1 Φεβ 2014

Τζημερονόμικς ΙΙΙ-Φάε λάδι...

 Τζημερονόμικς ΙΙΙ-Φάε λάδι...

Ο κύριος Τζήμερος, πιθανώς διενεργώντας μέσω κοινωνικών δικτύων μια άτυπη καμπάνια ενόψει ευρωεκλογών, επανήλθε με νέο ράπισμα κατά της μαρξιστικής θεωρίας της αξίας,  πετώντας, τρόπον τινί, λάδι στη φωτιά. Το εν λόγω λάδι είναι μάρκας "λ" ή "lambda", παράγεται στην Ελλάδα, και ο κύριος Τζήμερος γράφει σχετικά:

Λάδι, 150 ευρώ το λίτρο. Βρίσκεις extra παρθένο ελαιόλαδο στην αγορά με 4 ευρώ. Ας πούμε ότι το συγκεκριμένο είναι η πιο καλή ποιότητα της Ελλάδας και θα το αγόραζες ακριβότερα π.χ. 10 ευρώ το λίτρο. Σ΄ αυτά τα 10 ευρώ είναι ενσωματωμένη η αμοιβή των συντελεστών παραγωγής (και η μαρξιστική υπεραξία). Από τα 10 ευρώ μέχρι τα 150 η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Ποιο στοιχείο την πήγε εκεί; Η ευρηματικότητα, η έμπνευση, το επιχειρηματικό ρίσκο, το design, η γνώση των αγορών, η διαφήμιση, η καινοτομία ενός ανθρώπου που είχε αυτή την ιδέα και την υλοποίησε. Πουλάει αέρα, θα πει ένας ακραιφνής μαρξιστής. Και λοιπόν; Από τη στιγμή που υπάρχει αγοραστής που, ακόμα κι από ματαιοδοξία, αλλά οικειοθελώς δίνει τα 150 ευρώ, η τιμή του προϊόντος είναι αυτή: 150 ευρώ. Άλλωστε και όταν γράφεις ένα βιβλίο (όπως το Κεφάλαιο), αέρα πουλάς, δηλαδή άυλη αξία, η οποία έχει την τιμή που κάποιος είναι διατεθειμένος να πληρώσει γι' αυτή. Τι καταλαβαίνουμε από το παράδειγμα, αγαπητά μαρξιστόπουλα; Ότι από την "εξίσωση" με την οποία ο Μαρξ (αλλά και προγενέστεροι "φιλόσοφοι") προσδιόρισε κατ' αρχήν την αξία ενός προϊόντος για να καταλήξει στην υπεραξία, λείπουν πάρα πολλοί, μα πάρα πολλοί συντελεστές.
Ο κύριος Τζήμερος μπορεί να θέλει να τραβήξει δημοσιότητα εν όψει ευρωεκλογών, αλλά σ' αυτή την κοινωνία ελεύθερου ανταγωνισμού (ειρωνική η περιγραφή) υπάρχει λόγος να ασχοληθούμε μαζί του· γιατί θέλουμε κι εμείς κάτι: να τραβήξουμε δημοσιότητα πάνω στην μαρξιστική κριτική της πολιτικής οικονομίας. Να προσελκύσουμε ανθρώπους στον μαρξισμό.

Η ιδεολογική στόχευση του κυρίου Τζήμερου δεν είναι ευκαταφρόνητη. Μέσω του λαδιού "λ", ο κύριος Τζήμερος προσπαθεί να προωθήσει ένα ιδεολόγημα που μάλλον δεν ανήκει στην κλασική αστική πολιτική οικονομία τόσο όσο στα μυθιστορήματα της Ayn Rand, δηλαδή την ιδέα του καπιταλιστή ως "δημιουργού", προμηθεϊκού δεσμώτη, επινοητή, ανατροπέα συσχετισμών, μάρτυρα και παρεξηγημένου ήρωα της κοινωνίας. Την ιδέα, για να γίνουμε λίγο πιο πεζοί, ότι ο καπιταλιστής και όχι ο εργάτης δημιουργεί αξία, ή έστω το μεγαλύτερο ποσοστό αξίας. Και αυτό, ισχυρίζεται αγέρωχος ο κύριος Τζήμερος, ακόμα και αν η "αξία" που δημιουργεί ο καπιταλιστής είναι αέρας κοπανιστός.

