της Νίνα Αντρέγιεβα
Σε όλες τις χώρες του κόσμου, οι φίλοι αλλά και οι εχθροί του σοσιαλισμού ρωτούν: γιατί και πώς συνέβη η μια από τις υπερδυνάμεις μέσα σε ελάχιστο χρόνο να διαλυθεί και να μετατραπεί σε ημιαποικία του σύγχρονου ιμπεριαλισμού; Ποιά είναι σήμερα η τύχη του ίδιου του σοσιαλισμού; Αυτά τα σημαντικά ερωτήματα απαιτούν καθαρές, σταράτες και μονοσήμαντες απαντήσεις.
Υπάρχουν δύο απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα:
Η πρώτη προϋποθέτει την αντίληψη ότι ο σοσιαλισμός είναι δήθεν αδύνατο να χτιστεί ή να επικρατήσει ιστορικά. Αργά ή γρήγορα ήταν ήδη καταδικασμένος στην ήττα. Αυτή η άποψη προωθείται δυναμικά στη συνείδηση των μαζών από τα ιδεολογικά κέντρα του ιμπεριαλισμού και της αντίδρασης. Στην ουσία πρόκειται για μοιρολατρική αντίληψη που θεωρεί την καταστροφή του σοσιαλισμού μοιραία, αναπόφευκτη και προκαθορισμένη. Οι κομμουνιστές συγκρούονται με αυτές τις απόψεις από τον καιρό του Μαρξ και του Ενγκελς ακόμη. Αυτή η αντίληψη είναι λανθασμένη τόσο από θεωρητική όσο και από πρακτική πλευρά. Την ιστορία την έκαναν οι άνθρωποι. Ο σοσιαλισμός είναι η δημιουργία των μαζών. Η επιτυχία ή η αποτυχία αυτής της δημιουργίας εξαρτάται από το επίπεδο καθοδήγησης των μαζών από τα κομμουνιστικά κόμματα των σοσιαλιστικών χωρών.
Το γεγονός ότι ο ιμπεριαλισμός δεν κατόρθωσε να εξαφανίσει ολόκληρο το σύστημα των σοσιαλιστικών χωρών, δείχνει ότι η καταστροφή του σοσιαλισμού δεν είναι μοιραία και αναπόφευκτη. Η Κίνα, η Βόρεια Κορέα, το Βιετνάμ ή η Κούβα παρέμειναν στις σοσιαλιστικές θέσεις. Συνεχίζουν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες των χωρών τους ή υπολογίζοντας τη σύγχρονη πολιτική κατάσταση στον κόσμο.
Η δεύτερη εξήγηση της νίκης της αστικής αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ καταλήγει στην προδοσία των Γκορμπατσόφ, Γιάκοφλεφ, Σεβαρτνάτζε, Μεντβέντιεφ κλπ. που μπόρεσαν να οργανώσουν μέσα στην ΚΕ του ΚΚΣΕ το επιτελείο της αντεπανάστασης. Αυτή η άποψη είναι βολονταριστική και υποκειμενική. Ολόκληρη η πολύπλοκη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης αντιμετωπίζεται σαν έργο κάποιων προσωπικοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο δεν απαντά στο ερώτημα, πότε, με ποιόν τρόπο και σε ποιές συνθήκες εμφανίσθηκαν και αναρριχήθηκαν στα υψηλότερα κλιμάκια της εξουσίας οι επίορκοι που, ενάντια στη θέληση 19 εκατομμυρίων σοβιετικών κομμουνιστών ή 250 εκατομμυρίων σοβιετικών ανθρώπων, συνετέλεσαν στην τερατώδη προδοσία, όμοια της οποίας δεν γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία.
Στη περιοχή της ΕΣΣΔ διάφορα κομμουνιστικά κόμματα απαντούν με διαφορετικό τρόπο σε αυτά τα ερωτήματα, ανάλογα με τις ιδεολογικές και πολιτικές τοποθετήσεις τους.
Επιτρέψτε μου να προσπαθήσω να απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα με βάση τις θέσεις του ΠΚΚ(μπ). Κατ΄ αρχήν δεν είμαστε σύμφωνοι ούτε με τη μοιρολατρική ούτε με τη βολονταριστική άποψη για την ήττα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Τα αίτια είναι βαθύτερα και αφορούν την οικονομία, την πολιτική και την ιδεολογία. Εμφανίστηκαν και διαμορφώθηκαν πολύ πριν έρθει στην εξουσία ο Γκορμπατσόφ, όταν δημιουργήθηκαν οι ιστορικές συνθήκες για την εμφάνισή τους στα τέλη της δεκαετίας του ΄50.
Οι παραμορφώσεις του σοσιαλισμού άρχισαν πρώτα στη σφαίρα της οικονομίας. Στο σοσιαλισμό, σε συνθήκες σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας και κρατικού σχεδιασμού, η οικονομία διαπλέκεται πολύ στενά με την πολιτική, η οποία αποτελεί και τη συμπυκνωμένη της έκφραση. Συγκεκριμένα, η καθ΄ εαυτή δημοκρατική πολιτική στηρίζεται στην παλλαϊκή ιδιοκτησία. Οι θεμελιωτές του μαρξισμού - λενινισμού συχνά υπενθύμιζαν ότι η πραγματική δημοκρατία ξεκινά από τη λύση του ζητήματος της ιδιοκτησίας των εργαλείων και των μέσων παραγωγής.
Η παλλαϊκή ιδιοκτησία, σε αντίθεση με όλες τις μορφές ατομικής ιδιοκτησίας, είναι η πιο δημοκρατική και αναιρεί τη δυνατότητα εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο που είναι και η πιο βαριά κοινωνική ανισότητα. Ο κεντρικός σχεδιασμός της λαϊκής οικονομίας είναι αλληλένδετος με την παλλαϊκή ιδιοκτησία και αποτελεί το «κλειδί» της δημοκρατικής ανάπτυξης της κοινωνίας. Ο κεντρικός σχεδιασμός δίνει τη δυνατότητα υπολογισμού των αναγκών των κοινωνικών στρωμάτων, αναπτύσσει αυτές τις ανάγκες και δίνει τρόπους έγκαιρης εκπλήρωσής τους ανάλογα με το κεκτημένο επίπεδο παραγωγής.
