17 Φεβ 2013

Μας συντροφεύει η λεβεντιά, το χιούμορ, η αγωνιστικότητά του


Μας συντροφεύει η λεβεντιά, το χιούμορ, η αγωνιστικότητά του
Δέκα χρόνια συμπληρώνονται στις 23 Φλεβάρη από το θάνατο του σπουδαίου ηθοποιού και ανθρώπου, του συντρόφου μας,Τίτου Βανδή, που αφιέρωσε τη ζωή και το έργο του στο λαό. Του καλλιτέχνη που υπερέβη τα σύνορα του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου και έγινε ονομαστός στο Μπροντγουέι και στο Χόλιγουντ και πέρασε στην ιστορία των αγώνων του λαού μας και του σύγχρονου πολιτισμού μας.
Στη ζωή του Τίτου Βανδή, η καλλιτεχνική δημιουργία και η πάλη για ένα καλύτερο αύριο βάδισαν χέρι χέρι. Ηταν κομμουνιστής από τα νεανικά του χρόνια και κομμουνιστής έμεινε μέχρι την τελευταία πνοή του. Στην ΕΑΜική Αντίσταση, στα χρόνια που το ΚΚΕ ήταν παράνομο, στη νομιμότητα... Ως απλός μαχητής και ως υποψήφιος βουλευτής του Κόμματος. Αν και βαριά άρρωστος, συνέχιζε να αρθρογραφεί στο «Ριζοσπάστη» μέχρι τέλους.
«Δεν το βάζω κάτω» - έλεγε. «Δε λέω στον εαυτό μου, κοίτα, δεν ακούς, δεν περπατάς, μένεις στην άκρη. Εξακολουθώ να κάνω το μέγιστο, το οποίο μπορεί να είναι ελάχιστο μπροστά σ' αυτό που κάνουν οι νέοι, αλλά ως την τελευταία στιγμή θέλω να κάνω ό,τι μπορώ. Ξέρω ότι αιώνες υπέφερε ο κόσμος και ξέρω ότι αιώνες μπορεί να υποφέρει ακόμη, αλλά αυτός δεν είναι λόγος να πούμε δε βαριέσαι. Μπορεί να είναι ασήμαντο, αν και τίποτε δεν είναι ασήμαντο. Αν ο καθένας έκανε από λίγο, θα γινόταν πολύ».
Δραστήριο μέλος της εργατικής «Κοινωνικής Αλληλεγγύης» από τα 1934, συνδέθηκε με το ΚΚΕ και έπειτα με το ΕΑΜ Θεάτρου. Μετά την υποχώρηση συμμετείχε στους ΕΑΜίτικους θιάσους, που έδιναν παραστάσεις στην επαρχία.
Το 1960, όταν πήγε στις Κάννες για την προβολή της ταινίας του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή» (ήταν συμπρωταγωνιστής της Μελίνας στην ταινία αυτή, όπως και στο «Τοπ Καπί», επίσης του Ντασσέν), γνώρισε έναν Αμερικάνο ατζέντη. Αυτός ο ατζέντης, Μάη του 1965, του ζήτησε τηλεφωνικά να «πεταχτεί» στο Παρίσι για μια πρόταση του Αμερικανού παραγωγού Λέρνερ να παίξει στο «On a clear day yoy can see for ever», στο θέατρο «Mark Hellinger», το δεύτερο μεγαλύτερο του Μπρόντγουέι, με «χίλια δολάρια τη βδομάδα». Ελπίζοντας να ξελασπώσει από τα θιασαρχικά του χρέη, ο Βανδής πάει στο Παρίσι και την άλλη μέρα στη Ν. Υόρκη, για ακρόαση από το επιτελείο του παραγωγού. Αγγλικά δεν ήξερε. Εκανε αγώνα για να τα μάθει το ταχύτερο. Αύγουστο του '65 άρχισε πρόβες. Η επιτυχία του σ' αυτήν την παράσταση και σε άλλες, σε πολλές ταινίες και σίριαλ, τον έκανε να παραμείνει και να δουλέψει στις ΗΠΑ, περίπου, 26 χρόνια. Να συνεργαστεί ακόμα και με διεθνούς φήμης καλλιτέχνες (λ.χ. με τον Λόρενς Ολίβιε).
