Γράφει ο Τζωρτζ Μεχραμπιάν //
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αναδύθηκαν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως κυρίαρχη ιμπεριαλιστική δύναμη, κυριαρχώντας πλέον στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στις αγορές και στη βαριά βιομηχανία. Έστησαν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα με την υπόσχεση ότι η ανθρωπότητα δεν θα γνώριζε ποτέ ξανά μια παγκόσμια ύφεση όπως αυτή της δεκαετίας του 1930. Το δολάριο έγινε το κυρίαρχο, σταθερό νόμισμα. Στο εξής η παγκόσμια πολιτική θα καθοριζόταν από την κυριαρχία αυτή του κεφαλαίου των ΗΠΑ. Ο σημερινός, όμως, κόσμος σημαδεύεται από την υποχώρηση της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής πρωτοκαθεδρίας του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ. Η παγκόσμια τάξη πραγμάτων που στήθηκε από την Ουάσιγκτον μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο βρίσκεται σε μια διαδικασία αποδόμησης.
Η οικονομική κάμψη του 2008 με 2009 ήταν η βαθύτερη από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930. Μπροστά σε αυτό το γεγονός, η κυβέρνηση Ομπάμα έχει αποπειραθεί να μοχλεύσει την οικονομική ανάπτυξη μέσω ενός πακέτου «κινήτρων» για την ενίσχυση της παραγωγής: τα επιτόκια έπεσαν σχεδόν στο 0% και τυπώθηκε χρήμα ώστε να διοχετευθεί μέσω πιστωτικών ιδρυμάτων. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι οι καπιταλιστές μεγιστάνες της βιομηχανίας έχουν δει εδώ και δεκαετίες τα ποσοστά του κέρδους τους να πέφτουν εξαιτίας των αλληλένδετων προβλημάτων της υπερπαραγωγής και του ανταγωνισμού. Ακόμα και όταν το χρήμα είναι «δωρεάν», δεν είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους στην παραγωγή. Αντίθετα, επενδύουν σε ομόλογα, παράγωγα, μετοχές και άλλα κερδοσκοπικά προϊόντα.
Παρά τις διαβεβαιώσεις για μια οικονομική ανάκαμψη στις ΗΠΑ, η εβδομαδιαία σοσιαλιστική εφημερίδα Militant που εκδίδεται εκεί αναφέρει ότι, «η βιομηχανική παραγωγή στις ΗΠΑ παραμένει στάσιμη. Τον Αύγουστο η βιομηχανική δραστηριότητα έπεσε στο χαμηλότερο σημείο από τον Μάη του 2013, ενώ η αξιοποίηση του βιομηχανικού δυναμικού έπεσε στα 77.6% από 78.0%». Για την εργατική τάξη της χώρας, αυτό φυσικά μεταφράζεται σε μείωση της πλήρους απασχόλησης, αύξηση της εποχιακής εργασίας και σε ανεργία.
Νέα εμπορικά σύμφωνα
Ο ανταγωνισμός είναι ένας αναπόδραστος νόμος του καπιταλισμού, όχι μόνο μεταξύ επιχειρήσεων, αλλά και ανάμεσα σε καπιταλιστικά κράτη. Στο πλαίσιο μιας συρρικνούμενης παγκόσμιας αγοράς όπου ολοένα περιορίζονται οι ευκαιρίες για την αύξηση των κερδών από τη βιομηχανική παραγωγή, η καπιταλιστική τάξη των ΗΠΑ προσπαθεί να ισχυροποιήσει τη θέση της.
Απέναντι στην εντεινόμενη κρίση, η Ουάσιγκτον επιχειρεί να στήσει 2 εμπορικά σύμφωνα. Το πρώτο είναι το Trans Pacific Pact ή TPP (Σύμφωνο του Ειρηνικού) το οποίο, εφόσον εγκριθεί, θα συμπεριλαμβάνει τον Καναδά τις ΗΠΑ την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, τη Χιλή το Περού, το Μεξικό, το Βιετνάμ, τη Μαλαισία, τη Σιγκαπούρη το Μπρουνέι και την Ιαπωνία σε μία ζώνη ελεύθερη από δασμούς. Το δεύτερο είναι το Trans Atlantic Pact ή TAP (Σύμφωνο του Ατλαντικού) το οποίο επιδιώκει να καταλύσει τους εμπορικούς φραγμούς ανάμεσα στη Βόρεια Αμερική και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ουάσιγκτον ελπίζει να κυριαρχήσει σε αυτές τις αγορές στηριζόμενη στην υψηλή της εκβιομηχάνιση και την χρηματοπιστωτική της υπεροχή. Με αυτό τον τρόπο ελπίζει να ελαφρύνει τις επιπτώσεις της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης για το κεφάλαιο των ΗΠΑ σε βάρος των ανταγωνιστών του στην Ασία και την Ευρώπη.