Η σοσιαλιστική ιδιοκτησία και ο κρατικός σχεδιασμός απαιτούν ιδιαίτερη πολιτική στην οποία πρέπει να πραγματώνονται τα συμφέροντα των εργαζομένων. Γι΄ αυτό το λόγο η πολιτική πορεία του σοσιαλιστικού κράτους πρέπει να στηρίζεται σε σταθερές επιστημονικές βάσεις - στη θεωρία και μεθοδολογία του μαρξισμού-λενινισμού ή με άλλα λόγια στην επιστημονική προλεταριακή ιδεολογία. Μέχρι τη δεκαετία του ΄50 η επεξεργασία της πολιτικής κατεύθυνσης, παρ΄ όλες τις δυσκολίες, γινόταν επιτυχώς από το ΠΚΚ (μπ). Από τα χρόνια ακόμα των πρώτων πεντάχρονων πλάνων η σταλινική κομματική καθοδήγηση στηριγμένη στη πολιτική στρατηγική του λενινισμού, διαμορφώνει το επιστημονικό - σχεδιαστικό σύστημα διοίκησης της λαϊκής οικονομίας. Ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος έθεσε σε δοκιμασία την αποτελεσματικότητα του συστήματος. Η σοβιετική βιομηχανία, παρόλες τις σοβαρές απώλειες και την εκκένωσή της στις δυτικές περιοχές, εφοδίασε με όλα τα απαραίτητα το γιγάντιο μέτωπο της ένοπλης πάλης και, σε τελική ανάλυση, κατέκτησε διπλή υπεροχή έναντι της πολεμικής παραγωγής της Γερμανίας αλλά και όλης της κατεχόμενης Ευρώπης. Εκτός αυτού, η ΕΣΣΔ ήταν η μόνη από τις εμπόλεμες χώρες, στην οποία συνεχώς έπεφτε το κόστος των πολεμοφοδίων και των όπλων.
Η δεύτερη ιστορική νίκη της σοσιαλιστικής οικονομίας κατακτήθηκε στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία (1945-1955). Το σοβιετικό κράτος κατόρθωσε να αναδιοργανώσει την κατεστραμμένη από τον πόλεμο λαϊκή οικονομία, κατέκτησε ποιοτικά άλματα στην ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής, απέτρεψε την επιστημονικο-τεχνική καθυστέρηση σε σχέση με τις καπιταλιστικές χώρες, έθεσε τις βάσεις της πυρηνικής ισχύος της χώρας που εμπόδισε ουσιαστικά την ανάπτυξη της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας. Η ΕΣΣΔ (το 1955) αναδείχτηκε πρώτη στην Ευρώπη και δεύτερη στον κόσμο βιομηχανική δύναμη και κατέλαβε την τρίτη θέση στον κόσμο για την παραγωγικότητά της στη βιομηχανία. Τέθηκαν οι βάσεις για την έξοδο του ανθρώπου στο Διάστημα και δημιουργήθηκαν νέες μορφές ειρηνικής χρήσης της ατομικής ενέργειας. Ο σοσιαλιστικός οικονομικός μηχανισμός μέσα σε 30 χρόνια (1925-1955) κατέκτησε την ετήσια αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 20%, πράγμα που σήμαινε το διπλασιασμό του βιομηχανικού δυναμικού της χώρας κάθε 5 χρόνια.
Ποιά ήταν η αιτία του «σοβιετικού θαύματος» που θορύβησε το διεθνές κεφάλαιο; Η καπιταλιστική και η σοσιαλιστική παραγωγή έχουν διαφορετικούς στόχους. Το μονοπωλιακό κεφάλαιο απαιτεί από την παραγωγή το μέγιστο δυνατό καπιταλιστικό κέρδος. Γι΄ αυτό τον λόγο λειτουργεί. Το μέγιστο δυνατό καπιταλιστικό κέρδος βγαίνει με την εκμετάλλευση του πληθυσμού της δεδομένης χώρας καθώς και με τη συστηματική καταλήστευση των εξαρτημένων χωρών ή την απάνθρωπη εκμετάλλευση των υλικών αποθεμάτων, της φθηνής εργατικής τους δύναμης.
Σε αντίθεση με τον «πολιτισμένο» καπιταλισμό, ο σοσιαλισμός έχει σα στόχο την ικανοποίηση των συνεχώς αναπτυσσομένων υλικών και πολιτιστικών αναγκών και απαιτήσεων όλης της κοινωνίας χρησιμοποιώντας την αδιάκοπη ανάπτυξη και τελειοποίηση της σοσιαλιστικής παραγωγής με υψηλές τεχνικές και νέες τεχνολογίες. Αυτόν το στόχο εξυπηρετεί και ο σχεδιασμός της λαϊκής οικονομίας. Γι΄ αυτό και ο σχεδιασμός έχει επιτακτικό χαρακτήρα, δηλαδή το πλάνο αποτελεί νόμο για την επιχείρηση.
Αυτή η διαφορά των στόχων και των απαιτήσεων ανάμεσα στην καπιταλιστική και τη σοσιαλιστική παραγωγή δημιουργεί και διαφορετικά κριτήρια επιτυχίας της δουλιάς της επιχείρησης. Το βασικό κριτήριο της δραστηριότητας μιας καπιταλιστικής επιχείρησης είναι το κέρδος. Το μέγεθος των κερδών καθορίζει και την επιτυχία ή αποτυχία της δουλιάς του διοικητικού και του τεχνικού προσωπικού. Στο σοσιαλισμό βέβαια, βασικό κριτήριο της αποτελεσματικότητας της επιχείρησης αποτέλεσε η μείωση του κόστους παραγωγής και η αύξηση της παραγωγικότητας με ταυτόχρονη καλυτέρευση της ποιότητας του παραγομένου προϊόντος. Η μείωση του κόστους παραγωγής προκαλούσε και τη μείωση των χονδρικών και κατόπιν των λιανικών τιμών των εμπορευμάτων και των αντικειμένων λαϊκής κατανάλωσης, πράγμα που σήμαινε και την αύξηση της ευμάρειας των εργαζομένων. Αυτό το σύστημα οικονομικής καθοδήγησης δεν άφηνε την παραγωγή να παραμένει στάσιμη, δεν επέτρεπε στις διοικήσεις να επαναπαύονται στα κεκτημένα τους, απαιτούσε από την καθοδήγηση της επιχείρησης συνεχή τεχνολογική τελειοποίηση ή αναζήτηση ενδοπαραγωγικών εναλλακτικών λύσεων. Εννοείται βέβαια ότι η πίεση και η απαιτητικότητα των πλάνων δεν άρεσε σε πολλούς διοικητές επιχειρήσεων, αλλά κυρίως δεν άρεσε στους γραφειοκράτες υπάλληλους των υπουργείων. Φυσικά δεν τολμούσαν να αντιδράσουν ευθέως ενάντια στα πλάνα, αλλά αναζητούσαν πλάγιους τρόπους για να κάνουν τη ζωή τους πιο εύκολη.
