16 Οκτ 2014

Η διαφορά της ελληνικής περίπτωσης

 Η διαφορά της ελληνικής περίπτωσης


Η κε του μπλοκ αντιγράφει και δημοσιεύει σήμερα ένα ακόμα απόσπασμα από την πρόσφατη έκδοση της σύγχρονης εποχής με την επιμέλεια του τμήματος ιστορίας της κετουκε για το δεκέμβρη και συγκεκριμένα από το κείμενο του κώστα σκολαρίκου για τον πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων το δεκέμβρη. Το συγκεκριμένο υποκεφάλαιο σχετίζεται με τη συζήτηση που είχε ανοίξει στην ανάρτηση για το εαμ και με ένα σχόλιο του ratm για την εμφάνιση επαναστατικής κατάστασης στην ελλάδα, σε αντίθεση με την περίπτωση της γαλλίας και της ιταλίας, βάζοντας μια αρκετά ενδιαφέρουσα οπτική που τίθεται στην κρίση της βάσης του μπλοκ. Καλή ανάγνωση και νηφάλιο σχολιασμό.

Υπάρχει ένα κρίσιμο ερώτημα: Γιατί η ταξική πάλη στην Ελλάδα πήρε διαστάσεις ένοπλης ταξικής σύγκρουσης μετά την απελευθέρωση, ενώ δεν έγινε το ίδιο στην Ιταλία και τη Γαλλία, όπου και τα εθνικοαπελευθερωτικά – αντιφασιστικά κινήματα στα οποία ηγούνταν τα εκεί ΚΚ είχαν μαζικό χαρακτήρα και η πολιτική τους γραμμή δε διέφερε στη γενικής της κατεύθυνση από τη γραμμή του ΚΚΕ;

Η απάντηση δεν μπορεί να αναζητηθεί έξω από τη συγκριτική ανάλυση του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές, όπως αυτός εξελίχτηκε στα χρόνια του πολέμου, καθώς και στο επίπεδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης των τριών κρατών.

Η Γαλλία και η Ιταλία, όπως και άλλα καπιταλιστικά κράτη, κατείχαν πολύ υψηλή θέση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Έπαιζαν ρόλο ηγετικό, γεγονός που καθόριζε και τις σχέσεις τους με τη θαλασσοκράτειρα ως πριν λίγο Μ. Βρετανία. Η γαλλική αστική τάξη, μέχρι το ξεκίνημα του Β’ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου, ήταν ισότιμη σύμμαχος με τη βρετανική και τις νικήτριες στον Α’ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο. Από την άλλη, η ιταλική αστική τάξη, παρότι σύμμαχός τους στην Αντάντ, «βρισκόταν στα μαχαίρια» με τη γαλλο-βρετανική αστική τάξη ύστερα απ’ αυτόν, όπως αποδείχτηκε και με τον ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-1941.

Επομένως, στη βάση των εκρηκτικών ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ήταν αναπόφευκτο τα αστικά αντιχιτλερικά και αντιμουσολινικά αντιστοίχως τμήματα της γαλλικής και της ιταλικής αστικής τάξης, να έχουν και τη δύναμη και τα κίνητρα, να επιδοθούν σε ένα λυσσώδη αγώνα στο πλαίσιο της διανομής της λείας και της διαπάλης για κυριαρχία, συνδέοντας τα παραπάνω με τις βλέψεις τους για τη θέση και το ρόλο της Γαλλίας και της Ιταλίας στο μεταπολεμικό καπιταλιστικό σκηνικό.

Αντίθετα, σε σύγκριση με αυτές, η Ελλάδα κατείχε υποδεέστερη θέση και αντίστοιχο ρόλο στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, ενώ η ανισόμετρη καπιταλιστική ανάπτυξη και η ιστορική εξέλιξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα είχε διαμορφώσει ισχυρούς δεσμούς οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης από τη Μ. Βρετανία.

Έτσι, συμπεριλαμβάνοντας και τη διεθνή θέση στην οποία βρέθηκε η κυρίαρχη μερίδα της αστικής τάξης και ο πολιτικός της κόσμος, που είχαν υποστεί συντριπτικό χτύπημα στο τέλος του ελληνοϊταλικού πολέμου και ενώ άρχιζε η Κατοχή, συμπεραίνουμε ότι δεν είχαν άλλη επιλογή από εκείνη που ακολούθησαν: Μετέφεραν έξω από την Ελλάδα όσες δυνάμεις μπορούσαν και επιχείρησαν εκεί να συγκροτήσουν ένα υποτυπώδες κράτος, καιροφυλακτώντας και στηριζόμενοι  στη βρετανική ισχύ, για να παρέμβουν ύστερα από την απελευθέρωση, με την ελπίδα ότι η Βρετανία θα νικήσει. Βεβαίως, ο λόγος γίνεται για το τμήμα της αστικής τάξης που δε συνεργάστηκε με τους, είτε έφυγε στο Κάιρο είτε ένα άλλο παρέμεινε στην Ελλάδα.

Ωστόσο, η μεταφορά του «κράτους» στο εξωτερικό δημιούργησε δυσκολίες, αφού το αστικό «κέντρο» εξουσίας βρισκόταν πολύ μακριά από τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα. Η απόλυτη αδυναμία των βρετανικών δυνάμεων να κρατήσουν την Κρήτη, όπου κατέφυγε αρχικά η ελληνική κυβέρνηση, αλλά και η άρνηση της Βρετανίας να γίνει η Κύπρος ο χώρος εγκατάστασης της κυβέρνησης Τσουδερού, οδήγησαν την τελευταία στο Κάιρο και στο Λονδίνο.

