Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗ «ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ» ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ
- του Κώστα Αγγελόπουλου
Την τελευταία δεκαετία προωθούνται επίσημα και στη χώρα μας διάφοροι εναλλακτικοί τρόποι παραγωγής[1]
αγροτικών προϊόντων. Πρόκειται για την εφαρμογή ενός συνόλου
καλλιεργητικών τεχνικών και μεθόδων με ενιαίο χαρακτήρα σαφώς
καθορισμένων από ευρωπαϊκούς κανονισμούς που έχουν ως στόχο, όπως
αναφέρεται, την προστασία του περιβάλλοντος και την παραγωγή αγροτικών
προϊόντων απαλλαγμένων από διάφορες χημικές ενώσεις επιβλαβείς στην
υγεία του παραγωγού και του καταναλωτή. Με τον κανονισμό 2092/91 και τις
διάφορες τροπολογίες που ακολούθησαν, καθορίζονται ο τρόπος
καλλιέργειας (κυρίως οι επιτρεπόμενες εισροές) και οι προϋποθέσεις
προκειμένου τα φυτικής προέλευσης προϊόντα να χαρακτηρισθούν ως προϊόντα
βιολογικού τρόπου παραγωγής, ενώ με τον κανονισμό 1804/99 καθορίζονται
αντιστοίχως οι προϋποθέσεις για τα κτηνοτροφικά προϊόντα.
Από
την επταετή περίπου περίοδο εφαρμογής τουλάχιστον του πρώτου κανονισμού
στη χώρα μας, έχουν αναδειχθεί πέρα από τα τεχνικής φύσεως προβλήματα
και πολλά πολιτικά ζητήματα που σχετίζονται με τις προοπτικές αυτού του
τρόπου παραγωγής. Αυτά τα ζητήματα θα μπορούσαν να αποτελέσουν
αντικείμενο συζήτησης και προβληματισμού μέσα στο εργατικό και αγροτικό
κίνημα, ιδιαίτερα αυτά που σχετίζονται με τις κοινωνικές, οικονομικές
και πολιτικές πλευρές εφαρμογής αυτού του τρόπου παραγωγής, σε ποιους
αγρότες απευθύνονται σήμερα, για το πώς αντιμετωπίζει και τι επιδιώκει η
Ευρωπαϊκή Ενωση με την εφαρμογή τους, τι επιδιώκουν τα διάφορα
μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού με την προώθηση τους, και
τέλος το ιστορικό της προέλευσης αυτών των μεθόδων παραγωγής.
Ο
κυρίαρχος τρόπος παραγωγής στον αγροτικό τομέα τα τελευταία 50 χρόνια
έχει ονομασθεί «συμβατικός τρόπος καλλιέργειας» βασίζεται δε στο
θεωρητικό πλαίσιο της λεγόμενης «πράσινης επανάστασης» που θεμελιώθηκε
στις αρχές της δεκαετίας του ‘60. Βασικό κίνητρο για την προώθηση αυτού
του τρόπου παραγωγής είναι από την πλευρά του ιμπεριαλισμού ο διεθνής
έλεγχος των αγορών αγροτικών προϊόντων και των εισροών του αγροτικού
τομέα και γενικά το κυνήγι του κέρδους. Τα αποτελέσματα αυτού του τρόπου
παραγωγής όλα αυτά χρόνια είναι γνωστά. Επιτεύχθηκε μια μεγάλη αύξηση
των στρεμματικών αποδόσεων και των αποδόσεων των εκτρεφομένων ζώων ως
συνέπεια αφ’ ενός μεν της χρησιμοποίησης νέων πιο αποδοτικών ποικιλιών ή
φυλών ζώων προκειμένου για εκτρεφόμενα ζώα, αφ’ ετέρου δε της
χρησιμοποίησης περισσοτέρων αγροχημικών, λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων,
σύγχρονων μηχανών και μεθόδων καλλιέργειας και εκτροφής ζώων. Βασικό
χαρακτηριστικό αυτού του τρόπου παραγωγής είναι η αναρχία στην παραγωγή
και η ολοένα και περισσότερο μείωση της ποιότητας των παραγόμενων
προϊόντων και βέβαια η όλο και μεγαλύτερη μείωση των απασχολουμένων στον
αγροτικό τομέα δηλαδή το ξεκλήρισμα της μεσαίας και φτωχής αγροτιάς από
την πρωτογενή παραγωγή. Είναι αλήθεια ότι η παραγωγή αγροτικών
προϊόντων αυξήθηκε σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες και μάλιστα σε τέτιο
βαθμό που δημιούργησε προβλήματα στις αγορές, με συνέπεια πολλά από τα
προϊόντα να οδηγούνται στις γνωστές «χωματερές» ενώ την ίδια περίοδο σε
όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα σε πολλές χώρες της Αφρικής και της Ασίας οι
λαοί λιμοκτονούν. Ομως δεν είναι μόνο αυτό το ζήτημα. Η χρήση
αγροχημικών στη φυτική παραγωγή έχει προκαλέσει τεράστια προβλήματα στο
περιβάλλον και τον άνθρωπο ενώ στην κτηνοτροφία ο ανταγωνισμός των
μονοπωλίων στο τομέα παραγωγής ζωικών προϊόντων, ιδιαίτερα του κρέατος,
διεθνώς έχει προκαλέσει τις γνωστές συνέπειες με τις «τρελές αγελάδες»
και τα κτηνοτροφικά προϊόντα με τα υπολείμματα από διάφορες τοξικές
ουσίες (διοξίνες κλπ.).
