Η ομιλία του Ηρακλή Κακαβάνη στην εκδήλωση που συνδιοργάνωσε το ΑΤΕΧΝΩΣ, με τον Οργανισμό Πολιτισμού – Αθλητισμού και Παιδείας του Δήμου Αγίων Αναργύρων Καματερού και το Σύλλογο Φιλολόγων Δυτικής Αθήνας προς τιμήν του Θέμου Κορνάρου.
Με μεγάλη χαρά και υπερηφάνεια το ΑΤΕΧΝΩΣ συμμετείχε στη διοργάνωση της τιμητικής εκδήλωσης για τον Θέμο Κορνάρο. Πρόθεση μας να αναδείξουμε το λαό ως δημιουργό της ιστορίας και του πολιτισμού και να προβάλλουμε λογοτέχνες πρωτοπόρους που συναντούν το λαό που μάχεται για την κοινωνική αλλαγή και πορεύονται μαζί του για να σπάσουν τα δεσμά της εκμετάλλευσης.
Ειδικά τούτες τις ημέρες που κάποιοι μας καλούν να γίνουμε πρεσβευτές ναρκωτικών, εμείς επιλέγουμε να γίνουμε πρεσβευτές αξιών. Φέτος, που τιμάμε τα 70χρονα της Αντιφασιστικής Νίκης, πρέπει να κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ μπροστά στην πλατιά ανθρώπινη μορφή του αγωνιστή συγγραφέα Θέμου Κορνάρου που πάντα ήξερε πού πηγαίνει και τι θέλει. «Βρήκα την πόρτα που φέρνει πέρα από τον κατάκλειστο κάμπο, και πάω να συναντήσω το Λαό που μάχεται, και να γίνω ένας από τους πρακτικογράφους των αγώνων του». Πήρε το δρόμο της θυσίας με τη βούλησή του: καρδιά και μυαλό.
Αυτός ο λαός που μάχεται για την κοινωνική αλλαγή «κρατάει με ευλάβεια μέσ” στα δύο φύλλα της καρδιάς του τ” όνομά σου» και στέκει τιμητική φρουρά σε αυτό το λησμονημένο μνημόσυνο για το Θέμο που έγραψε για εκείνους που και σήμερα «κάθονται πλάι μας και μας μιλάνε για το δρόμο που είναι να κάνουμε». Για εκείνους που πλούτισαν και ολοκλήρωσαν τις ιδέες μας «με μια εικόνα ακόμη: Με την εικόνα του φτωχού εργάτη που πηδά απ’ το πατάρι των νταμιτζανάδων στη θύελλα της ζωής, για να γίνει ο σοφός οδηγός των ανθρώπων, που αγάπησε τόσο πολύ!». Εκείνους που ακόμα στέκουν ολόρθοι στις πόρτες των φυλακών, στους τοίχους των εκτελεστικών αποσπασμάτων, στις αποβάθρες που φεύγουν για τα ξερονήσια, «μετρώντας πόσοι περνούνε για να πάρουνε μέρος στο πάλεμα, στο μάτωμα, για την καινούργια γέννα». Γιατί δεν υπάρχει νωρίς ή αργότερα για μια ζωή ανθρώπινη και αξιοπρεπή.
Τιμώντας τη μνήμη του Θ.Κ. θα είναι εκπλήρωση πολιτιστικού, ιστορικού, αγωνιστικού χρέους, αν η εκδήλωση αυτή γίνει η αφορμή για τη γνωριμία με το έργο και την αγωνιστική του δράση. Πολλά έχουμε να διδαχτούμε από αυτά.
Ποιος ήταν
Ο Θέμος Κορνάρος συνηθίζει να λέει όλους «κουμπάρους», κι όλοι τον φωνάζουν: «Κουμπάρε». Αυτή ήταν η προσωνυμία του λογοτέχνη Θέμου Κορνάρου, που υποκαθιστούσε και το «Θέμος» και το «Κορνάρος». Με την προσφώνηση «κουμπάρε» συμπύκνωνε τις έννοιες αδελφός, σύντροφος, συναγωνιστής.
Γεννήθηκε το 1906 στο χωριό Σίβα της Μεσσαράς Κρήτης. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Οικογένεια πάμφτωχη, δεν μπορούσε να προσφέρει, σχεδόν, τίποτε στα παιδιά της. Οι γονείς του ήταν αγρότες, αν και ο πατέρας του «άσκησε» τον περισσότερο καιρό το «επάγγελμα» του οπλαρχηγού. «Ο πατέρας μου είχε μεγάλη περιουσία. Ολη την ξόδεψε στις επαναστάσεις του τόπου μας. Οταν μαζεύεται από τους πολέμους, καταπιάνεται με τα αμπέλια».
