2 Μαΐ 2014

Εργατική κατοικία στην Ελλάδα

 Εργατική κατοικία στην Ελλάδα



Ανάγκη ή αναχρονισμός;

Η κε του μπλοκ αξιοποιεί στη σημερινή ανάρτηση μια πολύ ενδιαφέρουσα εργασία για την εργατική κατοικία στην ελλάδα, δημοσιεύοντας μια συνοπτική περίληψή της. Βάση προγραμματισμού, θα ακολουθήσει τις επόμενες μέρες μία ακόμα ανάρτηση με κάποια χρήσιμα στατιστικά στοιχεία σχετικά με το θέμα. Ευελπιστώ να κεντρίσει το θέμα το ενδιαφέρον της βάσης του μπλοκ –και όχι απαραίτητα μόνο όσων έχουν άμεση σχέση με το αντικείμενο της αρχιτεκτονικής. Κάθε γόνιμη συμβολή, προσθήκη, παρατήρηση στα σχόλια, ευνοήτως ευπρόσδεκτη.




Έναυσμα κι αφετηρία για αυτή τη μελέτη ήταν κάποιοι προβληματισμοί (προσωπικοί και κοινωνικοί) για τις συνθήκες διαβίωσης της εργατικής τάξης στις μέρες μας, οι οποίοι σχετίζονται με ζητήματα χώρου, από την πολεοδομία ως την παραγωγή κατοικίας, γι’ αυτό κι είναι αναγκαία η αντιμετώπισή τους και με όρους αρχιτεκτονικής.



Η κατοικία έχει σημασία λειτουργική και ψυχολογική.  Λειτουργική, ως μια πανάρχαια ανθρώπινη ανάγκη, αφού  μέσω αυτής διασφαλίζεται η διατήρηση κι αναπαραγωγή της ζωής. Ψυχολογική, γιατί για τον καθημερινό άνθρωπο η κατοικία, «ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι του», ήταν πάντα έγνοια του και τη θεωρούσε όπλο απαραίτητο για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής και να διασφαλίσει  την ανάπτυξη της κοινωνικής του υπόστασης. Η κατοικία, όμως, είναι παράγωγο του κάθε φορά κοινωνικοοικονομικού συστήματος, είναι η έκφραση της κοινωνικής και οικονομικής βάσης στο αρχιτεκτονικό εποικοδόμημα.



Με γνώμονα, λοιπόν, αυτή την προσέγγισή της,  ως μια σύνθετη κοινωνική και χωρική κατασκευή και όχι μόνο ως μια αρχιτεκτονική τυπολογία, η έρευνα αφορά το ζήτημα της κατοικίας και τα προβλήματα εύρεσης στέγης, και επικεντρώνεται στην εργατική κατοικία, μια επινόηση του αστικού κράτους. Η εργατική τάξη, η οποία ορίζεται από τον Ένγκελς, ως αυτή «των μισθωτών εργατών που, επειδή δεν κατέχουν καθόλου δικά τους μέσα παραγωγής, είναι αναγκασμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη για να μπορούν να ζήσουν» και οι συνθήκες διαβίωσής της, αποτελούσαν και αποτελούν επίκεντρο προβληματισμών και συζητήσεων. Βέβαια, το στεγαστικό δεν είναι, πλέον, πρόβλημα μόνο της εργατικής τάξης, καθώς αγγίζει κι άλλα κοινωνικά στρώματα, γι’ αυτό εμφανίζεται πιο συχνά ο όρος κοινωνική κατοικία.



Μέσα από τη μελέτη γίνεται μια προσπάθεια να προσδιοριστεί, στον ελληνικό χώρο κυρίως, ο βαθμός ανταπόκρισης της αρχιτεκτονικής στις σύγχρονες συνθήκες και ανάγκες της ζωής του εργάτη, να ερευνηθούν τα προβλήματα που παρουσιάζονται και οι αιτίες τους και να απαντηθεί το ερώτημα αν στις μέρες μας η εργατική κατοικία είναι αναγκαία ή ξεπερασμένη.



