Γράφει ο Cogito ergo sum //
Η ιστορία είναι πραγματική αν και λίγο παλιά. Την θυμάμαι κάθε φορά που διαβάζω ή ακούω κάτι που έχει σχέση με πρόσφυγες ή μετανάστες. Πρωταγωνιστής της ο -τότε- 23χρονος Μισέλ. Οι γονείς του είχαν έλθει στον τόπο μας από την Σενεγάλη στις αρχές τής δεκαετίας τού ’80, προκειμένου να βρουν το «καλύτερο αύριο», το οποίο ονειρεύονται οι πρόσφυγες κι οι μετανάστες όλου του κόσμου. Εδώ γνωρίστηκαν, εδώ «τα βρήκαν», εδώ παντρεύτηκαν κι εδώ, λίγα χρόνια αργότερα, έκαναν τον Μισέλ.
Ο Μισέλ μεγάλωσε και πήγε σχολείο. Μιας κι οι γονείς του μιλούσαν διαφορετικές διαλέκτους, συνεννοούνταν μεταξύ τους με γαλλικά της κακιάς ώρας. Όμως, ο Μισέλ πήγε σε ελληνικό σχολείο. Μεγάλωσε μαθαίνοντας ελληνικά και, μάλιστα, μιλώντας τα με τον χαρακτηριστικό «παλαιοελλαδίτικο» τρόπο, στρογγυλεύοντας τα «ρω» και προσθέτοντας το «ε» στο τρίτο πρόσωπο παρατατικού των ρημάτων («αρεσκότανε», «χτυπιότανε», «κουνιόσαντε», «πηγαίνανε», «αρπαχτήκανε» κλπ). Για την χώρα καταγωγής των γονιών του δεν είχε ιδέα (άλλωστε, ποτέ δεν την επισκέφθηκε) αλλά την ιστορία τής χώρας όπου γεννήθηκε την έπαιζε στα δάχτυλα. Ειδικά οι περσικοί πόλεμοι, με τους Μαραθώνες και τις Σαλαμίνες, ήταν το φόρτε του και τον συγκινούσαν.
misel2
Τί κι αν ο Μισέλ ήταν μαύρος; Όντας μονίμως γελαστός, όχι μόνο έγινε αποδεκτός από τους συμμαθητές του αλλά συνήθως αποτελούσε την ψυχή κάθε παρέας, χάρη στα καλαμπούρια του και στην… μουσική. Γιατί ο Μισέλ είχε τρέλλα με την μουσική και ήταν αδιανόητο να γίνει πάρτυ δίχως τον Μισέλ και την κιθάρα του. Κι όταν ο Μισέλ τέλειωσε το λύκειο, ήξερε ποιον δρόμο θα ακολουθούσε στην ζωή του: θα γινόταν επαγγελματίας μουσικός. Αυτό και έκανε. Με προφανή επιτυχία, μάλιστα, αφού σπάνια βρισκόταν δίχως μεροκάματο.
Κάπως έτσι, έφτασε το καλοκαίρι που ο Μισέλ θα συμπλήρωνε τα 23 χρόνια του και το γκρουπάκι όπου συμμετείχε, έκλεισε για δουλειά ένα καλοκαιρινό κλαμπ στην Νάξο. Καλή δουλίτσα, καλό μεροκάματο, ήλιος, θάλασσα, κορίτσια… Τί άλλο να ζητήσει ένας 23χρονος για να αισθάνεται ευτυχισμένος;
Όλα όμορφα, λοιπόν, ώσπου ένα βράδυ, βγαίνοντας από το μαγαζί μετά την δουλειά, έπεσε σε αστυνομικό έλεγχο.
Πέιπερς, είπε αυστηρά το γλωσσομαθές όργανο του νόμου. Ο Μισέλ έβγαλε από το πορτοφόλι του το πιστοποιητικό γέννησής του.
Νοτ δις, ξανάπε αυστηρά το γλωσσομαθές όργανο. Γιορ καρντ.
Ο Μισέλ παρέκαμψε τα βλαχοεγγλέζικα του αστυνομικού και εξήγησε σε άπταιστα ελληνικά ότι αυτό είναι το μόνο χαρτί που έχει κι ότι δεν διαθέτει κάρτα παραμονής επειδή είναι γέννημα-θρέμμα αθηναίος. Το όργανο της τάξης έμεινε απαθές. Ο διάλογος που ακολούθησε πρέπει να αποτελεί υπόδειγμα σουρρεαλισμού:
– Αν δεν έχεις κάρτα, θα απελαθείς.
– Πού θα με στείλετε;
– Στην πατρίδα σου.
– Μα, πατρίδα μου είναι η Ελλάδα. Εδώ γεννήθηκα και ποτέ δεν έχω βγει έξω από τα σύνορά της. Και πριν έρθω στην Νάξο για δουλειά, δεν είχα βγει ούτε έξω από την Αττική.
– Δεν έχει σημασία, θα σε στείλουμε στην χώρα σου.
– Σε ποιά χώρα μου; Αφού χώρα μου είναι η Ελλάδα!
– Δεν είναι η Ελλάδα. Οι γονείς σου από πού είναι;
– Από την Σενεγάλη.
– Ε, εκεί θα σε στείλουμε.
– Μα εγώ δεν έχω πάει ποτέ στην Σενεγάλη. Αυτή είναι η χώρα των γονιών μου.
– Εκεί θα πας. Εκτός αν βγάλεις κάρτα.
– Μα δεν μπορώ να βγάλω κάρτα αφού δεν είμαι μετανάστης. Το έχω ψάξει. Εγώ δεν ήρθα απ’ έξω για να μπορώ να βγάλω κάρτα, εγώ είμαι από μέσα, εδώ γεννήθηκα. Είμαι έλληνας.
– Έλληνας και μαύρος δεν γίνεται. Ξέχνα το. Φεύγεις για Σενεγάλη. Πάμε.

Δυστυχώς, δεν έμαθα ποτέ τι απόγινε ο Μισέλ. Ποιός ξέρει; Με τα μυαλά (σ.σ.: τα ποιά;) που κουμαντάρουν κάποιοι απ’ ευθείας απόγονοι των πιθήκων (δίχως νοητική εξέλιξη), μπορεί να τον έστειλαν με το ζόρι σε μια χώρα που ούτε την ήξερε ούτε είχε διάθεση να πάει ποτέ, επειδή θεώρησαν ότι ανήκει σε έναν λαό που ούτε την γλώσσα του μιλάει ούτε τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις ασπάζεται ούτε την κουλτούρα του γνωρίζει. Επειδή κάποιοι θεώρησαν -κι εξακολουθούν να θεωρούν- πως ο Μισέλ δεν μπορεί να είναι έλληνας επειδή είναι μαύρος.
Συγγνώμη, Μισέλ…