6 Ιουν 2016

Χρηματιστικοποίηση και ευρωπαϊκή κρίση

 Χρηματιστικοποίηση και ευρωπαϊκή κρίση

Συνεχίζουμε την παρουσίαση του ερμηνευτικού σχήματος της κρίσης (από το βιβλίο του Σακελλαρόπουλου για την κρίση και την κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα), από εκεί που το είχαμε αφήσει. Κατά την αντιγραφή, παραλείπονται οι πίνακες και κάποια στατιστικά στοιχεία, για την οικονομία της έκτασης του κειμένου (αν και είναι σημαντικά για την επίρρωση των συμπερασμάτων της μελέτης).

3. Η κρίση της χρηματιστικοποίησης

Καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις διαδραμάτισε η αγορά των ακινήτων στις ΗΠΑ αλλά και όχι μόνο (πχ στην Ισπανία). Οι λαϊκές τάξεις βιώνοντας την καθήλωση των εισοδημάτων τους οδηγήθηκαν στο δανεισμό, αφενός για να αποκτήσουν ιδιωτικές κατοικίες και αφετέρου για να καλύψουν το έλλειμμα σε καταναλωτικά προϊόντα που δημιουργούσαν οι πολιτικές λιτότητας. Ταυτόχρονα, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο δανεισμός επεκτάθηκε και στους χαμηλά αμειβόμενους, κάποιοι εκ των οποίων μπορεί να μην είχαν ούτε καν σταθερή απασχόληση. Το αποτέλεσμα ήταν το σύνολο του πιστωτικού χρέους από 135% του ΑΕΠ το 1984 να φτάσει στο 335% το 2006.
(Η όλη αυτή κατάσταση εξηγεί γιατί οι Αμερικανοί είχαν όλο και λιγότερες αποταμιεύσεις από ένα σημείο και μετά. Από τη μία, αυτό οφείλεται στους χαμηλούς πραγματικούς μισθούς και από την άλλη, στο πλαίσιο κατανάλωσης μέσω δανεισμού που δεν ενθάρρυνε την ιδιωτική αποταμίευση).

Στο πεδίο των ακινήτων από τη στιγμή που οι πιστώσεις δίνονταν αφειδώς, οι τιμές τους άρχισαν να αυξάνονται, ενώ η ίδια πολιτική ακολουθήθηκε και στον τομέα των καταναλωτικών δανείων. Η παράμετρος που παραγνωρίστηκε ήταν πως οι πιστώσεις χορηγούνταν στη βάση της αποτίμησης των στοιχείων του ενεργητικού του δανειζόμενου στις τρέχουσες τιμές της αγοράς. Όταν κάποιος ιδιώτης ζητούσε ένα δάνειο και υποθήκευε το σπίτι του, το δάνειο χορηγείτο στη βάση της τρέχουσας τιμής του ακινήτου. Έτσι, τα χρέη εμφανίζονταν σε χαμηλά επίπεδα αφού υπήρχε το ενέχυρο του υψηλούς αξίας ακινήτου. Με αυτόν τον τρόπο, οι τράπεζες χορηγούσαν όλο και περισσότερα δάνεια και με έναν ανακυκλούμενο τρόπο, η κερδοφορία τους αυξανόταν διαρκώς, ενώ οι ιδιοκτήτες βάζοντας σε υποθήκη το ακίνητό τους έπαιρναν νέα δάνεια για κατανάλωση και άλλους σκοπούς.

Η αύξηση των επιτοκίων είχε ως αρχική συνέπεια τον υπερδιπλασιασμό των subrimes και των Alt-A (σ.σ.: μορφές επισφαλών δανείων) -αλλαγή που οφείλεται στον περιορισμό των συμβατικών δανείων. Η δυναμική αυτή συνεχίστηκε, με συνέπεια το 2006 το 35% των δανείων (περίπου ένα τρις δολ.) να αποτελείται από αυτές τις δύο μορφές δανείων.

