19 Ιουλ 2012

Ο κυρ Αλέκος



Ο κυρ Αλέκος


Γρηγοριάδης Κώστας



Εκεί, σ' εκείνο το γυμνό και άνυδρο ξερονήσι της Γιούρας, εμάς τα «ανήλικα», νεαρούς ΕΠΟΝίτες, παιδιά αγωνιστών, ανταρτόπουλα του Δημοκρατικού Στρατού, που αιχμαλωτίστηκαν από τις δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού, μας είχαν μαντρωμένους χωριστά, σε ένα αγκαθερό συρματόπλεγμα, που το ονόμασαν «κλωβός ανηλίκων». Περνούσαμε κι εμείς, μαζί με τους μεγάλους φυλακισμένους αγωνιστές, τον δικό μας Γολγοθά, των βασανιστηρίων και των στερήσεων, νηστικοί και διψασμένοι, με τις καθημερινές εξοντωτικές «αγγαρείες» και με τα ρόπαλα των δεσμοφυλάκων να χτυπούν αλύπητα και αδιάκριτα τα βασανισμένα κορμιά μας.




Αν θέλεις να πάρεις μια ιδέα για το ήθος, για την ποιότητα και το επίπεδο ανθρωπιάς αυτών των «ανθρωποφυλάκων», που είχαν αναλάβει την «τήρηση της τάξεως», μέσα στο στρατόπεδο, θα σου πω ένα περιστατικό πολύ χαρακτηριστικό. Σε μια από εκείνες τις μεγάλες μαύρες σκηνές, που μας είχαν δώσει για τη «στέγασή» μας, είχαμε στήσει το κουρείο μας. Είχαμε ανάμεσά μας συντρόφους, που, έξω, ασκούσαν το επάγγελμα του κουρέα. Ζητήσαμε, λοιπόν, από τη Διεύθυνση και μας έφεραν μερικά εργαλεία (ψαλίδια, ξυράφια, μηχανές), για να μας κουρεύουν και να μας ξυρίζουν οι δικοί μας. Τα εργαλεία αυτά, φυσικά, τα έφερνε το πρωί ένας φύλακας, που στεκόταν και άγρυπνος φρουρός εκεί στην «είσοδο», στο άνοιγμα της σκηνής, όση ώρα λειτουργούσε το κουρείο. Και όταν τελείωνε η δουλιά, τα μάζευε πάλι, τα μετρούσε με προσοχή (προπαντός τα ξυράφια), να μη λείπει κανένα, και τα κλείδωνε στο αρχιφυλακείο, για ασφάλεια.


Μαζί με τους άλλους συντρόφους που ανέλαβαν να μας κουρεύουν και να μας ξυρίζουν, είχαμε και τον κυρ Αλέκο. Ηταν ένα χρυσό ανθρωπάκι, οικογενειάρχης, ηλικιωμένος, θα ήταν πενήντα χρονών, ίσως και παραπάνω. Μια ψυχούλα αθώα και ευγενική, που σε σκλάβωνε και μόνο με το χαμόγελό του, που δεν του έλειπε ποτέ απ' τα χείλη. Μίλαγε πάντα στον πληθυντικό, σε όποιον κι αν απευθυνόταν. Ακόμα και σ' εμάς τα ανήλικα, μιλούσε με τη μεγαλύτερη ευγένεια και λεπτότητα. «Πώς είστε, κύριε Βασιλάκη; Καλά, αγόρι μου;... Πάντα καλά... Ορίστε!.. Ελάτε να σας κόψουμε λίγο τα μαλλάκια σας, να σας ομορφύνουμε... Που είστε, βέβαια, ωραίος, δεν το συζητάμε, αλλά να σας ομορφύνουμε εννοώ ακόμα πιο πολύ...».