Ας πάρουμε όμως τον βασικό ισχυρισμό του κυρίου Τζήμερου, ο οποίος είναι πως από την εξίσωση με την οποία ο Μαρξ όρισε την αξία για να καταλήξει στην υπεραξία λείπουν πολλοί παράγοντες.

Κατ' αρχήν, είναι εντυπωσιακή η στροφή του κυρίου Τζήμερου απέναντι στην έννοια της υπεραξίας εντός λίγων ωρών, καθώς στο σημείωμά του για την πώληση Μήτρογλου ισχυριζόταν πως η υπεραξία είναι μια "ανύπαρκτη έννοια", αποτέλεσμα της "νεύρωσης" ενός "εξαθλιωμένου τεμπελχανά". Αίφνης, τώρα, η υπεραξία δεν είναι καθόλου ανύπαρκτη, ούτε αποκύημα της φαντασίας ενός τρελού, αλλά μια έννοια για την οποία ο Μαρξ δεν εξέτασε όλους τους παράγοντες.

Τι γράφουν άραγε οι Μαρξ και Ένγκελς για τις μορφές της υπεραξίας όχι στο βιομηχανικό αλλά στο εμπορικό και τοκογλυφικό κεφάλαιο;
Αν και η ανάπτυξη του εμπορικού κεφαλαίου δεν εξηγείται με την απλή εξαπάτηση, μας λείπουν πολλοί ενδιάμεσοι κρίκοι που απαιτούνται για την ερμηνεία της. Το ίδιο ακόμα περισσότερο ισχύει για το τοκογλυφικό και το τοκοφόρο κεφάλαιο. (Ένγκελς, Σύνοψη του "Κεφαλαίου").
Και τι γράφει ο Μαρξ για το κεντρικό θέμα που θέτει ο κύριος Τζήμερος για να αποδείξει κενό στην μαρξιστική θεωρία, της εμφάνισης ενός προϊόντος που κοστίζει 15 φορές περισσότερο από όσο λογικά θα έπρεπε; 
θα βρείτε ότι οι διακυμάνσεις των τιμών της αγοράς, οι παρεκκλίσεις τους από τις αξίες, οι κινήσεις τους προς τα πάνω και προς τα κάτω, αλληλοεξουδετερώνονται και εξισώνονται, έτσι που, αν παραβλέψουμε την επίδραση των μονοπωλίων και μερικές άλλες τροποποιήσεις, που είμαι τώρα υποχρεωμένος να τις προσπεράσω, όλα τα είδη εμπορευμάτων πωλούνται κατά μέσο όρο στις αντίστοιχες αξίες ή φυσικές τιμές τους (Μαρξ, Μισθός, τιμή και κέρδος, σελ. 43).
Λέει μήπως ο Μαρξ ότι μια συγκεκριμένη μάρκα λάδι --ή εμφιαλωμένο νερό αν προτιμάτε κάτι ακόμα πιο ακραίο-- δεν μπορεί να πουλιέται πανάκριβα, πολύ πάνω από την αξία της;  Όχι, είναι σαφές ότι δεν λέει κάτι τέτοιο. Λέει πως όλα τα "είδη εμπορευμάτων" πωλούνται "κατά μέσο όρο στις αντίστοιχες αξίες" τους. Και βέβαια, η ερώτηση τότε γίνεται: Αλλάζει κάτι στην μέση τιμή του νερού το γεγονός ότι το νερό "Kona Nigari" κάνει 400 δολάρια