Από την άλλη, η αστική τάξη δεν ήθελε, ούτε μπορούσε να συγκροτήσει μαζικές αντιστασιακές οργανώσεις εναντίον των κατακτητών, μεγέθους ΕΑΜ και ΕΛΑΣ. Δεν πίστευε εξάλλου ότι ήταν δυνατό να συμβάλλουν στην έκβαση του πολέμου, που την είχε εναποθέσει στους Βρετανούς και γενικά στους συμμάχους. Περιοριζόταν στη συγκρότηση ορισμένων μηχανισμών υποβοήθησης της Μ. Βρετανίας, που ταυτόχρονα τους χρησιμοποιούσε για να προλάβει αρνητικές για την αστική εξουσία μετακατοχικές εξελίξεις.

Στην ίδια κατεύθυνση συγκρότησε στρατιωτική δύναμη στη Μέση Ανατολή, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αυτή δεν έγινε δυνατό τελικά να στραφεί στο σύνολό της εναντίον του εργατικού-λαϊκού κινήματος εξαιτίας της δράσης της ΑΣΟ. Προκειμένου να τσακίσουν το αντιφασιστικό κίνημα της Μέσης Ανατολής που είχε συσπειρώσει την πλειοψηφία των στρατευμένων, η βρετανική και η ελληνική κυβέρνηση έλαβαν κατασταλτικά μέτρα, με αποτέλεσμα να περιοριστούν οι υπό τον έλεγχό τους στρατιωτικές δυνάμεις σε ένα μικρό αριθμό πραιτοριανών (ταξιαρχία Ρίμινι, Ιερός Λόχος).

Υπό αυτές τις συνθήκες, στην Ελλάδα το κίνημα της εθνικής αντίστασης καθοδηγήθηκε από το ΚΚΕ και πήρε τόσο μαζικό χαρακτήρα, ώστε οι αστικές αντάρτικες δυνάμεις ήταν αδύνατο να συγκροτήσουν ένα ισχυρό αντίπαλο δέος απέναντι στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Συντελούσε σε αυτό και η συνεργασία ηγετικών τους δυνάμεων με τον κατακτητή εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Πλησιάζοντας το τέλος της Κατοχής και στις αρχές του Δεκέμβρη είχαν εξουδετερωθεί από τον ΕΛΑΣ.

Για όλους τους προαναφερθέντες παράγοντες η αστική αντιφασιστική αντίσταση στην Ελλάδα δεν ήταν ανάλογη της αντίστοιχης στη Γαλλία και την Ιταλία.

Στη Γαλλία, η αντιφασιστική μερίδα της αστικής τάξης κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει τα απομεινάρια του γαλλικού στρατού σε δικό της έδαφος (αυτό των αποικιών), συνέχιζε να εισπράττει φορολογία από τις αποικίες, ενώ είχε υπό της διαταγές της το σύνολο των αστικών αντιστασιακών οργανώσεων, οι οποίες και την αναγνώριζαν ως μοναδική και νόμιμη κυβέρνηση. Το ίδιο έπραξε αργότερα και το ΚΚΓ και οι αντιστασιακές οργανώσεις που βρίσκονταν υπό την επιρροή του.

Στην Ιταλία, οι αστικές δυνάμεις που αντιπολιτεύονταν τον Μουσολίνι συγκρότησαν αντιστασιακές οργανώσεις που επιδίωκαν την απελευθέρωση περιοχών και εν τέλει την ανατροπή της φασιστικής κυβέρνησης με τη συνδρομή του βρετανικού και αμερικανικού ιμπεριαλισμού, αλλά και με τη συγκατάθεση στελεχών του φασιστικού καθεστώτος που άλλαξαν στρατόπεδο.

Επίσης, δεν πρέπει να διαφεύγει ότι στη Γαλλία και στην Ιταλία, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, υπήρχε –σε αντίθεση με την Ελλάδα- μεγάλη πολιτική παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας που βοηθούσε στην ευκολότερη ενσωμάτωση των εργατικών και λαϊκών μαζών στο πλαίσιο της αστικής πολιτικής διαχείρισης, ειδικά αφού είχε πάρει μέρος και στην αντιφασιστική αντίσταση.

Έτσι, οι αστικές πολιτικές και στρατιωτικές δυνάμεις μπόρεσαν να αναπτύξουν ισχυρά ένοπλα κινήματα σε αυτές τις χώρες, διατηρώντας την πολιτική ηγεμονία του αντιφασιστικού αγώνα.


Υπό τις διαμορφωμένες συνθήκες που περιγράφησαν, όταν πλέον η στροφή στην έκβαση του πολέμου είχε συντελεστεί, κυρίως μετά τις μάχες του Στάλινγκραντ και του Κουρσκ, η αστική τάξη της Ελλάδας και η κυβέρνηση της Μ. Βρετανίας αντιλήφθηκαν πως έπρεπε να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα για να ανατρέψουν τον αρνητικό γι’ αυτές συσχετισμό δυνάμεων που είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα. Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας είχε δημιουργήσει προϋποθέσεις, ώστε η έκβασή του να συνδεθεί με την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Το γεγονός αυτό ήταν αντικειμενικό και ανεξάρτητο από την κατάληξη που είχε η ταξική πάλη. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