Απέναντι
σ’ αυτή την πορεία στις αρχές τις δεκαετίας του ‘70 εμφανίστηκαν
κινήσεις, κυρίως μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού, σε όλο
τον κόσμο ενάντια στην εφαρμογή αυτών των μεθόδων καλλιέργειας και με
διάφορες εναλλακτικές προτάσεις καλλιέργειας φυτών και εκτροφής ζώων. Οι
κινήσεις αυτές σε πολλές περιπτώσεις υιοθέτησαν παραδοσιακά μοντέλα
καλλιέργειας ή συστήματα εκτροφής ζώων που περιελάμβαναν, πέρα από
προτάσεις γεωργικών τεχνικών και μεθόδων, και προτάσεις και ιδέες για
τρόπο ζωής διαφορετικό από το καταναλωτικό πρότυπο. Ενδεικτικά
αναφέρουμε το κίνημα της Βιοδυναμικής Γεωργίας εισηγητής του οποίου
θεωρείται ο Αυστριακός Ροδόλφος Στάινερ. Σήμερα οι κινήσεις αυτές έχουν
οργανωθεί σε μία παγκόσμια συνομοσπονδία με την ονομασία IFOAM
(Παγκόσμια Συνομοσπονδία Κινήσεων Οργανικής Γεωργίας), η οποία δείχνει
να έχει ισχυρές παρεμβάσεις στα καπιταλιστικά κέντρα εξουσίας. Γενικά,
έχει επικρατήσει διεθνώς ο όρος Οργανική Γεωργία αλλά χρησιμοποιούνται και άλλα συνώνυμα όπως Βιολογική ή Οικολογική Γεωργία. Στα πλαίσια της ΕΕ η χώρα μας επέλεξε τον όρο Βιολογική Γεωργία ή Βιολογικός τρόπος παραγωγής (Biological farming).
Η
επικρατούσα αντίληψη τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς είναι ότι οι
κινήσεις αυτές πρωτοεμφανίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ‘20 όταν ο
Στάινερ άρχισε τις διαλέξεις του υπό μορφή κηρύγματος φιλοσοφικού
περιεχομένου (διαλέξεις περί ανθρωποσοφίας) για τον άνθρωπο, που βέβαια
περιελάμβαναν τόσο θεωρητικές προσεγγίσεις όσο και πρακτικές οδηγίες
καλλιέργειας για παραγωγή αγροτικών προϊόντων. Βασικά χαρακτηριστικά του
θεωρητικού προτύπού του ήταν ο πνευματιστικός χαρακτήρας των προτάσεων
του και ο μυστικισμός, παρά και ενάντια στις υλιστικές ιδέες που
κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή, δηλαδή το Μαρξισμό - Λενινισμό που εκείνη
την εποχή είχε μεγάλη απήχηση σε Αυστρία-Γερμανία ιδιαίτερα μετά την
Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία. Στο θεωρητικό του πρότυπο
περιλαμβάνεται και η επίδραση αστρικών συστημάτων στην ανάπτυξη των
φυτών (1). Βέβαια ο Στάινερ δεν είχε καμία σχέση με τη γεωργία και όλο
το θεωρητικό του πρότυπο περιλαμβάνει επιστημονικές ανακρίβειες που
προσεγγίζουν τα όρια της ανοησίας, τη στιγμή μάλιστα που εκείνη την
εποχή ήδη υπήρχαν επιστημονικά δεδομένα που περιέγραφαν τα φαινόμενα
ανάπτυξης των φυτών και τα θέματα ανόργανης θρέψης. Οι ιδέες απλώθηκαν
μέσα στο συντηρητικό αγροτικό χώρο που όμως δίψαγε για αλλαγές τόσο σε
Αυστρία-Γερμανία όσο και αργότερα στις ΗΠΑ. Είναι φανερό ότι ο Στάινερ
ενισχύθηκε εκείνη την εποχή από την άρχουσα τάξη για να λειτουργήσει ως
ανάχωμα στην τεράστια απήχηση και εξάπλωση των ιδεών του Μαρξισμού.
