19 Ιουλ 2012

Οι δυο κυρατζήδες - αγωγιάτες


Οι δυο κυρατζήδες - αγωγιάτες


Γρηγοριάδης Κώστας



Προτού ανακαλύψουν οι άνθρωποι τα μηχανοκίνητα μέσα μεταφοράς (φορτηγά αυτοκίνητα, νταλίκες κ.ά.) οι μεταφορές διαφόρων εμπορευμάτων από πόλη σε πόλη και χωριά, από χώρες σε χώρες, π.χ., Ελλάδα- Τουρκία-Βουλγαρία-Σερβία-Αυστρία-Οδησσός- Κωστάντζα και άλλες πιο μακρινές ακόμη, γίνονταν με διάφορα ζώα σαμαριάρικα. Στη χώρα μας και στις παραπάνω που ανέφερα γίνονταν κατά προτίμηση με μουλάρια τα οποία είχαν μεγάλη αντοχή για μακρινά ταξίδια.




Ηταν ολιγοφάγα και οικονομικότερα από τα άλογα. Φυσικά οι μεταφορές με ζώα γίνονταν εκεί που δε βόλευαν τα πλοία, τα τρένα και τα κάρα, τα οποία ήταν ελάχιστα και δεν προσφέρονταν για τις δύσβατες περιοχές και τα μονοπάτια που συντόμευαν κατά πολύ τις αποστάσεις. Οι άνθρωποι που έκαμαν αυτή τη δουλιά λέγονταν κυρατζήδες-αγωγιάτες και οι μεταφορές λέγονταν κυρατζηλίκια-αγώγια. Ηταν ένα μεγάλο (και πρέπει να ήταν όπως έλεγαν οι παλιοί), επικερδές επάγγελμα (ισνάφ) και ταξίδευαν αρκετές μέρες πολλοί μαζί (καραβάνια) και διανυκτέρευαν σε πανδοχεία, χάνια, με στάβλους και με άλλες ευκολίες σχετικές με τις ανάγκες της εποχής.


Διάβαιναν πολλές φορές και πλωτά ποτάμια πάνω σε μεγάλες σχεδίες («σάλια») που κινούνταν με τροχαλίες-μακαράδες και με χοντρά σχοινιά-παλαμάρια. Τέτοια μεγάλα «σάλια», που περνούσαν ακόμη στην απέναντι μεριά και μεγάλα κοπάδια γιδοπρόβατα κ.ά., είχε ο Δούναβης και άλλα μεγάλα ποτάμια καθώς και δύο ο ποταμός Στρυμόνας. Ενα ήταν στα παραποτάμια χωριά κοντά στις Σέρρες και το άλλο κοντά στην Αμφίπολη που το διάβηκα και εγώ, πολύ μικρός μαζί με τον πατέρα μου, τη μάνα μου και τον μεγαλύτερο κατά τρία χρόνια αδερφό μου Χρήστο, και μάλιστα καβάλα στα δυο μας ζώα πηγαίνοντας στο μοναστήρι Εικοσιφοίνισσας (Κουσίντσας) Παγγαίου για προσκύνημα το Δεκαπενταύγουστο του 1926. Είναι μία από τις σπάνιες και εντυπωσιακές παιδικές μου αναμνήσεις που θυμάμαι, αν και τεσσάρων χρόνων, τόσο καλά.


Αργότερα όταν άρχισε η αποξήρανση της λίμνης Αχινού, βρέθηκε στο σημείο εκείνο από μια μεγάλη βυθοκόρο (φαγάνα) το τεράστιο και πολύ γνωστό λεοντάρι της Αμφίπολης. Για τους κυρατζήδες και πλανόδιους πραματευτάδες γράφτηκαν πολλά ποιήματα, τραγούδια και ιστορίες.


Η παρακάτω ιστορία που γράφω, εύθυμη και αληθινή, συνέβη στη Βουλγαρία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, κι αναφέρεται σε δυο κυρατζήδες που ξεκίνησαν την ίδια μέρα, ο ένας από το Μελένικο και ο άλλος από το Πάνσκο, για τη Σόφια με σκοπό να μεταφέρουν εκεί τα παρακάτω εμπορεύματα με τα μουλάρια τους.