Η δεύτερη όμως και πιο σημαντική συνέπεια θα είναι η ραγδαία πτώση των τιμών των ακινήτων, πράγμα που κατέστησε εμφανές πωως η στασιμότητα στους μισθούς, σε συνδυασμό με την αύξηση των επιτοκίων, θα επιβάρυνε την εξυπηρέτηση των πιστώσεων -ιδιαίτερα για τους πιο φτωχούς Αμερικανούς που ήταν καταχρεωμένοι με πάσης φύσεως δάνεια (στεγαστικά, καταναλωτικά, καρτών). Έτσι, έγινε σαφές πως το σύστημα είχε διπλό πρόβλημα: από τη μια, δεν ήταν φανερό ποιος είχε στην κατοχή του τα προβληματικά δάνεια, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να μην μπορούν να εκτιμήσουν τη φερεγγυότητα του κάθε πελάτη και τελικά να περιορίσουν σημαντικά το δανεισμό. (Αυτό είχε να κάνει με το γεγονός πως στην περίοδο της χρηματοπιστωτικής ανόδου πολλές από τις συναλλαγές που γίνονταν ήταν διμερείς - γεγονός που σχετιζόταν με την προσπάθεια των επενδυτών να παρακάμψουν περιορισμούς των ρυθμιστικών αρχών. Το αποτέλεσμα ήταν το εύρος της πληροφόρησης να είναι πολύ μικρότερο από αυτό που υπάρχει πχ στα Χρηματιστήρια και οι τρίτοι να μη γνωρίζουν λεπτομέρειες του περιεχομένου αυτών των συναλλαγών, ώστε η μία τράπεζα να αποφεύγει να δανείζει στην άλλη). Από την άλλη, η γενικευμένη αυτή ασάφεια έκανε τον λόγο αποθεματικά προς δάνεια να χάσει το νόημά του καθώς επίσης και τον λόγο κεφαλαίων/δανείων, με συνέπεια οι τράπεζες να μην μπορούν να παρακολουθούν το ρυθμό της πιστωτικής επέκτασης. Οι αθετήσεις πληρωμών ξεκίνησαν από εκείνους που είχαν την πιο περιορισμένη δυνατότητα να εξυπηρετούν τα ενυπόθηκα χρέη, γεγονός που γέμισε με ακίνητα τις τράπεζες, έριξε την αξία τους και αυτό μεταβιβάστηκε στα νέα τραπεζικά παράγωγα. Στη συνέχεια, η κρίση αυτή μεταφέρθηκε και σε όσους είχαν μεγαλύτερη ικανότητα ακριβώς επειδή οι υποθήκες των ακινήτων τους έχασαν σταδιακά σημαντικό τμήμα της αρχικής τους αξίας. Γι' αυτό η κρίση ξεκίνσε από τις ΗΠΑ όπου οι τράπεζες ήταν πιο εκτεθειμένες στα διάφορα τραπεζικά παράγωγα. Το αποτέλεσμα ήταν πως στις ΗΠΑ την περίοδο 2008-2010 πτώχευσαν 315 τραπεζικά ιδρύματα περιφερειακής εμβέλειας με συνολικό ενεργητικό ύψους 650 δις δολ. Συνολικά το ΔΝΤ έχει εκτιμήσει πως στο διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου 2007 και Σεπτεμβρίου 2009 τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη παρουσίασαν ζημιές άνω του ενός δις δολ. λόγω της έκθεσης σε τοξικά ομόλογα και επισφαλή δάνεια. Οι συνέπειες ήταν τέτοιες που στο συνολικό επίπεδο της αμερικανικής οικονομίας υπολογίζεται πως από τον Ιούνιο του 2007 μέχρι τον Νοέμβριο του 2008 οι Αμερικανοί έχασαν περισσότερο από το 1/4 του συνολικού τους πλούτου, δηλαδή ένα ποσό που φτάνει τα 14 τρις. δολ. Η αξία των ακινήτων από 13 τρις δολ. το 2006 μειώθηκε στα 8,8 τρις δολ. το 2008, ενώ στο ίδιο διάστημα τα αποταμιευτικά και επενδυτικά στοιχεία του ενεργητικού απώλεσαν 1,2 τρις δολ. Τα αντίστοιχα κεφάλαια (assets) που αφορούσαν στις συντάξεις έχασαν αξία ίση με 1,3 τρις δολ ενώ τα συνολικά κεφάλαια του ενεργητικού που αφορούσαν στους συνταξιούχους έχασαν 2,3 τρις δολ.

Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα η κρίση μεταφέρθηκε και στη λεγόμενη πραγματική οικονομία. Έτσι, το 2009 το παγκόσμιο ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,6% αλλά οι ανεπτυγμένες χώρες γνώρισαν δυσανάλογα μεγάλο πλήγμα. Στο σύνολό τους μειώθηκε κατά 3,2%: στις ΗΠΑ κατά 2,4%, στη ζώνη του ευρώ κατά 4,1%, στην Ιαπωνία κατά 5,2%, στη Βρετανία κατά 4,9%, στη Γερμανία κατά 0,5%, στη Γαλλία κατά 2,2%, και στην Ιταλία κατά 5,0%. Χώρες της Ασίας που βασίζονταν στο εξαγωγικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης (Ταϊβάν, Κίνα, Ν. Κορέα, Ιαπωνία) είδαν τις εξαγωγές τους να υποχωρούν τουλάχιστον κατά 20% μέσα σε διάστημα μόλις δυο μηνών, ενώ το παγκόσμιο εξαγωγικό εμπόριο σημείωσε μείωση μεγαλύτερη του 30% μέσα σε μερικούς μήνες.

