14 Ιουλ 2012

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ


Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ 
του Νίκου Κιτσίκη

ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΑ

Μια αυτονόητη υπόθεση της κλασικής φυσικής ήταν ότι υπήρχε δυνατότητα, χάρη σε εξαιρετικές προφυλάξεις, να καταστήσουμε εντελώς παραμελητέα τη διαταραχή που προκαλεί ο ερευνητής με την ανάμειξή του στην πορεία των φυσικών φαινομένων. Η υπόθεση αυτή είναι απόλυτα δικαιολογημένη για φαινόμενα μεγάλης κλίμακας, αλλά παύει να είναι για φαινόμενα της μικροφυσικής τουλάχιστο με τις σημερινές μεθόδους έρευνάς τους, για τα σωματίδια που συγκροτούν τα άτομα.
Ας υποθέσουμε πως πολύ μικρά σωματίδια βγαίνουν στο κενό από ένα μικρό άνοιγμα. Θέλουμε να μετρήσουμε της ταχύτητά τους. Η μέθοδος, σε πολύ απλοϊκά αδρές γραμμές - μα που σε αυτή τη μορφή είναι και πειραματικά πραγματοποιήσιμη - συνίσταται στο να πάρουμε δυο φωτογραφίες σε δυο στιγμές, που απέχουν λόγου χάρη ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου, με τη βοήθεια των στιγμιαίων αναλαμπών με μονοχρωματικό φως και ύστερα να προσδιορίσουμε τη θέση του σωματιδίου στις δυο αυτές στιγμές και κατά συνέπεια το δρόμο που διέτρεξε το σωματίδιο. Αν χρησιμοποιήσουμε για το μικροσκόπιο κόκκινο φως, παίρνουμε μια φωτογραφία που δεν είναι καθόλου καθαρή και σαφής. Η φωτογραφία γίνεται πολύ καθαρότερη αν χρησιμοποιήσουμε υπεριώδεις ακτίνες, δηλαδή φως με μικρό μήκος κύματος και επομένως με μεγάλη συχνότητα. Αλλά δυστυχώς είναι γεγονός ότι τέτια σωματίδια ωθούνται από τη φωτεινή ακτίνα. Για να ελαττώσουμε την ώθηση μπορούμε να χαμηλώσουμε την ένταση του φωτός, δηλαδή να ελαττώσουμε τον αριθμό των φωτονίων, μα ίσαμε ένα σημείο. Οπωσδήποτε για να πετύχουμε τη φωτογράφηση, πρέπει μια ακτίνα φωτός - ένα τουλάχιστο φωτόνιο - να πέσει στο σωματίδιο, δηλαδή να συγκρουσθούν ένα κβάντο φωτός - ένα τουλάχιστο φωτόνιο ορισμένων διαστάσεων που έχει ενέργεια ανάλογη με τη συχνότητα του φωτός, δηλαδή σχετικώς μικρή στην κόκκινη, μεγαλύτερη στην υπεριώδη ακτίνα - με το σωματίδιο. Ετσι βρισκόμαστε σε ένα ενοχλητικό αδιέξοδο, γιατί όσο καθαρότερη είναι η φωτογραφία, δηλαδή όσο ακριβέστερα προσδιορίζεται η θέση του σωματιδίου, τόσο η κρούση του με το φωτόνιο θα είναι ισχυρότερη και κατά συνέπεια η μεταβολή της ταχύτητας του σωματιδίου μεγαλύτερη. Οταν το σωματίδιο εξαφανισθεί, ύστερα από τη δεύτερη φωτογραφία, δεν ξέρουμε σε πόσο βαθμό μεταβλήθηκε η ταχύτητά του. Ομοια δεν ξέρουμε την ταχύτητά του πριν από την πρώτη φωτογραφία. Δηλαδή μπορούμε να πούμε μόνο, τι κάνει το σωματίδιο στο διάστημα του ενός χιλιοστού του δευτερολέπτου, που χωρίζει τις δυο φωτογραφίες. Με άλλες λέξεις, η παρατήρηση ενός αντικειμένου αποτελεί παρέμβαση που επηρεάζει την πορεία του αντικειμένου. Υστερα από τον επηρεασμό δεν μπορούμε να λέμε: «εδώ βρίσκεται το σωματίδιο στο χρόνο t» αλλά «στο χρόνο t υπάρχει τόση πιθανότητα να βρίσκεται το σωματίδιο στη θέση αυτή».
Είναι φανερό ότι οι αβεβαιότητες για τις οποίες μιλούμε, όταν πρόκειται για σωματίδια που είναι αρκετά μεγάλα ώστε να μπορούν να υποβληθούν στην πειραματική διαδικασία που αναφέραμε, είναι εντελώς ασήμαντες και παραμελητέες. Ισως μάλιστα οι αβεβαιότητες που προκύπτουν και που συνδέονται με τη σχέση του Heisenberg είναι πολύ μικρότερες από τις ανακρίβειες τις οφειλόμενες σε άλλες αφορμές και σε σφάλματα μετρήσεων. Αλλά ένα ηλεκτρόνιο έχει αρχική μάζα (ηρεμίας) ίση 9,1.10-28 gr., δηλαδή μέγεθος καταπληκτικά μικρό. Η σύγκρουση ενός ηλεκτρονίου και φωτονίου σημαίνει κρούση δυο σωματιδίων που έχουν συγκρίσιμες τιμές ορμής και ενέργειας. Η υπόθεση μιας παρατήρησης αδιατάρακτης από το εργαλείο και τον παρατηρητή δεν έχει καμιά αξία στη μικροφυσική, όπου κάθε παρατήρηση σημαίνει και μια σοβαρή παρέμβαση στην πορεία του φαινομένου.
Είδαμε ότι η διαλεκτική μας νοοτροπία δεν ενοχλήθηκε καθόλου από τη διαπίστωση αυτή, γιατί καθώς είπαμε ο παρατηρητής και στα κοινωνικά φαινόμενα - με τη διαστολή που κάναμε στο πρώτο μέρος της μελέτης σελ. 70 -, αποτελεί παράγοντα για τη συντέλεση των φαινομένων που η σημασία τους όμως εξαρτάται από τη σχέση τους προς το μέγεθος των κύριων παραγόντων, εκείνων από τους οποίους πριν απ΄ όλα εξαρτάται αυτό τούτο το φαινόμενο.