Είναι ο μικρός, από τα 9 παιδιά του οπλαρχηγού. Εχει πάθος με τα γράμματα. Διψάει για μόρφωση, να πάει γυμνάσιο και πανεπιστήμιο, με όνειρο να γίνει γεωπόνος. Από τα 9 του διαπραγματεύεται με τον πατέρα του να τον στείλει στο γυμνάσιο. «Δεν ήθελε να με στείλει για γράμματα». Δώδεκα χρονώ το σκάει για την Αθήνα και ρίχνεται στη βιοπάλη. Σχεδόν παιδί, δούλεψε σε διάφορα χειρωνακτικά επαγγέλματα, μετακινούμενος από πόλη σε πόλη, χωρίς να εγκαταλείψει το όνειρό του να πάει στο γυμνάσιο.
Μαθητής στο Γυμνάσιο, αργότερα, διακρινόταν για την αταξία του και τις ωραίες εκθέσεις του  όπως έλεγαν οι καθηγητές του. Τέτοιος ήταν ο Κορνάρος άτακτος (κοινωνικός ταραξίας), ανήσυχος, πλανητικός.
Πουλάει τσιγάρα, κάνει θελήματα. Προσπαθεί να βγάλει το ψωμί του και να γραφτεί στο γυμνάσιο. Δεν τα καταφέρνει να συνεχίσει το Γυμνάσιο και φεύγει για τη Μακεδονία, όπου περιπλανιέται σε πόλεις και χωριά και κάνει όποια δουλειά βρει. Σε καπνοχώραφα, μεταλλεία, τυπογραφεία. Φτάνει ως το Αγιον Ορος και δουλεύει σκαφτιάς στα κτήματα των μοναστηριών. Αυτό τα καλοκαίρια. Το χειμώνα πάει στο σχολείο. Στα διαλείμματα πουλάει στους συμμαθητές του κουλούρια, κοιμάται σε παλιά σιδηροδρομικά βαγόνια γιατί δεν έχει να πληρώσει νοίκι και περνάει τις τάξεις. Την τελευταία τάξη, παλεύοντας με τον ίδιο τρόπο, τη βγάζει στη Θήβα. Εχει φτάσει πλέον στην πόρτα του πανεπιστημίου, μα δε θα την περάσει ποτέ. Σπούδασε, όμως, γερά στο «πανεπιστήμιο» της ζωής και του αγώνα, που τροφοδότησαν το λογοτεχνικό του ταλέντο.
Στη Θήβα δουλεύοντας στο τσιφλίκι των Μπαίικερ πρωτοπαίρνει μέρος σε απεργία. Από τότε ο δρόμος του χαράχτηκε οριστικά. Και στη λογοτεχνία και στη ζωή. Εταξε την τέχνη του στην υπηρεσία του λαού του, έγινε ο πρακτικογράφος των αγώνων των.
Υπόδειγμα κομμουνιστή λογοτέχνη, στρατευμένου στην υπόθεση του λαού. «Φλογισμένο πολυβόλο» τον χαρακτηρίζει ο Τάκης Αδάμος και συνεχίζει: Η ζωή, η δράση και τα έργα του δεν είναι παρά «εύστοχες βολές» στις ρίζες της λαϊκής δυστυχίας, της εκμετάλλευσης, της ξενοδουλίας και της πολύπλευρης καθυστέρησης της χώρας. Αγωνίστηκε αδιάλλαχτα να εμποδίσει τη ζούγκλα «να κατακλύσει τους ανθρώπινους συνοικισμούς».
Αξιος μαχητής της στρατιάς της κοινωνικής αλλαγής. Για τη δράση και τα έργα του γνώρισε αμείλιχτους και σκληρούς διωγμούς: Το ’36 πιάστηκε και εκτοπίστηκε στη Φολέγανδρο και αργότερα, βαριά άρρωστος, στην Ακροναυπλία. Και έπειτα «τα χρόνια σου περνάνε από διωγμό σε διωγμό/ Απ” το Χαϊδάρι, στα μπουντρούμια του Μεσολογγίου/ Απ” τη Μακρόνησο στον Αϊ – Στράτη/ Δίπλα στο θάνατο με μια μπουκιά χαμόγελο στο στόμα σου/ Με δύο αστραπές απόφαση στη νύχτα των ματιών σου…» όπως περιγράφει ο Γ. Ρίτσος στο ποίημά του «Γεια σου κουμπάρε…».
