31 Ιουλ 2012

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Αυθεντικός και πηγαίος καλλιτέχνης


ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
Αυθεντικός και πηγαίος καλλιτέχνης
Με την Σωτηρία Μπέλλου και τον Ηλία Ποτοσίδη
Σαράντα χρόνια απουσίας του λαϊκού δημιουργού, που μίλησε με το δικό του, αυθεντικό τρόπο για τη ζωή του εργάτη, για το μεροκάματο, για την αγάπη, για τα βάσανα, για τη ζωή του φτωχού λαού, του Γιάννη Παπαϊωάννου συμπληρώνονται στις 3/8.
Ενας από τους θεμελιωτές και κύριους εκφραστές του λαϊκού μας τραγουδιού, μια ξεχωριστή μορφή, με εντελώς προσωπικό ύφος και άνθρωπος με μεγάλη καρδιά και σπάνιο ήθος, ο Γιάννης Παπαϊωάννου υπήρξε ο δημιουργός αθάνατων τραγουδιών, όπως: «Φαληριώτισσα», «Ανδρέας Ζέπος», «Πριν το χάραμα», «Ανοιξε γιατί δεν αντέχω», «Κάνε κουράγιο», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Χθες το βράδυ σε μια βάρκα», «Σβήσε το φως» και εκατοντάδων ακόμη. Αυθεντικός και πηγαίος καλλιτέχνης, έμελλε να φύγει πολύ νωρίς από τη ζωή, σε ηλικία 58 χρόνων (σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα το 1972).
Στην πολύχρονη καριέρα του πέρασε μέσα από φωτιά και σίδηρο. Είδε εποχές δύσκολες, όχι μόνο για τους μουσικούς, αλλά για την Ελλάδα ολόκληρη. Μικρασιατική καταστροφή, πείνα, φτώχεια, δυο παγκόσμιοι πόλεμοι, κατοχή, εμφύλιος, δυο δικτατορίες, ξενιτιά.
«Τα τραγούδια μου» - έλεγε - «είναι τα παθήματά μου, οι αγώνες μου, το μεροκάματο για τη φασολάδα, τα όνειρά μου, οι καντάδες μου, η ζωή μου ολόκληρη και η ζωή του φτωχού κοσμάκη...».
Το μπουζούκι παντοτινή αγάπη του
Με τον κουμπάρο του Βασίλη Τσιτσάνη
Για τον μπαρμπα-Γιάννη μιλούν όλοι όσοι τον γνώρισαν με τα καλύτερα λόγια. Ηταν - όπως λένε - ο πιο ανοιχτόκαρδος άνθρωπος. Πάντα με το καλαμπούρι του, καλός πατέρας και οικογενειάρχης. Ποτέ δεν τον είδαν θυμωμένο ή στενοχωρημένο. Ο,τι κι αν τον απασχολούσε, το έκρυβε πίσω από ένα μεγάλο χαμόγελο. Στη δουλειά γινόταν ένα με τον κόσμο και γι' αυτό κι ο κόσμος τον αγαπούσε τόσο. Οσο για τα ταξίμια του, είναι ιστορικά.
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου γεννήθηκε στην Κίο της Μ. Ασίας το 1914. Με την καταστροφή του 1922, έφυγε με τη μητέρα και τη γιαγιά του στην Ελλάδα. Αρχικά, εγκαταστάθηκαν στις Τζιτζιφιές και από μικρό παιδί δούλεψε σκληρά. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη μουσική. Στην αρχή με το μαντολίνο, λίγο αργότερα με την κιθάρα και στη συνέχεια με τον παντοτινό σύντροφο της ζωής του, το μπουζούκι. Ο ίδιος ο συνθέτης μιλά για την πρώτη του «γνωριμία» με το λαϊκό όργανο στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ντόμπρα και σταράτα», που επιμελήθηκε ο Κώστας Χατζηδουλής (εκδόσεις «Κάκτος»). Ενα μεσημέρι στην ταβέρνα του Γκινόπουλου, στις Τζιτζιφιές, όπου πήγαινε μετά τη δουλειά, άκουσε το «Μινόρε του Τεκέ», που είχε ηχογραφήσει ο Γιάννης Χαλκιάς στην Αμερική. Και συγκλονίστηκε... «Τρέλα!! Τέτοιο πράμα, τέτοιο σόλο δεν πρόκειται να ξαναγεννήσει η φύση. Αυτό είναι το σύμβολο... Αμέσως είπα θα πάρω μπουζούκι». Η απόφασή του φέρνει θύελλα στο σπίτι, καθώς η μητέρα του αρνείται να δεχτεί το μπουζούκι. Κι έτσι το φυγαδεύει στο σπίτι ενός φίλου του, όπου πήγαινε και μελετούσε. Γράφει το πρώτο του τραγούδι, τη «Φαληριώτισσα», που ηχογραφείται στην «Οντεόν». «Οταν με ειδοποίησαν να πάω για γραμμοφώνηση, ήμουνα με τα ρούχα της δουλειάς, όλο ασβέστες! Εγραψα τη "Φαληριώτισσα" κι ένα σέρβικο. Παίζω εγώ, ο Περιστέρης κι ο Κωνσταντινίδης, ο λεγόμενος Μακαρόνας. Μετά από λίγο, έβγαλα τη "Μοδιστρούλα", το "Ραντεβού" και τα άλλα. Με τη "Φαληριώτισσα" έγινε λαϊκό προσκύνημα, χάλασε ο κόσμος. Δεν προλαβαίνανε να βγάζουν δίσκους».

