11 Δεκ 2011

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Δύο μύθοι και το ... παραμύθι


Οπως και να εξετάσει κανείς ακόμα και τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, εκείνο που προκύπτει αβίαστα είναι ότι, χρόνια τώρα, οι εργαζόμενοι πληρώνουν όλο και πιο ακριβά τη συσσώρευση κεφαλαίων, που πραγματοποιούν οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι
Το πόσο θα συνεχιστεί αυτή η επιθετικότητα του κεφαλαίου, δεν εξαρτάται μόνον από τους εχθρούς του λαού. Εξαρτάται και από τον ίδιο το λαό. Τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα συνολικά. Από το βαθμό της δικής τους οργάνωσης, της δικής τους αποφασιστικότητας, του δικού τους αγώνα για να φουσκώσουν και να φουντώσουν τη λαϊκή συμμαχία της αντίστασης και αντεπίθεσης
Αν κάτι δε λείπει τον τελευταίο καιρό από την καθημερινή ειδησεογραφία, αυτό είναι τα πολλαπλά σενάρια που φέρνουν τη χώρα στο χείλος της καταστροφής και μια σειρά μυθεύματα, σύμφωνα με τα οποία μπορούμε να τη γλιτώσουμε, με μία και μόνη προϋπόθεση: Να αποδεχτούν τα εκατομμύρια των εργαζομένων να βάλουν πάλι πλάτη, ώστε να ενισχυθούν οι επιχειρήσεις και να αυξηθούν ακόμα περισσότερο τα κέρδη τους. Αυτό, λένε, θα οδηγήσει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους, η οποία θα ευνοήσει την πορεία της οικονομίας και έτσι θα βγούμε όλοι κερδισμένοι. Η άποψη που υποστηρίζουν είναι ότι η επαπειλούμενη ...πτώχευση μπορεί να αποφευχθεί, αρκεί οι εργαζόμενοι και τα άλλα λαϊκά στρώματα να συνειδητοποιήσουν ότι είναι παρωχημένο στις μέρες μας να ζητούν μόνιμη και σταθερή δουλειά και άρα να αποδεχτούν ότι θα βρίσκουν ακόμα πιο δύσκολα δουλειά, θα αμείβονται λιγότερο, θα πληρώνουν περισσότερους φόρους, θα βγαίνουν αργότερα στη σύνταξη, η σύνταξη θα είναι μικρότερη, ενώ ...κατά τα άλλα θα πληρώνουν ακόμα περισσότερα για τη μόρφωση, την υγεία, τις μετακινήσεις κ.ο.κ. Μετά απο όλα αυτά, θα ξεπεράσουμε την κρίση και θα μπορούμε όλοι να τρώμε με χρυσά κουτάλια. Σαχλαμάρες.
Ο μύθος της ...προσμονής...
Οι εργαζόμενοι τον ξέρουν πολύ καλά αυτόν το μύθο. Ολα τα προηγούμενα χρόνια που μας παρουσίαζαν το ΑΕΠ να «τρέχει» με ξέφρενους ρυθμούς, την Ελλάδα να πρωταγωνιστεί σε ρυθμούς ανάπτυξης και η επιχειρηματική δραστηριότητα απογειωνόταν σε επίπεδα ρεκόρ, οι εργαζόμενοι όχι μόνο δεν είχαν το παραμικρό όφελος και δεν είδαν να βελτιώνεται το επίπεδο της ζωής τους, αλλά, αντίθετα, ήρθαν αντιμέτωποι με μια πρωτοφανή επίθεση σε όλο το φάσμα των δικαιωμάτων και κατακτήσεών τους, που επιδείνωσε τη θέση τους στην κοινωνία.Με σημείο αναφοράς την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, που αποτέλεσε τον καταστατικό χάρτη για την προσαρμογή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στις σύγχρονες συνθήκες εξέλιξης του συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το μόνο που συναντούν μπροστά τους οι εργαζόμενοι, είναι η συνολική αμφισβήτηση των δεδομένων που υπήρχαν για δεκαετίες. Τι 8ωρο και σταθερή εργασία, τι μεροκάματα, τι Συλλογικές Συμβάσεις, τι συνταξιοδοτικά συστήματα, τι Υγεία και Παιδεία... Ολα μπήκαν στον Προκρούστη που μετράει την κερδοφορία του κεφαλαίου και από εκεί και πέρα άρχισε το ολικό κουτσούρεμα και οι πλήρεις ανατροπές. Με έναν και μοναδικό στόχο: Την ενίσχυση της κυριαρχίας του κεφαλαίου και την αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων, μέσα από την ακόμα μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, την πρωτοφανή λεηλασία του κοινωνικού πλούτου, τη συνεχή αύξηση του κομματιού του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος που πηγαίνει απευθείας στους εκπροσώπους του κεφαλαίου και της άρχουσας τάξης χωρίς τη διαμεσολάβηση του κράτους.