Και απαντά στον Γ. Ρίτσο με χαιρετισμό που του έστειλε από τον Αϊ – Στράτη: «…Χάσαμε ποιητή – τι χαρά – την ατομική μας ταυτότητα μέσα στις φάλαγγες της ιστορικής πορείας… Εγώ προσωπικά, Γιαννιό, τι να σου στείλω και τι να σου πω; Δεν έχω τίποτα δικό μου. Μόνο έναν κόσμο αγάπη μέσα μου, που με κάνανε πληρεξούσιο αυτοί που την αποθηκέψανε, να τη μοιράζω απλόχερα σαν χάδι και σα φάρμακο, στους καλούς και στους κακούς της Γης».
Στη Μακρόνησο πρωτογνώρισε ο Γιώργος Φαρσακίδης τον Θέμο Κορνάρο μαζί στη σκηνή.  «Ο μόνος μεγάλος στο Σύρμα, θυμάται ο Γ.Φ, όλοι οι άλλοι νεολαίοι. Τον φέραν από τις Στρατιωτικές Φυλακές Μακρονήσου, που είχαν άσχημο όνομα για τα βασανιστήρια που γινόταν εκεί». Και εκεί στη σκηνή τις ώρες που περίμεναν τους βασανιστές να δίνει κουράγιο στους συντρόφους του με τις αφηγήσεις, για τα ταξίδια του και τις απαγγελίες του. Για να τους ενθαρρύνει, για να τους δείξει τη χαρά της ζωής που υπάρχει πέρα από τα βασανιστήρια. «Με πόση αίσθηση να μπολιάσει τη χαρά της ζωής με τη ζοφερή ατμόσφαιρα» σχολιάζει ο Γ.  Φαρσακίδης και θυμάται ένα ποίημα που απάγγελνε ο Κορνάρος.
«Ονειρο απίστευτο
Ηλιόχαρη μέρα
Λίγοι παλιοί σύντροφοί μας
Μπηκαμε μέσα σε μια γαλανή
Μεθυσμένη βαρκούλα
Και πάμε μακριά στης χαράς στο νησί
Και μας έλεγε πόσο όμορφη είναι στο ποίημα η περιγραφή της ημέρας,
ούτε ένα σύννεφο,
ούτε ένας καπνός στον αγέρα».
Η πίστη, η αγάπη για ζωή, ο ρομαντισμός φωλιάζουν μέσα του. Ηταν βαθιά ερωτικός, όχι μόνο με τη γυναίκα αλλά και με τα αντικείμενα. Τις ώρες που περίμεναν στη σκηνή τους βασανιστές έλεγε στους συσκηνίτες του πόσο πολύ ήθελε να αγγίξει έστω για μια στιγμή τη Μόνα Λίζα, τον πίνακα και ας ήξερε ότι αυτό δε θα μπορούσε να γίνει.
Το Σύρμα ήταν ένας περιφραγμένος χώρος με σύρμα γύρω γύρω και σκοπιές όπου εντός του πλαισίου που διαμορφωνόταν υπήρχαν τρεις σκηνές. Στη μία οι αμετανόητοι, στην άλλη γινόταν τα βασανιστήρια και στην Τρίτη την ενδιάμεση άδεια, μα το αίμα συνήθως 3-4 δάχτυλα και τα παλιά στρώματα πηγμένα στο αίμα. Εκεί τους πήγαιναν μετά τα βασανιστήρια)
Και αργότερα μαζί στον Αϊ-Στράτη «συμμετείχε σε κάθε αγγαρεία. Δεν έλλειψε από καμιά αγγαρεία, σε αντίθεση με τους άλλους διανοούμενους. Ηταν περήφανος. Ήθελε να συμμετέχει, να κουβαλήσει το σακί του, να τσουλήσει το βαρέλι του». Παράδειγμα για τους νεότερους στους οποίους ενέπνεε σεβασμό.
Ανθρωπος με χιούμορ και εφευρετικός. Σχετικά τα δύο παραδείγματα που μας μαρτυρούν ο Γιώργος Φαρσακίδης και ο Γιάννης Ρίτσος.