Πρέπει να αναφέρω εδώ ότι στο Μελένικο κατοικούσαν μόνον Ελληνες που μιλούσαν και τα βουλγάρικα. Ο Χρήστος, που τον αποκαλούσαν και Τότιτσια ή και Ιτσκο, φόρτωσε σε δυο μουλάρια κανονικά διάφορα είδη παραγωγής βιοτεχνών του Μελένικου και σε ένα τρίτο μουλάρι μόνο δύο βαρελάκια κρασί εκλεκτό, δέκα οκάδες το καθένα, για να κάνει καβάλα γιατί ήταν αδύνατο να περπατά τόσα χιλιόμετρα πεζός.


Ο άλλος από το Πάνσκο, ο Ιβάντσια, φόρτωσε κι αυτός κανονικά σε δυο μουλάρια σαλάμι (σαλάμ) και στο τρίτο δύο πακέτα των 10 οκάδων σαλάμι, ελαφρά, για να ανεβαίνει κι αυτός καβάλα.


Ο Χρήστος ή Τότιτσια ξεκίνησε πρωί και βάδιζε βορειοανατολικά, ενώ ο Ιβάντσια (από το Πάνσκο) βορειοδυτικά για να φτάσουν στο σημείο που άρχιζε ο μεγάλος δρόμος για τη Σόφια.


Το μέρος αυτό θεωρούνταν σταθμός για λίγη ξεκούραση.


Για το Μελένικο γνώρισα αρκετά στα 1954-1961 όταν υπήρξα κάτοικος Σιδηροκάστρου ως ψάλτης στην Ευαγγελίστρια και μουσικός στο δήμο συγκροτώντας εξηκονταμελή μικρή χορωδία και φιλαρμονική (μπάντα).


Το Μελένικο ήταν μια αξιόλογη μικρή πόλη με ανεπτυγμένο πολιτισμό, πρόοδο στα γράμματα και στις τέχνες, με μεγάλη παραγωγή γεωργικών, αμπελουργικών, οικοτεχνικών και άλλων προϊόντων, κτισμένο στα φαράγγια του βουνού Πιρίμ' Νταγ' και στον παραπόταμο του Στρυμόνα Μπεστρίτσα.


Οι Ελληνες κάτοικοι τότε είχαν μεταξύ τους μεγάλη αλληλεγγύη και στήριζαν τους έχοντες ανάγκη βοήθειας και αρωγής, ιδιαίτερα τα παιδιά που χαρακτηρίζονταν διάνοιες και φρόντιζαν να τα σπουδάσουν ακόμη και στη Βιέννη, όπως τον Αναστάσιο Παλατίδη, που υπήρξε αργότερα γιατρός του οίκου των Αψβούργων. Ο γιατρός αυτός απέκτησε μεγάλη περιουσία την οποία προτού πεθάνει δώρισε στα σχολεία του Μελένικου, που μετά το 1913 μεταφέρθηκαν στα σχολεία και στο Γυμνάσιο του Σιδηροκάστρου. «Των σχολείων μας στύλος υπάρχων» αναφέρει μεταξύ άλλων ο ύμνος του που καθιερώθηκε να τραγουδιέται (να ψάλλεται) στη γιορτή και μνήμη του, κάθε χρόνο στις 30 του Γενάρη στη μουσική του G. VERDI «NABUCCO».


Τον ύμνο «Ω σκιά ιερά παλατίδου» καθώς και άλλα χορωδιακά έργα, εκτελούσε η προαναφερθείσα μεικτή χορωδία Σιδηροκάστρου για μερικά χρόνια, στη συνέχεια η μεικτή χορωδία του ΟΡΦΕΑ Θεσσαλονίκης και από το 1994 πάλι η ανασυγκροτηθείσα χορωδία Σιδηροκάστρου.


Το 1913 με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το Μελένικο πέρασε στη βουλγάρικη επικράτεια και όλοι οι κάτοικοι Ελληνες διασκορπίστηκαν σε Σιδηρόκαστρο, Σέρρες, Θεσσαλονίκη κ.α.


Μετά το Β? Παγκόσμιο Πόλεμο το σοσιαλιστικό κράτος αξιοποίησε τουριστικά το Μελένικο χάρη στις πολλές βυζαντινές εκκλησίες, στα μεγάλα αρχοντικά σπίτια, ιδρύματα, σχολεία, βιοτεχνίες και στις φυσικές ομορφιές του.


