3 Οκτ 2015

Είναι το ΚΚΕ δημοκρατικό κόμμα;

 Είναι το ΚΚΕ δημοκρατικό κόμμα;



Η κε του μπλοκ βρέθηκε πρόσφατα αντιμέτωπη, σε μια κουβέντα, με αυτό το ερώτημα και καταστρώνει ένα πρόχειρο προσχέδιο απάντησης για τέτοιες καθημερινές ή και βαθύτερες συζητήσεις.

Στην πραγματικότητα, το ερώτημα αυτό έχει δύο σκέλη: το πρώτο αφορά τις καταστατικές αρχές και τη λειτουργία του κόμματος, και το δεύτερο τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των επαναστατικών εγχειρημάτων του εικοστού αιώνα και των σοσιαλιστικών κοινωνιών που γνωρίσαμε.

Το πρώτο σκέλος διαπλέκεται ή συγχέεται πολύ συχνά με το ζήτημα της απευθείας εκλογής αρχηγού από τη βάση του κόμματος ή και από τους φίλους-ψηφοφόρους του, που δεν είναι οργανωμένα μέλη. Το τελευταίο αντίστοιχο παράδειγμα που έχουμε στην Ελλάδα ήταν η περιβόητη «συμμετοχική (αμεσο)δημοκρατία» του Γαπ και οι εκατοντάδες χιλιάδες ψήφοι με τη δίευρη ταρίφα (που ήταν περισσότερες απ’ όσες μάζεψαν αθροιστικά Πασοκ και Κιδησο μες στο 15’) χωρίς αντίπαλο –κάτι που τα δυτικά ΜΜΕ θα αντιμετώπιζαν ως παράτα για οποιαδήποτε σοσιαλιστική χώρα. Σε κάθε περίπτωση, η ουσία δε βρίσκεται στο διαβλητό πανηγυράκι που στήθηκε από το Γαπ ή στους πιο σοβαρούς όρους που θα μπορούσε ίσως να θεσπίσει κάποιος άλλος, αλλά στην εκλογή προέδρου από ένα σώμα, το οποίο δεν είναι ενιαίο, συναθροίζεται άπαξ στην κάλπη, και στο οποίο συνεπώς δε θα λογοδοτήσει ποτέ ο εκλεγμένος γγ, πρόεδρος, κτλ.
Αυτό παρεμπιπτόντως είναι και το βασικό μειονέκτημα, ακόμα και σε θεωρητικό επίπεδο (πέρα δηλαδή από το πεδίο της πράξης, που αποδεικνύεται πολύ χειρότερη) της αστικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του αντιπροσωπευτικού της συστήματος, όπου ο λαός μπορεί να αποφαίνεται κάθε τρία, τέσσερα ή έξι χρόνια ποιος θα τον ποδοπατήσει ή ποιος θα εφαρμόσει καλύτερα το προαποφασισμένο μνημόνιο, για να επικαιροποιήσουμε μια γνωστή φράση των κλασικών.

Ακόμα κι αν υπήρχαν περισσότεροι υποψήφιοι σε ένα αστικό κόμμα, πάντως, όπως στην περίπτωση της Νδ, που είχαν συγκεντρώσει αρχικά καμιά εικοσαριά, για να καταλήξουν σε τρεις και να αποκλείσουν τον Άδωνι (this is a coup), δεν αλλάζουν πολλά επί της ουσίας. Που είναι η προσωποπαγής δομή κι η συγκρότηση διάφορων (πότε συνεργαζόμενων, πότε αντικρουόμενων) καπετανάτων και πολλών κομμάτων μες στο κόμμα.
Το Κκε αντιθέτως λειτουργεί συλλογικά κι όχι υπό την αρχή ενός ανδρός (ή μιας... σιδηράς κυρίας, για να θυμηθούμε τις μεγάλες δημοσιογραφικές στιγμές του Βήματος) και την κοινή συνισταμένη μιας φραξιονιστικής πάλης. Κι η όποια διαφοροποίηση-εμπλουτισμός-εξέλιξη της πολιτικής του γραμμής βασίζεται σε συλλογικές διαδικασίες-επεξεργασίες και όχι στην ανάδειξη του ενός ή του άλλου γγ. Η πολιτική του Κουκουέ δεν είναι διαφορετική τώρα επί Κουτσούμπα απ’ ό,τι στα χρόνια που ήταν επικεφαλής η Αλέκα. Κι αντιστρόφως: η ψήφιση του κομματικού προγράμματος στο 19ο Συνέδριο δε συνδεόταν, ούτε άμμεσα ούτε έμμεσα, με το ζήτημα της «διαδοχής».

