9 Ιουλ 2015

"Όταν μας έριξαν στο «λάκκο των λεόντων"

"Όταν μας έριξαν στο «λάκκο των λεόντων"


ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΣ• 9 ΙΟΥΛΙΟΥ 2015 (Πηγή: Ριζοσπάστης )



Σαν σήμερα στις 9 Ιουλίου 1961 υπογράφηκε η Συνθήκη Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ
Ήταν το 1961, στις 9 του Ιούλη, όταν η τότε κυβέρνηση του κόμματος της ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση), με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (ήταν το κατεξοχήν κόμμα του μεγάλου κεφαλαίου και απ” αυτό προήλθε μετά τη δικτατορία η ΝΔ, την οποία συγκρότησε ο βασικός πυρήνας των στελεχών της ΕΡΕ) υπέγραψε τη Συνθήκη Σύνδεσης της Ελλάδας με την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) – ή, διαφορετικά, «Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά».
Η συγκεκριμένη Συνθήκη υπογράφτηκε στην Αθήνα, στην αίθουσα της Βουλής, και προπαγανδίστηκε ως τεράστια εθνική επιτυχία, όπως άλλωστε προπαγανδίστηκαν όλοι οι λεγόμενοι μεγάλοι «εθνικοί στόχοι», δηλαδή η ένταξη στην ΕΟΚ και μετέπειτα η ένταξη στην ΟΝΕ και το ευρώ, από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, υπό τον Κ. Σημίτη πρωθυπουργό.

Γιατί ήθελαν την Ελλάδα στην ΕΟΚ 

Εδώ χρειάζεται να ανοίξουμε μια παρένθεση. Γιατί η ΕΟΚ δέχτηκε την Ελλάδα στους κόλπους της, αρχικά με τη Συνθήκη Σύνδεσης και μετά ως πλήρες μέλος;
Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας, με τα κόμματά της, επέλεξε και συμμετέχει στην ΕΟΚ, ενισχύοντας και προωθώντας τα οικονομικά συμφέροντά της και έχοντας ένα διεθνές στήριγμα της εξουσίας της. Ας μην ξεχνάμε πως παρά την ήττα του λαϊκού κινήματος στα 1949, και με το ΚΚΕ να δρα παράνομα, τα μετεμφυλιοπολεμικά καθεστώτα επιδίωκαν, μάταια, να ξεκόψουν τις ρίζες του λαϊκού κινήματος από την ιστορία του, να το τσακίσουν. Δεν μπορούσαν να τα καταφέρουν. Έτσι κι αλλιώς και τα κοινά σύνορα με τα σοσιαλιστικά Βαλκάνια επιδρούσαν θετικά στην ανάπτυξή του, αλλά και οι ρίζες του ήταν βαθιές. Έπρεπε λοιπόν και το κεφάλαιο να δυναμώσει και η εξουσία του να ενισχύεται έχοντας διεθνή στηρίγματα. Ήδη είχε προηγηθεί η ένταξη στο ΝΑΤΟ από το 1953.
Να πώς το παρουσιάζει προπαγανδιστικά ο Κ. Τσάτσος στα 1961: «Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι… η σύνδεσις της Ελλάδος με τας δημοκρατικάς χώρας της Δύσεως αποτελεί τον μόνον ασφαλή τρόπον διά την επιβίωσιν. Δεν είναι σοβαρόν να επιδιώκη τις την εθνικήν επιβίωσιν με λύσεις αι οποίαι ιστορικώς είναι αδύνατοι. Θα εκλέξομεν… την καλυτέραν και ασφαλώς η καλυτέρα είναι εκείνη, την οποίαν ήδη επέλεξεν η Ελλάς».
Η Ελλάδα, επομένως, έγινε δεκτή στην τότε ΕΟΚ, αφ” ενός, γιατί το ζήτησε η πλουτοκρατία της για τους παραπάνω λόγους, αφ” ετέρου, γιατί ήταν η μόνη καπιταλιστική χώρα στα σοσιαλιστικά Βαλκάνια, η μόνη χώρα του ΝΑΤΟ σε μια περιοχή που είχε κηρυχτεί ως εχθρική για το δυτικοευρωπαϊκό και αμερικανικό καπιταλισμό. Μια χώρα – γέφυρα του διεθνούς καπιταλισμού ενάντια στο σοσιαλισμό, αλλά και γέφυρά του στη Μέση και Εγγύς Ανατολή, περιοχή με πηγές ενέργειας, τις οποίες επιδίωκαν να εξασφαλίσουν τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, αλλά και γενικότερης γεωστρατηγικής σημασίας.