Μανιώδης καπνιστής, τον θυμάται ο Γ.Φ. με μια σκάφη σκηνής υπό μάλης να γυρίζει και να λέει «δεν έχω βασίλειο να σας χαρίσω μα μια σκάφη και αυτή τρύπια. Ποιος θα μου δώσει τρία τσιγάρα να του δώσω τη σκάφη;». Παρωδούσε τον Ριχάρδο τον Γ’ που φέρεται να χάριζε το βασίλειό του για ένα άλογο προκειμένου να σωθεί μετά την ήττα του στη μάχη του Μπόσγουρθ το 1485.
Θυμάται ο Γιάννης Ρίτσος: Ο Κουμπάρος, ανεξάντλητος σ’ εφευρετικότητα, μας έφερε, όταν χτίζαμε τη σκηνή μας, ένα ατελείωτο παρατημένο βιολί κάποιου συνεξόριστου, να το βάλουμε για κάδρο του παραθύρου στο άνοιγμα της σκηνής – φυσικά, το σκελετό του βιολιού.
Ξεκίνημα
Ξεκινά σε μια εποχή που το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε άνοδο. Μεγάλη απήχηση στους ελληνικούς λογοτεχνικούς κύκλους ασκούν λογοτέχνες της Δυτικής Ευρώπης, που μιλάνε για τη κατάσταση των εργατών, τις άθλιες συνθήκες ζωής τους. Με τις εντυπώσεις από τη ζωή των ανθρακωρύχων και τους εργατικούς αγώνες στη δυτική Ευρώπη καλλιεργεί το λογοτεχνικό ρεπορτάζ και επηρεάζει αρκετούς νέους πεζογράφους της εποχής. Είναι περίοδος που στο «Ριζοσπάστη», στη «Νεολαία» και σε λογοτεχνικά περιοδικά δημοσιεύονται τακτικά ποιήματα και διηγήματα εργατών.
Το πρώτο του κείμενο του Θέμου Κορνάρου στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» (Δεκέμβρης 1932 σελ. 439) με τίτλο «Πάνω στα προβλήματα της προλεταριακής τέχνης», που το υπογράφει ως «Εργάτης», υποστηρίζει ότι «αν και δεν έχει γραφτεί προλεταριακή τέχνη είναι δυνατόν και αναγκαίο να γραφεί από τους ίδιους τους εργάτες». Θέλει στο έργο του να ακούγεται «το »γκουχ, γκουχ» του σιδερένιου τροχού, το »τσαφ τσαφ» του συνδετικού λουριού, το βούισμα του μοτέρ, το »χρρρρ…» του βιντς κι ανάμεσα σε αυτά όλα η σκληρή, η τραχιά, νευρώδικη κραυγή του βιομηχανικού εργάτη» (στο ίδιο).
Το 1933 ακλουθούν το «Αγιον Όρος» και η «Σπιναλόγκα». Παρά την εκδοτική επιτυχία των βιβλίων του συνεχίζει να δουλεύει ως εργάτης έως το 1944. Είχε προηγηθεί το έργο του «Έρωτας ή αναιστησία» (19290 το οποίο σιωπηρά ο Θέμος Κορνάρος το έχει αποκηρύξει.
Ισως ο Κορνάρος είναι ο μοναδικός συγγραφέας που του ταιριάζει ο τίτλος του εργάτη – συγγραφέα. Ξεκινά με αυτόν ένα νέο είδος λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Το λογοτεχνικό ρεπορτάζ, όπου καταγράφει τις συνθήκες που έζησε ο ίδιος. Οχι ως τουρίστας, αλλά ζώντας και δουλεύοντας ανάμεσα με τους ανθρώπους του μόχθου. Ζυμώθηκε μαζί τους.
Τους τελευταίους μήνες της Κατοχής, τον Ιούνη του 1944 έπεσε στα χέρια των SS, υπέστη τα φρικτά βασανιστήρια στο κολαστήριο της οδού Μέρλιν ανακρινόμενος για τα όπλα που αγόραζε από τους Ιταλούς. Μετά από πέντε μερόνυχτα συνεχών βασανισμών, πολτοποιημένο μέσα σε μια κουβέρτα τον ξεφόρτωσαν στην αυλή του στρατοπέδου Χαϊδαρίου όπου μαζί με τους άλλους κρατούμενος επί τέσσερις μήνες κάθε πρωί περίμενε τη ζαριά του χάρου. Κάποιο πρωινό τον έβαλαν στην κλούβα για εκτέλεση. Αφηγείται ο ίδιος: όταν έκλεισε η πόρτα νιώσαμε σαν τα πουλιά να φεύγει κάθε ελπίδα για ζωή, μετά πιάσαμε το τραγούδι. Και όταν κάποια στιγμή  άνοιξε η κλούβα για κάποιους από εμάς, νιώθαμε να γυρίζουν αυτά τα πουλιά με την ελπίδα.