Τη Βουλγαρία επισκέφτηκα τρεις φορές διάφορα μέρη της και μεταξύ αυτών το 1983 μαζί με άλλους εκδρομείς το Μελένικο και το Πάνσκο. Στο Μελένικο θαυμάσαμε τη μαγευτική τοποθεσία με τα καταπράσινα φαράγγια, τα μεγάλα αρχοντικά και τις παλιές οικοτεχνίες και άλλα αξιοθέατα. Η επίσκεψή μας ήταν βιαστική, δύο περίπου ωρών, αρκετή όμως να μας εντυπωσιάσει και με τα ωραία φαγητά και τα κρασιά. Κύριος προορισμός μας ήταν η διήμερη επίσκεψη στην πόλη Πάνσκο με δύο διανυκτερεύσεις, φιλοξενούμενοι από το δήμο της πόλης, με τον οποίο ο Δήμος Τριανδρίας Θεσσαλονίκης είχε αδελφοποιηθεί (Είχε προηγηθεί δε επίσκεψη-φιλοξενία στην Τριανδρία του δημάρχου της Πάνσκο και άλλων κατοίκων της Πάνσκο και μάλιστα με ένα αξιόλογο χορευτικό συγκρότημά τους). Μας εντυπωσίασε το μεγάλο εργοστάσιο ξυλεμπορικής, το δημοτικό πάρκο και πάνω στο βουνό Πυρήν, το μεγάλο δάσος και το τελεφερίκ που το ανέβηκα και γω για πρώτη φορά και τελευταία. Πάνω απ' όλα όμως μας ευχαρίστησαν η φιλοξενία, τα γλέντια, τα αναμνηστικά δώρα, τα πλούσια γεύματα και το φημισμένο «σαλάμ».


Από τις παραπάνω μικρές πόλεις ξεκίνησαν οι δύο κυρατζήδες για το μέρος που άρχιζε ο μεγάλος δρόμος για τη Σόφια. Πρώτος έφτασε ο Μελενίκιος Τότιτσια στο παραπάνω σημείο, που είχε μια μεγάλη βρύση με δύο σωλήνες από τους οποίους έτρεχε άφθονο κρύο νερό που ερχόταν υπόγεια από το απέναντι βουνό.


Λίγο πιο πέρα από τη βρύση υπήρχαν μεγάλα και βαθύσκια δέντρα.


Εκεί ξεπέζεψε και ξεφόρτωσε τα μουλάρια, τα οδήγησε μετά στις μεγάλες γούρνες της βρύσης και τα πότισε. Τα πήγε μετά σε ένα από τα δέντρα και στη συνέχεια έβαλε κριθάρι στους ντορβάδες τους και χόρτα να φάνε. Εκανε τώρα αρκετή ζέστη γιατί το μέρος αυτό ήταν κάμπος και η εποχή αρχές Αυγούστου.


Σε λίγο έφτασε και ο Ιβάντσια από το Πάνσκο, ύστερα από κοπιαστική πορεία και ξεφορτώνοντας κι αυτός στο ίδιο μέρος και δέντρο χαιρέτισε τον άγνωστο μέχρι στιγμής συνάδελφό του.


Εϊ... Ντομπροντέν μπε (καλημέρα). Ντομπροντέν, είπε και ο Τότιτσια και αφού τακτοποίησε κι αυτός κατά τον ίδιο τρόπο τα μουλάρια του και τους έδωσε να φάνε, κάθισαν στη σκιά κι άρχισαν την κουβέντα. Ουτ' καντέσε μπε; (από πού είσαι;), είπε ο Ιβάντσια. Ουτ Μέλνικ (από το Μελένικο), είπε ο Τότιτσια.


Α... Μέλνικ τσίασι (Μελενίκιος), είπε ο Ιβάντσια. Τι ου καντέσε; (συ από πού είσαι;), είπε και ο Τότιτσια στον Ιβάντσια.


Για σαμ' Μπάσκαλε (εγώ από το Πάνσκο). Σέτνο μπε κοβόρεμε μάλκο (κάθισε να μιλήσουμε λίγο), είπε ο Τότιτσια στον Ιβάντσια που τακτοποιούσε ακόμη τα πράγματά του.


Αφού κάθισε αναπαυτικά κι αυτός, συνέχισαν την κουβέντα. Στο ίμας βάρνινου; (τι έχεις φορτωμένα;). Σαλάμ, απάντησε ο Ιβάντσια και στη συνέχεια ρώτησε κι αυτός.


