1 Οκτ 2013

Έχουμε επαναστατική κατάσταση στην Ελλάδα;

Έχουμε επαναστατική κατάσταση στην Ελλάδα;

Η πιο ανησυχητική αντίδραση των ημερών, όπως προκύπτει κι από κάποια σχόλια σε προηγούμενες αναρτήσεις, είναι αυτή που ερμηνεύει τα πάντα ως αποτέλεσμα των δικών της ενεργειών, γύρω από τις δράσεις του κινήματος και βασικά γύρω από τον εαυτό της. Μια ακατανίκητη ανάγκη για κάποια ψυχολογική τόνωση με μικρές, καθημερινές νίκες, για επιβεβαίωση της ύπαρξής μας και της χρησιμότητάς της, που μεταφράζεται σε υφέρπουσα αυτοϊκανοποίηση για ένα κίνημα που (μολονότι παραμένει φανερά πίσω από τις ανάγκες και το ύψος των περιστάσεων) πετάει από κορυφή σε κορυφή. Αρκεί να μην ασχολείται με τελικές νίκες και μεγάλους σκοπούς, όπως η διεκδίκηση της εξουσίας.

Αυτός ο απλοϊκός τρόπος σκέψης θεωρεί τη σύλληψη των κεφαλών της χρυσής αυγής κάτι μονοσήμαντα θετικό, μία ακόμα μικρή νίκη στο σήμερα, που αναμφίβολα προέκυψε από τη δική μας πίεση, ένα είδος μαζικού λαϊκού εκβιασμού, που καθόρισε τις εξελίξεις και τις κινήσεις της κυβέρνησης. Ελάχιστοι προβληματίζονται ωστόσο για τους σχεδιασμούς των αστικών επιτελείων και την αξιοποίηση της υπόθεσης –κι ας το τονίσω ξανά προς αποφυγή παρεξηγήσεων: δε μιλάμε για προσχεδιασμένη δολοφονία, αλλά για σχεδιασμένη αξιοποίησή της. Μπρος σε τόση επαναστατική αφέλεια (;) οι συνωμοσιολογίες του δελαστίκ μοιάζουν σχεδόν σοβαρή πολιτική ανάλυση.

Για όσους επιμένουν πάντως σε πιο νηφάλιες και σφαιρικές εκτιμήσεις, προκύπτουν διάφορα ερωτήματα για το μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης (που ενεργοποίησαν σαν ντόμινο την «ανεξάρτητη δικαιοσύνη»). Γιατί επέλεξε να κάψει ένα δυνατό χαρτί του συστήματος, όπως η χρυσή αυγή; Ποιες παράμετροι μπορούν να ερμηνεύσουν τις κινήσεις της και το χρονικό σημείο στο οποίο εκδηλώνονται; Πού αποσκοπούν τα αστικά επιτελεία και τι ακριβώς προσπαθούν να πετύχουν; Ή αντίθετα, τι φοβούνται και τι θέλουν να αποτρέψουν;

Μπορούμε να προσθέσουμε πολλά ακόμα ερωτήματα στην αλυσίδα αυτή ή αντιστρόφως να τη συνοψίσουμε στο εξής ένα: γιατί τώρα; Γιατί δηλ η κυβέρνηση επιλέγει μια στρατηγική όξυνσης και δυναμικών πρωτοβουλιών (που -φαίνεται να- υπερβαίνουν τα όρια ενός στενού εκλογικού σχεδιασμού για κάποια πρόσκαιρα οφέλη) σε μια στιγμή που δεν έδειχνε να πιέζεται ιδιαίτερα. Είμαστε τόσο δυνατοί και δεν το ξέρουμε; Σιγά μην έχουμε κι επαναστατική κατάσταση. Ή μήπως έχουμε;

Εδώ θα κάνω μια παρέκβαση στα παραπάνω, για να πιάσω το ερώτημα που μπαίνει και στον τίτλο της ανάρτησης. Που είναι ούτως ή άλλως ενδιαφέρον κι επίκαιρο, αλλά μπορεί να συνδεθεί με τις πρόσφατες εξελίξεις και τα ερωτήματα που προκαλούν.