Σήμερα ο Στάινερ θεωρείται διεθνώς ως ο πρωτοπόρος στη διατύπωση ιδεών
για έναν εναλλακτικό τρόπο καλλιέργειας, με τις απόψεις και θέσεις του
θεωρείται ότι είναι ο μέντορας όλων των κινημάτων εναλλακτικής γεωργίας
ανά τον κόσμο ιδιαίτερα στη Γερμανία, Αυστρία, Σκανδιναβικές χώρες και
ΗΠΑ αν και οι θεωρητικές του προσεγγίσεις έχουν τροποποιηθεί από
επιστήμονες που προσεγγίζουν τις απόψεις του (2).
Θεωρούμε
ότι, από ιστορική άποψη, η πραγματικότητα είναι διαφορετική και θα
επιχειρήσουμε να την παρουσιάσουμε σ’ αυτό το άρθρο. Αντικείμενο αυτού
του άρθρου είναι η τεκμηρίωση της άποψης ότι αυτός ο τρόπος παραγωγής
θεμελιώθηκε επιστημονικά από καθηγητές, ακαδημαϊκούς και
επιστήμονες-ερευνητές της Σοβιετικής Ενωσης, μέλη του Κόμματος των
μπολσεβίκων, που στήριζαν την ομάδα της αγροβιολογίας από τις αρχές του
περασμένου αιώνα. Αποτέλεσε, για πρώτη φορά σε όλο τον πλανήτη μας τον
τρόπο παραγωγής μεγάλου αριθμού κρατικών και συνεταιριστικών μονάδων
αγροτικής παραγωγής, την περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, στα
πλαίσια του πρώτου προλεταριακού κράτους, μετά την νικηφόρα επανάσταση
το 1917 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50. Θα προσπαθήσουμε μέσα
από τη βιβλιογραφία που έχουμε στη διάθεση μας να αναδείξουμε αυτή την
αλήθεια, παρά και ενάντια στις διάφορες απόψεις που κυκλοφορούν περί της
προέλευσης των διαφόρων προτύπων εναλλακτικών καλλιεργειών. Βασική
αιτία για την απόκρυψη αυτής της αλήθειας από τα μικροαστικά στρώματα
που ελέγχουν τα διάφορα οικολογικά κινήματα θεωρούμε ότι είναι η
ψυχροπολεμική αντικομμουνιστική υστερία που κυριαρχούσε στη Δύση ενάντια
στο πρώτο προλεταριακό κράτος και στο ηγέτη του, τον Στάλιν. Η πορεία
για την προώθηση αυτού του τρόπου καλλιέργειας στην ΕΣΣΔ δεν ήταν μια
εύκολη υπόθεση, ένας μονόδρομος. Η ανάπτυξη και εφαρμογή του συνδέθηκε
με την πορεία επίλυσης του αγροτικού προβλήματος και επηρεάστηκε από τις
ταξικές αντιπαραθέσεις που συνέβησαν εκείνη την περίοδο, στην ΕΣΣΔ αλλά
και τις έντονες ιδεολογικές και επιστημονικές αντιπαραθέσεις όπως αυτές
εκφράστηκαν στις συζητήσεις που έλαβαν χώρα στη Λενινιστική Πανενωσιακή
Ακαδημία Γεωπονικών Επιστημών (ΛΠΑΓΕ) και στο Πανενωσιακό Ινστιτούτο
Γεωπονικών Ερευνών (ΠΙΓΕ).
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ
Η
επιστημονική προσέγγιση του θέματος που θα διαπραγματευθούμε απαιτεί
την αναφορά σε πρωτότυπα κείμενα της εποχής από το 1918-1965. Αυτό όμως
είναι αρκετά δύσκολο ως ακατόρθωτο δεδομένων των προβλημάτων της γλώσσας
αλλά και του υλικού που είχαμε στη διάθεση μας. Προς τούτο αξιοποιήσαμε
δευτερογενείς πηγές από τις αναφορές άλλων συγγραφέων που έζησαν εκείνη
την εποχή, συμμετείχαν στα γεγονότα χωρίς να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο
και τα έργα τους μεταφράστηκαν στα ελληνικά. Αναφέρομαι στο συνθετικό
έργο «Διαλεκτική της ζωντανής φύσης» που γράφτηκε στις αρχές της
δεκαετίας του ‘60 από Σοβιετικούς συγγραφείς, καθηγητές, ακαδημαϊκούς
και ερευνητές πιστούς στον κομμουνισμό και το προλεταριακό κράτος (3)
και στο βιβλίο «Η άνοδος και η πτώση του Λυσένκο» του συγγραφέα Ζ.