Η επιδίωξη της οικονομικής ολιγαρχίας, να προσπορίζεται άμεσα όλο και μεγαλύτερο μέρος από τον παραγόμενο πλούτο, παρακάμπτοντας τις κλασικές μεθόδους αναδιανομής των εισοδημάτων υπέρ του κεφαλαίου μέσω του κρατικού προϋπολογισμού του κράτους, ευνοείται και από τις διαδικασίες των λεγόμενων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ αρχικά και η Στρατηγική της Λισαβόνας στη συνέχεια, αξιοποιώντας και τους κοινωνικο-πολιτικούς συσχετισμούς, δημιούργησαν έναν απόλυτα σαφή κατευθυντήριο μπούσουλα, ο οποίος δεν καθορίζει απλά τις γενικές αρχές της οικονομικής πολιτικής, αλλά προσδιορίζει με ακρίβεια μεσοπρόθεσμους, ακόμα και μακροοικονομικούς στόχους. Αυτό, σε συνθήκες απελευθέρωσης των αγορών και ιδιωτικοποίησης ολόκληρων τομέων της δημόσιας διοίκησης, είχε σαν αποτέλεσμα να περιοριστεί σημαντικά ο ρόλος του ίδιου του κρατικού προϋπολογισμού, ως εργαλείου αναδιανομής εισοδημάτων στα χέρια του αστικού κράτους. Από αυτήν την άποψη, τα περιθώρια που υπάρχουν σήμερα για ...«βελτιωτικές κινήσεις» και ...«εξασφάλιση ισορροπιών» μέσω του κρατικού προϋπολογισμού είναι ιδιαίτερα περιορισμένα. Οπως περιορισμένες είναι και οι δυνατότητες σημαντικών περικοπών ή και σημαντικής αύξησης των εσόδων του προϋπολογισμού. Είναι ενδεικτικό ότι ο συνολικός κρατικός απολογισμός, εκτός των χρεολυσίων, αποτελούσε:
  • Το 60,9% του ΑΕΠ το 1994.
  • Το 57,0% το 1995.
  • Το 49,0% το 2000.
  • Το 36% το 2005.
  • Στα ίδια περίπου επίπεδα το 2010, με βάση το προσχέδιο.
...τα μυθεύματα για τους μισθούς...