Έτσι τα πράγματα φαινόταν να παίρνουν μεγάλες διαστάσεις και να εκτυλίσσεται μία κρίση πολύ μεγάλης έκτασης. Για το λόγο αυτό, μέσω του σχεδίου Πόλσον, αγοράστηκαν τοξικά ομόλογα αξίας 700 δις δολ. που σχετίζονταν με τη φούσκα των ακινήτων, ενώ δόθηκαν και 250 δις δολ. "ενέσεων" κεφαλαίου προς τις τράπεζες. Στη συνέχεια, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ υποχρεώθηκε να προσφέρει μια πρωτοφανή ιστορικά ποσότητα χαμηλότοκων δανείων προς τις εμπορικές τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ως έναν τρόπο διαχείρισης του προβλήματος, ευελπιστώντας πως σε δεύτερο χρόνο θα υπάρξει σταδιακή ανάκαμψη. Η πολιτική αυτή, την οποία ακολούθησαν και άλλες αμερικανικές κεντρικές τράπεζες, περιελάμβανε παρεμβάσεις στην ανοιχτή αγορά, προγράμματα βραχυπρόθεσμου δανεισμού, άμεσο δανεισμό σε επενδυτικές τράπεζες, αγορά εμπορικών τίτλων από βιομηχανικές και εμπορικές εταιρείες, κλπ.

4. Η ευρωπαϊκή κρίση

Αυτό που θα πρέπει να επισημανθεί, και το οποίο σχετίζεται άμεσα με τις εξελίξεις στην ΟΝΕ και στην ΕΕ, είναι πως η χρηματιστικοποίηση συνδέεται με τη διατήρηση του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, πράγμα που οφείλεται σε δύο λόγους: αφενός στο ότι οι ΗΠΑ παρέμειναν η χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα μεταξύ των κρατών του G7 και αφετέρου στην αναμφισβήτητη στρατιωτική της ισχύ και στην αντίστοιχη γεωπολιτική επιρροή. Η βαρύτητα αυτή του δολαρίου εξηγεί το γιατί, παρά την κρίση του 2007-08 οι ΗΠΑ δεν κατέρρευσαν. Όχι μόνο δεν είδαμε ενορχηστρωμένες επιθέσεις εναντίον του δολαρίου αλλά αντίθετα υπήρξαν συντονισμένες συνέπειες για να συγκρατηθεί η αξία του από χώρες που συνέχισαν να το διατηρούν ως αποθεματικό νόμισμα. Γι' αυτό οι επιπτώσεις από την τραπεζική κρίση στις ΗΠΑ είχαν και σημαντικές επιπτώσεις και στον ευρωπαϊκό χώρο, προκαλώντας τη μεγάλη πτώση της συνολικής ζήτησης κατά ένα μέρος μέσω των επενδύσεων και κατά ένα άλλο μέσω των εξαγωγών. Ειδικά η Γερμανία επλήγη πολύ σοβαρά γιατί, από τη μία, περιορίστηκαν οι εξαγωγές της στις εκτός ΕΕ χώρες (λόγω μείωσης της τιμής του δολαρίου, αλλά και του γουάν, που κατέστησε ακριβό το ευρώ και οδήγησε στο να χάσει η Γερμανία από την Κίνα την πρώτη θέση στις εξαγωγές εμπορευμάτων) και, από την άλλη, γιατί οι τράπεζές της βρέθηκαν εκτεθειμένες σε επισφαλή τιτλοποιημένα χρέη. Αυτό συνέβη διότι το μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα οφειλόταν, πέραν της υψηλής παραγωγικότητας σε ορισμένους τομείς, σε  σημαντικό βαθμό και στη μείωση του εργατικού εισοδήματος η οποία έδρασε ως μηχανισμός εσωτερικής υποτίμησης. Το ζήτημα είναι πως η μείωση των αμοιβών λειτούργησε ως κίνητρο για τους Γερμανούς εργαζόμενους στο να αποταμιεύσουν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους απ' ό,τι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι περιορίστηκαν οι άμεσες εγχώριες επενδύσεις, είχε ως αποτέλεσμα οι γερμανικές τράπεζες να βρεθούν με αυξημένη ρευστότητα σε ισχυρό νόμισμα. Ένα σημαντικό τμήμα αυτής της ρευστότητας κατευθύνθηκε σε επισφαλή τραπεζικά παράγωγα σε διάφορες χώρες, με συνέπεια η έναρξη της κρίσης να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα και στη γερμανική οικονομία.