Αργότερα, το 1945, όταν εξέδωσε το «Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία» που στιγμάτιζε το δωσιλογισμό κα τη διαφθορά των εκπροσώπων της εκκλησίας και της άρχουσας τάξης καταδικάστηκε σε δυο χρόνια φυλάκιση για συκοφαντική δυσφήμιση.
Κατά τις ομαδικές συλλήψεις του 1947 συνελήφθη, τον έστειλαν στη Μακρόνησο και στη συνέχεια στον Αϊ-Στράτη μέχρι και το 1952. Απολύθηκε πάλι με τις ομαδικές απολύσεις.
Μετά την απόλυση ασχολήθηκε με την έκδοση βιβλίων. Ήθελε να δώσει στο λαό καλό και φτηνό βιβλίο, να του ανοίξει τα μάτια, να του μάθει να αγαπά το καλό βιβλίο. Ο ίδιος αγαπούσε τα βιβλία. Στην εξορία καμάρωνε για την πλούσια βιβλιοθήκη του. Η πρόθεση του για φτηνό βιβλίο ήταν και ο πιο ασφαλής δρόμος για τη χρεοκοπία. Έτσι στη δεκαετία του 1960 και μέχρι το θάνατό του περνά δύσκολα. Για να ζήσει γύριζε στις δημόσιες υπηρεσίες και πουλούσε τσιγάρα. Μάλιστα μια μέρα τον βρήκαν να κοιμάται ξεπαγιασμένος σε ένα παγκάκι σε πλατεία της Θήβας, όπου είχε πάει για τον ίδιο λόγο.
Στην δικτατορία των Συνταγματαρχών δεν συνελήφθη, και αυτό τον πίκρανε. Το θεωρούσε ατιμωτικό. Αφηγείται η Τατιάνα Μιλιέξ:
«Ο αξέχαστος Θέμος Κορνάρος έκλαιγε. Εκλαιγε αυτό το θηρίο, γιατί δεν τον πιάσανε. Το θεωρούσε ατιμωτικό (…)
Ο Θέμος Κορνάρος το Σάββατο εκείνο, στις 22 Απριλίου 1967, δε με ρώτησε τι θα κάνουμε, αλλά μέσα στα δάκρυα κι εκείνη την κραυγή διαμαρτυρίας που βγήκε από τα σωθικά του (και θ” ακούω σε όλη μου τη ζωή) ρώτησε γεμάτος αγωνία: «Εμένα γιατί δε με πιάσανε με τους άλλους συντρόφους μου; Πες μου, κουμπάρα, μήπως το κόμμα με χαρακτήρισε σαν προδότη και γι” αυτό με περιφρόνησαν και οι χαφιέδες;».
Του απάντησα πως σίγουρα δεν θα ξέρανε οι χαφιέδες πού μένει και πως δεν ήταν ο μόνος που δεν πιάσανε. Ούτε άκουσα ποτέ κανέναν κομμουνιστή να τον αποκαλεί προδότη και καλά θα κάνει να πάει να κρυφτεί για να μην τον πιάσουν.
Η απάντηση ήταν: «Γυρίζω αμέσως σπίτι μήπως με αναζητήσουν και δε με βρουν. Θα βγάλω μια καρέκλα και θα καθίσω μπροστά στην πόρτα περιμένοντάς τους, κουμπάρα. Αν δεν έρθουν, θα πεθάνω μακριά απ” τους άλλους»».