Βασικό εργαλείο έρευνας, η ιστορική εμπειρία. Η προσφυγή στην ιστορία αποδεικνύει ότι η αρχιτεκτονική σχετίζεται με ένα ευρύτερο πλαίσιο αρχών και κοινωνικών διεργασιών. Γι’ αυτό η έρευνα ξεκινά από την Ευρώπη, την περίοδο που το στεγαστικό πρόβλημα της εργατικής τάξης πήρε τέτοια διάσταση που οδήγησε το κράτος να πάρει για πρώτη φορά μέτρα, για να συνεχίσει στο ελληνικό κράτος και να ολοκληρωθεί μελετώντας τη σημερινή του κατάσταση.

-.-.-

Ο 18ος είναι αιώνας περάσματος σε μια σειρά κρατών της Ευρώπης από τη φεουδαρχία σε ένα νέο τρόπο παραγωγής, τον καπιταλιστικό και τη γέννηση μια νέας κοινωνικής τάξης, της εργατικής. Το 19ο αιώνα, με την τεράστια ανάπτυξη της βιομηχανίας, το φαινόμενο της μαζικής συγκέντρωσης νέων ομάδων πληθυσμού στις πόλεις παίρνει μεγάλες διαστάσεις, χωρίς να υπάρχει όμως κάποια πρόνοια για τη στέγασή τους. Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι να στοιβάζονται πολλές οικογένειες μαζί σε μικρά δωμάτια κι υπόγεια, σε χώρους που γενικά δεν υπάκουαν σε κανένα μέτρο υγιεινής, χωρίς κάποια ηλικιακή ή φυλετική διάκριση. Οι άθλιοι αυτοί χώροι έγιναν, όπως είναι φυσικό, εστίες δυσοσμίας και λοιμωδών νόσων, επηρέαζαν τη λειτουργία της οικογένειας κι επιπλέον γίνονταν αφορμή δυσαρέσκειας των εργατών απέναντι στους εργοδότες τους που ζούσαν αντιθέτως σε μέγαρα ή πολυτελή διαμερίσματα. Έτσι η αστική τάξη παίρνει κάποια πρώτα μέτρα. Για να αμβλύνει τις αντιθέσεις και να εκτονώσει την κατάσταση, αναλαμβάνει να στεγάσει τους εργάτες, κίνηση που είχε πολλά οικονομικά οφέλη για αυτή, αλλά κυρίως προστάτευε την υγεία της από τις επιδημικές αρρώστιες που εξαπλώνονταν.



Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, την περίοδο των Μεγάλων Βιομηχανικών Εκθέσεων, οι εργατικές κατοικίες θα γίνουν υπόθεση και των αρχιτεκτόνων, αφού κατά τη διάρκειά τους θα παρουσιαστούν τα πρώτα μοντέλα, με χαρακτηριστικά που θα εξελίσσονται μέχρι και τον μοντερνισμό. Το πρώτο μοντέλο παρουσιάζεται σε πραγματικό μέγεθος στην Έκθεση του 1851 στο Λονδίνο από τον αρχιτέκτονα Henry Roberts έπειτα από παραγγελία του πρίγκιπα Αλβέρτου. O Roberts σχεδιάζει ένα μοντέλο κατοικίας για τους εργάτες που προωθεί ένα τρόπο ζωής με πυρήνα την οικογένεια και την αναπαραγωγή της και με βάση τους κανόνες της υγιεινής και της ηθικής, αρχές που τις αντιμετωπίζει με όρους αρχιτεκτονικής διάταξης, με τα εξής:



I.    Τοποθετεί πάνω από μια οικογένεια στο ίδιο κτίριο με την επανάληψη του ίδιου πυρήνα κατά μήκος και ύψος, εξοικονομώντας χώρο και κόστος.

II.    Η πρόσβαση σε κάθε διαμέρισμα γίνεται αποκλειστικά από μια κεντρική, κοινόχρηστη σκάλα διασφαλίζοντας την ιδιωτικότητα.

III.      Διαχωρίζονται τα υπνοδωμάτια των γονιών και των παιδιών σύμφωνα με το φύλο τους.

IV.      Τα υπνοδωμάτια των παιδιών επικοινωνούν με το καθιστικό για να διευκολύνεται η επιτήρηση τους.

V.       Τοποθετείται  σε κάθε διαμέρισμα τουαλέτα εξωτερικά, ξεχωριστός χώρος για την κουζίνα, αποθηκευτικοί χώροι και κατάλληλα σχεδιασμένα ανοίγματα σε κάθε δωμάτιο.

VI.      Εισάγονται στοιχεία επίπλωσης στις κατόψεις



Η χειροτέρευση, όμως, των συνθηκών διαβίωσης και οι έντονες κοινωνικές διεργασίες που συνόδευσαν την είσοδο στον 20ο αιώνα έκαναν τους αρχιτέκτονες να  αρχίζουν να ασχολούνται πιο σοβαρά και συστηματικά πια με την κατοικία των ασθενέστερων στρωμάτων, με κορύφωση την ίδρυση των CIAM το 1928 και την αναζήτηση ενός νέου μοντέλου κατοίκησης που θα κάλυπτε τις μαζικές τους ανάγκες. Το μοντέλο αυτό περιγράφηκε με τον όρο «ελάχιστη κατοικία» και ο σχεδιασμός του έπρεπε να υπακούει σε δυο αρχές: το χαμηλό κόστος και την ικανοποίηση των βασικών βιολογικών αναγκών.



Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι: Ο πειραματικός οικισμός Weissenhof στη Στουτγάρδη, που χτίστηκε με σχέδια από τους πιο ονομαστούς ευρωπαίους αρχιτέκτονες της εποχής.  Ο οικισμός Römerstadt  στη Φρανκφούρτη από τον αρχιτέκτονα Ernst May. Και τέλος το μνημειακών διαστάσεων  Karl Marx Hof του Κarl Ehn στη Βιέννη μετά από παραγγελία της τότε κομμουνιστικής δημοτικής αρχής για να προπαγανδίσει το νέο καθεστώς της. Και στις τρεις περιπτώσεις επιλέχθηκε οι νέοι οικισμοί να τοποθετηθούν έξω από το κέντρο της πόλης, το οποίο ασφυκτιούσε από την πυκνή δόμηση και δεν προσέφερε φτηνά οικόπεδα για τις απαιτούμενες εκτάσεις. Ταυτόχρονα, ήταν μια προσπάθεια συγκάλυψης της αντίθεσης μεταξύ πόλης και υπαίθρου.



Η οικονομία σε χώρο και κόστος επέβαλε την κατακόρυφη ανάπτυξή και επανάληψη των διαμερισμάτων. Έτσι έχουμε κτίρια σε σειρά και παράλληλα τοποθετημένα (May) ή (Karl Marx Hof) ένα ενιαίο κτίριο, με διαδρόμους και κλιμακοστάσια να οδηγούν στα διαμερίσματα. Εξαίρεση αποτελεί ο οικισμός Weissenhof στον οποίο επικρατεί η ελεύθερη δόμηση κι η αυτόνομη κατοικία.



Σημαντικός είναι, επίσης,  ο τρόπος αντιμετώπισης των χώρων δημόσιας χρήσης. Σε αντίθεση με τον οικισμό Weissenhof όπου το ιδιωτικό υπερείχε του δημοσίου, ο May κι ο Ehn θεωρούσαν πολύ σημαντική την ανάπτυξη συλλογικής ζωής ανάμεσα στους κατοίκους. Γι’ αυτό σχεδίασαν χώρους κοινωνικών υπηρεσιών αλλά και πολλούς υπαίθριους που θα ήταν τόποι συνάντησης και χαλάρωσης. Στη πορεία της κατοίκησης, όμως, δεν χρησιμοποιήθηκαν στο βαθμό που αναμενόταν ή ακόμα μοιράστηκαν από τους κατοίκους και έγιναν ιδιωτικοί.