Μια «γεύση» από τη ζωή του στις ΗΠΑ, όπως ο ίδιος μας τη διηγήθηκε ήταν και η εξής: «Παρ' όλο το ξεσήκωμα του κόσμου στη δεκαετία του 1960 εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, ακόμα και στη δεκαετία του 1970 πλανιόταν πάνω από τις ΗΠΑ η σκιά του Μακάρθι. Η μεγάλη ευαισθησία των Αμερικανών γενικά είναι το οικονομικό. Πάνω απ' όλα τιμούν το δολάριο. Ο στρατηγός Morehead, στην ερώτηση "Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι με τόσες απώλειες οι Βιετναμέζοι κράτησαν τόσα χρόνια;", απάντησε: "Δεν είναι παράξενο. Αλλιώς λογαριάζεται η ζωή ενός Βιετναμέζου. Αλλο Αμερικάνοι, άλλο Βιετναμέζοι". Εννοούσε "Αλλο να σκοτώνεις ανθρώπους κι άλλο μύγες και κουνούπια. Αυτά τα σκοτώνεις και έρχονται άλλα. Ο θάνατός τους δεν έχει σημασία, ούτε για σένα, ούτε γι' αυτά". Στην κατηγορία της μύγας και του κουνουπιού έχουν κατατάξει οι Αμερικάνοι τους Σέρβους, τους Ιρακινούς, οποιονδήποτε αντιστέκεται», έγραφε ο Βανδής στην «Κουβέντα με τους φίλους μου».
Το 1982 ήρθε στην Ελλάδα. Τότε γνώρισε την Μπέτυ Βαλάση, με την οποία συνδέθηκε το 1983 και παντρεύτηκε το 1984. Εκτοτε έζησε μόνιμα στην Ελλάδα. Δούλεψε στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση και ξαναδίδαξε σε δραματικές σχολές. Ελπίδα του ήταν όσοι διαλέγουν το δρόμο του αγώνα και προπάντων η ΚΝΕ - «το νέο αίμα του ΚΚΕ». Και περηφάνια του μεγάλη ήταν ότι από τη ζωή θα φύγει κομμουνιστής.
«Πιστεύω» έλεγε «ότι κάθε τίμιος άνθρωπος πρέπει να είναι κομμουνιστής. Δεν μπορεί να είναι δίκαιο, δεν μπορεί να είναι ζωή το να οικονομάνε οι λίγοι και οι πολλοί να πεινάνε. Αρχίζεις και σκέφτεσαι, πώς έγινε η κοινωνία. Από τη στιγμή που υπάρχει ο άνθρωπος, μερικοί έχουν βρει τον τρόπο να κυριαρχούν, να είναι πιο δυνατοί. Αυτοί έκαναν τους νόμους, αυτοί εφεύραν την αστυνομία και το στρατό, για το έθνος λέει, αλλά δεν το έχουν για το έθνος, όλα για την τσέπη τους».
Αυτός ήταν με λίγα λόγια ο Τίτος Βανδής, που αν και έχουν περάσει δέκα χρόνια, όχι απλά δεν τον ξεχνάμε, αλλά μας συντροφεύει σ' αυτόν τον αγώνα. Οπως μας συντροφεύει η λεβεντιά του, το χιούμορ, το χαμόγελό του, η αισιοδοξία του, η περηφάνια, η αγωνιστικότητά του.

Σ. Α.


Περί αθλιότητας
1. Πατώντας ο ένας στο κεφάλι του άλλου, σχηματίζουμε την πιο γελοία πυραμίδα από καταβολής κόσμου. Δεν είμαστε μόνο θύματα του ίδιου μας του εαυτού, γελοιοποιούμε και τους μάρτυρες που προηγήθηκαν και έδωσαν τη ζωή τους, για να ζούμε σήμερα αυτή τη φαρσοκωμωδία.
2. Ο εχθρομανής Δένδιας είναι πολύ ευχαριστημένος. Το μαγαζί του έχει αποκτήσει σταθερή πελατεία, που τονώνει κάθε ματαιοδοξία του. Στα χέρια του ο πολίτης γίνεται θύμα και θέαμα.
3. Εν μέσω ψευδαισθήσεων, ο άνεργος, στην προσπάθειά του να κατανοήσει γιατί λιμοκτονεί, έρχεται σ' επαφή μ' έναν εσμό δημοσιογράφων που βυσσοδομούν σε βάρος του ανοίγοντας το δρόμο για κάθε είδους καταστολή. Οσο πιο λυπημένοι και φιλάνθρωποι εμφανίζονται οι αξιοθρήνητοι υπουργοί, τόσο ο άνεργος νιώθει σαν ένα ακόμη φτηνό προϊόν με ημερομηνία λήξης.
4. Μεταξύ θυμάτων ειλικρίνεια. Από τη στιγμή που μπαίνει κανείς στο ρόλο του θύματος περιμένοντας να τον λυπηθούν, οφείλει ν' αφήσει κατά μέρος τα περί διαγραμμάτων, ιδανικών και ευγένειες και ν' αφεθεί στη μοίρα που ορίζεται για τα θύματα.