Η λειτουργία της σοσιαλιστικής οικονομίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην πρακτική του λαϊκο-οικονομικού σχεδιασμού μεταπολεμικά, απαιτούσε επανεξέταση μιας σειράς αξιωμάτων της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού, τα οποία έπαψαν να αντιστοιχούν στη συνεχώς εξελισσόμενη κοινωνική πραγματικότητα. Το σύστημα του ενδιαφέροντος του ανθρώπου στην εργασία ή τα υλικά κίνητρα, έπρεπε να τελειοποιηθεί και αυτή η ανάγκη συνδεόταν με τις εμπορευματικές - χρηματικές σχέσεις. Λειτουργούν οι εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις στο σοσιαλισμό ή πρέπει να εξαφανιστούν μαζί με την ατομική ιδιοκτησία στα εργαλεία και τα μέσα παραγωγής; Το ερώτημα είναι περίπλοκο. Είναι γνωστό ότι αρχικά οι μαρξιστές αρνούνταν οποιεσδήποτε αγοραίες εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις. Θεωρούσαν ότι έπρεπε να αντικατασταθούν με την άμεση ανταλλαγή προϊόντων ανάμεσα στις σοσιαλιστικές επιχειρήσεις. Πότε όμως πρέπει να προωθηθεί η ανταλλαγή προϊόντων - αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας ή στην πορεία της κοινωνίας προς τον κομμουνισμό;
Η ΝΕΠ ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Λένιν στις αρχές του 1921. Ηρθε σε αντικατάσταση της πολιτικής του «πολεμικού κομμουνισμού» που επιβλήθηκε λόγω του εμφυλίου πολέμου και ανέτρεψε τα σχέδια για άμεση κατάργηση των εμπορευματικών χρηματικών σχέσεων. Η ανάκαμψη λοιπόν της κατεστραμμένης από τους πολέμους οικονομίας βασίστηκε τελικά σε αυτές τις σχέσεις. Ετσι δόθηκε η δυνατότητα στην πολιτικά ισοπεδωμένη, αλλά οικονομικά ισχυρή ακόμα αστική τάξη να ρίξει στην κυκλοφορία συσσωρευμένες οικονομίες. Η αστική τάξη διψούσε για πολυτέλεια (στην οποία ζούσε επί Τσάρου) και γι΄ αυτό δέχτηκε την Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ).
Ο δεύτερος χρόνος της ΝΕΠ έθεσε το ερώτημα: Χρειάζεται καπιταλιστική αγορά σε μια χώρα που χτίζει σοσιαλισμό ή όχι; Υπογραμμίζω ότι καπιταλιστική αγορά σημαίνει ότι σαν εμπορεύματα εννοούνται και τα μέσα παραγωγής και η γη και η εργατική δύναμη.
Τη βάση για μια συστηματική λύση του προβλήματος της αγοράς και των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων έθεσε ο Ι. Β. Στάλιν στην εργασία του «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» που γράφτηκε το 1952. Στην εργασία αυτή ο Στάλιν αποδεικνύει ότι η εμπορευματική παραγωγή δεν θα οδηγήσει στον καπιταλισμό, εάν η ανταλλαγή προϊόντων μέσω πώλησης-αγοράς πραγματοποιείται μόνο για αντικείμενα και προϊόντα προσωπικής κατανάλωσης. Η παραγωγή και η ανταλλαγή τέτιων αντικειμένων και προϊόντων υπόκειται στο νόμο της αξίας, ο οποίος στο σοσιαλισμό δρα σε περιορισμένη σφαίρα. Στη σοσιαλιστική κοινωνία τα μέσα παραγωγής (εργοστάσια, ορυχεία, ανθρακωρυχεία, γη, μεταφορές κλπ.) όπως και η εργατική τάξη δεν υπόκεινται άμεσα στο νόμο της αξίας. Η μόνη εξαίρεση είναι η σφαίρα του εξωτερικού εμπορίου του κράτους.
Η εργασία αυτή του Στάλιν έθεσε και τις βάσεις της θεωρητικής θεμελίωσης της αναγκαιότητας της σοσιαλιστικής αγοράς, η οποία και θα εξασφάλιζε τον καταμερισμό των αγαθών στην κοινωνία, ανάλογα με την εργασία και όχι ανάλογα με το κεφάλαιο. Με άλλα λόγια, καθορίστηκε η σφαίρα δράσης των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων στο σοσιαλισμό.
Η πρακτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης απαιτούσε την εξέλιξη και τελειοποίηση της οικονομικής θεωρίας του σοσιαλισμού και έγκαιρη λύση των αντιθέσεων στον τομέα της διοίκησης και του σχεδιασμού της λαϊκής οικονομίας. Θα αναφερθούμε σύντομα σε μερικές από αυτές τις αντιθέσεις, οι οποίες και είχαν αντικειμενικό χαρακτήρα.
Πρώτον η αύξηση του όγκου της παραγωγής δυσκόλεψε πολύ το σχεδιασμό για ολόκληρη τη χώρα. Αν κατά τη διάρκεια των πρώτων πεντάχρονων, σε συνθήκες έλλειψης και των πιο απαραίτητων, ήταν δυνατός ο περιορισμός του σχεδιασμού μόνο στους ποσοτικούς δείκτες, τώρα, με την κολοσσιαία αύξηση του συνόλου των προϊόντων, η ποιότητα των παραγομένων προϊόντων εξελισσόταν σε πρωταρχικό ζήτημα. Η εξέλιξη του ΓΚΟΣΠΛΑΝ, του κεντρικού οργάνου σχεδιασμού της ΕΣΣΔ, δεν εξασφάλιζε τον καλύτερο δυνατό σχεδιασμό. Μόνο η χρήση της μηχανοργάνωσης, των Η/Υ που έγινε πολύ αργότερα (από το 1950), έδωσε τη δυνατότητα στον κρατικό σχεδιασμό να λαμβάνονται υπόψη και οι ποσοτικοί και οι ποιοτικοί δείκτες παραγωγής ταυτόχρονα. Στη δεκαετία του ΄50 το πρόβλημα αυτό ήταν αδύνατο να λυθεί.