Τι στο ίμας; (συ τι έχεις;). Διάφορα και λίγο κρασιά (Βίνο). Α... είπε ο Ιβάντσια για το σαλάμι που παρήγαγε η πόλη Πάνσκο. Α... Πάνσκο σαλάμ' ντομπρέ, χούμιτουμπου (καλό, εξαιρετικό). Αφού γνωρίστηκαν για τα καλά και ήταν ώρα για φα?, έβγαλαν από τους ντορβάδες τους (ταγάρια) ο μεν Τότιτσια ψωμί, τυρί και κρεμμύδια και γέμισε ένα κανατάκι κρασί (περίπου 200 δράμια) από το ένα βαρελάκι. Ο Ιβάντσια έβγαλε κι αυτός ψωμί κι ένα μεγάλο κομμάτι σαλάμι (απ' τα δυο πακέτα). Αρχισαν να τρώνε με όρεξη, αλλά ο μεν Ιβάντσια έβλεπε (λοξά λοξά) το κρασί που έπινε ο Τότιτσια και σκούπιζε τα μουστάκια του από ευχαρίστηση, αλλά έβλεπε και ο Τότιτσια (λοξά λοξά κι αυτός) το λαχταριστό σαλάμι που έτρωγε ο Ιβάντσια, ο οποίος, κάποια στιγμή που δεν άντεξε άλλο στον πειρασμό για το κρασί του Τότιτσια, έβγαλε από το γελέκο του δυο μικρά νομίσματα και απ' το ταγάρι του ένα περίπου όμοιο κανατάκι και λέει στον Τότιτσια: Αμπε... ντάι με βία στουτίγκι βίνο (δώσε μου δυο δεκάρες κρασί). Πήρε ο Τότιτσια τις δυο δεκάρες και του γέμισε το κανατάκι από την κάνουλα του μικρού βαρελιού βλέποντας συγχρόνως το σαλάμι γιατί το λίγο τυρί σχεδόν τελείωνε αλλά και δεν «τραβούσε» το ευλογημένο κρασί του. Δε χάνει καιρό (σχεδόν αμέσως) με τις ίδιες δεκάρες του Ιβάντσια στο χέρι, του λέει τη στιγμή που ρουφούσε το ευλογημένο κρασί:


Αμπε... ντάιμε βια στουτίγκι βίνο (δώσε μου δυο στουτίγκι κρασί) ο Ιβάντσια προς τον Τότιτσια. Δώσε δυο στουτίγκι σαλάμ ο Τότιτσια προς τον Ιβάντσια, τα κανατάκια γέμιζαν και άδειαζαν τα βαρελάκια, καθώς και τα πακέτα με σαλάμι εξαφανίζονταν.


Ντάιμι βια στουτίγκι βίνο, ντάιμε βία στουτίγκι σαλάμ' ήταν ο κύριος διάλογος μεταξύ τους. Φυσικά το πάρε-δώσε γινόταν με τις δυο δεκάρες (στουτίγκι) που αρχικά έδωσε ο Ιβάντσια στον Τότιτσια για το πρώτο κανατάκι κρασί. Τρώγοντας και πίνοντας το έριξαν στο τραγούδι και στο χορό της Γκάιντας και της Μπαϊντσούσκας.


Ούτε που πρόσεξαν πως ο ήλιος κατηφόρισε προς τη δύση. Δεν ενδιαφέρονταν και δεν μπορούσαν άλλωστε να συνειδητοποιήσουν από τη μεγάλη θολούρα του κεφαλιού τους ποιος ήταν ο προορισμός τους και γιατί βρίσκονταν εκεί. Τα μουλάρια από ένστικτο τούς κοίταζαν παράξενα και με τα μπροστινά τους πόδια έσκαβαν το χώμα.


Σημάδι ότι διψούσαν, πεινούσαν ή ότι έπρεπε να κινηθούν να φύγουν. Τους απασχολούσε μόνον η χαρά της γνωριμίας και δώσ' του ν' αγκαλιάζονται και να φιλιούνται και να υπόσχονται πως η φιλία τους θα συνεχιστεί με συχνές επισκέψεις στο Μέλνικ και στο Πάνσκο. Γκουσπουντίν Τότιτσια, είσαι αδελφός μου. Και συ Γκουσπουντίν Ιβάντσια, είσαι αδερφός μου και πολλές άλλες εκδηλώσεις που συμβαίνουν πάντα όταν οι άνθρωποι βρίσκονται σε κατάσταση μέθης και μιλάει το κρασί. Οι κάνουλες στα βαρελάκια έπαψαν να τρέχουν που αυτό σήμαινε το τέλος του κρασιού, καθώς και από τα δυο πακέτα σαλάμι έμειναν μόνον τα χαρτιά περιτυλίγματος.