Βασική αρχή ήταν η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών και η χρήση τυποποιημένων στοιχείων. Όσον αφορά το εσωτερικό των διαμερισμάτων, κοινή γραμμή ήταν η ευελιξία στην κάτοψη, η ελαχιστοποίηση των διαστάσεων κι η εξασφάλιση συνθηκών υγιεινής. Μελετούνταν, επίσης, τα ανοίγματα και ο προσανατολισμός των κτιρίων, ώστε να προσφέρεται ο απαιτούμενος φυσικός φωτισμός και αερισμός. Τα αποτελέσματα ωστόσο δεν ήταν τα αναμενόμενα γιατί οι νέες κατοικίες δε κατάφεραν να γίνουν προσιτές στους εργάτες, αφού η μείωση του κόστους χρησιμοποιήθηκε για να αυξήσει τα κέρδη των κατασκευαστικών εταιρειών ή για να μειώσει τους μισθούς των εργατών.



Ο μαρξιστής καλλιτέχνης Karel Teige άσκησε κριτική σε αυτές τις προσπάθειες θεωρώντας τες προσκολλημένες στον τύπο κατοικίας που απευθύνεται στην παραδοσιακή οικογένεια, τύπος που δε διαχωρίζεται ουσιαστικά από τα μεσοαστικά διαμερίσματα και πρέπει να αναθεωρηθεί, αφού και ο ίδιος ο θεσμός της οικογένειας έχει αναθεωρηθεί. Ο ίδιος προτείνει τη συλλογική κατοικία (collective housing/ dom communa), όπου δίνεται έμφαση στις κοινόχρηστες λειτουργίες και τα διαμερίσματα περιορίζονται σε επαναλαμβανόμενες μονάδες, μια για  κάθε ενήλικα, που θα έχει ένα κρεβάτι κι ένα μικρό καθιστικό, πρόταση φυσικά ριζοσπαστική, που βρήκε μερική εφαρμογή στη Σοβιετική Ένωση και δε θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τους εργάτες από τη μια στιγμή στην άλλη.

-.-.-


Την περίοδο αυτή της δεκαετίας του ’30 η βιομηχανική παραγωγή και γενικά ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αρχίζει να αναπτύσσεται και στο Ελληνικό κράτος, οπότε και θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά η ανάγκη οργανωμένης στέγασης των κατώτερων στρωμάτων.



Η αρχή θα γίνει το 1922 μετά τη λήξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η πορεία που θα ακολουθήσει, έχει διάφορες διακυμάνσεις σε αρχιτεκτονικό και οικονομικό επίπεδο και εξαρτάται από τις κάθε φορά κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της χώρας.



Αυτή η πορεία της εργατικής κατοικίας στην Ελλάδα μπορεί να εξεταστεί ασφαλέστερα σε τέσσερις περιόδους.

α) 1920-1940: Η στέγαση των προσφύγων είναι επείγουσα ανάγκη της περιόδου και θα ενταθεί τη δεκαετία του ’30 από αξιόλογους Έλληνες αρχιτέκτονες που ήταν επηρεασμένοι από τις αρχές του μοντέρνου κινήματος.

β) 1955-1967: Ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος κι ο Εμφύλιος θα ανατρέψουν την πορεία της προηγούμενης περιόδου και θα δημιουργήσουν ένα τεράστιο κενό στην οικοδόμηση κατοικιών. Το κενό αυτό καλείται να καλύψει το 1954 ένας νέος οργανισμός, ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (Ο.Ε.Κ.). Την περίοδο αυτή ωριμάζει ο ελληνικός μοντερνισμός που εμφανίστηκε την προηγούμενη με κύριο εκφραστή του τον Άρη Κωνσταντινίδη.

γ) 1967- 1980: Τα χρόνια της χούντας, μαζί με τα κατάλοιπά της τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, συνοδεύονται με την κατασκευή πολλών συγκροτημάτων, καθώς ο κατασκευαστικός τομέας αποτέλεσε συμφέρουσα επένδυση. Έτσι οι εργατικές κατοικίες γίνονται κι αυτές μέσο κερδοσκοπίας, στο όνομα της οποίας οι μηχανικοί σχεδιάζουν βάζοντας στην άκρη την αισθητική.

 δ) 1980- σήμερα: Τα τελευταία τριάντα χρόνια υπάρχει μια κάμψη στο σχεδιασμό και την κατασκευή εργατικών κατοικιών. Το κράτος έχει δώσει έμφαση στη παροχή στεγαστικών δανείων, παρά στο κατασκευαστικό μέρος. Τα συγκροτήματα παρουσιάζουν μια σχετική ομοιογένεια, μια και που το μεγαλύτερο ποσοστό τους ανήκουν στον Ο.Ε.Κ.. (σ.σ.: η εργασία εκπονήθηκε πριν από την κατάργηση του οργανισμού).



Σε όλες τις περιόδους βασικό πρόβλημα ήταν η εξεύρεση οικοπέδων μεγάλων και προσαρμοσμένων στον αστικό ιστό. Το καθεστώς της μικροϊδιοκτησίας, η έλλειψη ρυθμιστικών σχεδίων και η μη συνεργασία των Δήμων αποτέλεσαν τις βασικές αιτίες που οι οικισμοί ήταν μικροί και διάσπαρτοι.



Η σπουδαιότερη κληρονομιά του ευρωπαϊκού μοντερνισμού είναι η αξία της συλλογικής ζωής των κατοίκων, που αρχιτεκτονικά εκφράστηκε με την ελεύθερη διάταξη των κτιρίων και τη δημιουργία υπαίθριων και κοινόχρηστων χώρων. Αυτή η διάταξη ταυτίστηκε με τις εργατικές και προσφυγικές κατοικίες και τις διαφοροποιεί από την υπόλοιπη πόλη, όπου κυριαρχεί η συνεχής δόμηση κι ο δημόσιος χώρος περιορίζεται στους δρόμους.



Τη δεκαετία του ’70, όμως, δίνεται προτεραιότητα στη μεγαλύτερη εκμετάλλευση των οικοπέδων και τα κτίρια μεγαλώνουν ως προς το ύψος και πλησιάζουν πολύ το ένα το άλλο. Ταυτόχρονα στα παλιά συγκροτήματα, οι υπαίθριοι χώροι παραμελούνται, οι κοινόχρηστες λειτουργίες δε χρησιμοποιούνται και πολλές φορές μετατρέπονται σε ιδιωτικές με αποτέλεσμα τα συγκροτήματα αυτά να στιγματιστούν και να μετατραπούν γρήγορα σε κοινωνικά γκέτο.



Τα κτίρια, με εξαίρεση την τρίτη περίοδο, διατηρούνται χαμηλά, το πολύ μέχρι τέσσερις ορόφους. Στο εσωτερικό των διαμερισμάτων δεν υπάρχει καμία καινοτομία. Το  μοντέλο κατοικίας που απευθύνεται στην οικογένεια παραμένει σε όλη την πορεία σταθερό και το μόνο που αλλάζει είναι το μέγεθός του.



Στις μέρες μας, ο ΟΕΚ προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τις κατευθύνσεις του με βάση τις αποτυχίες του παρελθόντος. Τονίζει τον κοινωνικό χαρακτήρα των οικισμών με τη χαμηλή δόμηση και τους μεγάλους υπαίθριους χώρους, αλλά οι γραφειοκρατικές μέθοδοι και ο χαμηλός οικονομικός προϋπολογισμός επιβάλλουν έναν ενιαίο τύπο κατοικίας και προχειρότητα στην κατασκευή.



Αρκετοί προσφυγικοί οικισμοί, επίσης, απειλούνται με κατεδάφιση, ενώ πολλές εργατικές συνοικίες είναι εγκαταλειμμένες από το κράτος.  Η αντιμετώπιση των κατοίκων αλλά και του υπόλοιπου κόσμου, ωστόσο είναι διαφορετική. Παρόλα τα προβλήματα που τους καταλογίζουν, σε κανέναν, σχεδόν, από τους οικισμούς (παλιούς και νέους) οι κάτοικοι δεν ενοχλούνται από τον χαρακτηρισμό εργατική κατοικία και είναι πάρα πολλοί αυτοί που περιμένουν και ελπίζουν στην απόκτηση μίας τέτοιας. Η προκατάληψη, βέβαια, για αυτούς δεν έχει εξαλειφθεί, καθώς στην πλειονότητα τους νοικιάζονται από οικονομικούς μετανάστες κι έτσι αντιμετωπίζονται ως «γκέτο», αυτή τη φορά,  μεταναστών.