Δεύτερον τον καιρό των πρώτων πεντάχρονων, ο υπουργός (ή λαϊκός κομισάριος) είχε υπό την εξουσία του μερικές δεκάδες εργοστασίων και μπορούσε άμεσα ή μέσω των υπαλλήλων του υπουργείου του, να ελέγχει συγκεκριμένα την εισαγωγή νέων τεχνικών ή τεχνολογιών, την αύξηση της παραγωγικότητας αλλά και τους άλλους δείκτες της παραγωγής.
Στη δεκαετία του ΄50, ο υπουργός είχε υπό την εξουσία του ήδη εκατοντάδες ή και χιλιάδες επιχειρήσεις. Ο έλεγχος της δουλιάς τους κατέληξε να γίνει πολύ δύσκολος. Γι΄ αυτό το λόγο η καθοδήγηση και ο έλεγχος της δραστηριότητας των επιχειρήσεων γινόταν όλο και πιο αδύνατος. Ολες οι προσπάθειες που έγιναν για την επίλυση αυτού του προβλήματος ήταν πολύ λίγο αποτελεσματικές.
Τρίτον σε συνθήκες τρομερής επιστημονικο-τεχνικής προόδου ήταν αναγκαία η τελειοποίηση των κινήτρων που είχαν οι επιχειρήσεις για την εισαγωγή επιστημονικο-τεχνικών νεωτερισμών. Η τότε υπάρχουσα ικανότητα αφομοίωσης των επιστημονικο-τεχνικών νεωτερισμών ήταν εμφανώς ανεπαρκής. Σταδιακά άρχισε να δημιουργείται ο ονομαζόμενος πολυέξοδος μηχανισμός: Οταν υπήρχε ανάγκη αύξησης παραγωγής, έχτιζαν επιπλέον νέα εργοστάσια και τμήματα παραγωγής ενώ δεν επανεξόπλιζαν τα ήδη υπάρχοντα. Σε όλη τη χώρα αυξάνονταν ο αριθμός των επιχειρήσεων που χτίζονταν και συχνά μετατρεπόταν σε «χρόνιες οικοδομές». Απονεκρώνονταν έτσι τεράστια κεφάλαια που αρχικά προορίζονταν για την ανάπτυξη της παραγωγής. Ο πολυέξοδος μηχανισμός ολοκληρώθηκε στη δεκαετία του ΄80 και έγινε ένα από τα βασικά εμπόδια και μια από τις βασικές, πρωταρχικές αιτίες της καθυστέρησης της ΕΣΣΔ στον ανταγωνισμό με τον καπιταλισμό.
Αμέσως μετά το θάνατο του Ι. Β. Στάλιν (1953), η εργασία του: «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» έτυχε περιστασιακής κριτικής και απόσυρσης από τις βιβλιοθήκες. Οι ιδέες που περιείχε όχι μόνο δεν αναπτύχθηκαν όπως τους έπρεπε, αλλά βρέθηκαν τεχνητά εκτός της μαρξιστικής επιστήμης. Τα οικονομικά προβλήματα όμως παρέμειναν και παραμένοντας οδήγησαν σταδιακά τη χώρα στη κρίση και την υποχώρηση από κατακτημένες θέσεις.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄50, η βασική κατεύθυνση και ο δείκτης της ποιότητας της δουλειάς των επιχειρήσεων, αλλά ταυτόχρονα και του επιπέδου καθοδήγησής τους, ήταν η μείωση του κόστους των προϊόντων και η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Αυτοί οι βασικοί δείκτες και κριτήρια της επιχειρησιακής δραστηριότητας αντικαταστάθηκαν επί Χρουτσιόφ με το κέρδος σε χρήμα. Το κέρδος εξελίσσεται σε βασικό στόχο της παραγωγής, εξαφανίζοντας σταδιακά το βασικό στόχο της σοσιαλιστικής παραγωγής - την εξασφάλιση της μεγίστης δυνατής ικανοποίησης των ολοένα αυξανομένων υλικών και πολιτιστικών αναγκών των σοβιετικών ανθρώπων. Οι επιχειρήσεις (μετά το 1965) προσανατολίζονται στην εξασφάλιση του κέρδους και στην έλλειψη παθητικών. Και το κέρδος όπως και η αιτιολόγηση των εξόδων υπήρχαν ανέκαθεν στην πρακτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Μόνο που θεωρούνταν λογιστικές και εκτιμητικές κατηγορίες και ήταν μέρος των μεθόδων εκτίμησης και υπολογισμού της αποτελεσματικότητας της παραγωγής των επιχειρήσεων και των κλάδων της λαϊκής οικονομίας.
Μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ η κατηγορία «κέρδος» σταδιακά μετατρέπεται σε βασικό κριτήριο και στόχο της σοσιαλιστικής παραγωγής.
Ο σχεδιασμός μετατρέπεται σε «δόγμα», σε «πλάνο με οποιοδήποτε τίμημα». Οποιαδήποτε εισαγωγή ανακαλύψεων, ευρεσιτεχνιών, εξορθολογισμών, ο,τιδήποτε δηλαδή μπορούσε, εκ πρώτης όψεως, να οδηγήσει σε προσωρινή μείωση του κέρδους, απαγορευόταν κατηγορηματικά. Η σοσιαλιστική οικονομία άρχισε να απορρίπτει την επιστήμη. Ταυτόχρονα ο καπιταλισμός δάμαζε την επιστημονικο-τεχνική επανάσταση. Η νέα τεχνολογική βάση, η χρήση φθηνών πρώτων υλών και ανθρώπινου υλικού των χωρών του «τρίτου κόσμου» επέτρεψαν στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες να αμβλύνουν την κοινωνική ένταση, να κατευνάσουν την ταξική πάλη, να εξασφαλίσουν σχετική κοινωνική σταθερότητα, να αυξήσουν την ευμάρεια των εργαζομένων στη χώρα τους και να σπάσουν την πίστη τους στη σοσιαλιστική επιλογή.
Η διαφορά ανάμεσα στην κατηγορία «κέρδος» της λενινιστικής-σταλινικής οικονομικής πολιτικής και της «εκδημοκρατισμένης» οικονομίας των Χρουτσιόφ- Μπρέζνιεφ είναι περίπου ό,τι και η διαφορά ανάμεσα στον ταχογράφο και τον κινητήρα του αυτοκινήτου. Ο κινητήρας κινεί το αυτοκίνητο, ενώ ο ταχογράφος δείχνει την ταχύτητα της κίνησής του. Το κέρδος είναι ο κύριος κινητήρας της καπιταλιστικής παραγωγής και ο ταχογράφος της σοσιαλιστικής.
