11 Δεκ 2015

Οι αριστεριστές

 Οι αριστεριστές

Δεν ξέρω αν έτυχε να διαβάσεις, σφε αναγνώστη, αυτό το κείμενο του Ατέχνως, και τα αποσπάσματα εν είδει βιβλιοπαρουσίασης, μιας βιωματικής αφήγησης για τους αριστεριστές των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης, που θα μπορούσε να είναι τα προλεγόμενα ή η προϊστορία στο αφιέρωμα του Λαϊκού Στρώματος στο σύγχρονο αριστερισμό (τις αιρέσεις και τις μεταλλάξεις του), που θα παραμείνει ημιτελές, όπως όλα σχεδόν τα μεγάλα έργα. Μια «μπροσούρα» που ρίχνει μια τρυφερή ματιά στο παρελθόν το συγγραφέα και των συντρόφων/συναγωνιστών του, από την οποία λείπουν οι βαριές πολιτικές αναλύσεις, όχι όμως η ειλικρίνεια κι οι ωραίες πικάντικες ιστορίες –που είναι κι αυτό που μας μένει πολλές φορές στο τέλος.

Αυτή η ειλικρίνεια προχωρά σε μερικές ενδιαφέρουσες ομολογίες, που θα μας απασχολήσουν στο σημερινό κείμενο. Ο Δημήτρης Κουκουλάς ακολουθεί τη σχεδόν στερεοτυπική διαδρομή πολλών αριστερ(ιστ)ών της γενιάς του, από το εργατικό κίνημα (στροφή) στις γειτονιές και την οικολογία, κι από το μαοϊκό χώρο στην αγκαλιά του ρεβιζιονισμού και της ανανεωτικής αριστεράς (τουλάχιστον δεν πήγε στο ΠαΣοΚ)! Το ζουμί όμως βρίσκεται στο υποκεφάλαιο, όπου εξηγεί το ακριβές σκεπτικό της πολιτικής του μετατόπισης.

Το μεγαλύτερο, ίσως, πολιτιστικό και ταυτόχρονο πολιτικό γεγονός εκείνης της εποχής ήταν, νομίζω, το 1ο Φεστιβάλ Αυγής-Θούριου που έγινε στο Άλσος της Νέας Σμύρνης. Κάπου εκεί στο 77’ με 78’ πρέπει να ήτανε. Επήγαμε και εμείς οι άρτι ορφανισθέντες και… άγριοι μαοϊκοί. Επήγαμε στα… ρεβιζιόνια, όπως τους λέγαμε τόσα χρόνια! Καχύποπτοι και επιφυλακτικοί, όχι όμως εχθρικοί όπως στο ΚΚΕ, σαν παλιά που πηγαίναμε εμείς οι ΑΕΚτζήδες σε αγώνες του Παναθηναϊκού με άλλες ομάδες και ερχόντανε και αυτοί σε παρόμοιους δικούς μας αλλά ούτε εμείς ούτε αυτοί πηγαίναμε ποτέ στον Ολυμπιακό. Καχυποψία και επιφυλακτικότητα υποχώρησαν γρήγορα. Εκτός από το περίπτερο της Ρουμανίας που τους τα χώσαμε χοντρά για τον Τσαουσέσκου. Στο τέλος, πάντως, φύγαμε γοητευμένοι. Και δεν ήταν μόνο το υψηλό επίπεδο των πολιτιστικών εκδηλώσεων, το κέφι, τα σουβλάκια, τα κλαρίνα και τα βιολιά, τα κιόσκια με τα έντυπα και οι θεωρητικές συζητήσεις θεματικών ενοτήτων –από τόσο κοντά η «άλλη» άποψη. Ήταν και τα χαμογελαστά πρόσωπα ανθρώπων που δε συναντιόμασταν μέχρι τότε στους δρόμους. Αλλά ας μην κρυβόμαστε: το πιο σημαντικό, νομίζω, για όλους μας ήταν αυτή η διάχυτη αίσθηση ενός απροσδιόριστου ερωτισμού που διαπερνούσε την ατμόσφαιρα. Ερωτεύσιμοι άνθρωποι, γυναίκες και άντρες, με θελκτικά κορμιά σε … χαλαρές εκδοχές! Πρόσχαρες εθελόντριες χωρίς στηθόδεσμο με ανασηκωμένες… μυτούλες! Χαμόγελα, έλξη. Αυτά είναι πράγματα που νομίζω πως δεν τα προσέχουν οι ειδικοί μελετητές των κοινωνικών ανακατατάξεων και των κοινωνικών φαινομένων. Και είμαι σίγουρος ότι δεν έχει αξιολογηθεί ακόμη η ιστορική διάσταση αυτής της γιορτής, που τόσο καταλυτικά επέδρασε σε μια μεγάλη μερίδα κόσμου. Όπως εμείς, οι πρώην μαοϊκοί, που μετέωροι ως εκείνη τη στιγμή ήρθαμε σε επαφή με ανθρώπους που μέχρι τότε σνομπάραμε. Νιώσαμε την ανθρώπινη ζεστασιά. Και σαν ώριμοι από καιρό, δεχτήκαμε μια θετική αύρα από συναίσθημα και θεωρία. Ροζέ Γκαρωντύ, Νικος Πουλαντζάς, Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Και ίσως τότε εκεί να έπεσε ο πρώτος σπόρος για την μετέπειτα σταδιακή στροφή του «χώρου» μας προς ΚΚΕ Εσωτ., Συνασπισμό και Σύριζα.