Εκείνα τα χρόνια, 1948-1949, με το άγριο εκείνο πογκρόμ των συλλήψεων και των εκτελέσεων, που γέμισαν τα νησιά και τις φυλακές με αγωνιστές κατάδικους και εξόριστους, έργο που είχαν αναλάβει, κυρίως, και προωθούσαν με ιδιαίτερο ζήλο μερικοί στρατοκράτες, διοικητές μεγάλων μονάδων, για να εκκαθαρίζουν το έδαφος και να διευκολύνονται πιο πολύ στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους κατά του Δημοκρατικού Στρατού, συνέλαβαν και καταδίκασαν και τον κυρ Αλέκο. Για εκείνες τις μαζικές συλλήψεις και καταδίκες, ακόμα και ανθρώπων που είχαν, απλώς, μια συμπάθεια προς το ΕΑΜ και το Δημοκρατικό Στρατό, θα σου διαβάσω ένα απόκομμα από την εφημερίδα μας, το «Ριζοσπάστη», από μια σειρά άρθρα που δημοσίευσε, ως αφιέρωμα στα 50 χρόνια από την ίδρυσή του ΔΣΕ: «Δίπλα σ' αυτά τα μέτρα, προστέθηκαν και οι αδίστακτες μαζικές συλλήψεις πληθυσμού, που θεωρούνταν ύποπτος ότι συμπαθούσε ή βοηθούσε τις δυνάμεις του ΔΣΕ. Η σκληρότητα αυτών των μέτρων απεικονίζεται ανάγλυφα στις διαταγές που εξέδωσε ο στρατηγός Πετζόπουλος προς τις μονάδες στρατού που διοικούσε. Συγκεκριμένα, σε διαταγή του στις 18-12-1948 ανέφερε: "Προβείτε προκαταρκτικάς ενεργείας, ώστε την 27-12-48 συλληφθώσι ταυτοχρόνως εκ των αστικών κέντρων απάσης υμών περιοχής εν συνεννοήσει μετά των κατά τόπους στρατιωτικών αρχών, άπαντες ιδιώται κομμουνισταί, ανεξαρτήτως εάν θεωρούνται ύποπτοι ή ου και ανεξαρτήτως επαγγέλματος. Ουδεμίαν εξαίρεσιν θα ανεχθώ". Και στις 28-12-1948, ο νέος αυτός Ιμπραήμ της Πελοποννήσου τηλεγραφούσε στην Καλαμάτα και την Πάτρα: «Σύνολον συλληφθέντων εντός πόλεως ΚΑΛΑΜΩΝ απαράδεκτον. Φαίνεται δε με αντελήφθητε. Επαναλαμβάνω, ουδείς κομμουνιστής δέον μείνει ελεύθερος ΚΑΛΑΜΑΣ, ένθα σοβαροτέρα κομμουνιστική εστία ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ. Δέον αντιληφθείτε ότι αστικά κέντρα δέον εκκαθαρισθώσι απολύτως από κομμουνιστικόν μίασμα. Διά κομμουνιστάς διαμένοντας αστικά κέντρα, ουδείς οίκτος. Συλλήψεις συνεχισθώσι".


Στο ερώτημα ποιοι ήταν αυτοί που συλλαμβάνονταν, δεν είναι δύσκολο να δοθεί η απάντηση. Οι αρχές, κάτω από τέτοιου είδους διαταγές, δεν πολυσκοτίζονταν για το ποιους θα έβαζαν στο χέρι. Προχωρούσαν αδιακρίτως σε συλλήψεις, αρκεί να είχαν υπόνοιες ότι ο υποψήφιος προς σύλληψη δεν τους έμοιαζε και τόσο εθνικόφρονας».


Συνέλαβαν, λοιπόν, και τον κυρ Αλέκο, την ψυχούλα την άδολη, και τον οδήγησαν σιδεροδέσμιο μπροστά τους κυρίους στρατοδίκες, τους άγρυπνους φρουρούς της «καθεστηκυίας τάξεως», να απολογηθεί για... τα εγκλήματά του.