Πρέπει όμως ν΄ αναφέρουμε και ένα άλλο απλό παράδειγμα, που σύμφωνα με τη γνώμη τουλάχιστο των αυταρχικών επιστημόνων και φιλοσόφων, δικαιολογεί την αμφιβολία για την ντετερμινιστική άποψη. Το παράδειγμα αυτό, όπως το παρουσιάζουν οι αυταρχικοί φυσικοί και το συμπέρασμα στο οποίο αυτοί καταλήγουν, δίνω δίχως σχόλια.
Ας πάρουμε λόγου χάρη ακτίνα ηλεκτρονίων που κατά κάποια διεύθυνση πέφτει απάνω σε πλάκα κρυστάλλινη εντελώς ομαλή. Ενα μέρος της δέσμης ηλεκτρονίων θα ανακλασθεί, ενώ άλλο μέρος θα περάσει από την πλάκα. Οταν ο αριθμός των ηλεκτρονίων που πέφτει απάνω στην πλάκα είναι αρκετά μεγάλος, λόγου χάρη μερικά εκατομμύρια, είναι εύκολο να βρεθεί με ακρίβεια πόσα απ΄ αυτά θα ανακλασθούν και πόσα θα περάσουν από την πλάκα. Οταν όμως πέσει ένα μόνο ηλεκτρόνιο, δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι θα ανακλασθεί ή θα περάσει την πλάκα, αφού αποκλείεται απόλυτα ο τεμαχισμός του. Από το παράδειγμα αυτό προκύπτει ότι ο νόμος της ανάκλασης της δέσμης ηλεκτρονίων είναι στατιστικός. Καθορίζει τη συμπεριφορά ενός μεγάλου αριθμού ηλεκτρονίων, δε μας λέει όμως τίποτε για τη συμπεριφορά καθενός ηλεκτρονίου χωριστά.
Μπορούμε να πούμε ότι στην πρόσπτωση ενός μοναδικού ηλεκτρονίου στην πλάκα δεν είναι το ηλεκτρόνιο που μοιράζεται, παρά η πιθανότητα ότι ολόκληρο το ηλεκτρόνιο θα ακολουθήσει τον ένα ή τον άλλο δρόμο. Ετσι πολλοί φυσικοί χαρακτηρίζουν την ανάκλαση καθενός χωριστού ηλεκτρονίου πάνω στη γυάλινη πλάκα, για φαινόμενο που δεν ακολουθεί το νόμο της αιτιότητας.
Το συμπέρασμα των παραπάνω σκέψεων και παρατηρήσεων θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής: όταν αντιμετωπίζουμε τα στοιχειώδη φαινόμενα και ζητάμε την περιγραφή μέσα στο χώρο και το χρόνο, όπως λόγου χάρη στην περίπτωση του ενός ηλεκτρονίου, τα πράγματα συμβαίνουν σαν να μην ακολουθούν αυστηρά το νόμο της αιτιότητας. Ομως αν και τα στοιχειώδη φαινόμενα φαίνεται σα να ρυθμίζονται το καθένα χωριστά από την τύχη, η μέση τιμή ενός μεγάλου αριθμού απ΄ αυτά ακολουθεί τους νόμους των μεγάλων αριθμών που βρέθηκαν από τον Jacques Bernouilli (1654 - 1705) στους οποίους βασίζεται η θεωρία των πιθανοτήτων και η γένεση των στατιστικών νόμων όπου ξαναβρίσκουμε τη μακροσκοπική πραγματικότητα και την αιτιοκρατική σύνδεση. Για τον παλιό κόσμο των φυσικών και φιλοσόφων τύχη σήμαινε την άγνοια των πολύπλοκων και μεταβλητών πραγματικών αιτίων σ΄ ένα ευρύτατο σύνολο από πιθανά αίτια, όμως η αυστηρή αιτιοκρατική σύνδεση, και αυτών των στοιχειωδών φαινομένων δεν έμπαινε σε αμφισβήτηση. Δεν υπάρχει τύχη, κήρυττε ο Laplace, ο μεγάλος δημιουργός της θεωρίας των πιθανοτήτων, όλα τα φαινόμενα ακολουθούν μια αυστηρή μαθηματική αιτιοκρατία. Ομως σήμερα μερικοί σύγχρονοι θεωρητικοί φυσικοί υποστηρίζουν πως το τυχαίο, η ατομική εκδήλωση, η στοιχειακή περίπτωση, όταν συμβάλλουν στη δημιουργία ενός φαινομένου δεν ακολουθούν κανένα νόμο αν και η συνισταμένη ενός πολύ μεγάλου αριθμού στοιχειακών ατομικών εκδηλώσεων ακολουθεί το νόμο των μεγάλων αριθμών που δίνει την εικόνα μιας στατιστικής κανονικότητας και νομοτέλειας της εξωτερικής πραγματικότητας.
Τέτιες περιπτώσεις απροσδιοριστίας υπάρχουν πολλές. Το γεγονός αυτό οδήγησε, όπως είπαμε, στην εμφάνιση στατιστικών νόμων στην κβαντομηχανική και στην ύψωση φραγμού για την εφαρμογή των εννοιών και των νόμων της κλασικής μηχανικής. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί πως πολλοί νόμοι της φυσικής, πριν ακόμα ανακαλυφθούν τα κβάντα, είχαν χαρακτήρα στατιστικό, όπως λόγου χάρη οι νόμοι που πηγάζουν από την κινητική θεωρία των αερίων, ο νόμος του Carnot κ.ά. Στατιστική εξήγηση δόθηκε από τον Boltzmann στο δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, χωρίς να δημιουργηθεί όμως αμφισβήτηση της αιτιοκρατικής σύνδεσης, γιατί στις περιπτώσεις ακόμα αυτές τα στοιχειώδη φαινόμενα παρουσιάζονται αιτιοκρατούμενα κι όχι τυχαία .
