν να μην έφτανε αυτό νέα οχλοβοή έρχεται να προστεθεί. Αυτή τη φορά από το βάθος του κάμπου. Είναι η «μαχητική» της Σουβάλας. Ενα ουκ ευκαταφρόνητο τμήμα με 70 ντουφέκια που το οδηγεί στη μάχη ο νεαρός γεωπόνος Κώστας Κασούλας, πλαισιωμένος από τους Βορηά, Κοζάκο και τον συνακολουθούντα αριθμό αμάχων που κράδαινε απειλητικά ότι γεωργικό εργαλείο βρήκε εύκαιρο μέχρι και απλά ραβδιά.
Ο Aime παρακολουθεί με τα κιάλια του τις εξελίξεις συνοφρυωμένος. Ο φόβος του είναι μήπως οι επερχόμενοι από τα ανατολικά είναι το Αρχηγείο της Παρνασσίδας. Το τραγικό αποτέλεσμα στον Φαρδύκαμπο είναι πολύ πρόσφατο και το ενδεχόμενο να περικυκλωθεί και να παρελάσει και αυτός αιχμάλωτος όπως ο ταγματάρχης P. Perrone με όλο το τάγμα του στη Σιάτιστα[5] δεν θέλει ούτε να το σκέφτεται.
Η ώρα είναι 15.45 και o Giovanni Aime αποφασίζει την απαγκίστρωση. Με πολύ προσεκτικές κινήσεις αναδιπλώνεται και εσπευσμένα παίρνει τον δρόμο επιστροφής για τη Γραβιά δίνοντας τέλος σε μια μάχη που, από καθαρά στρατιωτική άποψη, ίσως και να μην άρχισε ποτέ!
Στην αναφορά που υπέβαλε, το ίδιο βράδυ, προς το προϊστάμενο φρουραρχείο της Λαμίας και τη διοίκηση του 44ου Συντάγματος, επικαλείται την επιτακτική ανάγκη να γυρίσει γρήγορα στην Γραβιά γιατί η παραμείνασα φρουρά ήταν μικρή.[6]
Επίσης επικαλείται το προχωρημένο της ώρας ώστε να μην τον «πιάσει» το σκοτάδι, καθώς και ότι η αναδίπλωση ήταν μία κίνηση στρατηγικής που αποσκοπούσε να παρασύρει τον εχθρό στον κάμπο ώστε να αντεπιτεθεί έχοντας σίγουρη τη νίκη. Για τις απώλειες του αναφέρει έναν τραυματία [7] και αυτόν ελαφριά.
Από την άλλη μεριά, στα χωριά, οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα και ο κόσμος πανηγύριζε ξέφρενα, ενώ δεν είχαμε καμία καταγραφή απωλειών.
Τις επόμενες μέρες το ΙΙΙ/44 θα κλειστεί στο στρατόπεδό του. Θα τοποθετηθούν διπλοσκοπιές και θα ενισχυθεί η περίφραξη με πρόσθετη σειρά συρματοπλεγμάτων. Ούτε σκέψη πια για εξορμήσεις στα χωριά. Και γενικά, ο Regio Esercito, από τον Απρίλιο του '43 και μετά, θα αποσυρθεί από πολλές μικρές και εκτεθειμένες φρουρές και θα βγαίνει από τα στρατόπεδά του μόνο αν είναι ανάγκη. Και αυτό με ενισχυμένες δυνάμεις. Στις 24 Μαρτίου θα εκκενωθεί και δεύτερη επαρχιακή πρωτεύουσα, τα Γρεβενά.
Τη νύχτα της 26ης Μαρτίου μια δύναμη ανταρτών θα περάσει «ξυστά» από τα ακριανά σπίτια της Γραβιάς. Παρά την αναστάτωση που ξεσήκωσαν τα γαβγίσματα των σκύλων, οι Ιταλοί δεν τόλμησαν να βγάλουν ούτε μία περίπολο.
Την επομένη (27/3) φόρτωσαν σε φορτηγά τον εξοπλισμό τους και κατά το απομεσήμερο εγκατέλειψαν τη Γραβιά.
Στις πανηγυρικές εκδηλώσεις που ακολούθησαν, η «μαχητική» της Μαριολάτας, τιμής ένεκεν, παρέλασε πρώτη στην απελευθερωμένη κωμόπολη.
Σημειώσεις
[1] Σήμερα το χωριό έχει μεταφερθεί προς τον κάμπο και πάνω στον κεντρικό δρόμο.
[2] Τον Φεβρουάριο και αρχές Μαρτίου του ’43 έχουμε τις απανωτές και εντυπωσιακές ήττες των Ιταλών στο Σνίχοβο, στη Μερίτσα, στη Βίγλα και στον Φαρδύκαμπο.
[3] Το αντίστοιχο του ελληνικού όρου «ράδιο αρβύλα».
[4] Δυνάμεως πάνω απο150 καλά οπλισμένων και μπαρουτοκαπνισμένων ανταρτών.
[5] Το συντριπτικό χτύπημα στον Φαρδύκαμπο είχε αποτέλεσμα την αιχμαλωσία ολόκληρου ιταλικού τάγματος (603 άνδρες και όλος ο οπλισμός του Ι/13 τάγματος της Pinerolo, που είχε έδρα τα Γρεβενά).
[6] Ο Giovanni Aime, φεύγοντας το πρωί της 23ης Μαρτίου από τη Γραβιά άφησε πίσω του φρουρά 112 ανδρών.
[7] Επρόκειτο για τον ελαφρύ τραυματισμό του στρατιώτη Del Soglio Raffaele του 11ου Λόχου.
Βιβλιογραφία
Δημήτριος Ν. Δημητρίου: Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης
Φοίβος Ν. Γρηγοριάδης: Το Αντάρτικο
Γεώργιος Δ. Ματζώρος: O καπετάν Διαμαντής
Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944. Εκδόσεις ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Archivo Ufficio Storico. Stato Maggiore Esercito. Diario Storico 44 RGT, Bimestre Marzo-Aprile 1943
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου