20 Μαρ 2014

Η κατάσταση του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα – Μέρος Β’

 Η κατάσταση του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα – Μέρος Β’

Η σωστή κριτική προϋποθέτει τη σφαιρική γνώση –κι η αυτοκριτική αντιστοίχως ένα βαθμό αυτογνωσίας. Συνεπώς, μια σφαιρική αποτίμηση της δουλειάς των κομμουνιστών στο εργατικό κίνημα προϋποθέτει να έχουμε μια συνολική εικόνα και να γνωρίζουμε συγκεκριμένα στοιχεία: από τη διείσδυση και την επιρροή μας σε χώρους δουλειάς, επιμέρους κλάδους, βιομηχανικές ζώνες και την πορεία της κομματικής οικοδόμησης, μέχρι τη συμμετοχή των εργατών στα συνδικάτα και τις απεργιακές κινητοποιήσεις. Η κε του μπλοκ δεν είναι προφανώς σε θέση να γνωρίζει τα παραπάνω στοιχεία, οπότε η δική της κριτική της προσέγγιση είναι αναπόφευκτα κάπως γενική και αφηρημένη. Είναι ένα ερώτημα πάντως για ποιο λόγο υπάρχει έλλειψη κάποιων στοιχείων, τα οποία δεν αφορούν οργανωτικά ζητήματα του κόμματος, αλλά τη συμμετοχή των εργαζομένων στα συνδικάτα και στις μαζικές διαδικασίες των τελευταίων χρόνων, τη στιγμή μάλιστα που μπορούμε να βρούμε αντίστοιχα αριθμητικά δεδομένα σε ιστορικές μελέτες για πολύ πιο μακρινές περιόδους –πχ για τα χρόνια του μεσοπολέμου.

Ένα ακόμα βασικό σημείο, που ξεπερνά ωστόσο τις δικές μου δυνατότητες και προθέσεις, είναι μια γενική αποτίμηση της 15χρονης πορείας του παμε, σε συνάρτηση και με την πρόσφατη συνεδρίαση της πανελλαδικής συντονιστικής επιτροπής του –από τις εργασίες της οποίας δημοσιεύτηκαν κάποια αποσπάσματα από τοποθετήσεις δεκάδων συνδικαλιστών, από την εισήγηση κι απ’ την τελική ομιλία του πέρρου. Και πιο ειδικά, η μελέτη της απόφασης της πανελλαδικής συνδιάσκεψης του 10’ για τη δουλειά του κόμματος στην εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα, εν όψει και της επικείμενης ευρείας ολομέλειας που αναφέρει η πολιτική απόφαση του 19ου συνεδρίου για τον έλεγχο των αποφάσεων της συνδιάσκεψης. Με άλλα λόγια δηλ απαιτείται μια προσπάθεια που να εξετάζει: ποιοι στόχοι είχαν μπει, σε ποιο βαθμό επιτεύχθηκαν, πού και για ποιους λόγους δεν προχώρησαν και τι συμπεράσματα βγαίνουν για τη συνέχεια.

Σε αυτό το τελευταίο διάστημα –από το 10’ και μετά δηλ- εστιάζω κι εγώ τη δική μου αναφορά. Το βασικό παράδοξο της περιόδου είναι πως ο κατεξοχήν ‘αντιμνημονιακός’ πολιτικός λόγος πιστώθηκε σε δυνάμεις που δημαγωγούσαν με υποσχέσεις για την επαναδιαπραγμάτευση – ακύρωση - πολιτική καταγγελία – αυτοκαταστροφή του μνημονίου, όπως τα χαρτάκια του αρχηγού κουίμπι στο σαΐνη, κι άλλα τινά παρόμοια. Ενώ οι κομμουνιστές κατηγορήθηκαν πως τα παραπέμπουν όλα στη δευτέρα παρουσία του σοσιαλισμού, μολονότι έδωσαν (και δίνουν) τον πιο συνεπή κι αποφασιστικό αγώνα για την απόκρουση και ανατροπή της πολιτικής που επέβαλε τα μνημόνια και της αστικής στρατηγικής που υπηρετούσε.