Τους απασχολούσε και τους προβλημάτιζε πώς με δύο στουτίγκι έφαγαν 20 οκάδες σαλάμι και ήπιαν 20 οκάδες κρασί. Το κρασοφιλοσοφούσαν επί ώρα χωρίς όμως να μπορούν να βρουν τη λύση.


Αρχισε να βαραίνει το κεφάλι τους σαν καζάνι, να γυρίζει η γη, να θολώνει το μυαλό και τα μάτια τους καθώς και το στομάχι τους να βαραίνει. Κάθε λίγο σέρνοντας τα πόδια τους, πήγαιναν δίπλα και πίσω από μια μεγάλη βατσινιά και προσπαθούσαν (με κάθε τρόπο) να βγάλουν λίγο κρασί και σαλάμι από το στομάχι τους.


Εχασαν ξαφνικά το κέφι και το τζιχρέ τους (το χρώμα του προσώπου) και τα πόδια τους δεν άντεχαν άλλο. Οπως όπως έγειραν ακουμπισμένοι στις πραμάτειες τους και βυθίστηκαν σε βαρύ ύπνο που το ροχαλητό τους ακούγονταν ως τη βρύση που περνούσαν μερικοί και τους έβλεπαν παράξενα. Οταν, μετά από συχνές επισκέψεις όλη νύχτα προς τη βατσινιά με ζιγκ-ζαγκ, ξημέρωσε, πήγαν στη βρύση και έβαλαν τα κεφάλια τους κάτω από τους σωλήνες για να συνέλθουν, άρχισαν να συνειδητοποιούν πού βρίσκονταν, τι τους συνέβη και ποιος ήταν ο προορισμός τους.


Οταν τους είδαν τα καημένα τα μουλάρια τους, χλιμίντρισαν από την πείνα και από τη δίψα. Με σκυμμένα τα κεφάλια τους από ακεφιά και ντροπή, σιγά σιγά τα πότισαν και τους έδωσαν να φάνε. Αρχισαν να ξεθολώνουν κάπως τα κεφάλια τους και ύστερα από μια ώρα φόρτωσαν κατσουφιασμένοι τα είδη που μετέφεραν στα μουλάρια, ανέβηκαν καβάλα σε εκείνα που τώρα δεν είχαν κανένα άλλο βάρος αφού το κρασί και το σαλάμι (με δύο στουτίγκι) πήγε στα στομάχια τους και στη συνέχεια πίσω από τη βατσινιά, ξεκίνησαν και έφτασαν στη Σόφια, ύστερα από ώρες, άκεφοι, και στο δρόμο πότε κοιμούνταν και πότε σκέπτονταν το πάθημά τους. Παρέδωσαν τα είδη στους εμπόρους αφού εισέπραξαν την αξία τους για τους δικαιούχους παραγωγούς και το κυρατζηλίκι τους και επέστρεψαν στα σπίτια τους αφού πρώτα αποχαιρετήθηκαν με την υπόσχεση ότι η φιλία τους θα συνεχιστεί.


Ορκίστηκαν πως δε θα ξαναπέσουν στο ίδιο σφάλμα της ασωτίας για το οποίο παραλίγο θα έσκαζαν και ότι δε θα πουν, με όρκο, πουθενά το πάθημά τους. Ομως «ουδέν κρυφό που να μη βγει μια μέρα στο παζάρι», κάπου το μπιστεύθηκε ένας από τους δυο κι έτσι διαδόθηκε αστραπιαία στο Μελένικο, στο Πάνσκο και σε όλο τον κόσμο, πως δυο κυρατζήδες ήπιαν 20 οκάδες κρασί και έφαγαν 20 οκάδες σαλάμι με δυο δεκάρες, στουτίγκι και δεν έσκασαν. Η κωμικοτραγική αυτή ιστορία έφτασε και σε μένα από τον αγαπητό μου φίλο Χρήστο Γώγο από τον Σοχό Λαγκαδά, κάτοικο Τριανδρίας Θεσ/νίκης, τον οποίο ευχαριστώ θερμά για τα στοιχεία και τους διαλόγους που μου έδωσε της παράξενης αυτής ιστορίας των δύο κυρατζήδων.


Κώστας ΜΠΑΣΛΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