5. Ψεύτης εξ επαγγέλματος, ο Σαμαράς προσπαθεί να καθιερωθεί ως ένας ακόμη μοιραίος χάρη στην ανεκτικότητα του οποίου εμείς, οι δυσαρεστημένοι και αχάριστοι, βαδίζουμε στο δρόμο του καλού. Πώς να συκοφαντήσεις κάποιον με την έπαρση που του χαρίζουν οι μπάτσοι του, ο οποίος διεκδικεί το ρόλο του μοιραίου στη ζωή μας; Τι είδους ηδυπάθεια και αφροσύνη οδηγεί έναν άνθρωπο σ' αυτό το μισοσκόταδο, ο οποίος έχει αμολήσει τα παράσιτα και τους κόλακές του με τον κατάλογο των καταναγκασμών ώστε να δίνουμε κάθε μέρα εξετάσεις στον ποινικό κώδικα;
6. Κι ενώ όλους μας έχουν πετάξει στην αρένα, μια παρέα χριστιανών στοχαστών που βρίσκεται μονίμως στην εξέδρα των επισήμων αναλύει τα «πνευματικά» μας χάλια, την ανοησία και την πτώση μας. Τα χάνει κυρίως με τη δυσκολία μας ν' αποδεχτούμε την αρένα ως τη μόνη ευκαιρία να εξιλεωθούμε για όσα ανήκουστα έχουμε κάνει.
7. Οπου και να κοιτάξεις, βλέπεις μόνο χτυπημένους. Η δυσφορία για τη θέση στην οποία έριξαν τον καθέναν από εμάς πετρώνει οτιδήποτε γύρω του και χαρίζει κίνητρα ενάντια στον εαυτό του. Πόσες φορές δεν ψιθυρίσαμε «δεν είμαι αυτό που κάνω», γνωρίζοντας πως κανείς δεν θα μας σώσει ούτε θα μας κάνει χαρούμενους. Η επιδημία της λάθος θέσης, αντί να μας στείλει στο τρελοκομείο (εκεί που εύχονται τα πάσης φύσεως αφεντικά), πρέπει να μας οδηγήσει στον ψίθυρο του Μαρξ μέσα από το βιβλίο του «Γερμανική ιδεολογία». Η ελεύθερη επιλογή των δραστηριοτήτων είναι κάτι που σκεφτόταν ο Μαρξ, ερχόμενος σε ρήξη με τη λογική του καταμερισμού εργασίας. Μέχρι σήμερα αυτή η λογική έχει ως αποτέλεσμα «καθένας να έχει τη συγκεκριμένη αποκλειστική σφαίρα των δραστηριοτήτων που του έχει επιβληθεί και από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει». Αντιθέτως, «στην κομμουνιστική κοινωνία κανένας δεν διαθέτει μια αποκλειστική σφαίρα συγκεκριμένης δραστηριότητας». Τουναντίον, η κοινωνία «μου παρέχει τη δυνατότητα να κάνω σήμερα ένα πράγμα, αύριο ένα άλλο, να κυνηγώ το πρωί, να ψαρεύω το απόγευμα, να βόσκω ζώα το βράδυ ή να κάνω κριτική μετά το δείπνο, χωρίς ποτέ να γίνομαι ψαράς, κυνηγός, βοσκός ή κριτικός» (από το βιβλίο του Αλαίν Ρενώ Η φιλοσοφία, μετ. Τάσος Μπέτζελος, εκδόσεις Πόλις).
8. Οι αντίπαλοί μας δεν παρουσιάζουν απολύτως κανένα ενδιαφέρον, δεν με εκπλήσσουν, μου θυμίζουν εκείνους τους παλιούς δίσκους όπου συχνά κόλλαγε η βελόνα. Ολα πάνω τους δεν είναι παρά μια θλιβερή επανάληψη, γεμάτη απορρίψεις, απειλές, μικροπρέπειες, έλλειψη παιδείας και σοβαρότητας. Πώς να τα βγάλουμε πέρα με δαύτους; Οπου και να τους πιάσεις, λερώνεσαι. Απάντηση εδώ μόνο ο Καραϊσκάκης μπορεί να δώσει: «Γενναιότατε αδελφέ καπετάν Νικόλα, έλαβα το γράμμα σου. Είδα όσα με γράφεις. Εχει και τουμπελέκια ο πούτζος μου, έχει και τρουμπέτας. Οποια θέλω θα μεταχειρισθώ. Ταύτα εις απάντησιν του γράμματός σου. Γαρδίκι, τη 15 Απριλίου 1824».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