Ποιοι υπέγραψαν 

Τη Συνθήκη Σύνδεσης από την ελληνική κυβέρνηση της ΕΡΕ υπέγραψαν ο αντιπρόεδρός της, Παν. Κανελλόπουλος, ο υπουργός Συντονισμού, Αριστ. Πρωτοπαπαδάκης, ο υπουργός Εξωτερικών, Ευ. Αβέρωφ – Τοσίτσας. Από την πλευρά της ΕΟΚ, υπογράφτηκε και από κάθε κράτος – μέλος της και από την ΕΟΚ. Από τα κράτη – μέλη της την υπέγραψαν: Ο Πολ Χένρι Σπάακ, αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών του Βελγίου, ο Γκέμπχαρτ Ζέελος, πρεσβευτής της Γερμανίας στην Αθήνα, ο Μορίς Κουβ ντε Μιρβίλ, υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, ο Εμίλιο Κολόμπο, υπουργός Βιομηχανίας και Εμπορίου της Ιταλίας, ο Ευγένιος Σάους, αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών του Λουξεμβούργου, ο Ι.Ρ. βαν Χιούτεν, υφυπουργός Εξωτερικών της Ολλανδίας.
Από την ΕΟΚ υπέγραψε: Ο Λούντβιγκ Ερχαρτ, αντικαγκελάριος, υπουργός Οικονομικών, επικεφαλής του συμβουλίου των υπουργών Οικονομικών της Κοινότητας, ο Βάλτερ Χαλστάιν από την Κομισιόν, ο Ζαν Ρέι, μέλος της Κομισιόν και διαπραγματευτής της Συνθήκης Σύνδεσης.
Η Ελλάδα ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που συνδέθηκε με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα με βάση το άρθρο 238 της Συνθήκης της Ρώμης, που όριζε ότι η Κοινότητα μπορεί να συνάψει συμφωνίες με μια τρίτη χώρα, «μια σχέση σύνδεσης που χαρακτηρίζεται από αμοιβαίες υποχρεώσεις και δικαιώματα, κοινές ενέργειες και ειδικές διαδικασίες».
Η Συνθήκη προέβλεπε: 1) Την εγκαθίδρυση δασμολογικής ένωσης. 2) Την ανάληψη κοινών ενεργειών και την εναρμόνιση της πολιτικής της Κοινότητας και της Ελλάδας σε διάφορους τομείς, όπως η αγροτική πολιτική, το δικαίωμα εγκατάστασης και ελεύθερης κυκλοφορίας των εργατών, οι μεταφορές, η φορολογία, οι κανόνες ανταγωνισμού. 3) Τη διάθεση στην Ελλάδα πόρων για την επιτάχυνση ανάπτυξης της οικονομίας της.
Η δασμολογική ένωση (ελάττωση έως κατάργηση δασμών) άνοιγε το δρόμο των ελεύθερων εισαγωγών εμπορευμάτων, που σε συνδυασμό με τη διάθεση πόρων για την ανάπτυξη της οικονομίας, δηλαδή των μεγαλοεπιχειρηματιών, οδηγούσε στη γοργότερη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και στην ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

ΕΟΚ και Αριστερά  

Το ΚΚΕ σε ανακοίνωση της ΚΕ στις 4/4/1961, λίγο μετά τη μονογραφή της Συνθήκης, εκτιμά:«Για την εργατική τάξη της χώρας μας, η σύνδεση της Ελλάδας με την Κοινή Αγορά θα σημαίνει πιο άγρια εκμετάλλευση, μεγαλύτερη ανεργία, αύξηση της μετανάστευσης… Για την αγροτιά μας η σύνδεση θα σημαίνει καινούριες δυσκολίες στην τοποθέτηση των εξαγώγιμών της προϊόντων γιατί… θα εμποδίσουν ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη των συναλλαγών μας με την απέραντη αγορά των σοσιαλιστικών χωρών. Αλλά και τα μη εξαγώγιμα αγροτικά προϊόντα (σιτάρι, κτηνοτροφικά προϊόντα) θα αντιμετωπίσουν, με την άρση των δασμών, τον αθέμιτο ανταγωνισμό των φτηνότερων δυτικοευρωπαϊκών… Το ξεκλήρισμα των φτωχών και μεσαίων αγροτών θα ενταθεί». «Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα», τ. 8ος 1956-1961, σελ 612-614.

Πράγματι, αυτή η πορεία κυρίως για τους εργάτες και τους αγρότες εντάθηκε και αν δεν εμφανίστηκε ως οξύ πρόβλημα οφείλεται στο μεγάλο κύμα μετανάστευσης της 10ετίας του ’60, κυρίως στη Γερμανία.
Η Συνθήκη Σύνδεσης, που άρχισε να ισχύει από την 1η Νοέμβρη του 1962, ήταν η πρώτη προσπάθεια, το προοίμιο της προσαρμογής της καπιταλιστικής Ελλάδας στον ΕΟΚικό ιμπεριαλισμό και της πορείας ως την πλήρη ένταξη.
«Η συμφωνία σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9.7.1961. Κυρώθηκε με το Νόμο 4226 (14.3.1962) και τέθηκε σε ισχύ την 1.1.1962.
Το περιεχόμενο της συμφωνίας καθόριζε τη διαδικασία (υποχρεώσεις και δικαιώματα χρονικά προσδιορισμένα) της τελωνειακής ένωσης της Ελλάδας με τα τότε 6 κράτη – μέλη της ΕΟΚ. Στόχευε στη σταδιακή κατάργηση όλων των δασμών και περιορισμών του εμπορίου μέσα από μεταβατική περίοδο 22 χρόνων από την έναρξη της συμφωνίας. Η μεταβατική περίοδος περιλάμβανε δύο φάσεις δασμολογικού αφοπλισμού: Την πρώτη, δώδεκα χρόνων, βραδύτερου ρυθμού, και τη δεύτερη, δέκα χρόνων, με ταχύτερο ρυθμό. Προέβλεπε διάκριση στη διαδικασία δασμολογικού αφοπλισμού των βιομηχανικών προϊόντων, κατατάσσοντάς τα σε δύο κατηγορίες: Σε αυτά που όμοιά τους παράγονταν στην ελληνική αγορά και σε εκείνα που δεν παράγονταν. Ο δασμολογικός αφοπλισμός των πρώτων προβλεπόταν ταχύτερος από εκείνον των δευτέρων.
Οι κοινοτικές δασμολογικές ρυθμίσεις αφορούσαν και τις εμπορικές συναλλαγές με τρίτες χώρες. Η Ελλάδα αναλάμβανε την υποχρέωση να προσαρμόζει σταδιακά το δασμολογικό της καθεστώς έναντι τρίτων χωρών προς το κοινό εξωτερικό δασμολόγιο της ΕΟΚ. Ακόμα, προσδιοριζόταν η σταδιακή εναρμόνιση της αγροτικής πολιτικής της Ελλάδας προς την Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΟΚ. Με πρωτόκολλο ρυθμιζόταν η χορήγηση δανείων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Η Συμφωνία Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ πραγματοποιήθηκε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος έγκαιρα και σταθερά τάχθηκε υπέρ της ένταξης. Τη συμφωνία χαιρέτισε ο ΣΕΒ. Την πολιτική σημασία της σύνδεσης με την ΕΟΚ υπογράμμισε και ο βασιλιάς Παύλος σε μήνυμά του την 1.11.1962:
«Ο προσανατολισμός μας προς την κατεύθυνσιν ταύτην στερεώνει έτι μάλλον τους ελευθέρους μας θεσμούς και συντείνει εις την περαιτέρω σταθεροποίησιν του επικρατούντος κλίματος τάξεως και ασφαλείας».
Στη Συμφωνία Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ, καθώς και στις διαπραγματεύσεις γι” αυτήν, αντέδρασαν το ΚΚΕ και η ΕΔΑ, που τις κατήγγειλαν.
Το ΚΚΕ με ανακοίνωση της ΚΕ, στις 4.4.1961, χαρακτήρισε τη Συμφωνία Σύνδεσης ως αντεθνική ενέργεια:
«…Η μονογράφηση της συμφωνίας με την Κοινή Αγορά αποτελεί μεγάλης ολκής αντεθνική ενέργεια. (…) Σημαίνει ξεπούλημα της χώρας στα ευρωπαϊκά τραστ, πίσω από τα οποία κρύβονται το αμερικάνικο και το δυτικογερμανικό μονοπωλιακό κεφάλαιο».
Η ΕΔΑ κάλεσε το λαό σε αγώνα για την ακύρωση της συμφωνίας. Με ανακοίνωση της Διοικούσας Επιτροπής χαρακτήρισε την ΕΟΚ «λάκκο των λεόντων».