Αυτό το τελευταίο δεν προκύπτει μόνο από την πρόταση νόμου του κουκουέ για την κατάργηση των μνημονίων –που δεν έφτασε καν να συζητηθεί στην ολομέλεια της βουλής- όσο κυρίως από τη στάση του παμε και των ταξικών δυνάμεων στο εργατικό κίνημα, που:
-άσκησαν πίεση στην ηγεσία της γσεε για να κηρυχθούν (έστω, γιατί για να πετύχουν χρειάζονται πολύ περισσότερα) κάποιες απεργιακές κινητοποιήσεις –αναγκάστηκε μάλιστα να κηρύξει 48ωρη γενική απεργία για πρώτη φορά, μετά από είκοσι χρόνια.
-σήκωσαν χωρίς αυτήν ισάριθμες απεργίες, με επικεφαλής το παμε, τα σωματεία και τις ομοσπονδίες που συσπειρώνει και τις δυνάμεις του σε όλους τους κλάδους, ανεξαρτήτως συσχετισμών.

Αυτό το τελευταίο σημείο, η απόφαση δηλ να απεργήσουν όλοι ακόμα και χωρίς κάλυψη-αγωνιστική απόφαση από το σωματείο τους, προκάλεσε μια οξεία κριτική που μέσω κάποιων μάλλον αυθαίρετων και τραβηγμένων ισχυρισμών, καταλήγει στο έωλο συμπέρασμα πως το παμε θέλει να συγκροτήσει κόκκινα σωματεία! Ένα δείγμα αυτής της… εποικοδομητικής κριτικής, που εκπορεύεται κυρίως από διάφορους διαδικτυακούς υπονόμους, μπορείτε να δείτε και σε προηγούμενη ανάρτηση, στο αθώο σχόλιο ενός δ.υ.
Αυτό που καταλαβαίνω πάντως εγώ για την ουσία του θέματος είναι πως εκείνη ειδικά η περίοδος απαιτούσε κι αντίστοιχα ανεβασμένες μορφές πάλης, έξω από τα ήδη γνωστά, συμβατικά μέσα. Και ότι ο πήχης των απαιτήσεων ανέβαινε αντίστοιχα για κάθε οργανωμένο μέλος και όσους θέλουν να έχουν ουσιαστικό πρωτοπόρο ρόλο στο κίνημα. Αν αυτό λοιπόν αφορούν οι παραπάνω κατηγορίες και η «κριτική» που γίνεται, μπορούμε να τις αποδεχτούμε και να προχωρήσουμε παρακάτω.

Για ποιο λόγο δε νίκησαν όμως οι αγώνες που ξεδιπλώθηκαν αυτό το διάστημα; Αυτό είναι ένα πολύ σύνθετο ζήτημα, με πολλές παραμέτρους, όπως για παράδειγμα, την προβοκάτσια της μαρφίν, που ανέστειλε πολύ αποτελεσματικά για λίγο καιρό τις ριζοσπαστικές διαθέσεις και τον ενθουσιασμό του κόσμου, αλλά και μια γενικότερη εξέταση της τακτικής και των μέσων που χρησιμοποίησε το αστικό μπλοκ.
Υπάρχει όμως και μια ειδική παράμετρος, που δεν αφορά μόνο την «κόπωση» και την οικονομική εξάντληση των εργαζόμενων μαζών, όπως την αναλύσαμε στο πρώτο μέρος, αλλά τις εκδικητικές απολύσεις πρωτοπόρων στελεχών σε νευραλγικούς εργασιακούς χώρους, που αποδεκάτισαν ως ένα σημείο τις ταξικές δυνάμεις, τις άφησαν χωρίς εφεδρείες και αναχαίτισαν κάπως την οργάνωση του αγώνα και το προχώρημα της δουλειάς.

Μπορεί βέβαια το διάστημα αυτό (των… αντιμνημονιακών αγώνων, για να το ορίσουμε κάπως σχηματικά) να μην αντιστοιχούσε σε κάποια προεπαναστατική κατάσταση, όπου η εξουσία κυκλοφορούσε στους δρόμους, περιμένοντας να απλώσουμε το χέρι και να την καταλάβουμε, ήταν ωστόσο μια ρευστή περίοδος, που κυκλοφορούσαν πολλές συνειδήσεις στους δρόμους και το σχολείο του αγώνα, που τις διαμορφώνει, αφυπνισμένες από πολύχρονη χειμερία νάρκη και με όλα τα σημάδια που άφησε αυτή η χρόνια νάρκωση. Παραμένει συνεπώς το ερώτημα τι θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, ή τι παραπάνω θα μπορούσαμε να κάνουμε, για να κερδηθούν περισσότερες συνειδήσεις, να οικοδομηθούν πιο στέρεοι δεσμοί, να υπάρχει κινηματική συνέχεια.