-.-.-

Η κατοικία είναι αναγνωρισμένο κοινωνικό αγαθό και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην χώρα μας. Δεν μπορούμε, όμως, να μιλάμε για «ικανοποιητικό επίπεδο ζωής» και για εξασφαλισμένη κατοικία όλων των πολιτών.



Το πρόβλημα κατοικίας έγκειται σε τρία σημεία: στην κακή ποιότητα των υπαρχουσών κατοικιών, τόσο σε στενότητα χώρου όσο και σε απουσία σημαντικών ανέσεων, στο μεγάλο κόστος κατασκευής, αγοράς και ενοικίασής τους και στην κακή οικονομική κατάσταση μιας διαρκώς αυξανόμενης μερίδας του πληθυσμού. Παρόλα αυτά η παρουσία του δημόσιου τομέα στην παραγωγή κατοικίας είναι καχεκτική, με τη συνολική δραστηριότητα του να μην ξεπερνά το 3% της παραγωγής αστικών κατοικιών.



Η πολιτική κατοικίας, ανεπαρκής όπως φαίνεται, είναι μέρος της συνολικότερης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και ενδεικτική αυτής, καθώς περιορίζεται σε μέτρα που ευνοούν την ιδιοκατοίκηση. Συνεπώς πρόκειται για μέτρα που δε διευκολύνουν τα χαμηλά στρώματα και την εργατική τάξη, αλλά  αντιθέτως, πριμοδοτούν τα μεσαία στρώματα για την αυτόνομη στεγαστική τους αποκατάσταση κι ευνοούν το κατασκευαστικό κεφάλαιο στην ευκολότερη επένδυσή του αλλά και τις τράπεζες, αφού αυξάνεται ο αριθμός των πελατών που προσφεύγουν στο δάνειο για την απόκτηση στέγης. Επιπλέον, δεν καλύπτουν κοινωνικές ομάδες που έχουν άμεσο πρόβλημα, όπως τους οικονομικούς μετανάστες ή τον άστεγο πληθυσμό που έχει φτάσει τους 17.000.



Ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας Ελλάδος είναι ο σημαντικότερος στεγαστικός φορέας αφού αντιπροσωπεύει κατά μέσο όρο το 96% της οικοδομικής στεγαστικής  δραστηριότητας στο δημόσιο τομέα. Οι δικαιούχοι των προγραμμάτων του ΟΕΚ είναι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα που είναι ασφαλισμένοι κυρίως στο Ι.Κ.Α. και αντιπροσωπεύoυν μαζί με τις οικογένειές τους πάνω από το 60% του ενεργού πληθυσμού της χώρας. Τα στεγαστικά του προγράμματα χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, α) την παροχή έτοιμης στέγης, β) τις δανειοδοτήσεις και γ) την επιδότηση ενοικίου.



 Αρχή του ΟΕΚ είναι οι οικισμοί να δίνουν την εικόνα της συγκροτημένης γειτονιάς. Η διάταξη των κτιρίων είναι ελεύθερη, το ύψος τους είναι χαμηλό μέχρι τρεις ορόφους και εναλλάσσονται με κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους ενώ ειδική μέριμνα δίνεται στους χώρους πρασίνου. Οι επιφάνειες των διαμερισμάτων κυμαίνονται από 90- 120 τμ με καθιστικό και υπνοδωμάτια. Η αρχιτεκτονική των κτιρίων για χάρη της οικονομίας σε χρόνο και κόστος βασίζεται σε ένα βιβλίο με τύπους σπιτιών με κατόψεις, όψεις, τομές και λεπτομέρειες, που προσαρμόζονται στα χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής, με αποτέλεσμα τα κτίρια αυτά να παρουσιάζουν μια ομοιομορφία. Τα τυπολόγια αυτά δεν εξελίσσονται όσο συχνά θα έπρεπε κι ο αριθμός που εφαρμόζεται σήμερα φτάνει περίπου τα τριάντα.