Προσπάθησε στην αρχή να τους καλοπιάσει.


«Καλημέρα σας, κύριε πρόεδρε... Πώς είστε; Εχετε παιδάκια; Να σας ζήσουν...», ευχήθηκε, προσπαθώντας να χαμογελάσει στον πρόεδρο του έκτακτου στρατοδικείου, που τον κάρφωνε βλοσυρός και ανέκφραστος πάνω απ' την έδρα του.


«Αστα αυτά! Δε μας ενδιαφέρουν οι ευχές σου. Εδώ κατηγορείσαι ως ύποπτος διά συμπάθειαν προς τους κομμουνιστοσυμμορίτας του Μάρκου. Τι απολογείσαι; Αποκηρύσσεις τον κομμουνισμόν, το Κάπα Κάπα και τας παραφυάδας του, και να σε αφήσουμε να πας στο σπιτάκι σου, ή θα πας κι εσύ μαζί με τους άλλους τους αμετανόητους κομμουνιστάς; Λέγε! Αποκηρύσσεις, ναι ή όχι;».


Κατάλαβε ο κυρ Αλέκος πως ήταν μάταιη κάθε προσπάθεια ν' απολογηθεί, να αποδείξει την αθωότητά του. Και αυτός, ο κουρέας, ο «πολυλογάς», απάντησε ξερά, με δυο τρεις μονάχα λέξεις: «Προτιμώ όχι, κύριε πρόεδρε. Προτιμώ να πάω μαζί με τους άλλους, τους κομμουνιστές. Ας είστε καλά...».


Εκεί, λοιπόν, στο κουρείο που σου έλεγα, μπροστά στην είσοδο της σκηνής, ο κυρ Αλέκος είχε φέρει λίγο χώμα, το στήριξε γύρω γύρω με πετρούλες, έκανε ένα μικρό στενόμακρο παρτεράκι, και μέσα έσπειρε λίγα σποράκια βασιλικό που του είχαν στείλει οι δικοί του μέσα σε γράμμα, λίγες φακές που πήρε απ' τα μαγειρεία, έτσι για να πρασινίσει, να ομορφύνει λίγο η «είσοδος» του κουρείου μας. Νεράκι για τον ακριβό «ανθόκηπό» μας φέρναμε με τη σειρά και λίγο λίγο, ο καθένας με το κυπελλάκι του, απ' το υστέρημά μας.


Μια μέρα, φρουρός εκεί στην είσοδο της σκηνής ήταν ένας απ' αυτούς τους «φύλακες», Ζεϊμπέκας ονόματι. Ενα ανθρωπόμορφο κτήνος, άξεστος και αστοιχείωτος, που άλλη δουλιά δεν ήξερε απ' το να δέρνει τους φυλακισμένους που κουβαλούσαν στον ώμο τις πέτρες, να φτιάξουμε, λέει, το δρόμο για... τη Σύρο. Είχε αποκτήσει τη φήμη και το όνομα ενός από τους πιο βάναυσους και τους πιο σκληρούς βασανιστές του στρατοπέδου.


Σκυλοβαρέθηκε εκείνη τη μέρα να κάθεται «άπραγος» ώρες ολόκληρες σε μια μεγάλη πέτρα, εκεί στο έμπα της σκηνής, και έπιασε να... σκαλίζει το παρτέρι μας. Εμπηχνε όρθια, δίπλα στη ρίζα του βασιλικού, ένα μακρύ ραβδί που κρατούσε στα χέρια του, κι ύστερα το γύριζε στο πλάι, γυρίζοντας ανάποδα μία μία και τις φουντίτσες του βασιλικού, με τις ρίζες τους στον αέρα.


Ημουν ακριβώς μπροστά του, στην είσοδο της σκηνής, περιμένοντας τη σειρά μου να μπω στο κουρείο.