Μπορεί αυτόν να τον κέρδισαν οι αναθεωρητές Ρηγάδες και να πήγε προς τα δεξιά, αλλά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο συσπειρώνει, οργανώνει κι αναπαράγεται σήμερα ο αριστερισμός των/της Εαακ –που κι αυτός εξάλλου πολιτικά προς τα δεξιά γέρνει. Με την ακατανίκητη γοητεία που ασκούν σε ανώριμες (ή απλά μικροαστικές) συνειδήσεις η αναζήτηση, οι χαλαρές, οργανωτικές δομές, η ελευθεριάζουσα δραστηριότητα, οι ευχάριστες γνωριμίες κι ο υφέρπων παραγοντισμός (socializing), που δεν μπορεί να σου προσφέρει ένα κόμμα με αυστηρή δομή και πολιτικό στίγμα. Κι είναι αρκετά εντυπωσιακό πώς ο αριστερισμός (στη χώρα μας και διεθνώς) πέρασε από το στάδιο του εργατισμού και της εξωτερικής μίμησης του χαρακτήρα της εργατικής τάξης, που τη συναντά σαν εξωτικό είδος, κάτι έξω από αυτόν κι επιχειρεί να αφομοιώσει μηχανιστικά κάποια στοιχεία της (πχ με τους φοιτητές να ακολουθούν τα πρότυπα της κινέζικης πολιτιστικής επανάστασης και να πιάνουν δουλειά σε εργοστάσια) στην άλλη όψη του νομίσματος και την πλήρη σχεδόν άρνηση κάθε εργατικού στοιχείου (που δεν υποδηλώνεται συνήθως ανοιχτά, αλλά με την προσπάθεια να εκφραστεί η νέα βάρδια της εργατικής τάξης, τα νέα δυναμικά στρώματα, και όχι μόνο το παρωχημένο χειρωνακτικό προλεταριάτο).
Αυτός, παρεμπιπτόντως, είναι ένας αρκετά περιεκτικός ορισμός του εργατισμού. Όταν δηλ μη εργατικά στοιχεία, επικαλούνται με ζήλο την εργατική τάξη και προσπαθούν άγαρμπα και επιθετικά να φανούν ως γνήσιοι (αν όχι κι αποκλειστικοί) εκφραστές της.

