24 Φεβ 2015

«Ζήσε μαύρε μου... να φας τριφύλλι»

«Ζήσε μαύρε μου... να φας τριφύλλι»



Στον αντίποδα της κυβερνητικής διαχείρισης με ψίχουλα για την ακραία φτώχεια, το ταξικό κίνημα οργανώνει την πάλη για την κάλυψη των σύγχρονων αναγκών της εργατικής τάξης
Motion Team
Οι εργαζόμενοι (μισθωτοί ιδιωτικού και δημόσιου τομέα) συνολικά έχασαν μέσα στην πενταετία 2010 - 2014 σχεδόν το ένα τέταρτο (25%) του μισθού τους, κατά μέσο όρο. Αντίστοιχα, η συνολική «δαπάνη» των επιχειρήσεων για αποδοχές και εργοδοτικές εισφορές μειώθηκε περίπου κατά 35% στο ίδιο διάστημα.
Η κρατική πολιτική «εσωτερικής υποτίμησης» των μισθών, σε συνδυασμό με την επίδραση της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης οδήγησε σε κατακόρυφη μείωση του μέσου μισθού και όχι μόνο του κατώτατου. Το σύνολο των μέτρων και ρυθμίσεων που προωθήθηκαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας αποτελούσαν διακηρυγμένους στόχους της αστικής πολιτικής πολύ πριν την εκδήλωση της κρίσης. Οι νομοθετικές παρεμβάσεις έφεραν την κατάργηση συνολικά του πλαισίου των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, τη μείωση των αποζημιώσεων απόλυσης σε συνδυασμό με την αύξηση του ορίου ομαδικών απολύσεων, τη μείωση του κατώτατου μισθού. Ολα τα παραπάνω προωθήθηκαν στο έδαφος της «απελευθέρωσης» των εργασιακών σχέσεων που προηγήθηκε της κρίσης και διευρύνθηκε περαιτέρω κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, με αποτέλεσμα να επιτευχθεί ο στόχος της αστικής πολιτικής για συρρίκνωση του μέσου μισθού, ως βασικού όρου θωράκισης της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου.
Οι διακηρύξεις περί «αποκατάστασης» του κατώτατου μισθού
Απέναντι σε αυτήν την πολιτική, ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά αντέτεινε την εξαγγελία αποκατάστασης του κατώτατου μισθού στα επίπεδα της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που υπέγραψε η ΓΣΕΕ το 2010, δηλαδή στα 751,39 ευρώ, από το επίπεδο που έχει διαμορφωθεί από το Φλεβάρη του 2012 με Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, δηλαδή 586 ευρώ εάν είναι πάνω από 25 ετών ή 510 ευρώ για τους νεότερους.
Ωστόσο, μετεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ υπαναχωρεί ακόμα και από την εξαγγελία περί άμεσης αποκατάστασης του κατώτατου μισθού. Ο Αλ. Τσίπρας, στην εισαγωγική του ομιλία επί των προγραμματικών θέσεων της κυβέρνησης, διευκρίνισε ότι η αποκατάσταση του κατώτατου μισθού θα είναι σταδιακή και μέχρι το τέλος του 2016.
Συγχρόνως, ο υπουργός Εργασίας, Π. Σκουρλέτης, σε συνεντεύξεις, στη Βουλή και σε συναντήσεις με τους εργοδοτικούς φορείς (ΕΣΕΕ) άρχισε να ξεκαθαρίζει ότι θα προωθήσει τη συγκεκριμένη αλλαγή σταδιακά και μόνο σε συνδυασμό με μέτρα που θα μειώνουν φορολογικές και ασφαλιστικές «επιβαρύνσεις» για την εργοδοσία, αναφερόμενος σε ρυθμίσεις χρεών και δανείων των επιχειρήσεων, προκειμένου να μπορέσει «η αγορά να απορροφήσει την αύξηση χωρίς να αυξηθεί η ανεργία». Ουσιαστικά, μίλησε για νέα, επιπλέον κρατική ενίσχυση προς τους ομίλους. Αλλωστε, αυτός είναι ο προορισμός της εξοικονόμησης πόρων από μια πιθανή νέα συμφωνία για μείωση των απαιτούμενων δημοσιονομικών πρωτογενών πλεονασμάτων που διαπραγματεύεται η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τους δανειστές. Ποια είναι, όμως, η πραγματικότητα της «σταδιακής επαναφοράς» του κατώτατου μισθού;
Σε κάθε περίπτωση, με την κατάργηση της Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου του 2012 δεν επανέρχεται αυτομάτως ο κατώτατος μισθός στα 751 ευρώ αλλά ο καθορισμός του θα αποτελέσει αντικείμενο νέας διαπραγμάτευσης μεταξύ ΓΣΕΕ και εργοδοτικής πλευράς. Αλλωστε, αυτό προβλέπει η τελευταία ΕΓΣΣΕ που υπέγραψαν, στις 26 Μάρτη 2014, οι «κοινωνικοί εταίροι».