Ούτε σε αυτό το ερώτημα, με την αντιδιαλεκτική γοητεία της εναλλακτικής εξέλιξης της ιστορίας, είναι εύκολο να δοθεί μια απλή απάντηση. Νομίζω ωστόσο πως μια κρίσιμη καμπή που χάθηκε το παιχνίδι και θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί διαφορετικά, ήταν η υπόθεση με το χαράτσι, όπου –κατά τη δική μου αντίληψη τουλάχιστον- οι δυνάμεις μας φάνηκαν ανεπαρκείς και απροετοίμαστες για να υποδεχτούν και να χωρέσουν αυτό το μαζικό κι αυθόρμητο κύμα άρνησης πληρωμής, δεν μπόρεσαν να το οργανώσουν σε συγκεκριμένες δομές και να το κινητοποιήσουν, τόσο σε επίπεδο συνδικάτων, όσο –κυρίως- στο επίπεδο της γειτονιάς, όπου θα μπορούσε να έχει γίνει δουλειά υποδομής και με προοπτική για τις λαϊκές επιτροπές, αλλά και για το κομβικό ζήτημα της οργάνωσης των ανέργων.

Πολύ σημαντικό επίσης είναι να δούμε και να αναλύσουμε τα διδάγματα από το σημαντικότερο ίσως αγώνα της τελευταίας τριετίας, την ηρωική πολύμηνη απεργία των χαλυβουργών, όπου διαφάνηκαν οι αρετές και η δύναμη της αλληλεγγύης της εργατικής τάξης και ταυτόχρονα κάποιες χρόνιες, γενικές αντιφάσεις και παθογένειες του εργατικού κινήματος. Όπως για παράδειγμα:
-ο κοντόφθαλμος συντεχνιασμός στην περίπτωση των εργατών της μονάδας του βόλου, που νόμιζαν πως θα επωφεληθούν από την εύνοια του εργοδότη και τώρα το βρίσκουν μπροστά τους –και ενώ θα αρκούσε έστω και μία εβδομάδα απεργιακής πίεσης και παράλληλων κινητοποιήσεων για να καμφθεί η αδιαλλαξία του μάνεση και να νικήσει ο κοινός αγώνας.
-οι δυνατότητες αλλά και τα όρια της περιβόητης κοινής δράσης και της ειλικρινούς διάθεσης όσων την επικαλούνται και έσπευσαν να κεφαλαιοποιήσουν σε αντι-παμε κατεύθυνση το περιστατικό με το κλιμάκιο των νεοναζί στην πύλη του εργοστασίου.
-η αντιφατική συνείδηση πολλών εργαζόμενων, στην πρώιμη φάση διαμόρφωσής της, που σε συνδυασμό και με τις δεκάδες απολύσεις πρωτοπόρων εργατών της χαλυβουργίας, οδήγησε σε πισωγύρισμα και αλλαγή συσχετισμών, με την ανάδειξη μιας υστερικής απεργοσπάστριας (που είχε πιάσει στασίδι στα κανάλια, σε τη διάρκεια της απεργίας) στη θέση του προέδρου του σωματείου.

Σε κάθε περίπτωση όμως παραμένει η αγωνιστική πείρα ως μαγιά και πολύτιμη παρακαταθήκη για το μέλλον του ταξικού κινήματος. Που δεν περιορίζεται στα πολλά και συγκινητικά παραδείγματα ταξικής αλληλεγγύης στους χαλυβουργούς, αλλά συνίσταται κυρίως στην πρωτοπόρο δράση ενός και μόνο οργανωμένου κομματικού μέλους, που κατάφερε να οργανώσει τους συναδέλφους του, για να σηκώσουν έναν πολύμηνο απεργιακό αγώνα.


Αυτό είναι που θέτει τον πήχη των απαιτήσεων για κάθε κομμουνιστή σήμερα, δείχνοντας τι σημαίνει να είναι κανείς πραγματικά πρωτοπόρος στον χώρο του. Κι από αυτό το ζητούμενο περνάει η –δύσκολη, αλλά αναγκαία όσο ποτέ- ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, σε αγωνιστική, ταξική βάση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