8 Δεκ 2019

ΞΕΓΥΜΝΩΜΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΑΣ



 Το αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ παραπέμπει βίντεο που δημοσιοποιήθηκαν με περιστατικά βίαιης και εξευτελιστικής συμπεριφοράς από αστυνομικούς των ΜΑΤ  κατά τις εκδηλώσεις και πορείες στη μνήμη του Αλ. Γρηγορόπουλου στον Εθνικό Μηχανισμό Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας των Σωμάτων Ασφαλείας και στο Συνήγορο του Πολίτη. Μάλιστα το αρχηγείο ανακοινώνει την παράκλησή του στο Συνήγορο του Πολίτη να εξετάσει κατά προτεραιότητα τα στοιχεία, ενώ παρακαλεί τους πολίτες που έχουν αντίστοιχο υλικό ή θεωρούν πως έχουν υποστεί βία να αποταθούν στο μηχανισμό διερεύνησης του Συνήγορου του Πολίτη.
               Συγχρόνως ο αντιπρόεδρος των Αστυνομικών Ν. Ρήγας για την περιβόητη σκηνή που αποτυπώθηκε σε φωτογραφία, του γδυσίματος νεαρού από αστυνομικούς, προσπάθησε να την υποβαθμίσει με τη δικαιολογία πως είναι «Μια αποτύπωση μιας συγκεκριμένης στιγμής, η φωτογραφία», ενώ επικαλέστηκε και την «κατάσταση πολέμου και μάχης» που ζουν οι αστυνομικοί επισημαίνοντας πως «Είμαστε ένας φορέας που μόνο ελεγχόμαστε»
               Το δημοκρατικό μας κράτος λεκτικά δείχνει πως αρνείται τη  βία, που όταν συμβαίνει θεωρείται εξαίρεση που μάλιστα ελέγχεται και τιμωρείται. Θεωρητικά μάλιστα η δημοκρατία καθιστά τη βίαιη διαμαρτυρία περιττή, αφού όλοι είναι σε θέση να εκφράσουν απόψεις και αιτήματα κι αν χρησιμοποιεί τη βία είναι όταν χρειάζεται να αντισταθεί στις βίαιες αντιδράσεις που απορρίπτουν τις δημοκρατικές διαδικασίες. Όλους αυτούς τους μήνες, η κυβέρνηση Μητσοτάκη με επίκεντρο τα Εξάρχεια και στόχο την ασφάλεια δικαιολογεί την αυξανόμενη βία της αστυνομίας ως αντίσταση στις βίαιες κινητοποιήσεις που απορρίπτουν τους νόμους της δημοκρατικής πολιτείας. Μόνο που η βία της αστυνομίας καταλήγει και επιδιώκει να υπονομεύσει θεμελιώδη δικαιώματα που υποτίθεται πως υπερασπίζεται.
               Η κρατική καταστολή, ο  αποτελεσματικός έλεγχος μιας κατάστασης που θεωρείται επικίνδυνη έτσι ώστε να μην μπορέσει να εξελιχθεί και να επεκταθεί, επιδιώκει την υποταγή με άσκηση θεσμικής, όπως τα δικαστήρια, ή σωματικής δύναμης, όπως η αστυνομική βία. Η αστυνομική βία  είναι σαφώς ένα κοινωνικό πρόβλημα που δεν διαμορφώνει μόνο τη δομή της διακυβέρνησης, αλλά και τα χαρακτηριστικά του πολίτη όπως και την ποιότητα ζωής των ατόμων. Είναι μια ιδιαίτερη μορφή καταστολής που περιλαμβάνει τη χρήση της φυσικής δύναμης, που συχνά παραβιάζει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Η  καταστολή και ιδιαίτερα η πολιτική βία αποτελούν στρατηγικές πολιτικές που οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν για την επιδίωξη σημαντικών στόχων. Κι εφόσον η έννοια της κρατικής εξουσίας έχει  το μονοπώλιο στη νόμιμη χρήση του εξαναγκασμού, σ’ ένα αστικό κράτος  οι στόχοι αυτοί σχετίζονται γενικά με την ηρεμία και την καταστολή της λαϊκής διαφωνίας με τους στόχους της κυρίαρχης τάξης.   
               Ακόμα κι αν το κράτος μας θέλει να εμφανίζεται ως ουδέτερο, πως στέκεται πάνω από τις ταξικές διαιρέσεις, στην πραγματικότητα όμως εξυπηρετεί την κυρίαρχη τάξη και τους σκοπούς της. Η αστυνομία του επομένως λειτουργεί για να υπερασπιστεί τα προνόμια των καπιταλιστών και το πιο σπουδαίο, να υπερασπιστεί το ίδιο το σύστημα από την πολιτική αμφισβήτηση ή και απειλή. Όταν τα κοινωνικά προβλήματα οξύνονται και οδηγούν σε συγκρούσεις καλούνται οι αστυνομικές δυνάμεις να διαχειριστούν τα προβλήματα που προκύπτουν. Γι’ αυτό και είναι λανθασμένη η άποψη που πολλοί σοσιαλίζοντες ή και φιλελεύθεροι αστοί ασπάζονται πως η αστυνομία μπορεί, με λίγες μεταρρυθμίσεις κατά κάποιο τρόπο, να παύσει να είναι μια κατασταλτική δύναμη ενάντια στη φτωχή εργατική τάξη, αφού ακριβώς η δουλειά της είναι στην πρώτη  γραμμή της ταξικής καταπίεσης. Τα μέλη της αστυνομίας έχουν επενδύσει σ’ αυτό ως καριέρα, έχουν την ψευδαίσθηση πως συμμετέχουν στην άσκηση εξουσίας και αυτό διαμορφώνει τη συνείδησή τους και την πολιτική τους πίστη.