«Τι κάνετε εκεί;..», τόλμησα να του παρατηρήσω, προσπαθώντας να κρύψω την αγανάκτησή μου.


«Σκαλίζω το περιβόλι...», χασκογέλασε, δείχνοντας τα σάπια δόντια του. «Γιατί ρωτάς; Δε σ' αρέσει;..», είπε και σηκώθηκε όρθιος, με το ξύλο στο χέρι. «Τι να μ' αρέσει... Αυτό είναι βανδαλισμός...», είπα. Με παρέσυρε η οργή και ανέβασα λίγο τον τόνο της φωνής μου.


Χωρίς να πει λέξη, σηκώνει το ξύλο και το κατεβάζει με δύναμη στα ποδάρια μου, ακριβώς πίσω απ' τα γόνατα.


«Να!», είπε ύστερα, και χασκογέλασε πάλι ηλίθια. «Να σε βανδαλίσω λίγο και σένα άμα θέλεις».


Οι σύντροφοί μου που στέκονταν μαζί μου στην ουρά, μ' έπιασαν απ' τις μασχάλες και με σήκωσαν, για να μπορέσω να σταθώ πάλι στα πόδια μου. Με τη φασαρία, βγήκε έξω απ' τη σκηνή και ο κυρ Αλέκος, με το ψαλίδι και την τσατσάρα στα χέρια του. Μόλις είδε τα βασιλικά του και όλο το παρτεράκι μας αναποδογυρισμένο, δεν μπόρεσε να κρατήσει την ψυχραιμία του.


«Δεν ντρέπεσαι λιγάκι;» (πρώτη φορά τον άκουσα να μιλάει στον ενικό). «Δεν έχεις απάνω σου μια στάλα φιλότιμο; Παλιάνθρ...». Δεν πρόφτασε να τελειώσει τη λέξη. Το ραβδί του Ζεϊμπέκα σηκώθηκε και κατέβηκε σαν αστραπή. Επεσε μ' έναν υπόκωφο γδούπο στο κεφάλι του κυρ Αλέκου και τον ξάπλωσε στο χώμα. Ενα «αχ» παραπονιάρικο ακούστηκε μονάχα και η αθώα ψυχούλα σωριάστηκε μεμιάς κάτω στην άμμο, σαν το πουλάκι που το πέτυχαν ξαφνικά τα σκάγια από την ντουφεκιά του κυνηγού. Τον πήραν τα αίματα, απ' το μελίγγι και το αυτί μέχρι κάτω στο στήθος. Το πουκάμισό του βάφτηκε κατακόκκινο.


Τον πήραν τα παιδιά στα χέρια και τον πήγαν τρέχοντας σε μια σκηνή, που τη χρησιμοποιούσαμε για «αναρρωτήριο», καλώντας τους δικούς μας γιατρούς να του προσφέρουν κάποια βοήθεια.


Βάλαμε όλοι τις φωνές, μαζεύτηκαν κι άλλοι φύλακες της «εσωτερικής φρουράς» του στρατοπέδου, με επικεφαλής έναν υπαρχιφύλακα. Με κλοτσιές και με τα ρόπαλα, μας σκόρπισαν και μας έκλεισαν όλους μέσα στις σκηνές μας. Μάζεψαν όλα τα εργαλεία απ' το κουρείο, και το έκλεισαν, «μέχρι νεωτέρας διαταγής».


Το χτύπημα στο κεφάλι του κυρ Αλέκου ήταν πολύ βαρύ. Οι γιατροί μας απαίτησαν επίμονα από το γιατρό της φυλακής και πέτυχαν τη μεταφορά του στο νοσοκομείο της Σύρου. Τον πήραν με ένα καϊκάκι ψαράδικο, που μας έφερνε απ' τη Σύρο το ψωμί και τα άλλα τρόφιμα και από τότε δεν τον ξαναείδαμε τον κυρ Αλέκο, τον κουρέα μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