Αυτό θα ήταν κάτι παρόμοιο με ό,τι έχει καταφέρει μέχρι τώρα το γερμανικό κεφάλαιο στο πλαίσιο της ΕΕ και της Ευροζώνης. Παρά τις διακηρύξεις των ιδρυτών της ότι θα οδηγούσε στη συνδυασμένη ανάπτυξη όλων των κρατών-μελών, αναπόφευκτα οι ισχυρότερες καπιταλιστικές τάξεις παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους. Το ευρώ γίνεται το εργαλείο με το οποίο το Βερολίνο απομυζά τη μερίδα του λέοντος από την υπεραξία που παράγουν οι εργαζόμενοι της ηπείρου. Οι πιστώσεις προς τα καπιταλιστικά κράτη της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας γίνονται ένας μηχανισμός για την απορρόφηση ακόμα περισσότερης υπεραξίας.
Τα δύο σύμφωνα στα οποία φιλοδοξούν να κυριαρχήσουν οι ΗΠΑ θα βαθύνουν και θα διευρύνουν τις διασπαστικές τάσεις στην ΕΕ.
Η όλη δομή του χρέους σε παγκόσμιο επίπεδο δεν είναι βιώσιμη. Το πλασματικό κεφάλαιο έχει γιγαντωθεί. Αρχικά το φαινόμενο αυτό προξενήθηκε από την επιβράδυνση της απομύζησης υπεραξίας από τη βιομηχανική παραγωγή. Τώρα όμως γίνεται αιτία ακόμα μεγαλύτερης επιβράδυνσης και περιστολής.
Ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας στην Ασία και στον Ειρηνικό
Η κυβέρνηση Ομπάμα έχει από καιρό αναλάβει μια «στροφή προς την Ανατολική Ασία». Στόχος είναι η μεγαλύτερη στρατιωτική, οικονομική και πολιτική επικέντρωση στη Νοτιανατολική Ασία, σε μια προσπάθεια να διασφαλιστεί η διαιώνιση της κυριαρχίας της Ουάσιγκτον εκεί.
Με το εγχείρημα του ΤΤΡ, η Ουάσιγκτον επιδιώκει επίσης να θέσει όρια και ει δυνατόν να πλήξει έναν βασικό ανταγωνιστή στην Ασία: το Πεκίνο. Το Πεκίνο όλο και πιο πολύ αμφισβητεί την τάξη πραγμάτων στην Ασία και τον Ειρηνικό όπου διαφεντεύει από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ουάσιγκτον. Οι κυβερνώντες στην Κίνα προχωρούν γοργά στον εξοπλισμό του ναυτικού τους και διεκδικούν περιοχές στη θάλασσα της Νότιας Κίνας που τους φέρνουν σε αντιπαράθεση με την Ιαπωνία, το Βιετνάμ, τις Φιλιππίνες και τις ΗΠΑ. Η απόφαση της Κίνας να ιδρύσει μια νέα διεθνή τράπεζα ανάπτυξης επίσης την οδηγεί σε σύγκρουση με την Ουάσιγκτον που έχει στήσει και στηρίζει την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ως τους μοναδικούς θεσμούς τέτοιου τύπου.
Ωστόσο η κινεζική οικονομία υπόκειται και αυτή στους νόμους του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, τη μείωση του μέσου ποσοστού κέρδους και στην κρίση. Το κινεζικό χρηματιστήριο έκανε βουτιά 8% φέτος το καλοκαίρι. Η αγορά ακινήτων βρίσκεται σε κρίση. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας επιβραδύνονται καθώς περιστέλλονται οι αγορές στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και αλλού. Οι εξαγωγές της Κίνας μειώθηκαν κατά 8% τον Ιούλιο. Η ανάπτυξη το 2015 μπορεί να πέσει στο 8% από 14% το 2007, μια σημαντική μείωση. Το σύνολο του δημόσιου, εταιρικού και του ιδιωτικού χρέους στην Κίνα έχει δεκαπλασιαστεί από το 2007. Σε μια προσπάθεια να κάνει τα κινεζικά προϊόντα πιο ανταγωνιστικά, το Πεκίνο υποτίμησε το Γιουάν φέτος το καλοκαίρι. (Στοιχεία για την κινεζική οικονομία από το άρθρο «Τι συμβαίνει στην Κίνα», Μωυσής Λίτσης, Οικονομία με άλλο μάτι.)
Το γεγονός ότι η κινεζική οικονομία επιδεικνύει τους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης της τελευταίας εικοσαετίας έχει επιπτώσεις και σε άλλες οικονομίες. Για παράδειγμα οι εξαγωγές της Ιαπωνίας προς την Κίνα έπεσαν κατά 8.8%, και της Βραζιλίας κατά 19%. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Βραζιλίας, και έτσι η μείωση αυτή προκάλεσε την απώλεια 900 000 θέσεων εργασίας στη χώρα αυτή.
Η κρίση στο Πουέρτο Ρίκο
Τις 3 Αυγούστου, η κυβέρνηση του Πουέρτο Ρίκο, που είναι αποικία των ΗΠΑ, αθέτησε το χρέος της που ανέρχεται στα 73 δισ. δολάρια (66 δισ. ευρώ). Ο πληθυσμός του Πουέρτο Ρίκο είναι 3,7 εκατομμύρια. Η αποικιακή κυβέρνηση ελπίζει να αποσπάσει καλύτερους όρους από τους πιστωτές της.
Η Wall Street Journal, φερέφωνο της ιμπεριαλιστικής άρχουσας τάξης στις ΗΠΑ, σε άρθρο της σύνταξης που δημοσιεύθηκε 2 Ιούλη, εξηγεί ότι η χρεωκοπία της πόλης του Ντιτρόιτ (των ΗΠΑ) που συνέβη το 2013 θα πρέπει να αποτελέσει πρότυπο για το Πουέρτο Ρίκο, εφόσον επέτρεψε στις δικαστικές αρχές να «ξαναγράψουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας, να περικόψουν συντάξεις, να αναδιαρθρώσουν δημόσιους φορείς». Στην Ελλάδα τα μέτρα αυτά, που έχουν στόχο να πληρώσει η εργατική τάξη για την κρίση, θα τα αποκαλούσαμε μνημόνιο.
Η Wall Street Journal προωθεί και άλλα μέτρα που προτείνει η αποικιακή κυβέρνηση, στα οποία συμπεριλαμβάνεται η κατάργηση του κατώτατου μισθού που στο νησί είναι σήμερα στα 7,25 δολάρια την ώρα.
Η Militant αναφέρει ότι, «Τα τελευταία 5 χρόνια η αποικιακή κυβέρνηση έχει μειώσει συντάξεις, έχει απολύσει χιλιάδες δημόσιους υπάλληλους και περιέκοψε δραστικά τις κοινωνικές παροχές. Από το 2005 μέχρι σήμερα, το ΑΕΠ του Πουέρτο Ρίκο έχει μειωθεί κατά 10%. Μόνο το 40% των ικανών για εργασία ενηλίκων εργάζεται, σε σύγκριση με το 63% στις ΗΠΑ. Το κατά κεφαλήν εισόδημα στον Μισισιπή, τη φτωχότερη πολιτεία των ΗΠΑ, είναι διπλάσιο του Πουέρτο Ρίκο. Περί τους 300 000, κυρίως νέοι άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει το νησί την τελευταία δεκαετία, με κατεύθυνση κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πάνω από 3.000 γιατροί μετανάστευσαν τα τελευταία 5 χρόνια, με καταστροφικές επιπτώσεις στην υγειονομική περίθαλψη. Στους διαδρόμους των νοσοκομείων έχουν πολλαπλασιαστεί τα ράντζα. Είναι τόσο λίγες οι νοσοκόμες που οι ασθενείς υποχρεούνται να προσλαμβάνουν ιδιωτικές νοσοκόμες κατά τη παραμονή τους». Η εφημερίδα αναφέρει επίσης ότι η κυβέρνηση έκλεισε 160 σχολεία από το 2014, μια που το ΔΝΤ θεωρεί ότι τα έξοδα για την εκπαίδευση είναι υπερβολικά.
Όλα αυτά είναι πολύ γνώριμα για τους εργαζόμενους στην Ελλάδα σήμερα.
Τα στρατεύματα των Ηνωμένων Πολιτειών αποβιβάστηκαν στο Πουέρτο Ρίκο το 1898 στη διάρκεια του ισπανο-αμερικανικού πολέμου, και έκτοτε κατέχουν το νησί ως αποικία. Την ίδια εκείνη εποχή στρατεύματα των ΗΠΑ κατέλαβαν και την Κούβα, μετατρέποντάς την μετέτρεψαν σε ημι-αποικία. Η Κούβα ανέκτησε την ανεξαρτησία της με τη σοσιαλιστική επανάσταση του 1959.