Ο βαθμός της ακρίβειας με την οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν, με ουσιαστικό αποτέλεσμα, κλασικές έννοιες για την περιγραφή της φύσης περιορίστηκε από την καλούμενη σχέση της απροσδιοριστίας του Heisemberg. Ο φραγμός αυτός, κατά τη γνώμη του Heisenberg, καθόρισε το βαθμό ελευθερίας για τη χρήση κλασικών εννοιών.

ΓΕΝΙΚΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΜΦΙΒΟΛΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΧΥ ΤΗΣ ΑΙΤΙΟΚΡΑΤΙΑΣ
Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΒΟΥΛΗΣΗ

Αλλά εκείνο που μας ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι το αναμφισβήτητο επιστημονικό γεγονός, ότι ορισμένα φαινόμενα του μικρόκοσμου δε μπορούν με τη σημερινή εξήγηση που δίνουμε στα φαινόμενα αυτά,  να προβλεφθούν παρά μόνο με πιθανότητα , γιατί οι καθοριστικοί των φαινομένων παράγοντες είναι αδύνατο να βρεθούν με απόλυτη ακρίβεια ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, σε κάθε κοσμικό σημείο του χωροχρονικού συνεχούς. Μας ενδιαφέρει να μάθουμε αν έτσι κλονίστηκε τελειωτικά ο ντετερμινισμός των φυσικών φαινομένων, που περιέχει κατ΄ αρχήν την ικανότητα για καθολική τους πρόβλεψη, αν αυτό το γεγονός δικαιολογεί να λέμε ότι δεν ισχύει πια ο νόμος της αιτιότητας, που αποτελεί μια από τις βασικές θέσεις του διαλεκτικού υλισμού.
Τον ισχυρισμό αυτό διατύπωσαν πολλοί μεταφυσικοί για να υψώσουν τη σημαία του ιντετερμινισμού παντού, τόσο στον πνευματικό όσο και στο φυσικό κόσμο, και να προκαλέσουν την αναβίωση αντιλήψεων για την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου και ... του ηλεκτρονίου. Δεν αστειευόμαστε!... Η αοριστία που συνάντησαν οι φυσικοί στον καθορισμό της τροχιάς των πλανητικών ηλεκτρονίων του ατόμου, τους έκανε να αποδίνουν κάποια ελευθερία στα ηλεκτρόνια. Μερικοί έφθασαν να βλέπουν σ΄ αυτή την ελευθερία της συγκρότησης του ατόμου, το σπέρμα της ελεύθερης βούλησης των ζωντανών οργανισμών. Και η εκμετάλλευση οργίασε για να υποστηρίξει πως η επιστήμη κλονίστηκε συθέμελα, αφού οι βασικοί της νόμοι έπαψαν να έχουν ισχύ, πως δεν είναι σε θέση να αποκαλύψει αντικειμενικές αλήθειες και πως πρέπει να καταφύγουμε στη μεταφυσική και το φιντεϊσμό, δηλαδή να παραιτηθούμε από τα όπλα που μας δίνει η επιστήμη για την κατάκτηση του κόσμου και την εξασφάλιση της ευημερίας του ανθρώπου και να ξαναγυρίσουμε στο μεσαίωνα, δούλοι στο κράτος του σκότους!
Οι μεγαλύτεροι από τους φυσικούς διαιρέθηκαν και αποτέλεσαν δύο αντίθετες παρατάξεις: Την παράταξη των ετεραρχικών, δηλαδή των ντετερμινιστών, στην οποία ανήκουν ο Planck, αν και με τη θεωρία του έγινε η αφορμή αυτής της σύρραξης, ο Einstein, ο μέγιστος Γάλλος φυσικός Langevin που πέθανε πριν από λίγους μήνες, ο von Laue, ο H. Weyl και όλοι όσοι έχουν για οδηγό την υλιστική διαλεκτική μέθοδο, λόγου χάρη οι Σοβιετικοί ερευνητές Βαβίλοφ, Ομελιανόφσκι κ.ά. Και στην παράταξη των αυταρχικών δηλαδή των ιντετερμινιστών όπου ανήκουν ο Heisenberg, ο Bohr, ο Eddington, ο Broglie, ο Jordan, ο Dirac και πολλοί άλλοι . Ολοι όσους ανέφερα είναι πρωτοπόροι στη θεμελίωση και ανάπτυξη της νεώτερης φυσικής, οι περισσότεροι ζουν και αναπτύσσουν μια εξαιρετικά έντονη επιστημονική δράση τόσο στην  προαγωγή των καινούργιων θεωριών της φυσικής όσο και στην εύρυνση των φιλοσοφικών της βάσεων.
Ο Heisenberg  ανήκει στους εμπειριοκριτικούς, είναι οπαδός του Mach. Η θέση που παίρνει στις γνωσιολογικές του εργασίες δεν αφήνει καμμιά αμφιβολία. «Η υπόθεση ότι πίσω από το  στατιστικό κόσμο που μας αποκαλύπτουν οι παρατηρήσεις κρύβεται ένας άλλος αληθινός κόσμος, για τον οποίο ισχύει η αρχή της αιτιότητας, αποτελεί στείρα, ανόητη και αυθαίρετη βεβαίωση». «H συνηθισμένη περιγραφή της φύσης και προπαντός η πεποίθηση αυστηρής νομοτέλειας των φυσικών φαινομένων βασίζεται στην υπόθεση ότι είναι δυνατή η παρατήρηση των φαινομένων χωρίς την αισθητή αλλοίωσή τους. Η υπαγωγή ορισμένου γεγονότος σε ορισμένη αιτία δεν έχει νόημα παρά μόνο στην περίπτωση που μπορούμε να παρατηρήσουμε αίτιο και αποτέλεσμα χωρίς να διαταράξουμε την πορεία τους. Γι΄ αυτό ο ορισμός της αρχής της αιτιότητας στην κλασική της μορφή συνδέεται στενότατα και αποκλειστικά με την περίπτωση φαινομένων, που αποτελούν κλειστά συστήματα. Οπως στη φυσική του ατόμου κάθε παρατήρηση συνοδεύεται από μια ορισμένη διαταραχή, ως ένα βαθμό ανεξέλεγκτη, όπως άλλωστε θα έπρεπε να περιμένουμε a priori για μια θεωρία που βασίζεται στην υπόσταση των μικρών στοιχειωδών μονάδων. Επειδή, από την άλλη μεριά, κάθε περιγραφή ενός φυσικού φαινομένου στο χώρο και χρόνο, εξαρτάται από την παρατήρηση, προκύπτει ότι η περιγραφή στο χώρο και χρόνο και η κλασική αρχή της αιτιότητας αντιστοιχούν σε συμπληρωματικές απόψεις της πραγματικότητας που αμοιβαία αρνιούνται η μια την άλλη.