Μια γκροτέσκα, υπερβολική καρικατούρα, που προβάλλεται μερικές φορές στον αντίποδα, είναι αυτή των σκληρών κι αγέλαστων προσώπων, με τα ροζιασμένα χέρια και τα αλύγιστα χείλη, που δένουν το ατσάλι, με ατσάλινη μηχανική σκέψη, και γίνονται ιμάντες μεταφοράς της σιδερένιας θέλησης του κόμματος, χωρίς ίχνος πρωτόβουλης δημιουργικότητας.

Σε αυτό το τεχνητό, εν πολλοίς, δίπολο, οι σκληραγωγημένοι εργάτες φαίνονται ικανοί και οι πλέον κατάλληλοι, για να κάνουν και να φέρουν εις πέρας την επανάσταση, σε αντίθεση με τους καλλιεργημένους, πλην αμφιταλαντευόμενους, διανοούμενους, που φαίνονται πιο κατάλληλοι για να ενσαρκώσουν το νέο τύπο ανθρώπου, τις κλίσεις, τα ενδιαφέροντα, την ευρυμάθεια και τον πλούτο που θα το χαρακτηρίζει και θα προωθήσει την οικοδόμηση της κοινωνίας του μέλλοντος.

Εκτός κι αν προτάξουμε την αρνητική διατύπωση των παραπάνω θέσεων. Ότι δηλ η αφρόκρεμα της πνευματικής ελίτ δε θα μπορέσει να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις ενός δύσκολου και μακροχρόνιου αγώνα (πόσο μάλλον ενός επαναστατικού ξεσπάσματος κι ενός εμφύλιου, ταξικού πολέμου). Και στον αντίποδα πως μια μονοδιάστατη, αμόρφωτη τάξη δε φαντάζει ικανή να αναλάβει μεγάλες ιστορικές πρωτοβουλίες, να υπηρετήσει δημιουργικά μια μεγαλόπνοη προοπτική και να δώσει ώθηση στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.

Το παραπάνω δίπολο μπορούμε να το δούμε σε αρκετές παραλλαγές: χειρωνακτική-πνευματική εργασία, θεωρία-δράση, σπουδάζουσα και εργατιά, σφοδρός έρωτας και μεγάλη, μακρόχρονη σχέση (για να πιάσω κι αυτό το «ερωτεύσιμοι» του αποσπάσματος του ΔΚ).

Κάποιοι θεωρούν αυτονόητο (και είναι) ότι χρειάζεται ένας συνδυασμός, που θα ξεπερνά τις παραπάνω μονομέρειες. Κάποιοι άλλοι προσθέτουν (κι έχουν δίκιο) πως το βάρος θα πρέπει να δοθεί παρόλα αυτά στην εργατική τάξη και όχι πχ σε κλάδους με μικροαστικά στοιχεία που προλεταριοποιούνται μεν, αλλά κουβαλάν πολλά στοιχεία της παλιάς τους συνείδησης και αρνούνται να τα αποκηρύξουν ή να νιώσουν τον εαυτό τους ίσα κι όμοια με τους άλλους εργάτες, να κάνουν κάποια χειρωνακτική δουλειά (εάν δε βρίσκουν στο αντικείμενό τους), κτλ. Αλλά αυτή η προτεραιότητα δεν είναι στείρα, αρνητική, βάρος στο ένα από τα δύο, και εις βάρος του δεύτερου. Γιατί, από αυτή την άποψη, το βάρος πρέπει να δοθεί στα καλύτερα στοιχεία και των δύο, με στόχο την αμοιβαία υπέρβαση των ανεπαρκειών τους.

Και αυτός ακριβώς είναι, όπως το αντιλαμβάνομαι τουλάχιστον, κι ένας από τους βασικούς ρόλους που καλείται να επιτελέσει το κόμμα, ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης κι ενιαίος εκφραστής των διαφόρων τμημάτων της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