Οι απώλειες της μεγάλης πλειοψηφίας των μισθωτών
Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία του ΕΡΓΑΝΗ, μόλις το 8,95% των εργαζόμενων με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αμείβονται αυτή τη στιγμή με μισθό από 501 έως 600 ευρώ, δηλαδή με μισθό κοντά στον κατώτατο νομοθετημένο, ενώ άλλο ένα 8,97% του συνόλου αμείβονται με μισθό μεταξύ 601 και 700 ευρώ.
Η πείρα μας λέει ότι τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν τμήμα μισθωτών για τους οποίους δηλώνεται ως αμοιβή ο κατώτατος μισθός. Οι εργαζόμενοι αυτοί λαμβάνουν το επιπλέον τμήμα του μισθού τους είτε «μαύρα» και αδήλωτα, γεγονός που διευκολύνει τους εργοδότες εφόσον απαλλάσσονται από τμήμα των ασφαλιστικών εισφορών (εφόσον αυτές υπολογίζονται ως τμήμα του μισθού), είτε ως παροχή σε είδος (είναι διαδεδομένο πλέον το καθεστώς των κουπονιών), που επίσης απαλλάσσει τον εργοδότη από καταβολή ασφαλιστικών εισφορών για αυτό το τμήμα του μισθού.
Παράλληλα, το 21,83% του συνόλου των μισθωτών λαμβάνει μισθό μεταξύ 700 και 1.000 ευρώ και το 21,06% του συνόλου έχει μισθό από 1.000 έως 1.500 ευρώ. Για τη μεγάλη πλειοψηφία της μισθωτής εργασίας η αύξηση του κατώτατου μισθού δε θα επιφέρει καμία αύξηση στους μισθούς, καθώς έχει λήξει ή καταγγελθεί το σύνολο των κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας την τελευταία τριετία. Απεναντίας, αυτές οι κατηγορίες μισθωτών είναι εκείνες που θα μπουν στο στόχαστρο της πολιτικής «αναδιανομής της φτώχειας» μέσω φορολογικών και άλλων ρυθμίσεων, εφόσον η κυβέρνηση δεσμεύεται να ενισχύσει το κεφάλαιο στην κατεύθυνση θωράκισης της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το «περιουσιολόγιο», που δεσμεύεται να υλοποιήσει και αυτή η αστική κυβέρνηση, είναι ακριβώς ένα νέο εργαλείο άμεσης και έμμεσης φορολόγησης για τους μισθωτούς που δε βρίσκονται σε κατάσταση ακραίας φτώχειας.
Αλλωστε, η διεθνής πείρα από τη θέσπιση ή κατοχύρωση ενός μόνο κατώτατου μισθού δείχνει ακριβώς τη διαχρονική τάση σύγκλισης του μέσου μισθού προς τον κατώτατο κατοχυρωμένο.
Επιπλέον, με βάση τα δημοσιευμένα στοιχεία, το 21,81% του συνόλου των μισθωτών βρίσκονται σε καθεστώς μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης, οπότε και λαμβάνουν κλάσμα του κατώτατου μισθού. Είναι αντιληπτό το μέγεθος της «ωφέλειας» του φιλοδωρήματος για τους εργαζόμενους με ελαστικές εργασιακές σχέσεις, από την αποκατάσταση του κατώτατου μισθού...
Καμιά «επαναφορά» στις σταθερές εργασιακές σχέσεις
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ θα διατηρήσει πλήρως τη δυνατότητα ευέλικτης απασχόλησης, την εναλλαγή της με τη σταθερή εργασία, την εργασία με το ΔΠΥ (μπλοκάκι). Στην ομιλία του επί των προγραμματικών δηλώσεων, ο Π. Σκουρλέτης, εξαγγέλοντας τη διατήρηση συνολικά του πλαισίου ευέλικτων εργασιακών σχέσεων, υπό μορφή ευχολογίου, δήλωσε: «Επιβάλλεται η δραστική μείωση της επιτρεπόμενης διάρκειας αλλά και των μορφών της προσωρινής απασχόλησης, καθώς και η καταπολέμηση του φαινομένου της ψευδο-αυτοαπασχόλησης που υποκρύπτει σχέση μισθωτής εργασίας», κάτι που θα επιτευχθεί «δια της υποχρεωτικής αντικειμενικής δικαιολόγησής τους»!