Μύθο, όμως, αποτελούν και οι κραυγές των διάφορων απολογητών της αντιλαϊκής πολιτικής, για το μεγάλο κόστος που πληρώνει η κοινωνία για τη μισθοδοσία των εργαζομένων. Ολων των εργαζομένων, και στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Στην ουσία και με μοναδικό σκοπό να βγουν λάδι οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου που ροκανίζουν τον κοινωνικό πλούτο, κατηγορούνται οι μοναδικοί παραγωγοί του πλούτου της κοινωνίας, αυτοί που παράγουν το σύνολο των ειδών κατανάλωσης και διεκπεραιώνουν τις υπηρεσίες της καθημερινότητας, ότι αυτοί επιβαρύνουν την οικονομία και προκαλούν τα ελλείμματα. Ουδέν ψευδέστερον, όμως, αυτού. Τα στοιχεία του κρατικού προϋπολογισμού για τους μισθούς και τις συντάξεις αποδεικνύουν ότι το σχετικό κονδύλι μειώνεται σταθερά. Ιδού το αποτέλεσμα:
Το 1990, οι μισθοί και οι συντάξεις που πλήρωνε το Δημόσιο αποτελούσαν το 14,1% του ΑΕΠ. Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ μετά το 1994 «κατέβασαν» το ποσοστό αυτό στο 11% και η κυβέρνηση Καραμανλή το σταθεροποίησε στο 9% του ΑΕΠ. Αρα, στους εργαζόμενους στο Δημόσιο και τους συνταξιούχους του Δημοσίου αναλογεί όλο και μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ. Και μάλιστα πολύ μικρότερο από αυτό που φαίνεται με την πρώτη ματιά, αφού: Το 1994 το σχετικό κονδύλι μοιράστηκε σε 595.742 εργαζόμενους και συνταξιούχους, ενώ η μοιρασιά του 2008 αφορούσε 896.415 άτομα. Τουτέστιν, χάριν της συσσώρευσης του κεφαλαίου στα χέρια ολίγων, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι και συνταξιούχοι μοιράζονται μικρότερα ποσοστά από τον πλούτο της κοινωνίας.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα. Μπορεί το συνολικό κονδύλι να εμφανίζεται αυξανόμενο και αυτό να δίνει «πάτημα» σε κάποιους να μιλάνε για συνεχή αύξηση των πραγματικών μισθών στη χώρα και μάλιστα σε ποσοστά υψηλότερα των αντίστοιχων που ισχύουν σε άλλες χώρες - μέλη της ΕΕ, αλλά η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Και δεν προκύπτει μόνο μέσα από τα όσα καθημερινά βιώνουν τα λαϊκά νοικοκυριά, που όλο και πιο δύσκολα τα βγάζουν πέρα, αλλά το ομολογούν ακόμα και οι επίσημες αναλύσεις της Τράπεζας της Ελλάδας. Ετσι, για παράδειγμα, στη φετινή έκθεση του διοικητή της, στο κεφάλαιο που γίνεται αξιολόγηση της πορείας της «συμμετοχής των μισθών στο συνολικό προϊόν», από το 2000 μέχρι και φέτος, εκτιμάται ότι οι μισθοί κινούνται με ρυθμούς ανάλογους της ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ, ενώ «η αύξηση του μεριδίου των μισθών αντανακλά αποκλειστικά την αύξηση της συμμετοχής των μισθωτών στη συνολική απασχόληση, καθώς ο αριθμός των απασχολούμενων μισθωτών αυξήθηκε ταχύτερα από ό,τι η συνολική απασχόληση μεταξύ του 2000 και του 2008». Μόνο που αυτή και μόνον η παραδοχή αποκαλύπτει ότι οι μισθοί βαίνουν συνεχώς μειούμενοι, παρά την περί του αντιθέτου προπαγάνδα που προβάλλουν οι κυβερνώντες και τα τσιράκια τους. Και οι νυν και οι πρώην.
...και το παραμύθι των ελλειμμάτων
Οι δυο μύθοι κατατείνουν σε ένα πολύ γνωστό παραμύθι, το οποίο το έχουν στην πρώτη γραμμή της ημερήσιας διάταξης τα επιτελεία της ΕΕ, οι ελληνικές κυβερνήσεις και ομαδόν οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου: Τα δημόσια ελλείμματα. Τα ελλείμματα που πρέπει να καλυφθούν. Τα ελλείμματα που τα έχουν κάνει μπαμπούλα με τους διάφορους υψηλά αμειβόμενους κονδυλοφόρους στα Μέσα Ενημέρωσης, να σπέρνουν, μέσα στη σιγουριά των εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ εισόδημα που διαθέτουν, την τρομοκρατία και να προετοιμάζουν το έδαφος για τη νέα επίθεση στο λαϊκό εισόδημα και τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Το ΚΚΕ και ο «Ρ» έχουν επανειλημμένα αποκαλύψει την ουσία τής περί των ελλειμμάτων συζήτησης. Οι κομμουνιστές πολιτικά, αλλά και με αριθμούς, έχουν καταγγείλει και αποδείξει ότι τα 30 περίπου δισ., που σήμερα εμφανίζουν ως δημόσια ελλείμματα, είναι σταγόνα στον ωκεανό των δεκάδων και εκατοντάδων δισεκατομμυρίων που έχουν προσφερθεί απλόχερα και έχουν ενθυλακώσει διάφορες επιχειρηματικές ομάδες. Μόνο μέσα στο 2009 και με πρόφαση τη στήριξη των επιχειρήσεων από τις συνέπειες της κρίσης, έχουν δοθεί επίσημα τουλάχιστον 50 δισ. ευρώ. Χώρια όλα τα άλλα που σφετερίστηκαν τα τελευταία χρόνια αξιοποιώντας την οικονομική πολιτική, πότε του ΠΑΣΟΚ και πότε της ΝΔ.