Ο Ραφαέλ Κάνσελ Μιράντα, ηγετική φυσιογνωμία του αγώνα για την ανεξαρτησία του Πουέρτο Ρίκο είπε στη Militant, «Εμείς συντηρούμε τους γύπες των τραπεζών και της πολυεθνικές». Σύμφωνα με την εφημερίδα, «Οι φαρμακευτικές εταιρείες, τα ξενοδοχεία και οι κολοσσιαίες εταιρείες τροφίμων αντλούν κέρδη αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων από το Πουέρτο Ρίκο. Τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων της αποικίας ανέρχονται στο 12%. Τα πρώτα χρόνια της βορειοαμερικανικής κατοχής, χιλιάδες μικροκαλλιεργητές έχασαν τη γη τους, και η σοδιά που ήταν παλιότερα πολύ διαφοροποιημένη αντικαταστάθηκε από τη ζάχαρη. Σήμερα το Πουέρτο Ρίκο, όπου οι καλλιέργειες αποδίδουν 3 και 4 σοδιές του χρόνο –σε σύγκριση με 1 ή 2 στις ΗΠΑ– εισάγει το 90% των τροφίμων του από τις ΗΠΑ.
Ο Όσκαρ Λόπες είναι ένας αγωνιστής για την ανεξαρτησία του Πουέρτο Ρίκο που βρίσκεται αυτή τη στιγμή στις φυλακές των ΗΠΑ. Κάποια χρόνια βρέθηκε στο ίδιο κελί με τον Ραμόν Λαμπανίνο, ο οποίος είναι ένας από τους Πέντε Κουβανούς επαναστάτες που αποφυλακίστηκαν τον Δεκέμβρη του 2014, ύστερα από ένα γερό και τελικά επιτυχές κίνημα για την απελευθέρωσή του. Σήμερα εξακολουθεί να αναπτύσσεται το κίνημα στο Πουέρτο Ρίκο και στις ΗΠΑ που απαιτεί την απελευθέρωση του Όσκαρ Λόπες.
Η κρίση χρέους είναι μια έκφανση της κρίσης στην παραγωγή και στο εμπόριο
Το γεγονός ότι η πόλη του Ντιτρόιτ, πρωτεύουσα της αυτοκινητοβιομηχανίας και άλλες πόλεις, και σήμερα το Πουέρτο Ρίκο αντιμετωπίζουν ένα διογκούμενο χρέος και χρεοκοπούν αντανακλά το βάθεμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης παραγωγής και εμπορίου. Ο κόσμος της εργασίας παγκόσμια υποχρεώνεται να πληρώσει τα σπασμένα. Η κρίση αυτή οδηγεί τις καπιταλιστικές τάξεις σε παγκόσμιο επίπεδο να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους σε ότι φαίνεται να αποφέρει περισσότερα κέρδη: μετοχές, ομόλογα, χρεώχαρτα, παράγωγα και άλλες μορφές πλασματικού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η μία φούσκα μετά την άλλη — όχι όμως στην παραγωγή. Ταυτόχρονα εξαπολύουν επιθέσεις στο βιοτικό επίπεδο του εργαζόμενου λαού καθώς προσπαθούν να απομυζήσουν περισσότερα κέρση από την τάξη μας και τους εργαζόμενους συμμάχους της. Δεν διαφαίνεται κάποιο τέλος στην κρίση αυτή για τον εργαζόμενο λαό.
Αυτή εξακολουθεί να είναι η πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη στις ΗΠΑ. Εξακολουθεί να είναι η δυναμική που κινεί τους ταξικούς αγώνες της χώρας αυτής, όπως η πάλη για τα 15 δολ. την ώρα και για συνδικαλιστική εκπροσώπηση στο λιανεμπόριο και την εστίαση και ο αγώνας ενάντια στην αστυνομική βία ενάντια στους Μαύρους και άλλους εργαζόμενους – το κίνημα Black Lives Matter (Οι ζωές των Μαύρων μετράνε). Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στα δύο αυτά κινήματα απασχόλησε προηγούμενο άρθρο στο περιοδικό.
Αυτό που εξακολουθεί να αποτελεί τεράστιο εμπόδιο για την εργατική τάξη στις ΗΠΑ είναι η έλλειψη ενός μαζικού εργατικού κόμματος που να είναι πολιτικά ανεξάρτητο από την τάξη των καπιταλιστών και να οργανώνει, να μάχεται και να μιλά προς το συμφέρον των ανθρώπων του μόχθου. Μέσα από τους αγώνες που έρχονται δημιουργούνται οι συνθήκες για τη σφυρηλάτηση ενός τέτοιου κόμματος.
Έτσι, στις ΗΠΑ, τη Βραζιλία στην Ελλάδα και όπου αλλού, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο εργαζόμενος λαός δεν είναι εθνικά, με εθνικές λύσεις. Είναι παγκόσμια, στο πλαίσιο μιας αλληλένδετης οικονομίας.