Την μετατροπή του κέρδους σε κινητήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής επέβαλε με όλη του τη δύναμη ο κομματικο-κρατικός μηχανισμός στα χρουτσιωφικά και μπρεζνιεφικά χρόνια. Αυτό παραμόρφωσε τη σοσιαλιστική οικονομία και την οδήγησε σε άλυτες αντιθέσεις.
Στη σοσιαλιστική οικονομία, η μείωση του κόστους παραγωγής και κατόπιν της χονδρικής και της λιανικής τιμής μπορεί να γίνει μόνο με την εισαγωγή νέας τεχνολογίας και τεχνικών, με την οικονομία των υλικών, των πρώτων υλών, της ενέργειας και της εργατικής δύναμης. Με την ανάδειξη του κέρδους σε βασικό δείκτη και κύριο στόχο δραστηριότητας της σοσιαλιστικής επιχείρησης, έγιναν δυνατές διάφορες τεχνητές χειραγωγήσεις με τις αυξήσεις των τιμών στα ίδια τα προϊόντα. Χάρη σε αυτό εξασφαλιζόταν το πλάνο του κέρδους και αυξανόταν το «κύρος» των οικονομικών διαχειριστών-καθοδηγητών.
Ο προσανατολισμός των παραγωγικών επιχειρήσεων στο κέρδος οδήγησε στην επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, στην πτώση των χρηματικών αποθεμάτων και στη σταδιακή υποτίμηση του ρουβλιού. Εληξε η ετήσια πτώση των τιμών στα αντικείμενα προσωπικής κατανάλωσης και στα είδη διατροφής. Αρχισε η διαδικασία της ακρίβειας και της σταδιακής απόσυρσης από την παραγωγή και το εμπόριο των φθηνών προϊόντων. Το γενικό αποτέλεσμα ήταν η πτώση της αύξησης της παραγωγικότητας εργασίας - η καταστροφή δηλαδή του κύριου παράγοντα που καθορίζει τα αποτελέσματα του ανταγωνισμού μεταξύ του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού. Ο προσανατολισμός της δραστηριότητας των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων στο «κέρδος» έδωσε ακριβώς τα αντίστροφα αποτελέσματα στην οικονομία. Επί Μπρέζνιεφ, αντί για «κερδοφόρα» είχαμε πολυέξοδη οικονομία.
Η μετατροπή του κέρδους σε βασικό μοχλό της σοσιαλιστικής παραγωγής έθεσε τις αντικειμενικές βάσεις για την ανάπτυξη «σκιώδους» ή παράνομου κεφαλαίου και για την εμφάνιση σκιωδών επιχειρηματιών στην ΕΣΣΔ. Οι απατεώνες και οι λαθρέμποροι, μέσω της χειραγώγησης των τιμών, όχι μόνο τυπικά κάλυπταν τα πλάνα του κέρδους, αλλά και δημιουργούσαν «αδήλωτα» αποθέματα πρώτων υλών, πηγών ενέργειας και εργατικής δύναμης, τα οποία και χρησιμοποιούσαν στην παραγωγή της ονομαζόμενης «αδήλωτης» ή μαύρης παραγωγής.
Για παράδειγμα: ένα εργοστάσιο παράγει φλιτζάνια τσαγιού. Το ΓΚΟΣΠΛΑΝ όριζε πλάνο στο εργοστάσιο παραγωγής 1 εκατομμύριο φλιτζάνια το χρόνο. Το κόστος κάθε φλιτζανιού είναι 1 ρούβλι. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄50 (εποχή Στάλιν) ο κύριος δείκτης της δουλιάς του εργοστασίου ήταν η ετήσια μείωση του κόστους του προϊόντος. Γι΄ αυτό επιβαλλόταν εισαγωγή νέας τεχνικής, αύξηση της επαγγελματικής κατάρτισης των εργαζομένων, οικονομία υλικών, πρώτων υλών και πηγών ενέργειας. Χάρη στη μείωση του κόστους παραγωγής περιοδικά μειωνόταν και η τιμή του φλιτζανιού στα μαγαζιά.
Σαν αποτέλεσμα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων των Χρουτσιόφ-Μπρέζνιεφ και Λίπερμαν κύριος δείκτης δουλιάς έγινε το κέρδος σε χρήμα. Ενα μέρος αυτού του κέρδους αποτελούσε κρατικό έσοδο. Η διοίκηση του εργοστασίου επιλέγει έναν πολύ πιο απλό τρόπο εξαγωγής κέρδους, από ό,τι η τελειοποίηση της τεχνικής και της τεχνολογίας παραγωγής. Πχ. στο φλιτζάνι προστίθεται κάποιο διακοσμητικό σχέδιο. Σε συνθήκες μαζικής παραγωγής αυτή η επιπλέον τεχνολογική δραστηριότητα επιβαρύνει το κόστος του φλιτζανιού με μια απειροελάχιστη αύξηση, αλλά η τιμή του φλιτζανιού τεχνητά αυξάνεται 2 με 3 φορές. Το εργοστάσιο λοιπόν δεν χρειάζεται να παράγει 1 εκατομμύριο φλιτζάνια με βάση το πλάνο, αφού μπορεί να βγάλει το ίδιο κέρδος με 0,5 εκατομμύρια. Η κολλεκτίβα του εργοστασίου παίρνει πριμ, η διοίκηση επιβραβεύεται και παρασημοφορείται. Ο πληθυσμός όμως είναι υποχρεωμένος να αγοράζει φλιτζάνια σε τιμή 2-3 φορές ακριβότερα.
Και πώς χρησιμοποιείται η ενέργεια και οι πρώτες ύλες, που παραχωρήθηκαν στο εργοστάσιο με βάση το πλάνο και σε φθηνές κρατικές τιμές για τα 0,5 εκατομμύρια φλιτζάνια που δεν παρήγαγε; Αυτό το «υπόλοιπο» χρησιμοποιείται στην παραγωγή «μαύρων, αδήλωτων» προϊόντων. Αυτά τα προϊόντα προωθούνται από απατεώνες στο κρατικό εμπόριο. Τα έσοδα από την πώληση αυτών των προϊόντων τα μοιράζονται ο διευθυντής του εργοστασίου και ο διευθυντής του μαγαζιού.