Έχουμε λοιπόν επαναστατική κατάσταση στην ελλάδα; Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της γνωρίσματα, για να την ορίσουμε; Ας τα πάρουμε έτοιμη, μασημένη τροφή από το βλαδίμηρο, για να τα εξετάσουμε στη συνέχεια ένα προς ένα.

Η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν σε αναλλοίωτη μορφή την κυριαρχία τους. Η μία είτε η άλλη κρίση των «κορυφών», η κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, απ’ όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζόμενων τάξεων.

Υπήρξαν κατά τη διάρκεια της κρίσης ρωγμές στο κυρίαρχο πολιτικό σκηνικό από τη λαϊκή δυσαρέσκεια; Σίγουρα, ναι. Με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την παράπλευρη απώλεια του πασοκ για το σύστημα (της μεγαλύτερης μεταπολιτευτικής δύναμης απορρόφησης και ενσωμάτωσης των λαϊκών ριζοσπαστικών διαθέσεων)· και δευτερευόντως ίσως το εκλογικό αποτέλεσμα των δημοτικών-περιφερειακών εκλογών, το φθινόπωρο του 10’, σε μικρότερη έκταση.
Αυτά όμως δε συνιστούν κάποια κρίση κορυφών, πόσο μάλλον κάποια γενικευμένη πολιτική κρίση, που να εμπόδισε την κυρίαρχη τάξη να διατηρήσει την κυριαρχία της. Όσο κατακάθεται μάλιστα ο αντιμνημονιακός κουρνιαχτός, αποκρυσταλλώνονται οι καινούριοι συσχετισμοί κι η νέα μορφή διπολισμού, που αντικαθιστά τον παραδοσιακό δικομματισμό. Όποιος αρνείται αυτή την εικόνα έχει πιθανότατα έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα, ή κάποιο ιδιαίτερο συμφέρον να τη διαστρεβλώσει και να την εξωραΐσει σύμφωνα με τα έτοιμα σχήματα που έχει στο μυαλό του.

Η μεγαλύτερη από το συνηθισμένο επιδείνωση της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζόμενων τάξεων.
Αυτό το κριτήριο το καλύπτουμε οπωσδήποτε με το παραπάνω. Στην ελλάδα της ραγδαίας φτωχοποίησης των λαϊκών στρωμάτων, της κινεζοποίησης των ημερομισθίων, της ‘βίαιας’ προλεταριοποίησης μεγάλων τμημάτων της μεσαίας τάξης, της απότομης πτώσης του βιοτικού επιπέδου και (αυτού ακόμα) του αεπ (που δεν αποτυπώνει πιστά τις συνέπειες που υφίσταται η εργατική τάξη, γιατί μας τσουβαλιάζει όλους σε ένα «κοινό ταμείο»), συναντάμε οικονομικά μεγέθη, που παραπέμπουν σε περιόδους εμπόλεμης κατάστασης –κι αυτός είναι ο μόνος σοβαρός ιστορικός παραλληλισμός που μπορεί να γίνει με την περίοδο της κατοχής.

Σημαντικό ανέβασμα για τους παραπάνω λόγους της δραστηριότητας των μαζών, που σε «ειρηνική» εποχή αφήνουν να τις ληστεύουν ήσυχα, ενώ σε καιρούς θύελλας τραβιούνται τόσο απ’ όλες τις συνθήκες της κρίσης, όσο κι από τις ίδιες τις κορυφές σε αυτοτελή ιστορική δράση.