Συμφέροντα και αντιθέσεις 

Από την πλευρά τμήματος των αστικών δυνάμεων εκφράστηκαν αντιρρήσεις και επιφυλάξεις, που εστιάζονταν κυρίως στο ότι η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη, από την άποψη της οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης, ώστε να πετύχει «ισότιμη» συμμετοχή (από την άποψη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων) και ότι θα μετατρεπόταν σε «απλή αποικία».
Ενα τμήμα των καπιταλιστικών συμφερόντων και της αστικής πολιτικής αναδείκνυε τον αγροτικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας, ο οποίος δεν μπορούσε να ωφεληθεί από τα πλεονεκτήματα της Κοινής Αγοράς, ενώ αντίθετα θα δεχόταν πλήγματα η ασθενής και μη ανταγωνιστική εγχώρια βιομηχανική παραγωγή. Θεωρούσε ότι η σύνδεση με την ΕΟΚ θα ανέκοπτε τη διαδικασία εκβιομηχάνισης της ελληνικής οικονομίας, που στηριζόταν στην έντονη προστασία της εγχώριας παραγωγής και στη χρήση (κατ” άλλους υπερβολική) αναπτυξιακών κινήτρων, όπως η επιδότηση των εξαγωγών. Υπήρχε και η εμπειρία του 1958, όταν μια ορισμένη άρση των περιορισμών στις εισαγωγές οδήγησε στην όξυνση των συνθηκών ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά σε βάρος εγχώριων εμπορευμάτων.
Οπωσδήποτε η σύνδεση συνεπαγόταν σταδιακή άρση της προστασίας της εγχώριας παραγωγής με τις ανάλογες αρνητικές επιπτώσεις γι” αυτήν, λόγω χαμηλότερης συγκεντροποίησης της παραγωγής και επομένως παραγωγικότητας με λιγότερο ανταγωνιστικές τιμές.
Το 1961 η μέση επιβράδυνση των εισαγωγών από την ΕΟΚ ανερχόταν στο 20% της δασμολογητέας αξίας και στο 12,5% της συνολικής τους αξίας. Με τη σύνδεση, η επιβράδυνση μειώθηκε σταδιακά και έφτασε το 1981 στο 5% της δασμολογητέας και στο 3,3% της συνολικής αξίας των εισαγομένων, ενώ το 1986 εξαλείφθηκε εντελώς.
Αναδείχτηκαν τα εμπόδια που θα προέκυπταν από το κοινοτικό δασμολογικό καθεστώς στο εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας με τα βαλκανικά και άλλα κράτη του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη, εμπόριο που βρισκόταν σε διαδικασία ανάπτυξης. Αλλωστε, οι εμπορικές σχέσεις της Ελλάδας με τα σοσιαλιστικά κράτη υπήρξαν αντικείμενο μακροχρόνιων διαπραγματεύσεων και αντιθέσεων μεταξύ Ελλάδας και ΕΟΚ. Μια από τις εκδηλώσεις αυτών των αντιθέσεων ήταν η αντίδραση της ΕΟΚ στην πρόθεση της κυβέρνησης Καραμανλή να ενθαρρύνει την επέκταση της καπνοκαλλιέργειας με στόχο τις εξαγωγές προς τα σοσιαλιστικά κράτη.