Υπενθυμίζουμε ότι ο Mach την έννοια της αιτιότητας και γενικότερα τη νομοτέλεια της φύσης θεωρεί μεταφυσικά δημιουργήματα της νόησης. Βλέπει αλληλουχία και αλληλεξάρτηση ορισμένων φαινομένων, αρνείται όμως ή καλύτερα θεωρεί περιττή την αιτιολογική τους σχέση.
Ο Niels Bohr, που εισήγαγε στην κβαντομηχανική τη διαλεκτική έννοια της συμπληρωματικότητας, είναι μολαταύτα αγνωστικιστής . Γι΄ αυτόν οι δύο συμπληρωματικές έννοιες είναι δύο όψεις της φύσης, εξίσου ουσιώδεις, μα που καθεμιά σκεπάζει την άλλη. «Η ανακάλυψη του κβάντου δράσης... μας φέρνει σε μια θέση τέτια, που δε γνώρισε ποτέ όμοια η φυσική επιστήμη. Ρίχνει καινούργιο φως στο παλιό φιλοσοφικό πρόβλημα το σχετικό με την αντικειμενική υπόσταση των φαινομένων, ανεξάρτητα από την παρατήρηση». «Το όριο που έβαλε η φύση σχετικά με τη δυνατότητα να μιλούμε για αντικειμενική υπόσταση των φαινομένων, βρίσκει τώρα, απ΄ όσο μπορούμε να κρίνουμε, μια έκφραση στους τύπους της κβαντομηχανικής». «Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η ανακάλυψη του Planck θεμελίωσε την πεποίθηση για τη σχετική αξία της αιτιοκρατικής σχέσης των φαινομένων, ότι δηλαδή, η αξία αυτή εξαρτάται από τη μικρότητα του κβάντου δράσης αναφορικά με τις ποσότητες δράσης που παρουσιάζονται στα συνήθη φαινόμενα». Ο Niels Bohr κάνει παραλληλισμό ανάμεσα σε φυσικά και ψυχικά φαινόμενα, σχετίζει πρόβλημα αιτιότητας και πρόβλημα ελεύθερης βούλησης. Υποστηρίζει ότι αιτιότητα και ελεύθερη βούληση αποτελούν συμπληρωματικές απαιτήσεις της ανθρώπινης νόησης.
Ο μεγάλος αστρονόμος Arthur Eddington έχει στα εκλαϊκευτικά του έργα ποιητική ρομαντική διάθεση. Θεωρεί ευτύχημα το γεγονός, ότι ο κόσμος όπως μας τον παρουσιάζουν οι νεώτερες πρόοδοι της φυσικής είναι απαλλαγμένος από την αιτιοκρατία, που προσβάλλει το βαθύ αίσθημα του αυθορμητισμού, έμφυτο σε κάθε ζωντανό ον.
Στα μάτια του Eddingron η αυταρχία δεν αποτελεί θέση καινούργιας υπόθεσης, μα άρνηση μιας υπόθεσης, που αν και παρουσιάζεται σαν «αναμφισβήτητη» μολοντούτο είναι τόσο αυθαίρετη, όπως θα ήταν ο ισχυρισμός ότι η σελήνη αποτελείται από «τυρί ροκφόρ». Τέτιου είδους υποθέσεις μπορούν να εφευρεθούν όσες θέλουμε. «Αν επαληθεύσει η πρόγνωσή μας, ότι το 1927 θα δει την οριστική κατάργηση της αιτιοκρατίας από τους Heisenberg, Bohr, Born και άλλους, τότε ο χρόνος αυτός θ΄ αποτελέσει το μεγαλύτερο σταθμό στην ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης».
Ο Eddington βλέπει στη ραδιενέργεια κτυπητό παράδειγμα ολοκληρωτισμού ιντετερμινισμού των στοιχειωδών φυσικών φαινομένων. Για κάθε ραδιενεργό σώμα υπάρχει κάποια στατιστική κανονικότητα που, λόγου χάρη, μας επιτρέπει να ισχυριστούμε, σε πόσα χρόνια το σώμα θα χάσει το μισό του βάρος. Μπορούμε ακόμα να ισχυριστούμε ότι ένας ορισμένος αριθμός ατόμων θα διασπασθεί σε ορισμένο χρόνο. Ομως, δεν υπάρχει καμμιά δυνατότητα να διακρίνω σήμερα το άτομο που θα διασπαστεί το 1960 από το άτομο που θα διασπαστεί το έτος 150.000.
Ενας άλλος αυταρχικός, ο Γερμανός φυσικός Jordan, απροκάλυπτος υποκειμενικός ιδεαλιστής, έχει τη γνώμη πως ύστερα από τη θεωρία των κβάντα πρέπει να αναθεωρηθούν οι γενικές προϋποθέσεις όλων των κλασικών θεωριών της φυσικής, δηλαδή η συνέχεια, η αιτιότητα, ο χώρος και ο χρόνος, η αντικειμενική πραγματικότητα.
Ο ιδεαλιστής Αγγλος φυσικός James Jeans όχι μόνο συγκέντρωσε τις απόψεις μα και αποκάλυψε τις τάσεις μερικών, με τη διακήρυξή του ότι είναι πια επιστημονικά δυνατό να δεχθούμε την επέμβαση του θείου στα φαινόμενα της ατομικής φυσικής.