Ετσι συσσωρεύεται στα χέρια ιδιωτών τεράστιο «σκιώδες» κεφάλαιο. Αυτό το κεφάλαιο παραμόρφωσε τις σοσιαλιστικές σχέσεις στην κοινωνία, διέλυσε τις εργατικές κολλεκτίβες και συνέβαλε στη διαφθορά των υπαλλήλων. Τη δεκαετία του ΄80 η «σκιώδης» οικονομία απορροφούσε το 1/3 των κρατικών αποθεμάτων της χώρας. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργήθηκε η πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου και μορφοποιήθηκε η οικονομική βάση της μελλοντικής αστικής αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ.
Η διαφθορά αναπτύχθηκε και στον κομματικό μηχανισμό. Οι προσπάθειες να αντιμετωπιστεί η «σκιώδης» αστική τάξη με ενίσχυση των ποινικών ρητρών δεν απέδωσαν σοβαρά αποτελέσματα. Το υψηλό κέρδος των παρανόμων οδήγησε τη σοβιετική νεομπουρζουαζία σε απερίσκεπτη «γενναιότητα».
Η εισαγωγή καπιταλιστικών στοιχείων στη σοσιαλιστική οικονομία προκάλεσε και αρνητικές αλλαγές στο κοινωνικοπολιτικό εποικοδόμημα καθώς και στο ηθικό-ψυχολογικό κλίμα.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60 αρχίζουν οι παραμορφώσεις στη κοινωνική δομή της σοβιετικής κοινωνίας. Η τάση για εξάλειψη των ταξικών διαφορών και η αύξηση της κοινωνικής ομοιογένειας που κυριαρχούσαν τη προηγούμενη περίοδο, τώρα αρχίζουν να υποσκελίζονται από την επαγγελματική, περιουσιακή και κοινωνικοπολιτιστική διαφοροποίηση. Αυξάνεται αδικαιολόγητα η απόσταση ανάμεσα στους υψηλόμισθους και τους χαμηλόμισθους και περισσότερο ανάμεσα στην ελιτίστικη διανόηση και τη βασική μάζα των εργαζομένων. Εμφανίζεται η λεγόμενη «επιστρέψιμη» ταξική δομή, η οποία συνδεόταν βασικά με τη «σκιώδη» οικονομία. Η «σκιώδης» οικονομία γεννά ιδιωτικά - καπιταλιστικά στοιχεία τα οποία ενισχύουν την πρωτογενή συσσώρευση κεφαλαίου. Αυτό το κεφάλαιο, αναρριχόμενο στην οικονομική κυριαρχία και την πολιτική εξουσία, αποκτά αμέσως εγκληματικό ή και καθαρά μαφιόζικο χαρακτήρα.
Τα παράνομα «εργαστήρια» και τμήματα παραγωγής που λειτουργούσαν υπό τη σημαία των κρατικών επιχειρήσεων έφεραν τη διάσπαση και τη διάλυση στις γραμμές των εργαζομένων λόγω της τεράστιας διαφοράς των μισθών και διέφθειραν τμήμα της νεολαίας.
Οι παράνομοι «σοβιετικοί» μπίζνεσμεν δημιούργησαν τη βάση εξαγοράς υπευθύνων στα κρατικά πόστα και άνοιξαν το δρόμο για προμήθειες και εξαγορές. Στις επιχειρήσεις εμφανίζεται ένα είδος «εργατικής αριστοκρατίας» η οποία δεν εργάζεται τόσο, όσο κάθεται στα προεδρεία διαφόρων συνελεύσεων, απασχολείται στις συμφέρουσες συνδικαλιστικές θέσεις, παίρνει αδούλευτο μισθό και δοξάζει τις ανύπαρκτες επιτυχίες των ακατάλληλων διοικήσεων.
Σαν αποτέλεσμα της διάλυσης των Μηχανο-Τρακτερικών Σταθμών (1958) που έπαιζαν τεράστιο ρόλο στην ανάπτυξη της σοσιαλιστικής αγροτικής οικονομίας, άρχισε η καταστροφή της σύνδεσης της συνεταιριστικής-κολχόζνικης ιδιοκτησίας με την κρατική. Διαλύθηκε η συμμαχία της εργατικής τάξης και της αγροτιάς. Σε αυτή τη συμμαχία στηριζόταν η κοινωνικο-οικονομική δύναμη της χώρας. Τα κολχόζ, κατά τις χρουτσιοφικές αναμορφώσεις, μετατρέπονται σε αυθύπαρκτα νοικοκυριά που δεν καλύπτονται από την κρατική χρηματοδότηση και τον υλικοτεχνικό εφοδιασμό.
Αρχίζει η διαστρωμάτωση της κολχόζνικης αγροτιάς, η ανάδειξη στους κόλπους της τυχοδιωκτικών στοιχείων που γνωρίζουν πώς «να τα βρίσκουν» με την εξουσία και πλουτίζουν από τις απατεωνιές και τον ξένο κόπο. Τα κολχόζ μετατρέπονται σε μη βιώσιμες επιχειρήσεις, που επιζούν χάρη στις κρατικές επιχορηγήσεις.
Σταδιακά παρακμάζει το πολιτικό εποικοδόμημα της κοινωνίας. Η εργατική τάξη ενσυνείδητα απωθείται από την κρατική πολιτική. Η πολιτική του σοβιετικού κράτους χάνει την προηγούμενη κοινωνική της σταθερότητα και σαν αποτέλεσμα της συνεχώς μετακινούμενης «γενικής πολιτικής του κόμματος».
Ο κρατικός μηχανισμός αυξήθηκε κατά 3 φορές σε σχέση με τη σταλινική περίοδο. Το κράτος σταδιακά έχανε τη λειτουργία του οργανωτή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αποξενωνόταν και απομακρυνόταν από τους εργαζόμενους. Η άνοδος του υπαλληλισμού υπερίσχυε των εργαζομένων στη σφαίρα της υλικής παραγωγής και ειδικά στην αγροτική οικονομία.
Ο ανεξέλεγκτος υπαλληλισμός γρήγορα γραφειοκρατικοποιούνταν και μεταμορφωνόταν σε κλειστό στρώμα. Ολόκληρα στρώματα διαφθείρονταν. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 το προλεταριακό κράτος μεταμορφώθηκε σε «παλλαϊκό κράτος». Ολα αυτά συνέβαιναν σε συνθήκες ανόδου της «σκιώδους» οικονομίας και της εμφάνισης της «σοβιετικής» νέας αστικής τάξης.