Κριτική και από τμήμα της αστικής τάξης

Από το ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών), επίσημο συμβουλευτικό όργανο της κυβέρνησης, εκδόθηκε το 1961 μελέτη η οποία, αφού εξέταζε τα υπέρ και τα κατά της ένταξης, κατέληγε ως εξής:
«Η παρούσα σύνδεση και προσδοκώμενη πλήρης προσχώρηση της Ελλάδας στην ΕΟΚ δε θα βοηθούσε στην προαγωγή της οικονομικής ανάπτυξης – αντιθέτως, είναι πιθανόν να προκαλέσει σημαντικές ταλαιπωρίες, να βλάψει ζωτικά ελληνικά συμφέροντα και, εν συντομία, να θέσει σε κίνδυνο τη χώρα, όσον αφορά το ισοζύγιο πληρωμών και την οικονομική πρόοδο».
Ωστόσο, οι διαφωνίες για τη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ δεν είχαν την ίδια ταξική αφετηρία με τη διαφωνία του ΚΚΕ. Δεν αναδείκνυαν γενικώς τον καπιταλιστικό αντεργατικό χαρακτήρα της διακρατικής ένωσης, αλλά το πρόωρο της σύνδεσης με αυτή μιας λιγότερο αναπτυγμένης οικονομίας και τον κίνδυνο «απώλειας της εθνικής και οικονομικής ανεξαρτησίας».
Αστοί οικονομολόγοι και πολιτικοί, που τάσσονταν γενικώς υπέρ της καπιταλιστικής οικονομίας (της αγοράς), επισήμαιναν τη δυσχέρεια εξισορρόπησης πλεονεκτημάτων – μειονεκτημάτων από τη σύνδεση. Επίσης, αναδείκνυαν ότι η ελληνική κυβέρνηση, ακριβώς εξαιτίας αυτής της δυσχέρειας, τοποθετούσε το ζήτημα της σύνδεσης με την ΕΟΚ κυρίως σε πολιτικό επίπεδο.1
Στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή (Γενάρης 1962) για την επικύρωση της Συμφωνίας, ο υπουργός Συντονισμού Παναγής Παπαληγούρας τόνισε χαρακτηριστικά:
«Ο εκσυγχρονισμός της οικονομίας μας (…) είναι απλούστατα, εντός της στενής περιοχής της ελληνικής αγοράς, ανέφικτος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον επεδιώξαμεν την ταχυτέραν δυνατήν σύνδεσιν της χώρας με την Κοινότητα».
Χρησιμοποίησε μάλιστα γλώσσα ιδιαίτερα αιχμηρή, προκειμένου να κατακρίνει τις αντιρρήσεις για τη Συμφωνία Σύνδεσης, οι οποίες προέρχονταν από επιχειρηματίες (τους χαρακτήρισε «καλοκαθισμένους, στρογγυλοκαθισμένους», επιχειρηματίες που κατά περίεργο τρόπο συμμαχούσαν με την άκρα Αριστερά, γιατί δεν ήθελαν να γίνουν ανταγωνιστικές οι επιχειρήσεις τους).
Δηλαδή, λίγο – πολύ ορισμένες άμεσες οικονομικές συνέπειες για τμήμα του κεφαλαίου στην Ελλάδα αναγνωρίζονταν ευρύτερα. Ωστόσο, το τμήμα της αστικής πολιτικής που τάχθηκε ανεπιφύλακτα υπέρ της άμεσης σύνδεσης και ηγήθηκε αυτής, επέδειξε μια πιο μακροπρόθεσμη ταξική επιλογή υπέρ του κεφαλαίου. Η σύνδεση ενίσχυσε την πορεία του καπιταλιστικού συστήματος στην Ελλάδα, την ενσωμάτωση στους νέους διακρατικούς ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, αν και μεσοπρόθεσμα έφερε απώλειες σε σημαντικά μέχρι τότε τμήματα του κεφαλαίου στην Ελλάδα, που είχαν αναπτυχθεί κυρίως υπό καθεστώς προστασίας.