Τα περισσότερα από τα έργα του είναι ρεπορτάζ από τις φυλακές και τους τόπους εξορίας όπου πέρασε σχεδόν τα 2/3 της ζωής του. Και εκεί το συνάνθρωπό του έχει στο κέντρο της προσοχής. Εγκλειστος στις φυλακές Μεσολογγίου, πρώτο του μέλημα η σωτηρία των «24 ζωντανών πτωμάτων» συγκρατουμένων του. Μεταφέρει με επιστολή την εικόνα στον έξω κόσμο και ζητά τη σωτηρία τους. «Είστε σε θέση να το πετύχετε αυτό το μεγάλο έργο. Μα, αν δε θελήσετε, ειδοποιήστε τουλάχιστον την Εταιρεία Προστασίας των ζώων να ενδιαφερθεί για τον άνθρωπο όσο τουλάχιστον ενδιαφέρεται για το σκύλο. Γιατί εγώ από μια φυλακή δεν μπορώ να βοηθήσω περισσότερο». Και στη Μακρόνησο «με τις απίθανες αφηγήσεις του λυτρωτικά ξεστράτιζε τη σκέψη μας από το άγχος της προσμονής του ερχομού των βασανιστών» (ζωντανή μαρτυρία Γ. Φαρσακίδη).
Τη λογοτεχνική αξία του Θέμου Κορνάρου θα την αποτιμήσουν οι ειδικοί. Αναμφισβήτητη, όμως, είναι η προσφορά του στη διάσωση της ιστορικής μνήμης. Πέρα από κάθε κριτική τα μηνύματα των έργων του. Σε καιρούς δύσκολους κήρυξε τη μαχητικότητα, την αισιοδοξία, την ελπίδα, την καλοσύνη, την αγάπη και την ανθρωπιά. Την πίστη του στο λαό και τους αγώνες του.
Αποτιμώντας το έργο του Θέμου Κορνάρου, η Ευγενία Ζωγράφου γράφει: «Αυτός ήταν ο Θέμος Κορνάρος, ο άνθρωπος, ο ακέραιος χαρακτήρας, ο προικισμένος κομμουνιστής στη θεωρία και την πράξη. Προικισμένος με το χάρισμα μιας ρεαλιστικής, όσο ευαίσθητης και πλατιά ανθρώπινης γραφίδας δεν αφήνει τίποτε αχτύπητο. Μέσα απ” όλα τα βιβλία του γράφεται ο ύμνος στην υπέροχη ιδέα του κομμουνισμού και γιατί πρέπει κανείς να πιστεύει σ” αυτόν. Εδώ μέσα βρίσκονται άφθονα τα σπάνια χαρίσματα που καταυγάζουν εκείνους που μέσα τους, βαθιά, χώρεσαν τη μεγάλη αυτή ιδεολογία: αγάπη, ανιδιοτέλεια, αλήθεια, δικαιοσύνη, αρετή, ειρήνη, προκοπή, λευτεριά, παλικαριά»!
Ο Θέμος Κορνάρος πέθανε στις 24 Απρίλη 1970, ενώ η κατάστασή του τα τελευταία χρόνια δεν ήταν καλή (λένε ότι πέθανε από ασιτία  σε ένα άθλιο και υγρό υπόγειο) και ο θάνατός του λόγω δικτατορίας πέρασε απαρατήρητος. Κανείς δε πήρε είδηση το θάνατο και την κηδεία του. Λέει η Ελλη Αλεξίου: Τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπήρξαν δραματικά. Παραπαίοντας μέσα στα βρόχια της έσχατης ένδειας και ανασφάλειας, το είχε ρίξει στην απομόνωση. Αυτός ο βαθύτατα αισθηματικός, ο τόσο ευαίσθητος τύπος, που υπόφερνε για κάθε ανθρώπινη δυστυχία, είχε περιέλθει σε κατάσταση απερίγραπτης στέρησης και εξαθλίωσης. Είχε γίνει ο ίδιος η συγκεντρωτική εστία της απόγνωσης.
Στην εποχή του υπήρξε πολύ αγαπητός στους κύκλους των ομοτέχνων του και το έργο του διαβάστηκε με πάθος από τους αναγνώστες του. Σαράντα πέντε χρόνια από το θάνατό του και πολύ λίγα έχουν γραφτεί για αυτόν και το έργο του. Ελάχιστα γνωστό στις νεότερες γενιές. Άδικο για κάποιον που καταξίωσε με την τέχνη του και τη ζωή του την ιδέα του κομμουνισμού. Για κάποιον που με το έργο του κήρυξε την πίστη του στο λαό και στους αγώνες του.
Εμείς στο περιοδικό θα συνεχίσουμε το αφιέρωμα στον Θέμο Κορνάρο με αναδημοσίευση αποσπασμάτων από το έργο του και κειμένων του και βέβαια θα δημοσιεύσουμε τις επόμενες ημέρες όλα τα υλικά της σημερινής εκδήλωσης.