28 Αυγ 2014

Εισαγωγή στο 40ό Φεστιβάλ

 Εισαγωγή στο 40ό Φεστιβάλ

Το φεστιβάλ κνε-οδηγητή είναι ο μόνος θεσμός ίσως που είναι συνυφασμένος με τη μεταπολίτευση, αλλά όχι με την παρακμή της. Κράτησε ακόμα και στα πιο δύσκολα χρόνια της οργάνωσης –κατά το τέλος του πρώτου μεταπολιτευτικού κύκλου- που κινδύνευσε να διαλυθεί κι έκτοτε τραβάει ξανά την ανηφόρα, με σημαίες, ταμπούρλα και κάθε φορά πιο πλούσιο πρόγραμμα γεμάτο καινούριες δραστηριότητες. Και πρέπει να κουβαλά κανείς πολλά καντάρια εμπάθειας, για να παίρνει με κακό μάτι πχ τον εμπλουτισμό του φεστιβάλ προγράμματος με την επίδειξη πολεμικών τεχνών –κι ειδικά της πάλης, που ήθελαν να την κόψουν από το ολυμπιακό πρόγραμμα γιατί δεν πουλάει. Εκτός κι αν τους έχουν μείνει τα αρνητικά εξαρτημένα αντανακλαστικά από τον εμπλουτισμό του προγράμματος στο 18ο συνέδριο με την απόφαση για το σοσιαλισμό, οπότε εξηγούνται όλα.



Το φεστιβάλ είναι η καλύτερη ευκαιρία να γνωρίσεις τους κομμουνιστές και την πιο ελκυστική τους όψη. Δεν εννοώ συγκεκριμένα άτομα, ως μονάδες, που πιθανότατα θα ‘χουν χρέωση, υπερωρίες με κάτι έκτακτο και γενικώς τρέχουν και δε φτάνουν, αλλά την οργάνωση ως σύνολο. Και όσο για τους σφους που τρέχουν πάνω-κάτω, καλύτερα έτσι από μια άποψη, γιατί όσο κι αν θέλει κανείς να λουφάρει λίγο –στα πλαίσια του θεμιτού- και να τα ταιριάξει έτσι που να πετύχει τους αγαπημένους τους καλλιτέχνες και να μην τους χάσει, είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο πως το φεστιβάλ το απολαμβάνεις καλύτερα όταν έχεις δουλέψει για να το στήσεις και νιώθεις κι εσύ ένα μικρό κομμάτι του.

Οπότε νομοτελειακά θα στενοχωρηθείς να το δεις να διαλύεται. Αλλά το χειρότερο είναι η επιλογή της μέρας. Όσο κι αν συνειδητοποιείς την αναγκαιότητα (που είναι ορισμός της ελευθερίας από άποψη φιλοσοφική) να τελειώνει το φεστιβάλ το σάββατο, για να γίνει ο μεγαλύτερος όγκος του μαζέματος την κυριακή που την έχουν ελεύθερη οι σφοι μάστορες, τεχνικοί, κτλ, δεν αποφεύγεις ένα (τόσο δα) μικρό ξενέρωμα. Άσε που από την πολλή βιασύνη, αρχίζουμε καμιά φορά να μαζεύουμε πράγματα και να διαλύουμε περίπτερα από σάββατο βράδυ, πριν καν τελειώσουν οι συναυλίες και φύγει απ’ τον χώρο ο κόσμος.

Κι ύστερα διαβάζεις στο αφιέρωμα του 902 για την χρυσή δεκαετία με τις βάτες και το φεστιβάλ του 88’ –με την καλτ συζήτηση που είδαμε πρόσφατα- που κράτησε λέει εννιά ολόκληρες μέρες (!), ενώ την προηγούμενη χρονιά, η πρώτη συναυλία του 13ου φεστιβάλ είχε γίνει μπροστά στην αμερικάνικη πρεσβεία, κι από εκεί ο κόσμος πήγε με πορεία κατευθείαν στον χώρο του φεστιβάλ. Και εκεί κάπου καταλαβαίνεις πως τα καλύτερα δεν τα πρόλαβες –τουλάχιστον όχι σε ηλικία που να τα θυμάσαι και τόσο καλά.