ΚΚΕ: Διακρατική ένωση των μονοπωλίων 

Ένα περίπου χρόνο μετά από την υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ και με αφορμή την επικύρωσή της από τη Βουλή, το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ δημοσιοποίησε απόφαση στην οποία χαρακτήριζε την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ως «διακρατική ένωση των μεγαλύτερων μονοπωλίων της Δυτικής Ευρώπης για την ανακατανομή της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς, των πηγών πρώτων υλών και των σφαιρών εξαγωγής κεφαλαίου, για τη μεγαλύτερη διείσδυσή τους στην οικονομία των πιο αδύνατων συνεταίρων τους και την αρπαγή του εθνικού τους πλούτου, για την εντατικότερη εκμετάλλευση των εργαζομένων».
Η απόφαση επισήμαινε τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της Κοινότητας, τονίζοντας ότι η συγκρότησή της στρεφόταν κατά της Σοβιετικής Ενωσης, των άλλων σοσιαλιστικών κρατών, των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, αλλά και του ίδιου του εργατικού και προοδευτικού κινήματος στο εσωτερικό των καπιταλιστικών χωρών.
Ακόμα, η απόφαση επισήμαινε ότι η σύνδεση με την ΕΟΚ συνεπαγόταν την επιδείνωση των εμπορικών σχέσεων της Ελλάδας με τις σοσιαλιστικές χώρες, βασικό προορισμό για πολλά από τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα. Ολοι αυτοί οι παράγοντες θα οδηγούσαν σε ραγδαία επιδείνωση της ζωής των αγροτών και «στην καταστροφή δεκάδων χιλιάδων φτωχών και μεσαίων αγροτικών νοικοκυριών». Η εκτίμηση επιβεβαιώθηκε από τη ζωή.

Επίσης το ΚΚΕ εκτιμούσε:
«Η χώρα μας, θα παραμείνει αγορά τοποθέτησης ξένων βιομηχανικών προϊόντων, αγροτικό εξάρτημα – προμηθευτής πρώτων υλών και φτηνής εργατικής δύναμης των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών».

Στην κοινή δήλωση των Κομμουνιστικών Κομμάτων Μ. Βρετανίας και Ελλάδας έγινε η εξής αναφορά:
«Τα δύο Κόμματα διαπιστώνουν ότι οι λαοί της Βρετανίας και της Ελλάδας δεν έχουν τίποτε να κερδίσουν, αντίθετα έχουν πάρα πολλά να χάσουν, με την είσοδο των χωρών τους στην Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά».