Αργότερα ντύνεται στο χακί και το 1937 φεύγει για τη Θεσσαλονίκη με την κομπανία που είχαν φτιάξει μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Μπάτη, τον Κερομύτη και άλλους, με τους οποίους συνεργάστηκε αργότερα στην Αθήνα. Την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, το μπουζούκι διώκεται και η λογοκρισία βασιλεύει. «Το μπουζούκι είχε απαγορευτεί κι ο Μανιαδάκης με τους έτσι, τους δικούς του, γύρναγαν και μάζευαν τους δίσκους από τα μαγαζιά κι από τους δρόμους, από τα γραμμόφωνα. Ρεζιλίκια πράματα! Κι αμέσως λογοκρισία στα τραγούδια. Οποιο τραγούδι έβγαινε, ή μάλλον όποιο τραγούδι θέλανε να βάλουμε, το 'παιζε κάποιος στην επιτροπή και πέρναγε. `Η, αν όχι, άμα δεν τους άρεσε το 'κοβαν... Δεν τους ένοιαζε για τους καλλιτέχνες του λαϊκού τραγουδιού, ποιοι ήτανε και τι κάνανε. Δε δίνανε δυάρα και μην ακούτε τι λένε. Αλλο τους ένοιαζε. Μόνο το τραγούδι το λαϊκό τους ένοιαζε.... Και αυτό το τραγούδι θέλανε να το βάλουνε εκεί που ήθελαν αυτοί και το 'χανε βάλει σε καλούπια... Γιατί αυτό ήτανε στην καρδιά του λαού, γιατί αυτό καταλάβαινε και όχι όλα τα άλλα».
«Ξαφνικά το 1936» - διηγείται σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις ο Γιάννης Παπαϊωάννου - «απαγορεύονται τα λαϊκά τραγούδια. Παίρνω τότε το μπουζούκι μου και πάω στη λογοκρισία. Λέω: Κύριοι, αφού το όργανο είναι κατηγορούμενο, πρέπει να απολογηθεί. Επαιξα ένα μινόρε και συγκινηθήκανε. Γρήγορα δόθηκε η άδεια να συνεχίσουμε. Ηταν η πρώτη νίκη μου».
«Ποιος πέρασε από τις Τζιτζιφιές και τις ξέχασε;»
Μεταπολεμικά δούλεψε στις Τζιτζιφιές, την εποχή της μεγάλης ακμής των λαϊκών κέντρων στην περιοχή. «Στο μαγαζί του κουμπάρου μου του Καλαματιανού», αναφέρει χρόνια αργότερα, «ήτανε η μεγαλύτερη ορχήστρα, το μεγαλύτερο συγκρότημα. Εγώ, ο Μάρκος, ο Χατζηχρήστος, ο Κερομύτης, ο Μητσάκης, ο Αργύρης, ο Κοριός, ο Ροβερτάκης, ο Περιστέρης, ο Ρούκουνας, ο Ποτοσίδης, ο Μαρσέλος, ο Μοσχονάς και άλλοι». Και αργότερα, πάλι στις Τζιτζιφιές, «με τον Τσιτσάνη, την Μπέλλου, την Νίνου, τον Χιώτη, την Σεβάς Χανούμ, την Χρυσάφη, την Ντάλια και βάλε. Ιστορίες ολόκληρες. Πώς να τις θυμάσαι; Από πού ν' αρχίσεις και πού να τελειώσεις; Ποιος πέρασε από τις Τζιτζιφιές και τις ξέχασε;».