Για να μπορέσουμε όμως να κατανοήσουμε τις εξελίξεις στην ΕΕ και στην ΟΝΕ θα πρέπει να γυρίσουμε μερικά χρόνια πίσω. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ήδη από τα τέλη του 20ού αιώνα, είχε αντιληφθεί πως βρισκόταν σε δυσκολία να ανταγωνιστεί τους υπόλοιπους δυτικούς οικονομικούς πόλους (Β. Αμερική, Ιαπωνία) καθώς και τις αναδυόμενες οικονομίες (Κίνα, Ινδία, Ρωσία χώρες της ΝΑ Ασίας). Για το λόγο αυτό, υιοθέτησε τη στρατηγική της Λισσαβόνας η οποία αποσκοπούσε σε μία συντονισμένη προσπάθεια ακόμη μεγαλύτερης εφαρμογής νεοφιλελεύθερων πολιτικών στο εσωτερικό της. Υπενθυμίζουμε ότι η Στρατηγική της Λισσαβόνας στόχευε στο να καταστήσει την ΕΕ την πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης στον κόσμο, το 2010, ικανή για οικονομική ανάπτυξη με καλύτερες θέσεις απασχόλησης και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή.

Ωστόσο, τα αποτελέσματα δεν ήταν αυτά που περίμεναν οι ευρωπαϊκές ελίτ. Η ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ είναι σαφώς υπέρτερη στις ΗΠΑ σε σχέση με τις χώρες της ΟΝΕ, οι οποίες υπολείπονται και από τους αντίστοιχους βρετανικούς ρυθμούς.
Σε αντίστοιχα συμπεράσματα οδηγούμαστε αν εξετάσουμε την εξέλιξη της συνολικής παραγωγικότητας.
Η εξέλιξη αυτή δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση. Σε αντίθεση με τις χώρες της ΟΝΕ, οι ΗΠΑ έδωσαν ιδιαίτερο βάρος στην τεχνολογική καινοτομία, γεγονός που συνέβαλε αποφασιστικά στην αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας τους.

(...)

Η δημιουργία της ΟΝΕ, στη συνέχεια, και η χρήση του ευρώ από τις χώρες της ευρωζώνης περιέπλεξε ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Κι αυτό γιατί οι πολύ μεγάλες διαφορές παραγωγικότητας μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης λειτούργησαν υπονομευτικά για τις οικονομίες των χωρών αυτών. Η έλευση της κρίσης και στην ευρωπαϊκή οικονομία έπληξε τις περισσότερες χώρες εντός και εκτός της Ευρωζώνης, αν και με διαφορετικό τρόπο. Το πρόβλημα πήρε ιδιαίτερες διαστάσεις δεδομένου ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες κατά βάση συναλλάσσονταν μεταξύ τους και η διάχυση των πιέσεων από τη μία στην άλλη έγινε γρήγορα εμφανής. Ταυτόχρονα η ανάπτυξη των νέων οικονομικών ανταγωνιστών (κυρίως Κίνα, Ινδία, Ρωσία) δυσχέραινε την επίλυση της κρίσης μέσω της εξωστρεφούς επέκτασης. Η μεγάλη φιλοδοξία να αναδειχθεί το ευρώ σε παγκόσμιο νόμισμα, άρα και προφυλαγμένο από τις κερδοσκοπικές επιθέσεις, δεν μπόρεσε να γίνει πραγματικότητα. Το 2004, το 19% των συναλλαγών σε συγκεκριμένα χρηματοοικονομικά προϊόντα (spot, swaps, outiright), ήταν σε ευρώ, με το δολάριο να κυριαρχεί σε ποσοστό 44%, τη βρετανική λίρα με 8,5% και το γιεν με 10%. Το πιο σημαντικό όμως είναι η παρουσία του ευρώ στο σύνολο των παγκόσμιων αποθεματικών. Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία, το 2007 το 63,9% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων ήταν σε δολάρια ΗΠΑ, το μερίδιο του ευρώ έφτανε το 26,5%, η στερλίνα περιοριζόταν στο 4,7%, και το γιεν στο 2,9%. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν πως μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2013 δεν έχουν επέλθει σημαντικές μεταβολές. Έτσι, ο βαθμός βαρύτητας διαφόρων νομισμάτων στα συναλλαγματικά αποθέματα κεντρικών τραπεζών είναι 61,89% για το δολάριο, 23,92% για το ευρώ, 4% για τη βρετανική λίρα 3,94% για το γιεν, 0,13% για το ελβετικό φράγκο και 6,12% για τα άλλα νομίσματα.