Κάτω από το πρίσμα των μετέπειτα εξελίξεων, η εκτίμηση του ΚΚΕ επιβεβαιώνεται ως προς το χαρακτήρα της ΕΟΚ, τις συνέπειες για τα φτωχά αγροτικά και βιοτεχνικά τμήματα και τη γενικότερη αντεργατική επιθετική πολιτική. Ωστόσο, δεν κατόρθωσε να αναλύσει όλες τις πλευρές του νέου φαινομένου, κυρίως να προβλέψει τη δυνατότητα προσαρμογής και επιτάχυνσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης της Ελλάδας μέσα στην ΕΟΚ.
Η ίδια γραμμή προσέγγισης συσχέτιζε τις επιπτώσεις της σύνδεσης με το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας.
Η ΕΔΑ αντιτάχθηκε στη συμφωνία χαρακτηρίζοντάς την «ολέθριον γεγονός» και «πελώριον κίνδυνον» για τη χώρα, ενώ ζήτησε να ξεκινήσει σταυροφορία για να αποφευχθεί η ένταξη της χώρας. Την ίδια περίπου περίοδο (1962) δημοσιεύτηκαν σε συλλογικό τόμο, με την επιμέλεια του Νίκου Κιτσίκη, και υπό τον τίτλο Η θύελλα της Κοινής Αγοράς, κείμενα που υποστήριζαν ότι η ένταξη της χώρας στην EΟΚ θα είχε ολέθριες συνέπειες για την ελληνική οικονομία.
Οταν μονογράφηκε η σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ, όπως και όταν ενεργοποιήθηκε, στην Ελλάδα λειτουργούσαν ακόμα στρατοδικεία, υπήρχαν πολλοί φυλακισμένοι και εξόριστοι και γενικώς ίσχυε το καθεστώς των «έκτακτων μέτρων». Ωστόσο, από την πλευρά της ΕΟΚ δε φαίνεται να έγινε κάποια δημόσια ουσιαστική κριτική για την υφιστάμενη κατάσταση. Πολύ περισσότερο δεν τέθηκε ως όρος για τη σύνδεση η «δημοκρατικοποίηση» της χώρας, αν και η κυβερνητική και κρατική πολιτική που ασκούνταν ερχόταν σε αντίθεση με τις τοπικές αναφορές στην ιδρυτική Συνθήκη της ΕΟΚ.
ΕΛΣΤΑΤ: Το πλουσιότερο 20% έχει 6,5 φορές μεγαλύτερο εισόδημα από το φτωχότερο 20%

Το ποιος κερδίζει και ποιος χάνει από την κρίση και τις πολιτικές αντιμετώπισής της από όλες τις κυβερνήσεις μέχρι σήμερα αναδεικνύουν τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ) για το 2013.
Σύμφωνα με αυτά, το πλουσιότερο 20% του ελληνικού πληθυσμού είχε κατά 6,5 φορές μεγαλύτερο εισόδημα από το φτωχότερο 20% του πληθυσμού.
Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει πως περισσότεροι από 1 στους 3 πολίτες, δηλαδή συνολικά 3.884.700 άτομα βρέθηκαν το 2013 σε καθεστώς φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.
Το ποσοστό του πληθυσμού που με βάση τα εισοδήματα του 2013 ήταν υπό τον κίνδυνο της φτώχειας ανήλθε στο 22,1% (από 23,1% το 2012 και 19,7% το 2008), ενώ το ποσοστό του πληθυσμού που ήταν υπό τον κίνδυνο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού διαμορφώθηκε το 2013 στο 36% από 35,7% το 2012 και 27,6% το 2008.
Συνολικά, τα νοικοκυριά που βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας ανήλθαν σε 888.452 σε σύνολο 4.266.745 και τα μέλη τους σε 2.384.035 από το σύνολο των 10.785.312 του πληθυσμού της Ελλάδας.
Υπενθυμίζεται ότι το όριο της φτώχειας υπολογίζεται στα 4.068 ευρώ ετησίως για ένα άτομο και στα 9.677 ευρώ το χρόνο για δύο άτομα.
Το μέσο ετήσιο ατομικό εισόδημα το 2013 ήταν στα 8.879 ευρώ και το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας στα 17.270 ευρώ.
902.gr

ΕΛΣΤΑΤ: Κίνδυνος φτώχειας για το 37,6% των πολιτών από 18 έως 64


ΕΛΣΤΑΤ: Κίνδυνος φτώχειας για το 37,6% των πολιτών από 18 έως 64 ετών

Σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό  βρίσκεται το 37,6% του ελληνικού πληθυσμού ηλικίας 18 έως 64 ετών, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ). 

Στα ευρήματα  της έρευνας αυτής ακόμη επισημαίνονται: 

- Η παιδική φτώχεια ανέρχεται στο 25,5%, παρουσιάζοντας μείωση κατά 3,3% σε σχέση με το 2013.


- Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών ανέρχεται σε 14,9%.


- Ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται σε 3.884.700 άτομα.




tovima.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