Το ωραίο λοιπόν στο στήσιμο του φεστιβάλ είναι ότι κάθε σφος ανακαλύπτει το γίγα σφο που κρύβει μέσα του, μαζί με ένα σωρό γνώσεις κι ικανότητες που δεν ήξερε πως είχε (και όντως δεν τις κατείχε, πριν δοκιμάσει. Αλλά δεν υπάρχει κάστρο άπαρτο για τους μπολσεβίκους). Μαθαίνει να ψήνει, να γητεύει τις φλόγες και τα ωμά σουβλάκια που δεν πειθαρχούν, να νικάει την υψοφοβία του, να πετάει από σκαλωσιά σε σκαλωσιά, να πιάνουν τα χέρια του, να περπατά ενώ έχει φουσκάλες –και να τρέχει ενίοτε- να κάνει τον άτλα της μυθολογίας και να κουβαλά στις πλάτες του ένα φορτηγό ολόκληρο με το περιεχόμενό του, να ανοίγεται μαζικά, να τρώει μερικές χυλόπιτες χωρίς να χάνει το χαμόγελο και την επαναστατική αισιοδοξία του, να κάνει κάτι αντίστοιχο με το θαύμα της κανά με τις λιγοστές καρέκλες και τα έτοιμα σουβλάκια, που ποτέ δεν είναι αρκετά για να ικανοποιήσουν τον κόσμο, κτλ.

Προσωπικά, το πιο ιδιαίτερο που θυμάμαι είναι ότι έπρεπε μια φορά να πριονίσω κάτι επιφάνειες κόντρα πλακέ σε σχήμα σφυροδρέπανου, εν όψει της έκθεσης, που μία στις δύο χρονιές συμπίπτει με το φεστιβάλ, για να ανακαλύπτεις τα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Από τις πιο δύσκολες ασκήσεις ακριβείας-χειροτεχνίας που έχω κάνει, αλλά στην πορεία κοιτούσα το αποτέλεσμα με καμάρι, κι ας ήταν λειψά μερικά σφυροδρέπανα, χωρίς τη λαβή του δρεπανιού, γιατί είχα πάρει φόρα και τις είχα κόψει κι αυτές κατά λάθος.

Και μιας κι ήρθε στη συζήτηση ο φετινός διαγωνισμός αφίσας για το φεστιβάλ, θα μπορούσε να έχει και τίτλο: ποιο είναι το πιο όμορφο σφυροδρέπανο που έχεις δει ποτέ –εκτός από εκείνη την χρονιά στην έκθεση, που τους έλειπε η λαβή προφανώς; Ίσως αυτό, που δεν το ‘χω δει, αλλά περιγράφει ο μπίστης στο βιβλίο του, το πρώτο σφυροδρέπανο της μεταπολίτευσης, μεγάλο και περήφανο κάπου στο κέντρο της αθήνας, που έκανε πολλούς συντρόφους να κλαίνε συγκινημένοι σα μικρά παιδιά μετά από τόσα χρόνια παρανομίας. Κι εκεί διηγείται κι άλλα ωραία, πχ για την επιστροφή του θεοδωράκη –μετά από ένα διάστημα, που το πολιτικό εκκρεμές του κινούταν προς την άλλη πλευρά- σε ένα από τα πρώτα φεστιβάλ και για την αμηχανία-αγωνία που υπήρχε για την κατάληξη του συναπαντήματος αυτού, που κατέληξε τελικά σε μια συμφιλιωτική αποθέωση.
Λες να είχε μια θέση και στο αφιέρωμα για τα 40χρονα του φεστιβάλ; Θα μπορούσε ίσως, αλλά δεν είναι σε θέση να δίνει πια συναυλίες σε αυτή την ηλικία.

Εν πάση περιπτώσει το φεστιβάλ είναι μια ξεχωριστή υπόθεση, που δύσκολα μπορείς να περιγράψεις σε κάποιον που δεν το έχει ζήσει. Κάθε μέρα ήταν σαν κυριακή, δηλ σαν κομμουνισμός –λέει κάπου, σε κάποιες αναμνήσεις του, ο αλτουσέρ, και το αναπαράγει συχνά ο ρούσης στα βιβλία του. Και αν στην επανάσταση συμπυκνώνεται ο πολιτικός χρόνος και κάθε μέρα μετράει σα μήνας, στα φεστιβάλ νιώθεις καμιά φορά να μετράει σα δεκαετία –που λέει ο λόγος- και σου φαίνεται αιώνας ολόκληρος ο ένας χρόνος, παρά κάτι, μέχρι να ξαναφτάσει ο σεπτέμβρης για το επόμενο.