Μπροστά λοιπόν στον κίνδυνο ανεξέλεγκτων καταστάσεων, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε να εφαρμόσει μία παρόμοια με αυτή που υιοθέτησε η FED στις ΗΠΑ πολιτική: να προμηθεύσει, δηλαδή, με τεράστιες ποσότητες χρήματος τις τράπεζες ώστε να απαλλαγούν από τα λεγόμενα τοξικά ομόλογα. Μόνο που υπήρχαν τρεις σημαντικές διαφορές: α) το γεγονός πως το δολάριο παρέμενε το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα επέτρεπε στην αμερικανική κυβέρνηση να εκδίδει "λευκές επιταγές" τουλάχιστον για το διάστημα της κρίσης χωρίς να κινδυνεύει η αξία του δολαρίου, β) ως ομοσπονδιακό κράτος, οι ΗΠΑ μπορούσαν να προχωρήσουν σε εσωτερική αναδιανομή των πιο πλεονασματικών Πολιτειών προς τις πιο ελλειμματικές. Ο sui generis χαρακτήρας της Ευρώπης δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο. γ) η Wall Street διέγραψε τα τοξικά CDO μέσω της παρθενογένεσης ενός χρηματοοικονομικού εργαλείου που έριξε το κόστος σε βάρος των φορολογουμένων. Αντίθετα, οι ευρωπαϊκές τράπεζες για να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα υιοθέτησαν το ακόλουθο σχέδιο: ένα τμήμα του δημόσιου χρήματος που είχαν λάβει, χρησιμοποιήθηκε με τη μορφή στοιχήματος για το ενδεχόμενο που, λόγω των διεθνών πιέσεων, ένα κράτος θα οδηγείτο στη χρεοκοπία. Έτσι, υπήρξε η στροφή προς τα ασφαλιστικά συμβόλαια κινδύνου CDS τα οποία αποζημιώνουν τον κάτοχό τους για αρκετές περιπτώσεις που κάποιος άλλος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του (πχ ένα κράτος να μην μπορεί να πληρώσει ένα ομόλογο).

Μετά την παρέμβαση της ΕΚΤ και μέσω της αναμόχλευσης, οι τράπεζες άρχισαν να βελτιώνουν τους προϋπολογισμούς τους αλλά η όλη εξέλιξη τις οδήγησε, αφενός στο να μειώσουν το δανεισμό προς τος χώρες της περιφέρειας και αφετέρου στο να σταματήσουν να αγοράζουν μακροπρόθεσμους τίτλους επιλέγοντας τα βραχυπρόθεσμα εργαλεία (επιταγές, συναλλαγματικές, εγγυητικές επιστολές, κτλ), πράγμα που είχε ως συνέπεια την έλλειψη πιστώσεων και την αυξανόμενη ύφεση σε όλη την Ευρωζώνη. Οι χώρες που είχαν δαπανήσει μεγάλα ποσά για τη διάσωση των τραπεζών ωθήθηκαν σε αύξηση του δημόσιου δανεισμού και η αυξανόμενη προσφορά κρατικών χρεογράφων άσκησε ανοδική πίεση στις αποδόσεις. Στο μάτι του κυκλώνα βρέθηκαν οι πιο αδύναμες οικονομίες του Νότου (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία), οι οποίες έπρεπε να αντιμετωπίσουν σημαντικά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και κατά συνέπεια θεωρήθηκαν ως ευεπίφορες για πτώχευση. (Σε αυτές προστέθηκε αλλά για διαφορετικούς λόγους -λόγωω της συμμετοχής του τραπεζικού της συστήματος στη στεγαστική φούσκα- η Ιρλανδία).

Έτσι φτάσαμε στην εκδήλωση της κρίσης στην Ελλάδα.

Αλλά για αυτό, θα χρειαστεί τελικά κι ένα τρίτο μέρος, ώστε να υπάρχει μια σφαιρική εικόνα για την ερμηνεία της κρίσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