Είναι γεγονός, όμως, πως το δανειοδοτικό πρόγραμμα υπερέχει κατά πολύ του κατασκευαστικού. Ακόμα, όμως και η μικρή αυτή κατασκευαστική δραστηριότητα παρουσιάζει κακοτεχνίες, προχειρότητες στη κατασκευή και χρήση ευτελών υλικών. Για να είναι, συνεπώς, ουσιαστικό το έργο του, θα πρέπει να έχει τη στήριξη της πολιτείας, να μειωθούν τα ποσά αποπληρωμής και το ύψος των επιτοκίων και, το πιο σημαντικό, να είναι πρωτοπόρος και καινοτόμος στο σχεδιασμό των οικισμών του, όπως επιβάλλει ο κοινωνικός του χαρακτήρας.



Τι είναι, όμως, αρχιτεκτονικά, αυτό που κάνει μια κατοικία να χαρακτηριστεί εργατική; Και το σημαντικότερο, πρέπει σχεδιαστικά να διαφοροποιείται από μια αστική κατοικία;

Η απάντηση είναι, ναι. Ο αρχιτέκτονας σχεδιάζει μια κατοικία με κριτήριο τις ανάγκες των χρηστών της. Από τη στιγμή που οι ανάγκες ενός εργάτη είναι αντικειμενικά διαφορετικές από ενός αστού, η σχεδιαστική αντιμετώπιση της κατοικίας του θα έπρεπε να είναι διαφορετική. Στο παρελθόν αυτή η διαφοροποίηση εντοπίζεται κυρίως στην υποβάθμιση  των εργατικών κατοικιών που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τη πολυτέλεια των αστικών κατοικιών και πολυκατοικιών. Σήμερα όμως δεν είναι εύκολη η διάκρισή τους.



Η αιτία αυτής της εξομοίωσης είναι η αδυναμία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής να αφουγκραστεί τις ιδιαιτερότητες κάθε χρήστη ή πρόκειται για μέρος ενός σχεδίου του συστήματος αστικής ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης; Η απάντηση βρίσκεται και στα δύο με το ένα να συμπληρώνει το άλλο. Οι αρχιτεκτονικές ομοιότητες σε οικισμούς διαφορετικών κοινωνικών ομάδων πηγάζουν από την εμμονή στο παλιό μοντέλο κατοίκησης που αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις νέες ανάγκες και απαιτήσεις. Από την άλλη, αυτή η αστική διάχυση στις κατοικίες των χαμηλότερων στρωμάτων είναι μέρος της διάδοσης του αστικού lifestyle με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να δρουν καταλυτικά σε αυτό δημιουργώντας πλασματικές ανάγκες και συγκαλύπτοντας τις υπαρκτές ταξικές διαφορές.



Υπάρχει η άποψη, λοιπόν, που λέει ότι η απόκτηση ιδιόκτητης στέγης από τον εργάτη μπορεί να γίνει δεσμευτικός παράγοντας στη διαμόρφωση ταξικής συνείδησης κι η κατοικία του να λειτουργήσει ως μια «μηχανή» μικροαστικοποίησης. Ο βαθμός ενοχής της παρόλα αυτά δεν είναι τόσο μεγάλος γιατί η κοινωνική συνείδηση δεν καθορίζεται από το εποικοδόμημα της κοινωνίας -σε αυτή την περίπτωση την κατοικία- αλλά από την οικονομική της βάση. Κι επίσης, δεν χρειάζεται η εργατική τάξη να φτάσει στην εξαθλίωση για να συνειδητοποιήσει τη θέση της, αλλά αντιθέτως, αυτό μπορεί να γίνει με ταυτόχρονη βελτίωση των συνθηκών ζωής της.