Ετσι, κι εδώ βρίσκεται η ουσία του παραμυθιού, την ώρα που οι μισθοί και οι συντάξεις παραμένουν καθηλωμένα σε απαράδεκτα επίπεδα και ενώ τα πάντα δείχνουν ότι οι εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με τη νέα καταιγίδα των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων σε εργασιακά, ασφαλιστικό κλπ., την ίδια στιγμή αυξάνεται όλο και περισσότερο το κομμάτι κοινωνικού πλούτου, του ΑΕΠ που το καρπώνονται συνεχώς λιγότεροι επιχειρηματικοί όμιλοι. Από αυτήν την άποψη, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικά τα στοιχεία της ICAP, για τους ρυθμούς συσσώρευσης του πλούτου στις μεγάλες επιχειρηματικές ομάδες, και μάλιστα χωρίς να υπολογίζονται τα τεράστια κεφάλαια που έχουν στην κατοχή τους οι τράπεζες. Ειδικά την περίοδο 2003-2008, στους εταιρικούς ομίλους (ΑΕ και ΕΠΕ) είχαμε αύξηση:
  • Των ιδίων κεφαλαίων κατά 40,5 δισ. ευρώ (ποσοστό αύξησης 45,1%).
  • Του ενεργητικού τους κατά 125,8 δισ. ευρώ (ποσοστό αύξησης 65%).
  • Των παγίων εγκαταστάσεων κατά 73,5 δισ. ευρώ (ποσοστό αύξησης 69%).
  • Του μηχανολογικού τους εξοπλισμού κατά 31 δισ. ευρώ (ποσοστό αύξησης 250,7%).
  • Των ρευστών που διαθέτουν στα συρτάρια τους ή στις τράπεζες κατά 10,6 δισ. ευρώ (ποσοστό αύξησης 91,5%).
  • Των μετοχικών τους συμμετοχών σε άλλες επιχειρήσεις κατά 27 δισ. ευρώ (ποσοστό αύξησης 127%).
  • Των αποθεμάτων τους κατά 10,5 δισ. ευρώ (ποσοστό αύξησης 55%).
  • Των πωλήσεών τους κατά 77,3 δισ. ευρώ (ποσοστό αύξησης 60%).
Κι όμως. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αρκετό για το κεφάλαιο και τους εκπροσώπους του. Το αντίθετο, μάλιστα. Επιδιώκουν να συνεχιστεί και μάλιστα με ακόμα εντονότερους ρυθμούς αυτός ο χορός των εκατοντάδων δισεκατομμυρίων. Και προκειμένου να μη χάσουν τη συνέχεια, έχουν βάλει στο στόχαστρο το μεροκάματο του εργάτη που εξακολουθεί να είναι τρεις κι εξήντα, το μισθό του εργαζόμενου που σε καμιά περίπτωση δεν καλύπτει τις σύγχρονες ανάγκες διαβίωσης, τις εργασιακές σχέσεις που τις θέλουν ακόμα πιο ελαστικές, τις συντάξεις που πρέπει να μειωθούν ακόμα περισσότερο κ.ο.κ. Το πόσο θα συνεχιστεί αυτή η επιθετικότητα του κεφαλαίου, δεν εξαρτάται μόνον από τους εχθρούς του λαού. Εξαρτάται και από τον ίδιο το λαό. Τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα συνολικά. Από το βαθμό της δικής τους οργάνωσης, της δικής τους αποφασιστικότητας, του δικού τους αγώνα για να φουσκώσουν και να φουντώσουν τη λαϊκή συμμαχία της αντίστασης και αντεπίθεσης.

Του Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