Δεύτερο ζήτημα, η πολυφωνία κι η αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Η μεταξύ τους διαφορά ισοδυναμεί με το χάσμα ανάμεσα στον πύργο της Βαβέλ κι ένα οργανωμένο μπλοκ, που φωνάζει ρυθμικά, με ένα στόμα-μια φωνή, συνθήματα, χωρίς αυτόν να καθιστά κάποιον εξ αυτών φερέφωνο, χωρίς δική του βούληση. Με άλλα λόγια η διαφορά αυτή είναι η απόσταση που χωρίζει ένα μπουλούκι οργανοπαικτών, που παίζει ο καθένας το βιολί του (κυριολεκτικά και μεταφορικά), καταλήγοντας σε θορύβους ατάκτως ερριμμένους, από μία οργανωμένη ορχήστρα με καθορισμένους ρόλους και τη διεύθυνση ενός μαέστρου. Αυτό δεν καθιστά όμως το ένα μέλος πρώτο βιολί και το άλλο τελευταία τρύπα του ζουρνά, αφού όλοι συζητάνε για τη μουσική του μέλλοντος που θα παίξουν και ο ρόλος τους είναι το ίδιο σημαντικός για την εκτέλεση κάθε κομματιού.
Όσο για τα αστικά κόμματα, που βασίζουν την επιρροή τους στην κοινωνική δημαγωγία, για να τονώσουν το φιλολαϊκό τους πρόσωπο, έχουν σχεδόν ως καταστατική τους αρχή τη διπρόσωπη πολυγλωσσία, για να κρατάει κάθε ψηφοφόρος αυτό που θέλει να ακούσει και να εγκλωβίζονται αποτελεσματικά περισσότερες συνειδήσεις.

Μια συνήθης κατηγορία είναι πως ο ΔΣ του Κκε είναι κατ’ επίφαση δημοκρατικός και καταπνίγει κάθε διαφορετική άποψη. Στην πραγματικότητα οι κατήγοροι μπερδεύουν τους κομμουνιστές με τις συνηθισμένες πρακτικές των αστικών κομμάτων, που χρειάζονται τη διαφορετική γνώμη για αποπροσανατολισμό  και την ανέχονται όσο εκφράζεται απλώς και δε διεκδικεί την υλοποίησή της στην πράξη –όπως ακριβώς κι η αστική δημοκρατία. Αλλά εφαρμόζουν τον πιο αντιδημοκρατικό συγκεντρωτισμό, απαιτώντας πλήρη ευθυγράμμιση, πχ σε κάθε κρίσιμη μνημονιακή ψηφοφορία.

Αυτό που έχουν πολλοί κατά νου, είναι περιπτώσεις, όπως οι δίκες της Μόσχας ή –για να μείνουμε στα πλαίσια του Κκε- η καθαίρεση, διαγραφή και εξορία του Ζαχαριάδη ή άλλων στελεχών που είχαν διαφωνήσει νωρίτερα μαζί του (πχ ο Καραγιώργης) και άλλων που χαρακτηρίστηκαν χαφιέδες από το κόμμα (πχ Πλουμπίδης). Καθεμιά από τις περιπτώσεις αυτές είναι ξεχωριστή κι απαιτεί ειδική εξέταση, αλλά είναι αδύνατο να γίνει αφηρημένα, με κριτήριο τις σημερινές συνθήκες, και να μην κριθούν στην εποχή τους. Κι είναι σχεδόν κωμικό η όποια ανωμαλία να αποδίδεται σε κάποιο «ανώμαλο εσωκομματικό καθεστώς» και σε κάποια ηγετική φυσιογνωμία, αλλά όχι στη γενεσιουργό αιτία της, την παρανομία και τις πολύ δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες λειτουργούσε τότε το κόμμα.