                   Στον σημερινό καπιταλιστικό κόσμο το σύνολο της κοινωνίας διαρθρώνεται γύρω από την ιδέα της καριέρας και της οικονομικής επιτυχίας που είναι συνδεδεμένη με τη συσσώρευση  της προσωπικής περιουσίας και της απόκτησης εξουσίας έναντι των άλλων που θεωρούνται υποδεέστεροι. Η θεοποίηση διευθυντικών στελεχών ή και άλλων ιεραρχικών θέσεων επικυρώνει και φετιχοποιεί την εξουσία πάνω στους άλλους, με αποτέλεσμα  την ενθάρρυνση μελών της εργατικής τάξης να αναζητήσουν θέσεις οριακής εξουσίας έναντι των άλλων εργαζομένων στην υπηρεσία της πλούσιας κυρίαρχης τάξης  που τους εκμεταλλεύεται. Κι αυτό  μπορεί να πάρει πολλές μορφές, με  ανθρώπους από τις υποτελείς τάξεις να ανταγωνίζονται για θέσεις στον τομέα της διαχείρισης, της κυβέρνησης, και φυσικά, της επιβολής του νόμου.
               Η ιδέα λοιπόν ότι κάποιος αποκτά εξουσία πάνω σε άλλους ακολουθώντας μια συγκεκριμένη πορεία σταδιοδρομίας οδηγεί συχνά ανθρώπους προς διευθυντικές θέσεις, συνήθως με ελάχιστο σεβασμό για  αυτούς που θεωρούν κατώτερους και ιδιαίτερο φόβο για τους ανώτερους από τους οποίους εξαρτώνται. Μέσα σε τομείς που θεωρούν ότι έχουν εξουσία σε ολόκληρη την κοινωνία, αυτό μπορεί να έχει μια ύπουλη ψυχολογική επίδραση. Γι’ αυτό και είναι σύνηθες πολλά όργανα επιβολής του νόμου να αρχίζουν να θεωρούν τους εαυτούς τους ανώτερους από τις εκμεταλλευόμενες τάξεις από τις οποίες κατά κανόνα προέρχονται, και, ως εκ τούτου,  να θεωρούν πολύ φυσικό οι στόχοι τους, οι άνθρωποι που καταδιώκουν,  να έχουν  λιγότερα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτός ο συνδυασμός που τους καλλιεργείται, του φόβου προς την κυρίαρχη τάξη και της υπεροχής προς τους καταδιωκόμενους εκδηλώνεται στη βίαιη κι εξευτελιστική συμπεριφορά αστυνομικών προς συλληφθέντες. Γίνονται βίαιοι πράκτορες των συμφερόντων του κεφαλαίου που ελέγχει την κοινωνία και επιβάλλουν τους νόμους για την προστασία της κυρίαρχης τάξης και το κέρδος της.
             Βέβαια, το πρόβλημα πηγαίνει βαθύτερα από την απλή επιθυμία για εξουσία πάνω σε άλλους.  Γιατί οι μορφές των  κοινωνικών σχέσεων και η υλική βάση των θεσμών του καπιταλισμού διαστρέφει το σκοπό της επιβολής του νόμου, που σε κάθε καπιταλιστική κοινωνία είναι, πρώτα απ όλα, για την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Οι νόμοι του καπιταλιστικού κράτους οικοδομούνται  γύρω από την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας και την εξασφάλιση του κέρδους στο κεφάλαιο, σε αντίθεση με την προστασία των ατόμων από τη βία και την εκμετάλλευση. Συνεπώς  και η επιβολή τους γίνεται ενάντια στις εκμεταλλευόμενες τάξεις, που θεωρούνται απειλή για το κεφάλαιο όταν διεκδικούν. Και γι’ αυτό η αστυνομία στέκεται εχθρική σε κάθε κινητοποίηση. Η αύξηση λοιπόν της αστυνομικής βίας  σ’ όλη την δημοκρατική μας  Ευρώπη δεν είναι τυχαία, αφού επιδιώκεται ο πλήρης  έλεγχος κι εκφοβισμός των ανθρώπων που διαμαρτύρονται και διεκδικούν.
        Και τελικά οι φωτογραφίες με το ξεγύμνωμα του νεαρού και τις βιαιότητες των αστυνομικών δεν ξεφτιλίζουν μόνο τους ίδιους αλλά στην πραγματικότητα ξεγυμνώνουν την ίδια την αστική μας δημοκρατία. Μέρα τη μέρα μεγαλύτερο το ξεγύμνωμά της, μέρα τη μέρα περισσότερες οι απειλές της.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