για 750 ml; Αλλάζει κάτι στη μέση τιμή του λαδιού το γεγονός ότι ο κύριος Κολιόπουλος, εμπνεόμενος από τον κύριο Ράμφο, πουλάει το λάδι του με 150 ευρώ; Όχι, είναι η απάντηση. Το είδος του κέρδους που αντλούν κάποια προϊόντα --το ότι μπορούν να πουληθούν πολύ πάνω από την αξία τους-- είναι εφικτό μόνο στη βάση ότι είναι εξαιρέσεις και απευθύνονται αποκλειστικά σε ανθρώπους που θέλουν ακριβώς να δείξουν ότι είναι οι ίδιοι εξαιρέσεις: ότι είναι δηλαδή εξαιρετικά πλούσιοι, και για το λόγο αυτό μπορούν να δαπανήσουν γελοία ποσά για αντικείμενα καθημερινής ανάγκης όπως το νερό ή το λάδι. Δεν επηρεάζουν στο παραμικρό όμως αυτές οι περιπτώσεις τους γενικούς νόμους της αγοράς -- ειδάλλως, το νερό και το λάδι θα ανέβαζαν γενικά τις τιμές τους επειδή κυκλοφορούν κάποιες αστείες μάρκες για τους πολύ πλούσιους. Και συνεπώς, είναι ασήμαντες ως περιπτώσεις από τη σκοπιά της πολιτικής οικονομίας, γιατί δεν μπορεί να τύχουν μαζικής μίμησης ή αντιγραφής, καθώς η αγορά για τέτοιου είδους προϊόντα είναι εξαιρετικά περιορισμένη στην κορυφή των πάρα πολύ πλούσιων και όσων θέλουν να περαστούν για πάρα πολύ πλούσιοι. Αλλά είτε ο καπιταλιστής δημιουργεί υπεραξία, όπως θα ήθελε ο κύριος Τζήμερος, αλλά τότε θα έπρεπε όλα τα ελαιόλαδα να μπορούν να πουληθούν στην τιμή του "λ", είτε υπάρχει στον αναπτυγμένο καπιταλισμό ένα περιθώριο νόμιμης αισχροκέρδειας ώστε να ικανοποιούνται τα εγώ των πολύ πλούσιων με το αζημίωτο: ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, αν κάτι δεν μπορεί να γενικευτεί και να παίξει συστημικό ρόλο στην οικονομία δεν είναι "υπεραξία", είναι απλώς αισχροκέρδεια, με τη συναίνεση βέβαια των "θυμάτων" της. (Ας μην παρεξηγηθούμε: δεν εκφράζει "ηθική" αλλά επιστημονική διάκριση η διάκριση της υπεραξίας από την αισχροκέρδεια: η αισχροκέρδεια αποφέρει κέρδος, αναμφισβήτητα, αλλά το κέρδος αυτό πηγάζει από χειρισμούς στη σφαίρα της κυκλοφορίας· η υπεραξία, αντίθετα, μπορεί να υλοποιείται στη σφαίρα της κυκλοφορίας (μέσα από την πώληση του εμπορεύματος για χρήμα), πηγάζει όμως αποκλειστικά από την εκμετάλλευση της εργασίας --όχι του καταναλωτή-- στη σφαίρα της παραγωγής).