Δεν είναι αναγκαίο να δώσω και άλλες απόψεις των εχθρών του ντετερμινισμού και των οπαδών της ελεύθερης βούλησης. Ο επηρεασμός τους από τις εμπειριοκριτικές φιλοσοφικές αντιλήψεις των Mach, Poincare, Pearson είναι πρόδηλες . Ο Pearson ήταν προπαγανδιστής ανάλογων στατιστικών και πιθανοκρατικών αντιλήψεων, που ξαναζωντάνεψαν στη «Σχολή της Βιέννης» (βλ. σελ. 22). Γεγονός είναι πως η παράταξή τους είναι ισχυρή, μα ο θόρυβος που προκαλούν έχει δημιουργήσει μεγάλες αμφιβολίες για την αγνότητα των επιστημονικών προθέσεων - μερικών τουλάχιστον απ΄ αυτούς - και έχει εμπνεύσει την πεποίθηση πως γίνονται όργανα μιας αντιδραστικής πολιτικής, που μας θυμίζει πολιτικο-θρησκευτικούς αγώνες περασμένων εποχών, που μας θυμίζει πριν απ΄ όλα πως ο Mach και ο εμπειριοκριτικισμός του χρησίμευσε στο παρελθόν για υπονόμευση του πραγματικού επιστημονικού σοσιαλισμού. Παντού έχουν δημιουργηθεί χριστιανοσοσιαλιστικά, χριστιανοδημοκρατικά  κόμματα ή κόμματα του καθολικισμού, που περιλαμβάνουν στους κόλπους τους τέτιους επιστημονικούς απολογητές των προγραμμάτων τους. Μη λησμονάμε πως ο Hitler είχε συστηματοποιήσει μια τέτια προσπάθεια για να νοθευτεί η επιστημονική αλήθεια, πως είχε δημιουργήσει την Deutsche Physik με επικεφαλής το σπουδαίο φυσικό Lenard και με τη συμμετοχή άλλων μεγάλων ίσως ερευνητών, μα πριν απ΄ όλα δουλόφρονων χαρακτήρων.

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟΥ ΥΛΙΣΜΟΥ. Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΤΕΡΑΡΧΙΑ

Η μάχη ανάμεσα στους φυσικούς, τους φιλόσοφους και τους συνοδοιπόρους, καθεμιάς, από τις δύο κατηγορίες επιστημόνων, βρίσκεται στο πιο αποφασιστικό στάδιο. Ομως, ο διαλεκτικός υλισμός δίνει όπως πάντα την τελική νίκη σε κείνους που επιδιώκουν αποκλειστικά την επιστημονική πρόοδο, το πνευματικό ανέβασμα του λαού, το λυτρωμό του από τα δεσμά της άρχουσας τάξης, που σε κάθε δύσκολη γι΄ αυτήν περίπτωση προσφεύγει  σε πρωτόγονες αντιλήψεις του ανθρώπου, εκμεταλλεύεται νοσηρές μυστικοπαθείς ψυχολογικές καταστάσεις, ξεφεύγει από το επιστημονικό πλαίσιο και ζητάει την παρέμβαση της Θείας Πρόνοιας σε ζητήματα που μόνο η επιστήμη μπορεί να έχει γνώμη .
Η απάντηση στους ισχυρισμούς της αυταρχίας δόθηκε από το Λένιν πολύ πριν ακόμα διατυπωθεί η αρχή της απροσδιοριστίας. Στον «Υλισμό και εμπειριοκριτικισμό» (σελ. 130 της γαλλικής έκδοσης του 1928) γράφει: «το σοβαρό γνωσιολογικό ζήτημα, που χωρίζει τις φιλοσοφικές κατευθύνσεις, δεν είναι το ζήτημα σε ποιο βαθμό ακριβείας έφθασαν οι περιγραφές μας για τις αιτιοκρατικές σχέσεις και αν μπορούν αυτές οι περιγραφές να εκφραστούν με ακριβείς μαθηματικούς τύπους, αλλά το ζήτημα αν η πηγή της γνώσης μας γι΄ αυτές τις σχέσεις είναι η αντικειμενική νομοτέλεια της φύσης ή η ιδιότητα του μυαλού μας να μπορεί να γνωρίζει ορισμένες αλήθειες a priori. Να τι χωρίζει τους υλιστές Feuerbach, Marx και Engels από τους αγνωστικιστές Avenarius και Μach.
Ωστε κατά το Λένιν οι αιτιοκριτικές σχέσεις έχουν αντικειμενική σημασία, αποτελούν μέρος της γενικής αντικειμενικής νομοτέλειας της φύσης. Δεν μπορεί, κατά τη γνώμη του, να τεθεί σε αμφιβολία η ύπαρξη της αντικειμενικής, ανεξάρτητης από τον άνθρωπο, αιτιότητας.
Ο Langevin δε συμφωνεί με τα ιντετερμινιστικά συμπεράσματα που βγάζουν μερικοί νεώτεροι φυσικοί από την αρχή της απροσδιοριστίας: «Ξεκίνησαν... για να διακηρύξουν τη χρεοκοπία του ντετερμινισμού, για να βεβαιώσουν πως τα σωματίδια γενικά δεν έχουν καθορισμένη κίνηση, επειδή είναι αδύνατο να ορίσουμε πειραματικά σε κάθε στιγμή τη θέση και την ποσότητα κίνησης ενός οιουδήποτε σωματιδίου. Στο όνομα της αρχής της απροσδιοριστίας αφέθηκε ελεύθερος ο δρόμος σε κάθε παραλογισμό, όπως λόγου χάρη για την ελεύθερη βούληση των σωματιδίων για την ελεύθερη επιλογή της φύσης... Γιατί δε λέμε καλύτερα πως η σωματιδιακή αντίληψη είναι λαθεμένη, πως δεν μπορούμε να δεχθούμε τον κόσμο που συγκροτεί το άτομο σαν μια επέκταση ως την τελευταία λεπτομέρεια της αντίληψης που έχουμε για το μακρόκοσμο; Αν η φύση δε δίνει ολότελα καθορισμένη ακριβή απάντηση στην ερώτηση που της βάζουμε για το ηλεκτρόνιο, - όταν εξομοιώνεται με το σωματίδιο της κλασικής μηχανικής - είναι πολύ υπεροπτικό από μέρους μας να συμπεράνουμε απ΄ αυτό πως δεν υπάρχει αιτιοκρατία στη φύση. Θα είναι πιο σωστό να πούμε πως το ζήτημα έχει τεθεί άσχημα, πως το ηλεκτρόνιο δεν εξομοιώνεται με το σωματίδιο της κλασικής μηχανικής», και πως συνεπώς θα πρέπει να βρούμε τον ειδικό αιτιοκρατικό νόμο για το καινούργιο δομικό στοιχείο του ατομικού κόσμου, που είναι το ηλεκτρόνιο.