Ο Γ. Παπαϊωάννου ήταν ο πρώτος λαϊκός συνθέτης που πήγε στην Αμερική (1953), βγάζοντας το μπουζούκι εκτός Ελλάδας. Ο άνθρωπος που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στο λαϊκό τραγούδι, έφτασε ν' αναρωτιέται αργότερα, όταν άλλοι (δισκογραφικές εταιρείες) «θέριζαν» αυτά που η γενιά του είχε «σπείρει»: «Τόσα χρόνια στο πάλκο εμείς τι κάναμε; Σαράντα χρόνια εγώ ξενύχτια, αγώνες. Ενα σπίτι έκανα με τρεις Αμερικές λεφτά. Τρεις φορές μόνο πήγα στην Αμερική. Ξέρετε τι είναι τρεις φορές Αμερική; Τρεις φορές ο Γολγοθάς του Χριστού! Ενα σπίτι όλο κι όλο κι αυτό με αίμα, τίποτε άλλο! Κι ο Τσιτσάνης τα ίδια. Τόσες επιτυχίες, τόσα σουξέ, χιλιάδες δίσκοι, τόσα λεφτά στο πάλκο, περιουσίες ολόκληρες. Λεφτά που τα πήρανε αυτοί με τις εταιρείες και αυτοί που δεν έχουνε ούτε όσιο, ούτε ιερό. Από κει που σου κάνουνε υποκλίσεις όταν μπαίνεις στα γραφεία τους, εκεί δε σε ξέρουνε και δε σε αφήνουνε να περάσεις ούτε τα σκαλοπάτια τους».
«Το λαϊκό τραγούδι σήμερα έχει πέσει σε χέρια άσχημα», διαπίστωνε με πόνο ψυχής, τα χρόνια της παρακμής του είδους. «Ζούγκλα οι εταιρείες, ζούγκλα», έλεγε και έδινε μια εικόνα της ζοφερής, εμπορικής πλέον, πραγματικότητας: «Το τραγούδι δεν είναι σούπα να βάλουμε την κουτάλα μέσα στο καζάνι. Ξέρω τραγουδιστή που τον θάψανε, γιατί είπε μια κουβέντα σε κάποιο κουμανταδόρο μιας εταιρείας. Εσβησε μια καριέρα, για ένα πείσμα... Ξέρω άλλονε που θάφτηκε γιατί δεν έκανε τα γούστα σε κάποιον απ' αυτούς και έναν άλλον που έγινε φίρμα γιατί τους έκανε τα γούστα. Βρωμιά για να κρατάς τη μύτη σου. Ενας τόλμησε να ζητήσει λεφτά, κάτι ποσοστά λίγα, ίσα - ίσα για να ζήσει και τόνε στείλανε από κει που ήρθε. Δεν πρέπει να ζητάς από τις εταιρείες, παρά μόνο να παίρνεις τα ψίχουλα που σου δίνουνε. Οποιος τολμήσει και ανοίξει το στόμα του για να απαιτήσει κάτι, θα το μετανιώσει. Να το ξέρετε αυτό. Γιατί αυτοί που είναι στις εταιρείες, όταν σηκώσεις κεφάλι δε στο συχωράνε ποτέ. Οποιος και να 'σαι!».
Στη σαραντάχρονη πορεία του έγραψε πάνω από 800 τραγούδια, περιόδευσε σε Ελλάδα και Αμερική, και ανέδειξε μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών, μουσικών και τραγουδιστών. H πλούσια δισκογραφία του μαρτυρά την κολοσσιαία συνεισφορά του. Μερικά από τα τραγούδια του όπως η «Ψαροπούλα» και η «Φαληριώτισσα» που βρίσκονται ακόμα στα χείλια μας και στις καρδιές μας είναι μια ζωντανή απόδειξη της διαχρονικότητας του έργου του ενός μεγάλου συνθέτη.
Ο Μανώλης Χιώτης κατάφερε να συνοψίσει σε δυο φράσεις όλα όσα ειπώθηκαν για τον Γιάννη Παπαϊωάννου: «Ο Γιάννης Παπαϊωάννου είναι μια μεγάλη μορφή της Λαϊκής Μουσικής. Ενα βουνό. Αλλά και το καλύτερο παιδί που υπάρχει πάνω στη Γη».

Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