Ταυτόχρονα συντελείται η παραμόρφωση του κυβερνώντος κόμματος, η αποπρολεταριοποίηση του ΚΚΣΕ. Το κόμμα ανακηρύσσεται όχι κόμμα της εργατικής τάξης, αλλά κόμμα «όλου του λαού». Ολο και περισσότερο αλλοιώνεται από μικροαστούς, τυχοδιώκτες, καριερίστες που έλεγαν το ένα και έκαναν το άλλο. Δυναμικά αναρριχώνται στις καθοδηγητικές θέσεις του ΚΚΣΕ. Η καθοδήγηση του κόμματος σιγά-σιγά αποκόβεται από τις κομματικές μάζες. Οι μάζες των κομμουνιστών μετατρέπονταν σε παθητική βάση της κομματικής πυραμίδας. Τα στελέχη παύουν να εκλέγονται με βάση πολιτικά και εργασιακά κριτήρια. Στα ανώτατα κομματικά κλιμάκια εμφανίζονται οι επονομαζόμενοι «πράκτορες επιρροής». Σε αυτούς βασικά πόνταραν η ΣΙΑ και άλλες δυτικές υπηρεσίες. Σήμερα οι σοβιετικοί θεωρούν τους Γκορμπατσόφ και Γιάκοβλεφ τέτιους πράκτορες επιρροής, οι οποίοι προωθήθηκαν σε θέσεις κλειδιά του κόμματος και του κράτους όχι χωρίς εξωτερική βοήθεια.
Την ιδεολογική βάση των κοινωνικο-οικονομικών και πολιτικών παραμορφώσεων του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, αποτέλεσε ο δεξιός οπορτουνισμός ο οποίος εξαπλώθηκε την περίοδο καθοδήγησης του Χρουτσιόφ.
Αμέσως μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ οι αναθεωρητές κάτω από το πρόσχημα της πάλης ενάντια στην «προσωπολατρία του Στάλιν», ασχολήθηκαν με τη διάβρωση των βασικότερων θέσεων του μαρξισμού-λενινισμού. Στην αρχή σταδιακά, και μετά το 1985 εξ ολοκλήρου αποκαθίσταται ο οπορτουνισμός των τροτσκιστών και μπουχαρινικών.
Οι οπορτουνιστές στις σοβιετικές κοινωνικές επιστήμες, κάτω από τη σημαία της «εξέλιξης της θεωρίας», άρχισαν να υποσκάπτουν την ενότητα των συστατικών στοιχείων του μαρξισμού-λενινισμού. Το αποτέλεσμα είναι να χάσει ο μαρξισμός-λενινισμός τη μονολιθικότητά του, να είναι δηλαδή όπως όριζε ο Λένιν, «φτιαγμένος από ένα ατσάλινο κομμάτι».
Οπως είναι γνωστό, ο μαρξισμός-λενινισμός θεωρούνταν η φιλοσοφικο-κοινωνική, πολιτικοοικονομική και κοινωνικοπολιτική θεμελίωση της παγκόσμιας ιστορικής αποστολής της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Η ουσία αυτής της αποστολής έγκειται στην εξάλειψη όλων των μορφών καταπίεσης, εκμετάλλευσης, κοινωνικής ανισότητας, βίας και πολέμων ανάμεσα στους λαούς. Τη μετασταλινική περίοδο της ΕΣΣΔ οι μαρξιστικές-λενινιστικές επιστήμες μετατράπηκαν σε ένα συνονθύλευμα από «θεωρίες» και «έννοιες» τεχνητά δομημένες πάνω σε τσιτάτα, αποκομμένα από τα υπόλοιπα κείμενα των Μαρξ - Ενγκελς - Λένιν. Το αχανές σύνολο αυτών των συχνά ρεβιζιονιστικών θεωριών αποπροσανατόλιζε τον κόσμο και δημιουργούσε κριτική στάση σε αυτές αλλά και σε κάθε άχρηστη και κενή θεωρητικοποίηση.
Εννοείται βέβαια ότι ο δεξιός αναθεωρητισμός και οπορτουνισμός είχαν τις δικές τους υποκειμενικές και αντικειμενικές προϋποθέσεις και αιτίες. Μεταξύ αυτών:
Η ενίσχυση της επιρροής των μικροαστικών στοιχείων στο σοσιαλισμό κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Οι βαρειές απώλειες των κομμουνιστών και της εργατικής τάξης στον αντιφασιστικό πόλεμο
Ο σκληρός και σπάταλος ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ για ισορροπία των ατομικών εξοπλισμών.
Τα γνωστά θετικά οικονομικά άλματα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών που μπόρεσαν καλύτερα και αποτελεσματικότερα να εκμεταλλευτούν την επιστημονικοτεχνική πρόοδο και να καταληστεύσουν τις χώρες του τρίτου κόσμου.
Ολα αυτά υποβοήθησαν την καθιέρωση και την εξάπλωση του αναθεωρητισμού και οπορτουνισμού στην ΕΣΣΔ. Εχοντας φωλιάσει στη μετασταλινική ηγεσία του ΚΚΣΕ, ο οπορτουνισμός στην πολιτική και ο αναθεωρητισμός στη θεωρία επηρέασαν διαβρωτικά τη μαζική συνείδηση.
Με αφορμή την «κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση» αναπτύχθηκαν διαδικασίες έρπουσας αποπολιτικοποίησης και αποϊδεολογικοποίησης που άμβλυναν τη ταξική αυτοσυνείδηση των εργαζομένων.
Στην κοινωνική ψυχολογία, η κολλεκτιβίστικη συνείδηση των σοβιετικών ανθρώπων άρχισε να αντικαθίσταται από τον μικροαστικό ατομισμό. Πολλοί πολίτες χάνουν τα ηθικά τους κίνητρα για εργασία. Γεννήθηκε η αδιαφορία και κατόπιν η απέχθεια για κάθε τι κρατικό και κοινωνικό. Αυξάνονται οι παραβιάσεις της εργασιακής και εκτελεστικής πειθαρχίας όπως και η καταλήστευση των λαϊκών αγαθών. Η πάλη ενάντια σε αυτά τα φαινόμενα δεν επέφερε ουσιαστικά αποτελέσματα.