-.-.-

Όπως διαπιστώνεται από ολόκληρη τη μελέτη της ιστορίας της εργατικής κατοικίας, όλες οι προσπάθειες των κρατικών φορέων και των αρχιτεκτόνων που ασχολήθηκαν με αυτή, επικεντρώθηκαν στην παραγωγή φτηνών κατοικιών υποβαθμίζοντάς τες με την πάροδο του χρόνου.  Διανύουμε, συνεπώς, σήμερα μια περίοδο κρίσης της κοινωνικής- εργατικής κατοικίας, κρίση ποσοτική και ποιοτική ταυτόχρονα. Το πρόβλημα αυτό έχει δυο αφετηρίες: η πρώτη σχετίζεται με την αρχιτεκτονική και η δεύτερη και πιο σημαντική σχετίζεται με το κοινωνικό σύστημα.



Αρχιτεκτονικά το πρόβλημα έχει τις βάσεις του στην πεισματική επιβίωση του ίδιου μοντέλου κατοικίας, σχεδόν έναν αιώνα τώρα. Σε αυτό το διάστημα, όμως, οι αλλαγές σε οικογενειακό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο είναι πολλές και αυτό έχει επιπτώσεις στο χώρο, επηρεάζοντας προφανώς την αρχιτεκτονική πρακτική. Ο αρχιτέκτονας πρέπει να είναι σε θέση (κι εδώ μπαίνει ο ρόλος της αρχιτεκτονικής παιδείας) να ορίσει ή να ξεκαθαρίσει ποιες είναι οι πραγματικές και σημερινές ανάγκες, και τότε να ορίσει το κατάλληλο αρχιτεκτονικό πρόγραμμα που θα τις ικανοποιεί.



Από την άλλη, υπάρχει κι η κοινωνική αφετηρία της κρίσης. Το πρόβλημα της κοινωνικής- εργατικής κατοικίας έγκειται στην όξυνση των αντιθέσεων που συνεπάγεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και καμία αρχιτεκτονική πρόταση δε θα είναι ρεαλιστική και εφικτή αν το αγνοήσει. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως ο αρχιτέκτονας πρέπει να τα «παρατήσει» και να το αντιμετωπίσει παθητικά. Πρέπει,  κατ’ αρχήν, με την αρχιτεκτονική του γλώσσα να προβάλλει προτάσεις αντιμετώπισης του προβλήματος που θα ανακουφίζουν για λίγο τη ζωή της εργατικής τάξης και δεύτερον, ως πολιτικό ον να συμβάλλει με τη δράση του στις κοινωνικές διεργασίες για την ανατροπή των αιτιών και την ανάπτυξη ενός ανώτερου συστήματος.



Καταλήγοντας, η εργατική κατοικία στη χώρα μας είναι ανάγκη επιτακτική, και παρόλη την προσπάθεια να παρουσιαστεί ως αναχρονιστική και ξεπερασμένη αντιμετώπιση της ζωής των εργαζομένων, ο αγώνας για το δικαίωμα σε αυτήν είναι επιτακτικός. Είναι αγώνας ταξικός που δεν αποσκοπεί σε μια μορφή κοινωνικής ανέλιξης και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μεμονωμένα, καθώς συνδέεται με τους αγώνες για το δικαίωμα στην υγεία, στην παιδεία, στη δουλειά, για το δικαίωμα στη ζωή.



Πολλοί αρχιτέκτονες στην ιστορία προσπάθησαν να προτείνουν λύσεις, αλλά κάθε φορά το πρόβλημα δεν εξαλειφόταν και αναπαραγόταν στη πορεία της, επιβεβαιώνοντας πάνω από έναν αιώνα αργότερα τα λόγια του Ένγκελς ότι: «Η ίδια η οικονομική ανάγκη που τις δημιούργησε (τις τρύπες που έμεναν οι εργάτες) στο πρώτο μέρος, τις δημιουργεί και στο δεύτερο. Και όσο θα υπάρχει ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, θα είναι τρέλα να θέλουμε να λύσουμε χωριστά το ζήτημα της κατοικίας ή οποιοδήποτε άλλο κοινωνικό ζήτημα που έχει σχέση με την τύχη των εργατών. Η λύση βρίσκεται μόνο στην κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, στην ιδιοποίηση από την ίδια την εργατική τάξη όλων των μέσων συντήρησης και εργασίας.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