Σε ό,τι μάλιστα αφορά το λάδι "λ" --το παράδειγμα του κυρίου Τζήμερου-- έχουμε και κάποια αρκετά συγκεκριμένα στοιχεία που επιβεβαιώνουν τα πιο πάνω. Στο ρεπορτάζ από την iefimerida το οποίο παραθέτει ο κύριος Τζήμερος, αναφέρεται ότι: "Το «λ» αναβαθμίζει εξίμισι φορές την προστιθέμενη εξαγώγιμη αξία του ελληνικού ελαιόλαδου στο εξωτερικό." Αυτός είναι ένας εντυπωσιακός ισχυρισμός, που είναι πιθανό ο κύριος Τζήμερος να παίρνει σοβαρά. Ωστόσο, άρθρο των Olive Oil Times του 2010 σημείωνε πως οι παγκόσμιες πωλήσεις του "λ" ήταν μόλις 800 λίτρα, τη στιγμή που η παραγωγή μόνο του Συνεταιρισμού Κριτσάς, από το οποίο έπαιρνε το λάδι του ως τότε ο κύριος Κολιόπουλος (για να προσθέσει ο ίδιος...την αξία του concept) ήταν 500.000 λίτρα το χρόνο (δείτε και εδώ). Σε σχέση με έναν και μόνο αγροτικό συνεταιρισμό της Κρήτης, με άλλα λόγια, ο συνολικός όγκος παραγωγής του "λ" ήταν 625 φορές μικρότερος. Το άρθρο των Olive Oil Times κάνει ουσιαστικά λόγο για αισχροκέρδεια, λέγοντας ότι οι παραγωγοί του λαδιού πληρωνόντουσαν 2.70 ευρώ για το μπουκάλι των 150 ευρώ, ή 52 φορές λιγότερο από την τιμή πώλησης. Σημειώνει όμως ταυτόχρονα ότι η τιμή του "λ" είναι σε πλήρη απομόνωση από τις τάσεις της αγοράς, όπου η τιμή του ελαιόλαδου έχει "χτυπήσει ιστορικό χαμηλό" -- κι έτσι, αποδεικνύει πλήρως την ασημαντότητα της εξαίρεσης για τη διαμόρφωση του κανόνα -- και άρα και τη διαφορά της κατ' εξαίρεση αισχροκέρδειας από την συστημική άντληση υπεραξίας. Από την πλευρά της, τώρα, η εταιρεία απάντησε ... χρησιμοποιώντας ακριβώς τους ισχυρισμούς περί "δημιουργικότητας" του καπιταλιστή που προωθεί ο κύριος Τζήμερος, του οποίου η "οικονομική θεωρία" είναι πολύ δύσκολο να διαχωριστεί εν προκειμένω από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων της Speiron του κυρίου Κολλιόπουλου:
Η Speiron δηλώνει ότι το άρθρο των Olive Oil Times της 3 Δεκέμβρη 2010 περιέχει ψευδείς, ανακριβείς και συκοφαντικές κατηγορίες για το μοναδικό της προϊόν, το ούλτρα πρίμιουμ έξτρα βέρτζιν λάδι ελιάς λ/lambda, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική φύση του προϊόντος.

Πιο συγκεκριμένα, το προαναφερθέν άρθρο συγκρίνει ψευδώς την τιμή ανά λίτρο του Συνεταιρισμού με την  τιμή της συσκευασίας δώρου του προϊόντος της Speiron, η οποία αποτελείται από το λάδι ελιάς, το οποίο πωλείται σε καλλιτεχνικού, μινιμαλιστικού ντιζάιν γυάλινο μπουκάλι το οποίο βρίσκεται σε πολυτελές και κομψό κουτί.

Είναι προφανές ότι το προϊόν ούλτρα πρίμιουμ έξτρα βέρτζιν λάδι ελιάς λ/lambda είναι ξεκάθαρα πολύ περισσότερο από απλό κρητικό ελαιόλαδο, καθώς αντανακλά την ιδέα της Speiron για την εξαιρετική δημιουργία, την σημασία στη λεπτομέρεια και την άριστη ποιότητα. Μια ιδέα που διαρκώς κερδίζει διεθνή αναγνώριση και θαυμασμό.
Αναμφισβήτητα, το θέμα είναι τόσο γραφικό όσο υπόσχεται η επίκληση της φιλοσοφίας του Στέλιου Ράμφου στα πλαίσια του λαδεμπορίου. Και πιθανώς μόνο ο κύριος Τζήμερος ξέρει γιατί θα έπρεπε να ενοχληθεί ο μαρξισμός επιστημονικά από το γεγονός ότι υπήρξαν, βάσει στοιχείων 2010, 800 άνθρωποι παγκόσμια που έδωσαν στον κύριο Κολλιόπουλο το αντίτιμο για το "λ". Το μόνο που ενοχλεί τον μαρξισμό είναι το πολιτικό ζήτημα της απίστευτης εκμετάλλευσης ενός τρομακτικού αριθμού ανθρώπων η οποία προαπαιτείται για αυτού του είδους τις σαχλαμαρίτσες 800 καταναλωτών (το πολύ) παγκόσμια με τις "κατά φαντασίαν αξίες χρήσης", όπως τις ονόμασε ο Μαρξ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