Γιατί το φεστιβάλ είναι πάνω απ’ όλα οι ιστορίες που σου αφήνει και τις διηγείσαι μετά για χρόνια, ιδίως τις πιο περίεργες. Ο δύστροπος πελάτης που πέτυχες στην καντίνα, κάποιος μεθυσμένος που αντιμετώπισες σα μέλος της περιφρούρησης, οι διαχρονικοί τζαμπατζήδες που ήταν πρόθυμοι να κάνουν τους κασκαντέρ, προκειμένου να σκαρφαλώσουν και να μπουν έτσι, οι σινεφίλ που χώνονται σε μια γωνιά όλο το βράδυ και χάνουν όλα τα υπόλοιπα χαμένοι στην τέχνη τους, μικρά παιδάκια που πετάνε πέτρες στο πανί του καραγκιόζη, για να δουν τι έχει πίσω του, παλιοί σφοι που έρχονται κουμπωμένοι κι επιφυλακτικοί, αλλά βρίσκουν ένα σωρό παρέες και φεύγουν τραγουδώντας, κοκ.

Κι όμως υπάρχει και κόσμος, που δεν του αρέσει –από τους δικούς μας εννοώ. Θες γιατί μένουν σε μικρή πόλη και δεν τους κάνουν αίσθηση οι εκδηλώσεις εκεί, ή γιατί είναι πάντα τα ίδια και τα ίδια, γιατί θα μπορούσαμε να έχουμε αυτό κι εκείνο, και να μη φέρουμε τον τάδε και το δείνα, θες γιατί τους πιάνει λίγο και το αντιδραστικό τους. Αλλά εντάξει, φεστιβάλ χωρίς λίγη γκρίνια για ορισμένες ‘αμφιλεγόμενες’ καλλιτεχνικές επιλογές πχ, τι φεστιβάλ θα ήταν...

Αντί επιλόγου, κάποιες συμβουλές για τους καινούριους. Αν σε σταματήσουν στην είσοδο οι κάρτες γνωριμίας, πάρ’ το ως κομπλιμέντο πως μικροδείχνεις. Αν σε σταματήσουν οι σφοι με το κουτί της οικονομικής ενίσχυσης, πάρ’ το ως κομπλιμέντο πως πλουσιοδείχνεις. Αν και το πιο πιθανό είναι να σε έχουν περάσει για αρκετά μεγάλο, σοβαρό, οικογενειάρχη άνθρωπο, που έχει δουλειά και μπορεί να συνεισφέρει. Το οποίο βέβαια είναι κάπως αυθαίρετο ως συμπέρασμα, ακόμα και οικογενειάρχης να είσαι, αλλά λειτουργεί η δύναμη της συνήθειας κι ο αυθόρμητος φυσιογνωμισμός.


Αν πας με μαύρα παπούτσια, όταν φύγεις θα είναι άσπρα και σκονισμένα. Αν πας χωρίς ομπρέλα, θα βρέξει. Αν θυμηθείς να φέρεις μία, την επόμενη μέρα, μπορεί να βγάλει και ήλιο το βράδυ, κι εσύ θα την κουβαλάς τζάμπα. Αν πας, στο φεστιβάλ της αθήνας, με αμάξι, υπολόγισε μία ώρα επιπλέον για την κίνηση και το παρκάρισμα –που μετά τις εννιά-δέκα γίνεται κυνήγι θησαυρού. Αλλά η χειρότερη αυταπάτη που μπορεί να έχει κανείς, είναι εάν πιστεύει πως αρκεί μια μέρα για να το γυρίσει όλο, να το εξερευνήσει και να το χορτάσει. Ενώ στην πραγματικότητα θέλει περίπου τριάντα, για να τα δει όλα. Γιατί στο φεστιβάλ, κάθε μέρα μετράει σα μήνας...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