Η δυνατότητα αυτή λύνει στην πράξη τα χέρια των εργοδοτών για μετατροπή των συμβάσεων πλήρους εργασίας σε μερική ή εκ περιτροπής εργασία, με αποτέλεσμα να μην περάσει στους πραγματικούς μισθούς η πιθανή κατάκτηση αύξησης του κατώτατου μισθού.
Η δυνατότητα για συμπίεση του μέσου μισθού, όμως, ενισχύεται και από την κρατική πολιτική «ενεργητικής» στήριξης της κερδοφορίας των μονοπωλίων, μέσω των προγραμμάτων «ενεργητικής πολιτικής απασχόλησης» για την αντιμετώπιση της ανεργίας. Η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας, Ρ. Αντωνοπούλου, ανακοίνωσε τη συνέχιση των αισχρών προγραμμάτων «μαθητείας και κατάρτισης», στην πραγματικότητα ανασφάλιστης και τζάμπα εργασίας ανέργων (των γνωστών voucher), με: «Παρεμβάσεις με σχεδιασμό και περιεχόμενο που ανταποκρίνονται στις ανάγκες σε τοπικό επίπεδο και δεν είναι αποκομμένες από τις ανάγκες του παραγωγικού ιστού και της αγοράς εργασίας», δηλαδή με προσανατολισμό την καλύτερη εξυπηρέτηση του νέου αναπτυξιακού μοντέλου της αστικής τάξης.
Στην αντεπίθεση με βάση τις σύγχρονες ανάγκες
Οι κυβερνητικές εξαγγελίες για τον κατώτατο μισθό προφανώς δεν «αγγίζουν» μια σειρά άλλων παραμέτρων που διαμορφώνουν το συνολικό πραγματικό μισθό. Τέτοιες παράμετροι είναι οι εισφορές εργοδότη και κράτους για Κοινωνική Ασφάλιση και σύνταξη, που μειώθηκαν μέσα στην κρίση, το καθαρό ποσό που αφαιρείται από το μισθό άμεσα ή έμμεσα μέσω κρατικής φορολογίας, το οποίο αυξήθηκε κατακόρυφα, το κόστος των υπηρεσιών σε Υγεία και Παιδεία, που στη φάση της κρίσης προχώρησε η εμπορευματοποίησή τους με την αύξηση της συμμετοχής του εργαζόμενου στις δαπάνες, οι δαπάνες στέγασης, που σήμερα για το 40% των λαϊκών οικογενειών το ενοίκιο -χωρίς τη θέρμανση και τα κοινόχρηστα- ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 30% του εισοδήματός τους, όταν πριν την κρίση έφτανε το 10%.
Από τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης γίνεται πλέον σαφές ότι η επιστροφή στην ανάκαμψη, η θωράκιση και διατήρηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όχι απλά δεν εγγυάται αλλά αντιστρατεύεται την ανάκτηση των τεράστιων απωλειών της εργατικής τάξης κατά την πενταετία της κρίσης. Ο λαός δεν πρέπει να πει «ό,τι έγινε...έγινε» και να αποδεχθεί να ζει με ψίχουλα. Αντίθετα, πρέπει να οργανώσει την αντεπίθεσή του προς τη μοναδική ελπιδοφόρα διέξοδο, της αποδέσμευσης από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, της κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων με δική του την εξουσία.
Στον αντίποδα της κυβερνητικής διαχείρισης με ψίχουλα για την ακραία φτώχεια, που θα τα πληρώσουν οι υπόλοιποι μισθωτοί, το ταξικό κίνημα προχωρά στην ανασύνταξή του και δυναμώνει τη δράση για την κάλυψη των σύγχρονων αναγκών της εργατικής τάξης. Διεκδικεί την άμεση αναπλήρωση των απωλειών της κρίσης, με προβολή ριζοσπαστικών στόχων πάλης, όπως την πλήρη, σταθερή εργασία για όλους με 7ωρο - 5ήμερο - 35ωρο, αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις στα επίπεδα πριν την κρίση, αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν Υγεία και Παιδεία, σημαντική αύξηση του αφορολόγητου ορίου στις 40.000 ευρώ για τη λαϊκή οικογένεια.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, η μάχη για τις κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις και την Εθνική Συλλογική Σύμβαση θα είναι ένας επόμενος σημαντικός σταθμός.

του Ηλία ΤΣΙΜΠΟΥΚΑΚΗ*
*Ο Ηλίας Τσιμπουκάκης είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