Κι εδώ φτάνουμε στον κόμπο του ζητήματος: τον υποκειμενικό παράγοντα. Η δική του δράση είναι εξάλλου που καθορίζει τη μετατροπή (ή μη) της επαναστατικής κατάστασης σε εκδήλωση του επαναστατικού ξεσπάσματος. Είχαμε άνοδο της δραστηριότητας του μαζικού κινήματος κατά την περίοδο της κρίσης; Αναμφίβολα ναι. Το αποδεικνύουν οι συνεχόμενες απεργίες μες στο 10’ (την πρώτη χρονιά επιβολής του μνημονίου) και το επόμενο χρονικό διάστημα με μικρότερη ένταση, οι κινητοποιήσεις σε μια σειρά κλάδους, ακόμα κι η μαζική κάθοδος του κόσμου στο σύνταγμα τις μαγιάτικες κυριακές, πριν από δύο χρόνια.

Το ερώτημα είναι αν όλα αυτά συνιστούν αυτόνομη ιστορική δράση, καθιστώντας την εργατική τάξη πραγματικό ιστορικό υποκείμενο ή αλλιώς τάξη για τον εαυτό της. Και η απάντηση δυστυχώς δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική. Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν αναπτύχθηκαν αρκετοί αγώνες αλλά ο βαθμός πολιτικοποίησης και οργάνωσής τους, το επίπεδο συνειδητοποίησης του κόσμου που συμμετέχει, η κατεύθυνση των αγώνων αυτών και τα γενικά χαρακτηριστικά που καθόρισαν την αποτελεσματικότητά τους.

Στο πρώτο γνώρισμα που αναφέραμε, ο βλαδίμηρος συμπληρώνει τον ορισμό του με μια πολύ κλασική φράση: για να ξεσπάσει η επανάσταση, συνήθως δεν αρκεί να μην μπορούν οι από πάνω, πρέπει να μη θέλουν κι οι από κάτω να ζήσουν/να κυβερνηθούν όπως πριν.
Το πρόβλημα δεν είναι αν οι από πάνω αντιμετωπίζουν αντικειμενικές δυσκολίες να διαχειριστούν την καινούρια κατάσταση, πχ την καπιταλιστική κρίση, αλλά ότι θα βρίσκουν πάντα τρόπο να υπερβαίνουν αυτές τις δυσκολίες όσο οι από κάτω απλώς δε θέλουν, χωρίς όμως να ξέρουν και τι ακριβώς θέλουν. Δεν υπάρχει δεν μπορούν, υπάρχει δε θέλουμε. Και το θέμα είναι πως οι από κάτω στην πλειοψηφία τους θέλουν να ζήσουν ακριβώς όπως πριν, πριν από το σοκ της κρίσης και του μνημονίου. Και ψάχνουν τον κατάλληλο τρόπο να κυβερνηθούν, για να ζήσουν όπως παλιά, αντί να σκέφτονται πώς θα κυβερνήσουν οι ίδιοι στο μέλλον.

Το κρίσιμο ζητούμενο λοιπόν είναι η προετοιμασία του υποκειμενικού παράγοντα σε μη επαναστατικές συνθήκες, για να είναι έτοιμος να δράσει σωστά και στοχευμένα, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία και θα συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που καθορίζουν την επαναστατική κατάσταση. Και το πιο εντυπωσιακό ίσως είναι η επίμονη άρνηση εκείνων των δυνάμεων που αντιμετωπίζουν με απογειωμένους όρους τον υποκειμενικό παράγοντα να τον προετοιμάσουν για αντίστοιχα υψηλούς στόχους, για το σταυρικό ζήτημα κάθε επανάστασης, δηλ την αλλαγή τάξης στην εξουσία. Είναι σα να αρνούνται κατά μία έννοια την ωρίμανση του αντικειμενικού παράγοντα (εφόσον ο υποκειμενικός οδεύει από νίκη σε νίκη κι είναι παντού και πάντα έτοιμος για γενική απεργία και εξέγερση –όχι όμως με στόχο την εξουσία) κι ότι η περίοδος που ζούμε είναι αντικειμενικά εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.


Πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί λοιπόν αποτελεσματικά η προετοιμασία του υποκειμενικού παράγοντα; Και ποια είναι τελικά η στρατηγική του αντιπάλου που έχουμε να αντιμετωπίσουμε στην παρούσα συγκυρία; Αυτά είναι ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν σε κάποια επόμενη ανάρτηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