Είναι όμως αναγκαίο να αποσαφηνιστεί πως ο Langevin δε δέχεται την αρχή της αιτιότητας όπως την όρισε ο Laplase (σελ. 13). Η ομιλία του στα εγκαίνια της «Εγκυκλοπαίδειας της Γαλλικής Αναγέννησης» στην οποία τόνισε ιδιαίτερα τη σημασία των Γάλλων εγκυκλοπαιδιστών και υλιστών του 18ου αιώνα, δίνει την πιο σωστή τοποθέτηση στο επίμαχο ζήτημα, την πιο σύμφωνη με τις σημερινές εξηγήσεις των φαινομένων του ατομικού κόσμου.
Ξεκινώντας από τον ορισμό του Laplase λέει: «Το παρελθόν μας και το μέλλον μας περιέχονται έτσι στην πρωταρχική ώθηση που δίνεται στο τεράστιο βλήμα, με το οποίο η μηχανικιστική αιτιοκρατία εξομοιώνει το σύμπαν. Ο ρόλος του ανθρώπου και της επιστήμης είναι μόνο εποπτικός, όπως στην αστρονομία. Ομως έτσι καταλήγουμε σε φαταλισμό, δηλαδή στο παράδοξο, η επιστήμη - προϊόν των αναγκών της δράσης - να μην κατορθώνει παρά μόνο να αρνείται τις δυνατότητες αυτής της δράσης».
«Η νεώτερη φυσική στη θέση του απόλυτου ντετερμινισμού βάζει το στατιστικό ντετερμινισμό. Χάρη σ΄ αυτόν η σημερινή μας γνώση ενός υλικού συστήματος δεν μας επιτρέπει να προβλέψουμε παρά μόνο τις πιθανότητες για τις διάφορες, μεταγενέστερες, δυνατές καταστάσεις του συστήματος, πιθανότητες τόσο περισσότερο ακαθόριστες, όσο η πρόγνωση αναφέρεται σε μακρινότερο μέλλον. Για τα συστήματα της δικής μας κλίμακας και για τις περισσότερες εφαρμογές, η πιθανότητα μπορεί πρακτικά να προσεγγίσει τη βεβαιότητα. Αυτό κάνει δυνατή την τεχνική επιστήμη. Ομως, η πιθανότητα λιγοστεύει, σιγά-σιγά εξαφανίζεται, όταν το υλικό σύστημα τείνει να πάρει ατομικές διαστάσεις».
«Η καινούργια αντίληψη του ντετερμινισμού έρχεται σε συνάντηση της πείρας της καθημερινής ζωής και δίνει στην επιστήμη την ακριβέστερη και όσο πάει περισσότερο τέλεια μορφή της τελευταίας. Εισάγει έτσι ανθρώπινο τόνο στην επιστήμη και στη θέση του εποπτικού και αρκετά απελπιστικού ρόλου του απόλυτου ντετερμινισμού βάζει ένα ρόλο ενεργητικό, όπου πραγματοποιείται η σύνθεση υποκειμένου και αντικειμένου, όπου το πρώτο μπορεί να τροποποιήσει το δεύτερο, χωρίς η αμείλικτη μοίρα να προκαθορίζει τα όρια της επίδρασης». Εδώ, καθώς είναι φανερό, υιοθετείται η μαρξιστική άποψη που εκθέσαμε στις σελ. 71-71, 117 και αλλού .
Ο Planck είναι ο μεγαλύτερος και θερμότερος υποστηρικτής της αιτιοκρατίας. Συγκέντρωσε σε βιβλίο μεγάλη σειρά μαθημάτων σχετικών με τη φυσική γνωσιολογία και έδωκε πολλές διαλέξεις απάνω στα θέματα «η έννοια της αιτιότητας στη φυσική», «ετεραρχία ή αυταρχία», «ελεύθερη βούληση», «ο πόλεμος της φυσικής για την κοσμοθεωρία», κ/ά. που είχαν μεγάλη απήχηση στον κόσμο των επιστημόνων και φιλοσόφων. Ο Planck κτυπάει τον Berkeley αν και σέβεται την εκκλησιαστική του ιδιότητα. «Ακόμα και αν οι κάτοικοι της γης γίνουν κομμάτια», λέει ο Planck, «τα άστρα θα εξακολουθούν να υπακούουν στους νόμους της παγκόσμιας έλξης. Δεν δημιουργούμε εμείς τον εξωτερικό κόσμο. Μας τον επιβάλλει η ακατανίκητη δύναμη των πραγμάτων».
Ο Planck δε συμφωνεί με τους εμπειριοκριτικούς Mach και Kirchhoff και υποστηρίζει ότι η επιστήμη πρέπει να τοποθετεί τις αξιώσεις της πολύ μακρύτερα από τη γραμμή που χάραξε ο εμπειριοκριτικισμός. Κατά τη γνώμη μου σκοπός της επιστήμης είναι η απόκτηση μιας ενιαίας αντίληψης του εξωτερικού κόσμου, που πραγματοποιείται με την ολοκλήρωση των μερικών μεθοδικών απόψεων της επιστήμης σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
Ο Planck βάζει το ερώτημα: αν η αρχή αιτιότητας βρίσκεται μέσα στη φύση των πραγμάτων ή είναι δημιούργημα της φαντασίας. Προχωρεί λίγο πιο πέρα από την καντιανή άποψη και υποστηρίζει πως η αρχή της αιτιότητας αποτελεί το θεμελιακό κριτήριο της πραγματικότητας, πως χάρη στην αρχή αυτή είμαστε σε θέση να ξεχωρίσουμε το «όνειρο» από εκείνο που υπάρχει «αντικειμενικά».