Στη δεκαετία του ΄80 παρατηρήθηκαν στοιχεία στασιμότητας στη σοβιετική οικονομία και μείωση των ρυθμών ανάπτυξης της ευημερίας των εργαζομένων. Παρ΄ όλα αυτά η οικονομία της ΕΣΣΔ είχε ακόμη σημαντικά αποθέματα σταθερότητας. Εκτός αυτού, σύμφωνα με τους υπολογισμούς σοβαρών δυτικών οικονομολόγων, η ΕΣΣΔ είχε περισσότερες πιθανότητες να νικήσει στον οικονομικό και στρατιωτικο-πολιτικό συναγωνισμό με τις ΗΠΑ προς το τέλος του 20ού αιώνα[1].
Δυστυχώς, στη δεκαετία του ΄80 στη ΚΕ του ΚΚΣΕ δεν υπήρξαν δυνάμεις ικανές να αντιμετωπίσουν τα φαινόμενα στασιμότητας του «καταναλωτικού σοσιαλισμού», τον οπορτουνισμό και να επιστρέψουν το κόμμα στο λενινιστικό δρόμο οικοδόμησης του σοσιαλισμού.
Η Απριλιανή συνεδρίαση (1985) της ΚΕ του ΚΚΣΕ υποχώρησε στην πίεση των οπορτουνιστών, στρέφοντας το κόμμα στην αστική ανανέωση. Ο νέος ΓΓ Γκορμπατσόφ διακήρυξε το δρόμο προς την ανασυγκρότηση, μιλώντας υποκριτικά για «αναγέννηση του σοσιαλισμού» και «επιτάχυνση της κοινωνικο-οικονομικής του ανάπτυξης». Η ουσία αυτής της προδοτικής κίνησης δεν έγινε αμέσως αντιληπτή από την πλειοψηφία των σοβιετικών ανθρώπων και των κομμουνιστών.
Η 30χρονη (1956-1985) βλαβερή επίδραση του οπορτουνισμού τους έκανε όλους ομήρους της αστικής αντεπανάστασης. Η προγκορμπατσοφική κομματοκρατία έγινε μια από τις κινητήριες δυνάμεις της αστικής αντεπανάστασης με ηγέτη και επιτελείο της - την ΚΕ του ΚΚΣΕ.
Αυτές είναι λοιπόν, κατά τη γνώμη μας, οι βασικές προϋποθέσεις και αιτίες της ήττας του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Οι κινητήριες δυνάμεις της αστικής αντεπανάστασης είναι:
n Ο διεθνής ιμπεριαλισμός.
n Η «σκιώδης» σοβιετική νεομπουρζουαζία.
n Η ελιτίστικη διανόηση που αντιπαρατάχθηκε στο λαό.
n Η κρατικο-κομματική νομενκλατούρα του ΚΚΣΕ
Κάθε ένας από αυτούς επεδίωκε τους δικούς του σκοπούς καταστρέφοντας το σοσιαλισμό στην ΕΣΣΔ. Τους συνένωνε όμως η τάση να εξαρθρώσουν την εξουσία των εργαζομένων. Ο αντισταλινισμός έγινε η ιδεολογικοπολιτική τους σημαία. Η κρατικοκομματική νομενκλατούρα εξουδετέρωσε την αντίσταση των οπαδών του σοσιαλισμού, αποδιοργάνωσε την εργατική τάξη και την κολχόζνικη-σοβχόζνικη αγροτιά, έφερε σύγχυση στις ένοπλες δυνάμεις και στα όργανα κρατικής ασφάλειας τα οποία και δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν το συνταγματικό τους καθήκον της υπεράσπισης της Σοσιαλιστικής Πατρίδας.
Η «περεστροϊκή» περίοδος της αστικής αντεπανάστασης των Γκορμπατσόφ - Ριζκόφ αποδείχθηκε αδιέξοδη. Εληξε με το Αυγουστιάτικο πραξικόπημα του 1991. Την ίδια τύχη είχε και η εσπευσμένη θεραπεία-σοκ των ιδιωτικοποιήσεων των Γιέλτσιν- Γκαϊντάρ που στην ουσία είναι άναρχη και άτακτη καταλήστευση των λαϊκών αγαθών. Μετά την «εκτέλεση» του ρωσικού κοινοβουλίου με κανόνια τον Οκτώβρη του 1993, το χρηματιστικό - μονοπωλιακό κεφάλαιο με τις ιμπεριαλιστικές του τάσεις πέρασε στην αντεπίθεση, σε συνθήκες εξαρθρωμένης οικονομίας και χρηματιστικού συστήματος. Εκφραστές των πολιτικών του συμφερόντων είναι τώρα ο Γιέλτσιν και ο Τσερνομίρτιν. Δεν αποκλείεται το κρατικομονοπωλιακό κεφάλαιο, ερχόμενο στην εξουσία, να προσπαθήσει να περισώσει την εξουσία του μέσω της πολιτικής καταπίεσης, της αντίδρασης και του φασισμού. Δεν πρέπει να το επιτρέψουμε!
Η τραγικότητα της σύγχρονης κατάστασης έγκειται στο ότι ο κύριος και μόνιμος αντίπαλος της καπιταλιστικής εξουσίας στη Ρωσία, η εργατική τάξη, προδομένη και πουλημένη από τους οπορτουνιστές του χρουτσιοφο-μπρεζνιεφικού ΚΚΣΕ, σήμερα είναι σε σημαντικό βαθμό αποδιοργανωμένη και αποπροσανατολισμένη. Δεν συνειδητοποίησε εντελώς την πολιτική και ταξική της σημασία και τον ιστορικό της προορισμό. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι εργάτες διακηρύσσουν μόνο, προς το παρόν, τα οικονομικά τους αιτήματα, διαμαρτυρόμενοι ενάντια στη σχετική και απόλυτη εξαθλίωση.
Μόνο τα ΚΚ τα οποία στηρίζονται γερά στις μαρξιστικές - λενινιστικές θέσεις και στη μπολσεβίκικη πλατφόρμα μπορούν να οργανώσουν την πάλη της εργατικής τάξης για τα δικαιώματά της και να βοηθήσουν την επιστροφή της χαμένης εξουσίας. Ενα από τα κύρια ιδεολογικο-πολιτικά καθήκοντα του ΠΠΚ (μπ) είναι η μπολσεβικοποίηση του κομμουνιστικού κινήματος στην περιοχή της ΕΣΣΔ. Οι νόμοι της κοινωνικής εξέλιξης δούλευαν και δουλεύουν για το σοσιαλισμό. Είμαστε πεισμένοι ότι δεν θα αργήσει ο καιρός που η εργατική τάξη και τα μαρξιστικά - λενινιστικά κόμματά της θα ηγηθούν στην πάλη των εργαζομένων για την αναγέννηση της ΕΣΣΔ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου