24 Φεβ 2012

Από τη δράση του Κόμματος σ' ένα χώρο δουλιάς στα 1980


Από τη δράση του Κόμματος σ' ένα χώρο δουλιάς στα 1980
Σα σηκωνόταν το βαπόρι κομμάτι - κομμάτι στο ναυπηγείο, το βλέπαμε και λέγαμε μεταξύ μας: Για κοίτα, τι καταφέρνουμε με τη δουλιά μας. Σα να μην το πιστεύαμε ότι μπορούσαμε. Σα να θέλαμε να πειστούμε και εμείς, που το φτιάχναμε, πως τούτο το έργο είναι δικό μας. Παράξενο, μα όχι ανεξήγητο. Γιατί αυτό το έργο ήταν δικό μας, μα δε μας ανήκε. Ξέραμε πως με τη δουλιά μας κάναμε κατορθώματα σαν το βαπόρι, μα το βαπόρι ήταν του εφοπλιστή και η δουλιά μας του ναυπηγείου, γιατί αυτοί πλήρωναν, είχαν τα λεφτά, τον πλούτο. Εμείς; Τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο από τη δουλιά μας. Που μας την έπαιρναν για ένα μεροκάματο. Και τι μεροκάματο! Του τρόμου και της φωτιάς! Να μπαίνεις το πρωί στο ναυπηγείο και να μην ξέρεις αν θα σχολάσεις... Αλλιώς πού τα βρήκαν τα λεφτά; Και σα να ξεστράτιζε κάποτε αυτή η κουβέντα μπροστά στο δικό μας κατόρθωμα αναφωνούσαμε: Τι θα 'καναν αυτοί που παίρνουν τον κόπο μας και τη ζωή μας χωρίς εμάς; Αλήθεια, τι μπορούν να κάνουν; Ενώ εμείς χωρίς αυτούς; Θαύματα. Ετσι τα βλέπαμε τότε, στ' Αμπελάκια της Σαλαμίνας.
Οταν «δέναμε» το σίδερο...
Η δουλιά στο ναυπηγείο κόλαση. Το καλοκαίρι, όταν ο ήλιος ανεβάσει θερμοκρασία στους 40 βαθμούς, η λαμαρίνα γιανγκίνι1, 60 βαθμούς και βάλε. Και συ να την παλεύεις να γίνει βαπόρι. Μα, και το σκεπαστό ήταν όλο λαμαρίνα. Ψηνόσουν σε φούρνο κι αυτό το 'λεγαν δουλιά. Και στο καρνάγιο2, πάνω στο βαπόρι; Οχτάωρο στους 40 υπό σκιάν χωρίς σκιά είναι μαρτύριο. Και να 'ταν μόνον η φωτιά του ήλιου...

Το χτίσιμο του βαποριού θέλει το ίδιο φωτιά. Φωτιά να λιώνει σίδερο. Για να κόψεις τη λαμαρίνα, δουλεύει ο κόφτης με τ' οξυγόνο και την ασετιλίνη. Να συναρμολογήσεις τα κομμάτια, θέλει ηλεκτροκόλληση, τσιμπίδα τη λέει ο μάστορας και μαζί με τη φλόγα στους 3.000 βαθμούς, βγάζει και ακτινοβολία. Μα, το μέταλλο πρέπει να 'ναι καθαρό για να το δουλέψεις. Και το χτυπά η αμμοβολή για να φύγει η σκουριά. Φωτιά και σίδερο μαζί κι ιδρώτας ασταμάτητος. Και εκείνη η σκόνη της αμμοβολής σού κόβει την ανάσα.
Μα και το χειμώνα δεν είναι καλύτερα. Το σίδερο παγώνει. Μηδέν θερμοκρασία... Και η σόμπα με τα ξύλα, δική μας κατασκευή, αγκομαχάει να στείλει τη θέρμη της, μα δεν τα καταφέρνει. Ο χώρος ανοιχτός κι η θάλασσα με τον αέρα στην μπούκα του ναυπηγείου.
Σ' αυτήν την κόλαση παίζεις τη ζωή «κορόνα γράμματα». Τρέμεις μην πιάσει φωτιά το ντακίμι3από την αναρρόφηση, την ώρα που δουλεύει ο κόφτης και σκάσει η μπουκάλα της ασετιλίνης γιατί δεν έχει βαλβίδα αντεπιστροφής. Και όταν σκάσει, είναι σκέτη βόμβα διασποράς.... Αλλά και οι σκαλωσιές στο βαπόρι δεν πάνε πίσω. Πρόχειρες, χωρίς προστασία και ασφάλεια. Και ολόγυρα, οι γερανοί να κουβαλούν πάνω από τα κεφάλια μας τα κομμάτια των βαποριών, που κρέμονταν σαν τον χάρο ζωντανό κάθε μέρα κι όλη μέρα.
Και αν έλεγες κουβέντα για δικαιώματα, «σ' έτρωγαν» αυθωρεί και παραχρήμα... Πού να μιλήσεις ανοιχτά... Διευθυντής ένας απόστρατος του Πολεμικού Ναυτικού, που έσπερνε φόβο...
Ηταν στα 1980. Στήναμε, θυμάμαι, δυο κοντέινερ - φορτηγά,4 ένα φέρι - μποτ παντόφλα5και ένα εκπαιδευτικό του Πολεμικού Ναυτικού, ταυτόχρονα.
Κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, με πρωθυπουργό τον Ράλλη και ο κατ' όνομα υπουργός Εργασίας Λάσκαρης να θέλει να καταργήσει την πάλη των τάξεων! Τέτοια φιλοδοξία... Για να κάνουν τη δουλιά τους τ' αφεντικά χωρίς σκοτούρες από το κίνημα... Με τους απόστρατους στις Διευθύνσεις των επιχειρήσεων... Και σήμερα, με το ΠΑΣΟΚ, τα ίδια και χειρότερα. Ο βιολιτζής άλλαξε, μα ο χαβάς είναι ο ίδιος.

Η δουλιά - δουλιά, η κόλαση - κόλαση και η αγανάκτηση να περισσεύει. Το μεροκάματο του τρόμου φτηνό, πού να φτάσει να θρέψει οικογένεια. Μ' όποιον εργάτη μιλούσες, σου 'λεγε: Δεν πάει άλλο, κάτι πρέπει να γίνει. Και τι μπορούσε να γίνει; Αγώνας, αλλά πώς;
Να πάμε γι' απεργία
Ετσι άρχισε να ζυμώνεται η ιδέα της απεργίας. Ηταν και η δική μας δουλιά με τους εργάτες, που πάσχιζε να φουντώσει τη δύναμή τους, που είναι καταλαγιασμένη, σα να την έχουν υπνωτίσει. «Κρυφή» δουλιά, γιατί με τη φανερή σ' έτρωγε ο απόστρατος...
Οι δυνάμεις μας λίγες, στα δάχτυλα των δυο χεριών. Είχαμε και μερικές εφεδρείες. Η δουλιά γινόταν μ' όλες τις προφυλάξεις. Καθένας στο πόστο του. Σε ποιον θα μιλήσεις ανοιχτά, σε ποιον θα δοκιμάσεις με τρόπο να μιλήσεις, για να δεις «τι καπνό φουμάρει», να μετρήσεις αγωνιστικές διαθέσεις, να δημιουργήσεις εκεί που δεν υπάρχουν... Δουλιά και μέσα στο χώρο, μα και εκτός δουλιάς... Μαζί και η απ' έξω βοήθεια των συντρόφων.
Η ανταπόκριση από τους εργάτες; Ο εργάτης, σαν τον αφουγκραστείς και του μιλήσεις στη γλώσσα του, σαν του πεις αυτά που είναι τα δίκια του, θα σε πάει ο ίδιος στο «διά ταύτα». Στο τι κάνουμε. Και από δω ξεκινά η δική σου δουλιά.
Ετσι αρχίσαμε να μιλάμε για την απεργία. Το ρίξαμε στον κόσμο, για να δούμε, αν το κάνει δικό του ζήτημα. Δεν ήταν και εύκολο. Γιατί, θα μου πείτε, ποιος δεν το 'θελε; Μα, το ζητούμενο δεν είναι αυτό. Καθένας ρωτούσε στην κουβέντα: Συμφωνούν όλοι; Θα έρθουν όλοι; Και μεις έπρεπε να το εξασφαλίσουμε, πείθοντάς τους γι' αυτό που καθένας χωριστά είχε αμφιβολία. Επρεπε να γίνει δική τους υπόθεση. Να πειστούν καθένας από τον συνάδελφό του για τη συμμετοχή τους στη μάχη που θα δίναμε. Δεν τους έφτανε η εμπιστοσύνη σ' αυτά που τους λέγαμε. Επρεπε να σπάσει η αμφιβολία. Η πείρα τους δεν έφτανε να δώσει τη δύναμη της κοινής συνείδησης του αγώνα σ' όλους τους εργάτες. Συνείδηση, που για καθέναν χωριστά ήταν στα σπάργανα.

Σωματείο στο χώρο δεν υπήρχε. Τα κλαδικά της Ζώνης (τότε δεν υπήρχε ακόμη το σημερινό συνδικάτο), όσο και αν ήταν το αποκούμπι, δούλευαν χωριστά. Ηταν και ο συσχετισμός δύναμης όχι σ' όλα ευνοϊκός. Και δεν είχε να κάνει μόνο με τα εκλεγμένα στελέχη της ΝΔ. Μα και μ' αυτά του ΠΑΣΟΚ και κάποιες περίεργες συμπράξεις τους με τους εργατοπατέρες «Διάκους»6. Ητανε, βλέπεις, ο καιρός που προαλειφόταν το ΠΑΣΟΚ για την εξουσία και έδινε εξετάσεις στους κυρίαρχους. Και σ' αυτό που έδινε εξετάσεις, ήταν ένα: «Μπορεί να κάνει ζάφτι το κίνημα;».
Ξέραμε πως μόνο αν καταφέρναμε την εξασφάλιση ενότητας δράσης των εργατών του ναυπηγείου μπορούσε να γίνει και κοινή συνδικαλιστική δράση των κλαδικών σωματείων και απεργιακή κάλυψη. Που ήταν σημαντικό ζήτημα για την επιτυχία μιας απεργίας, αν την αποφασίζαμε.
Βγήκαν ορισμένοι, δυο ή τρεις από τις δυνάμεις μας πιο μπροστά. Και μετρήσαμε μια σειρά λόγους για το ποιοι θα 'ναι αυτοί. Από το προσωπικό κύρος καθενός, μέχρι την ικανότητα να συσπειρώνει, να εκλαϊκεύει, αλλά και, στο ενδεχόμενο απόλυσης, ποιος θα έχει τα λιγότερα προβλήματα από την άποψη των υποχρεώσεων της ζωής (οικογένεια, παιδιά κλπ.).
Κύρος είχαμε όλοι. Ηταν καθήκον να το έχουμε. Οχι με την κουβέντα. Ο εργάτης σε μέτραγε με τη δουλιά σου. Ησουν καλός στη δουλιά; Σε σεβόταν. Και είμαστε πρώτοι στη δουλιά. Το 'χαμε κριτήριο και φιλοδοξία μαζί. Να μην μπορεί ο εργοδηγός σου να σου βρει κουσούρια. Αυτό μας έσωσε μετά και από την απόλυση.
Να χτίσουμε γερό Κόμμα
Ενα ξεχωριστό και ανεξάρτητα από την απεργία καθήκον, ήταν η ιδιαίτερη δράση για την ανάπτυξη της Οργάνωσης. Από την κουβέντα για την πολιτική του Κόμματος, έως την οικονομική ενίσχυση και πάνω απ' όλα τη διάδοση του «Ριζοσπάστη». Να ξεχωρίσουμε οπαδούς δραστήριους, να ενισχύσουμε την πολιτική επιρροή με συσπείρωση εργατών στο Κόμμα, να οργανώσουμε εργάτες στο Κόμμα, να στρατολογήσουμε. Και η διάδοση του «Ριζοσπάστη» δεν ήταν εύκολη δουλιά. Να μπει μέσα στο ναυπηγείο, αλλά και να δοθεί σε ανθρώπους μέσα στο χώρο δουλιάς ήταν δύσκολο. Μα, έπρεπε να γίνει. Ηταν συστατικό στοιχείο της δουλιάς για την ανάπτυξη της ΚΟΒ, για τη στρατολογία. Ηταν δοκιμασία και για μας και για τους μέλλοντες συντρόφους μας. Και έπρεπε να γίνει με τρόπο, που να μην το πάρουν χαμπάρι και μας «καρφώσουν». Γιατί δεν έλειπαν οι ρουφιάνοι...
Το περίπτερο στο Πέραμα (είναι εκεί ακόμη) έπρεπε να μας φέρνει καθημερινά τρία φύλλα, (τόσα μπορούσαμε να δίνουμε τότε πέρα από τα δικά μας) και ένας έπρεπε καθημερινά να τα μεταφέρει μέσα στο χώρο και να τα μοιράζει, χωρίς να μας πάρουν χαμπάρι. Πώς θα έμπαιναν μέσα στο χώρο;
Και, όμως, ήταν εύκολο. Ο «Ρίζος» έμπαινε στον κόρφο μας, κάτω από το πουκάμισο και με τρόπο, που να μη δίνει στόχο. Τα καταφέρναμε καλά. Και μέσα στο χώρο είχαμε συμφωνήσει τον τρόπο που θα τον δίναμε στους οπαδούς, έτσι που να μην γίνουμε αντιληπτοί.
Είχε μπει Ιούλης μήνας. Τα σινιάλα από τους εργάτες για την απεργία καλά. Μα, υπήρχε ακόμη ένα ζήτημα σημαντικό: Πότε πρέπει να γίνει η απεργία για να έχει πιθανότητες επιτυχίας; Πώς μπορεί να πιεστεί η εργοδοσία; Γιατί αν δεν κάνει πίσω και τραβήξει η απεργία, αυτοί που θα 'ναι σε δύσκολη θέση είναι οι εργάτες. Επρεπε να μάθουμε τι γίνεται με τα βαπόρια. Υπάρχουν προθεσμίες για να πέσουν στη θάλασσα και αν εξαντληθούν υπάρχουν ρήτρες; Και το μάθαμε. Τώρα ήμασταν σχεδόν έτοιμοι.
Μόνο που χρειαζόταν και μια γενική δοκιμή. Αφορμή ψάχναμε να βρούμε. Γενική δοκιμή για να μετρήσουμε στην πράξη διαθέσεις. Αφορμή μεγάλη ήταν η έλλειψη νερού στο κατακαλόκαιρο, κάποτε και για τρεις μέρες. Αλλά στις 28 Ιούλη του '80, η εργοδοσία της ΕΤΜΑ δολοφονούσε την Σωτηρία Βασιλακοπούλου έξω από το εργοστάσιο. Τώρα δε θέλαμε αφορμή. Υπήρχε αιτία απάντησης στην εργοδοσία όχι μόνο της ΕΤΜΑ.
Στις 29 Ιούλη το πρωί, οι συνήθειές μας άλλαξαν πηγαίνοντας στη δουλιά. Επρεπε τώρα να συνδυάσουμε την απάντηση στη δολοφονία με τη γενική δοκιμή. Μοιράσαμε τους χώρους για να κάνουμε δουλιά, καλώντας σε στάση εργασίας. Οι δυο που βγαίνανε πιο ανοιχτά και δυο παλιοί εργάτες, οπαδοί του Κόμματος, που το πρότειναν οι ίδιοι. Είχαμε τρία τέταρτα καιρό για να οργανώσουμε στάση εργασίας. Αν υπήρχαν δυσκολίες, έπρεπε οι τέσσερις να ανταλλάξουν γνώμη μετά την κουβέντα στους χώρους, για το αν θα προχωρήσουμε. Δε χρειάστηκε πολύ. Σε μία ώρα μετά το ξεκίνημα της δουλιάς, το ναυπηγείο «νέκρωσε». Φαινόταν αυθόρμητο, αλλά ήταν οργανωμένο. Εγινε συγκέντρωση και μιλήσαμε για το λόγο της στάσης, που ήταν συμβολική για μια ώρα. Οταν το πήρε χαμπάρι η Διεύθυνση έστειλε τον απόστρατο με απειλές και εκβιασμούς. Μα, τα γεγονότα πήραν το δρόμο που επέβαλε η θέληση των εργατών. Ηταν ένα βήμα ωριμότητας.
Εγινε μάχη...
Μετά τις άδειες του καλοκαιριού, αρχές Σεπτέμβρη, έγινε γενική συνέλευση, αποφασίστηκαν τα αιτήματα και ο χρόνος της απεργίας. Αλλά δεν ήταν «αναίμακτη». Μόλις κοινοποιήθηκε στην εργοδοσία, η ίδια προχώρησε σε απολύσεις. Τέσσερις συνολικά, αυτοί που φαίνονταν σαν επικεφαλής της κίνησης στη στάση εργασίας του Ιούλη.
Η συμμετοχή στην απεργία καθολική. Πρώτο αίτημα, πλέον, η ανάκληση των απολύσεων. Τότε γίνεται δεύτερο βήμα επίθεσης από την εργοδοσία. Κάποιον από τους απολυμένους τον θεώρησαν αδύνατο κρίκο. Του κάνουν πρόταση να πάρει αυτός και οι άλλοι τρεις απολυμένοι 350.000 δραχμές πάνω από την αποζημίωση, προκειμένου να φύγουν από τη δουλιά. Αν πετύχαινε, έσπαγε το ηθικό των εργατών, έσπαγε η απεργία. Και πού να ξανασηκώσει κεφάλι το κίνημα... Το ποσό μεγάλο για την εποχή. Το μέσο μεροκάματο ήταν τότε στο χώρο 1.100 δραχμές. Μα, δεν είχε κανείς σκοπό να λερώσει το κούτελο στο βούρκο του κλεμμένου από τ' αφεντικά πλούτου, «πουλώντας» τους συναδέλφους τους και τον αγώνα. «Η τιμή τιμή δεν έχει και χαράς τον που την έχει». Και δεν την παζάρεψαν. Για να κοιτούν ίσια στα μάτια το συνάδελφο και να δένονται στην αξία της ταξικής αλληλεγγύης. Αυτή τους η περηφάνια δε χωρά να ζυγιαστεί ούτε μ' όλο τον πλούτο του κόσμου. Βγήκαν και οι τέσσερις μπροστά στους εργάτες με το κεφάλι ψηλά και το καταγγείλανε.
Μα και οι εργοδηγοί δεν υπόγραφαν. Γιατί να υπογράψουν απόλυση για τους καλύτερους εργάτες και μαστόρους; Που δεν κάνουν κοπάνες από τη δουλιά; Που είναι συνεπείς σε όλα; Αυτά είπαν και υπογραφή δεν έβαλαν.
Η απεργία κράτησε σαράντα μέρες. Μπήκαμε στο ναυπηγείο νικητές ως προς την ικανοποίηση των αιτημάτων της απεργίας.
Μα η δική μας δράση δε σταματούσε εκεί που έφταναν τα καθήκοντα για την απεργία. Η διάδοση του «Ριζοσπάστη» συνεχίστηκε ακόμη πιο εντατικά. Αυξήθηκαν τα φύλλα. Το ίδιο και η ιδιαίτερη δουλιά με τους οπαδούς, που ήταν μπροστάρηδες στον αγώνα. Αλλωστε, για μας, η υπόθεση της απεργίας ήταν ένα το κρατούμενο. Το μέτρημα, όμως, της δικής μας δουλιάς ήταν διαφορετικό. Πόσο δυνάμωσε το Κόμμα;
Βοήθησε και η καθημερινή παρουσία του συντάκτη από το Εργατικό Τμήμα της εφημερίδας, αλλά και το γεγονός ότι ο «Ριζοσπάστης», με το ρεπορτάζ από τη 40ήμερη απεργία, ήταν ο καθημερινός σύντροφος των εργατών. Οι πιο πολλοί, καθημερινά, μας ζητούσαν να τον διαβάσουν. Βεβαίως, λιγότεροι αγόραζαν. Ο φόβος συνέχιζε να υπάρχει, παρά το γεγονός ότι είχαν σπάσει τα «στεγανά» με το Κόμμα και την εφημερίδα.
Ο Γιώργος περνά στο δικό μας κατώφλι
Μα, δε μας έφτανε ούτε αυτό. Οργανώσαμε εργάτες στην ΚΟΒ; Εναν από τους τρεις «Ριζοσπάστες» τον αγόραζε καθημερινά ο Γιώργος. Καλός εργάτης, συνεπής στη δουλιά του, χαιρόσουν να τον έχεις βοηθό, και μάλλον χαμηλών τόνων. Μα έκανε καλή δουλιά, όπως και εμείς μαζί του. Ηταν μια από τις στρατολογίες, που έγιναν στη διάρκεια της απεργίας. Τη δουλεύαμε ένα χρόνο πριν. Καθημερινά, ασίγαστα, τραβώντας την κουβέντα έξω από τα στενά όρια της κατάστασης στο χώρο δουλιάς. `Η, πιο σωστά, δέναμε την πραγματικότητα της ζωής στο ναυπηγείο με την πολιτική και την εξουσία της πλουτοκρατίας. Φτάναμε με απλό τρόπο να τον κάνουμε να συνειδητοποιήσει, όχι μόνο την ανάγκη διεκδίκησης των δικαιωμάτων, αλλά το γιατί δεν ικανοποιούνται αυτά σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εργοδοσία πλουτίζει από τη δουλιά μας. Και αυτό πρέπει να το αλλάξουμε. Μα, δε φτάνουν οι αγώνες των συνδικάτων για μια τέτοια ριζική αλλαγή. Χρειάζεται να αλλάξει η κοινωνία. Γι' αυτό θέλει ισχυρό ΚΚΕ. Οχι μόνο με την ψήφο. Μα, και με τη συμμετοχή στις γραμμές του ολοένα και περισσότερων εργατών. Γιατί η κοινωνική απελευθέρωση θέλει σκληρούς αγώνες, αντίστασης και ανατροπής της εξουσίας των εργοδοτών. Και ο Γιώργος άκουγε και συμφωνούσε. Ωσπου ήρθε η ώρα της μεγάλης απόφασης. Βοήθησε και η απεργία, ο αγώνας. Μα, χωρίς την προηγούμενη κρυφή, δραστήρια, στοχοπροσηλωμένη δουλιά, με το «Ρίζο», με την κουβέντα, με την οικονομική δουλιά, με τη χρέωση να κάνει δουλιά ο ίδιος σε άλλους εργάτες, δε θα γινόταν το ποιοτικό βήμα της ένταξης στις γραμμές του Κόμματος. Και δεν ήταν η μοναδική στρατολογία. Η ΚΟΒ δυνάμωσε κι άλλο, σχεδόν διπλασιάστηκε. Το Κόμμα αύξησε την πολιτική, αλλά και εκλογική επιρροή του στις εκλογές του 1981. Αυξήθηκε η κυκλοφορία του «Ριζοσπάστη». Και όλ' αυτά εκφράστηκαν στην επόμενη μεγάλη κινητοποίηση στα 1982. Κράτησε πολλούς μήνες. Και ανεξάρτητα από την έκβασή της, το πιο μεγάλο όφελος ήταν η δύναμη που έδωσαν οι εργάτες στο Κόμμα.
1. Γιανγκίνι: Υπερβολική θερμότητα, καταστροφική, από φωτιά.
2. Καρνάγιο: Το μέρος, δίπλα στη θάλασσα, όπου κατασκευάζεται το βαπόρι, έτσι που να μπορεί να καθελκυστεί όταν είναι έτοιμο.
3. Ντακίμι. Σημαίνει δυο πράγματα κολλητά, δίπλα - δίπλα. Ονομάζεται έτσι, γιατί τα λάστιχα του κόφτη είναι δυο μαζί, ένα για το οξυγόνο και ένα για την ασετιλίνη.
4. Κοντέινερ: Βαπόρι που μεταφέρει τα κοντέινερ.
5. Φέρι - μποτ παντόφλα: Αυτά που κάνουν κοντινές αποστάσεις, μεταφέροντας αυτοκίνητα.
6. Διάκος: Εργατοπατέρας συνδικαλιστής στους ελασματουργούς του Πειραιά.

Λ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