Τρίτο και τελευταίο ζήτημα: το Κκε είναι πρόθυμο να ακολουθήσει το δημοκρατικό δρόμο, για να διεκδικήσει την εξουσία; Ναι, θα πει ο μέσος Κοντρίτης, θυμίζοντας το χαρτί που είχε υπογράψει το κόμμα  το 74’ –γιατί προφανώς το ζήτημα της επανάστασης κρίνεται από το αν υπογράφεις ή δεν υπογράφεις κάτι. Αλλά η δημοκρατική επανάσταση δε βγαίνει εντελώς από το τραπέζι, αν λάβει κανείς υπόψη τη γραμμή της Μαλεπ για λαϊκοδημοκρατική, σοσιαλιστική (τα πάντα-όλα) επανάσταση, στην οποία υποθέτω πως δε θα μείνει ούτε ένα τζάμι (που είναι το απόλυτο κριτήριο κι ο αληθινός στόχος κάθε εξέγερσης).

Πέρα από τις διακηρύξεις βέβαια, υπάρχει κι η αμείλικτη ιστορική πείρα. Ποτέ η αστική τάξη δεν άφησε να γλιστρήσει δημοκρατικά από τα χέρια της η εξουσία –και αυτή είναι η πικρή αλήθεια της unidad popular (του Αγιέντε και όχι του Παναγιώτη). Η βίαια κατάληψη της εξουσίας κι η επαναστατική βία εν γένει δεν επιβάλλεται από κάποιους αιμοσταγείς κομμουνιστές, αλλά από τη λυσσαλέα αντίδραση των κυρίαρχων και όλων των ένοπλων μηχανισμών της κρατικής εξουσίας τους. Και κάθε φορά που οι δικοί μας δίστασαν να χρησιμοποιήσουν επαναστατική βία εναντίον της, το πλήρωσαν με μεγαλύτερο λουτρό αίματος (με χαρακτηριστική περίπτωση την Ελλάδα του 44’-45’).

Η βία είναι η μαμή της ιστορίας. Δεν είναι η μητέρα της, για να γεννήσει από μόνη της γεγονότα που δεν έχουν κυοφορηθεί ακόμα από την ανάγκη που γίνεται ιστορία. Και ο καθένας μπορεί να καταλάβει πόσο πιο δύσκολη και περίπλοκη θα είναι η γέννα, χωρίς αυτή τη μαία.
Κι ενώ ένα πραξικόπημα μπορεί να επικρατήσει με μια χούφτα επιτελικών και την ισχύ των όπλων, καμία επανάσταση δε θα μπορούσε να σταθεί ούτε μια μέρα, χωρίς την υποστήριξη της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας, την ενεργό υπεράσπισή της και την πλατιά νομιμοποίησή της.


Δηλαδή όλα είναι άριστα κι άμεμπτα; Δεν υπάρχει κανένα σημείο για να γίνει (αυτο)κριτική; Προφανώς και υπάρχει. Αλλά είναι προϋπόθεση να ξεκαθαρίσουμε πρώτα σε ποια ζητήματα πρέπει να εστιάσουμε το φακό της κριτικής, μακριά από τα εύκολα στερεότυπα και τα έτοιμα σχήματα της αστικής προπαγάνδας. Ένα απ’ αυτά τα σημεία είναι η διάκριση μεταξύ του τυπικού δικαιώματος και της ουσιαστικής εφαρμογής του, που δεν μπορεί να αφεθεί στην τύχη, αλλά πρέπει να υπάρξει σχετική μέριμνα (κι εκεί είναι που κρίνεται η καλή λειτουργία των κομματιών οργανώσεων). Δεν αρκεί πχ η τυπική θέσπιση του δικαιώματος της κριτικής, αλλά και η ουσιαστική εξασφάλισή του στην πράξη. Αυτό όμως μπορούμε να το πιάσουμε αναλυτικά στο δεύτερο μέρος, για το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε. Ας πούμε απλώς προκαταβολικά πως η πιο σωστή κι υπεύθυνη κριτική ή συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων περνάει υποχρεωτικά κι από τη συμμετοχή στην εκτέλεσή τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