Μόνο με τα μέσα που παρέχει η λογική είναι αδύνατο να βγούμε από το «σολιψισμό» (solipsismus, από το λατινικό solus ipse = μόνον εγώ. Αποτελεί προέκταση του υποκειμενικού ιδεαλισμού). Η αιτιοκρατική σχέση είναι κάτι αντικειμενικό, από μας ανεξάρτητο, αποτελεί κάτι πολύ περισσότερο από μια κανονική αλληλουχία προσωπικών εντυπώσεων.
Σχετικά με τη νεώτερη φυσική ο Planck παρατηρεί: «το γεγονός ότι είναι αδύνατο να δοθεί απάντηση σε μια ερώτηση χωρίς νόημα δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι επιβαρυντικό για την αρχή της αιτιότητας, μα ότι βάζει σε αμφιβολία τις προϋποθέσεις από τις οποίες ξεκινήσαμε για να θέσουμε το ερώτημα, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση, την υποτιθέμενη υφή της εικόνας, του φυσικού κόσμου. Επειδή η κλασική εικόνα του κόσμου δεν μας ικανοποιεί, πρέπει να την αντικαταστήσουμε με μιαν άλλη».
«Πραγματικά αυτό έγινε. Η καινούργια εικόνα που μας δίνει η κβαντομηχανική ανταποκρίνεται στην ανάγκη να πραγματοποιήσουμε αιτιοκρατική σχέση και ύστερα ακόμα από την εισαγωγή του κβάντου δράσης. Για το σκοπό αυτό έπρεπε το μέχρι τώρα βασικό στοιχείο της εικόνας, το υλικό σημείο, να χάσει το βασικό του χαρακτήρα και να αναλυθεί σε σύστημα υλικών κυμάτων. Αυτά τα υλικά κύματα αποτελούν τα στοιχεία της καινούργιας εικόνας».
Τις γνώμες Langevin και Planck για το καινούργιο στοιχείο του φυσικού κόσμου, το σωμάτιο-κύμα, γνώμες που έχουν εξαιρετική σημασία για τη διαλεκτική τοποθέτηση του προβλήματος, αναπτύσσει ο Planck σε μια διάλεξή του που έκανε το 1938.Ο Planck λέει: «Η κλασική φυσική γνώριζε κατ΄ αρχήν μόνο ετεραρχικά φαινόμενα. Αν σήμερα εισάγεται η αρχή της αυταρχίας για τα φαινόμενα των ατόμων, δημιουργείται το ερώτημα κατά πόσο η αρχή αυτή πρέπει να ισχύσει για μαζικά μεγάλα φαινόμενα. Συνηθισμένα, η απάντηση που δίνεται στο ερώτημα είναι, πως τα μεν φαινόμενα των ατόμων πρέπει να τα θεωρήσουμε αυταρχικά, αλλά τα μαζικά ετεραρχικά και κατά συνέπεια να γίνει χωρισμός μεταξύ μικροφυσικής και μακροφυσικής. (σ. Σ. Τη γνώμη αυτή έχει διατυπώσει ο Heisenberg). Αλλά δε χωρίζονται με σαφή όρια περιοχές μεγεθών».
«Δεν υπάρχει άλλη λύση παρά: ΄Η να αποκλείσουμε ολότελα την αυταρχία ή να τη δεχθούμε ολοκληρωτικά. Τρίτη λύση δεν μπορεί να σταθεί. Αλλά τότε αυξάνουν οι δυσκολίες της εφαρμογής της αυταρχίας σε βαθμό αφάνταστο». Για την περίπτωση που οι σχέσεις της απροσδιοριστίας αφορούν φαινόμενα ηλεκτρονίων, ο Planck υποστηρίζει την άποψη, που φυσικά βρίσκει ανάλογη εφαρμογή και σ΄ άλλες περιπτώσεις, ότι: «ένα ηλεκτρόνιο δεν είναι σωματίδιο με την έννοια της κλασικής φυσικής. Αυτό άλλωστε είναι προϋπόθεση για την κυματομηχανική, που αντικατέστησε την κλασική μηχανική. Σύμφωνα με την αρχή της απροσδιοριστίας του Heisenberg, που αποτελεί μια από τις βάσεις της κυματομηχανικής, είναι εντελώς αόριστος ο τόπος του ηλεκτρονίου που έχει μια ορισμένη ταχύτητα, όχι μόνο με την έννοια ότι είναι αδύνατο να καθορίσουμε τη θέση ενός τέτιου ηλεκτρονίου, αλλά με την έννοια ότι το ηλεκτρόνιο δεν παίρνει καμμιά καθορισμένη θέση. Γιατί σ΄ ένα ηλεκτρόνιο ορισμένης ταχύτητας αντιστοιχεί ένα υλικό κύμα απλής περιοδικότητας και ένα τέτιο κύμα δεν ορίζεται ούτε τοπικά ούτε χρονικά, επειδή αλλιώς δε θα είχε απλή περιοδικότητα. Το ηλεκτρόνιο δε βρίσκεται σε καμμιά θέση, ή αν θέλετε, βρίσκεται ταυτόχρονα σ΄ όλες τις θέσεις . Το ερώτημα για την τροχιά του ηλεκτρονίου είναι από πριν απατηλό και δεν μπορεί να έχει μια ορισμένη απάντηση. Ενώ λοιπόν η αρχή της απροσδιοριστίας εγκαταλείπει την προϋπόθεση της κλασικής μηχανικής (σ. Σ. σωματίδιο) που μας ανάγκασε στην αποδοχή της αυταρχίας, δημιουργεί αυτή η ίδια αρχή τη συνθήκη για τη δυνατότητα μιας αιτιοκρατικής θεωρίας (σ. Σ της κυματομηχανικής) και ανοίγει έτσι την πόρτα που έκλεισε το αξίωμα του ιντετερμινισμού σε καινούργιες περιοχές της γνώσης .
Δεν πρέπει  εδώ να περάσει απαρατήρητη η διαλεκτική πορεία που ακολουθεί o Planck, χωρίς ίσως να το γνωρίζει, στη διατύπωση των σκέψεών του. Πρώτα - πρώτα η εξήγηση που δίνει στην αρχή της απροσδιοριστίας, ότι δηλαδή σύμφωνα μ΄ αυτήν είναι εντελώς αόριστος ο τόπος ενός ηλεκτρονίου, δημιουργεί την καλύτερη διαλεκτική εικόνα της κίνησης του ηλεκτρονίου και των ανάλογων σωματιδίων, ότι δηλαδή ένα σωματίδιο βρίσκεται σε μια ορισμένη στιγμή σε μια θέση και σύγχρονα δε βρίσκεται ή με άλλα λόγια βρίσκεται σε μια θέση και σύγχρονα σε άλλη. Υστερα ενώ υπονοεί - με διαλεκτική σημασία - για «θέση» την αιτιοκρατική εξάρτηση των φαινομένων στην κλασική φυσική, δέχεται για «άρνηση» την αρχή της απροσδιοριστίας που κατάργησε όμως την έννοια του σωματιδίου. «Σύνθεση» είναι η κυματομηχανική, που είναι άρνηση της άρνησης. Η ίδια η αρχή της απροσδιοριστίας δημιουργεί τη βάση για την ίδρυση μιας καινούργιας αιτιοκρατούμενης μηχανικής, πολύ πιο τέλειας από την κλασική. Πρέπει να σημειωθεί ότι περιμένουμε από τις επιστημονικές έρευνες, που ακόμα συνεχίζονται, συμφωνία της κυματομηχανικής με τη θεωρία της σχετικότητας που έχει αυστηρό αιτιοκρατικό χαρακτήρα. Εχω την πεποίθηση πως η κυματομηχανική, όταν συμπληρωθεί, θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη δικαίωση της υλιστικής διαλεκτικής μεθόδου.
Ας μη λησμονούμε πως η φυσική περνάει τις μεγαλύτερες και ενδοξότερες σελίδες της ιστορίας της. Δεν πρέπει να αμφιβάλουμε ότι θα βρει καινούργιους δρόμους για την εξερεύνηση των μυστικών της φύσης. Στην εξερεύνηση αυτή έχει σίγουρο οδηγό το διαλεκτικό υλισμό .
Ο Einstein όπως είναι φυσικό, συμφωνεί με τον Planck στα περισσότερα από τα παραπάνω σημεία. Ο ιντετερμινισμός αποτελεί παράλογη αντίληψη. Ο ισχυρισμός πως η διάρκεια της μέσης ζωής ενός οποιουδήποτε ατόμου είναι ακαθόριστη με την έννοια ότι δεν υπάρχει αίτιο καθοριστικό της διάρκειας, δεν έχει νόημα. Ο νόμος ανάμεσα στα φυσικά φαινόμενα είναι πολύ αυστηρότερος και πολύ στενότερος από ό,τι τον φανταζόμαστε σήμερα, όταν λέμε πως ένα γεγονός είναι το αίτιο ενός άλλου. Περιοριζόμαστε σ΄ ένα μοναδικό γεγονός που συμβαίνει σε μια μοναδική χρονική περιοχή κι έτσι το αποχωρίζουμε από την καθολική πορεία των φαινομένων. Ο χονδροειδής τρόπος που χρησιμοποιείται σήμερα για την εφαρμογή της αρχής της αιτιότητας είναι ολότελα επιπόλαιος. Η φυσική των κβάντα θέτει περιπτώσεις εξαιρετικά πολύπλοκες. Για να τις ξεπεράσουμε πρέπει να εκτείνουμε και να αναθεωρήσουμε την έννοια της αιτιότητας. Δεν πρέπει να μας διαφύγει η πολύτιμη διαλεκτική σκέψη του Einstein. Η αναθεώρηση που προτείνει, ενώ αποδείχνει την πεποίθησή του για τη νομοτέλεια του εξωτερικού κόσμου, τον απαλλάσσει όμως από κάθε δέσμευση με αμετάβλητες «πρώτες έννοιες» και τον παρουσιάζει έτοιμο για τροποποίηση των εννοιών μας σύμφωνα με τη διαλεκτική άποψη, με βάση τα καινούργια στοιχεία που μας δίνει η γνώση του εξωτερικού κόσμου. Η προτίμησή του αποδείχνει την αντίληψή του για τη στενή σύνδεση και αλληλεγγύη που υπάρχει ανάμεσα στην εξωτερική πραγματικότητα σε αντίθεση με τη μηχανιστική μέθοδο, που τεμάχιζε τον εξωτερικό κόσμο σε αυτόνομα μέρη.
Οι Ελληνες σημερινοί φυσικοί, εφόσον παίρνουν σαφή θέση στο ζήτημα, είναι ετεραρχικοί. Σαφέστεροι απ΄ όλους οι καθηγητές Ζέγγελης και Παπαπέτρου, ο πρώτος υποστηρίζει τις επιστημονικές απόψεις Langevin, ο δεύτερος είναι ανεπιφύλακτος θιασώτης του διαλεκτικού υλισμού .
Το συμπέρασμα από τις αναπτύξεις του κεφαλαίου αυτού είναι ότι ο διαλεκτικός υλισμός χάρη στην ικανότητά του προσαρμογής στα δεδομένα της εξωτερικής πραγματικότητας, ενώ μένει πιστός στην αρχική του θέση για τη νομοτέλεια του εξωτερικού κόσμου, θεμελιώνει μιαν καινούργια ετεραρχία των φαινομένων, από την οποία δε λείπει ο ανθρώπινος παράγων, ούτε η έννοια της στατιστικής διαπίστωσης και υφής των φαινομένων. Ενώ αποφεύγεται η μοιρολατρική αντιμετώπιση του τυφλού ντετερμινισμού του Laplace κατορθώνουμε να αποκτούμε ενιαία κατανόηση ενός αδιάσπαστου νομοτελούς κόσμου ατόμων και μεγάλων μαζών και ακολουθώντας διαλεκτική πορεία να μπαίνουμε όλο και βαθύτερα στην εξήγηση των φαινομένων, να πραγματοποιούμε όλο και αρτιότερες, υψηλότερες θεωρητικές συνθέσεις, που δίνουν πληρέστερη την εικόνα του σύμπαντος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