Μεντβέντιεφ (4) έναν ερευνητή ραδιοβιολόγο που προσπάθησε να δώσει σ’
αυτό το βιβλίο ό,τι πιο πικρόχολο σχόλιο για τον Στάλιν και την πολιτική
του ΚΚΣΕ προκειμένου το βιβλίο του να αποτελέσει τα διαπιστευτήρια
(έστειλε τα κείμενα του βιβλίου του παράνομα στις ΗΠΑ) προς τη Δύση και
τη CIA, όταν θα αποφάσιζε να μεταβεί και να παραμείνει στις ΗΠΑ. Η
αναφορά σ’ αυτή την πηγή κρίθηκε αναγκαία απλώς για να επιβεβαιώσει τα
όσα αναφέρονται στις επίσημες πηγές ασκώντας αρνητική κριτική στις
θέσεις της ομάδας της Αγροβιολογίας αλλά και να επιβεβαιώσει τον
υπονομευτικό ρόλο που έπαιξαν οι κουλάκοι και η εσωτερική αντιπολίτευση
(μενσεβίκοι, εσέροι και οπαδοί του Τρότσκυ) όταν οι μπολσεβίκοι έκαναν
προσπάθειες συγκρότησης του προλεταριακού κράτους με προσανατολισμό της
επιστήμης και της έρευνας με βάση τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.
Θα
προσπαθήσουμε να δώσουμε απόψεις και θέσεις της ομάδας της
Αγροβιολογίας από αποσπάσματα, όπως αναφέρονται στα ανωτέρω συγγράμματα
και συνάδουν με τις αρχές της βιολογικής καλλιέργειας, αλλά και
περιγραφές των αντιπαραθέσεων που έγιναν και ιδιαίτερα την περίοδο της
δεκαετίας του ’30 δείχνουν ότι η αντιπαράθεση εκείνη είναι ανάλογη με τη
σημερινή μεταξύ των υποστηρικτών της συμβατικής και βιολογικής
καλλιέργειας. Επίσης θα αξιοποιηθούν δεδομένα από την περιγραφή της
Ιστορίας του ΚΚΣΕ (5) και μερικώς από έργα του Λυσένκο που είχαμε στη
διάθεση μας, προσφορά του αείμνηστου Γ. Πανιτσίδη.
ΤΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ ’20 ΚΑΙ ’30
Η
προλεταριακή επανάσταση στη Σοβιετική Ρωσία δεν τελείωσε το 1917 με την
επικράτηση του κόμματος των μπολσεβίκων και τον εμφύλιο πόλεμο που
ακολούθησε. Με το ένα ή τον άλλο τρόπο η ταξική σύγκρουση για την
οικοδόμηση του πρώτου προλεταριακού κράτους συνεχίστηκε για πολλά χρόνια
μετά, και όλη την περίοδο που στην ηγεσία του κόμματος των μπολσεβίκων
ήταν ο Στάλιν. Για το Στάλιν έχουν γραφεί πολλά υπέρ και κατά. Εμείς εδώ
θέλουμε να τονίσουμε ότι όλα τα ιστορικά δεδομένα υπέρ ή κατά αυτού του
μεγάλου ηγέτη των μπολσεβίκων δείχνουν ότι υπήρξε ένας πηγαίος λαϊκός
ηγέτης αφοσιωμένος στην προλεταριακή επανάσταση (6).
Για
να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τα ιστορικά δεδομένα για τις
αντιπαραθέσεις στα επιστημονικά ζητήματα και μάλιστα στη Γεωπονία, θα
πρέπει να δούμε τις εξελίξεις στο αγροτικό ζήτημα στην Ρωσία και πως
αντιμετωπίστηκε από το κόμμα των μπολσεβίκων. Η αγροτική οικονομία με το
τέλος του εμφυλίου πολέμου εμφανίζει όψεις πλήρους αποδιοργάνωσης. Με
την εφαρμογή της ΝΕΠ η κατάσταση αρχίζει να αντιστρέφεται. Στον αγροτικό
τομέα, στα μέσα της δεκαετίας του ’20, η παραγωγή αυξάνει και οι
αποδόσεις βελτιώνονται. Παράλληλα όμως αναδύονται νέα ζητήματα. Στην
Ιστορία του ΚΚΣΕ αναφέρεται (σελ. 418) ότι «…Η ΚΕ του Κόμματος
παρακολουθούσε προσεκτικά αυτό που γινόταν στο χωριό, ποια προτσές
συντελούνταν σ’ αυτό. Η παραγωγικότητα της αγροτικής οικονομίας κι η
ευημερία των αγροτικών μαζών ανέβαιναν και κυρίως των μεσαίων και των
εύπορων στρωμάτων του χωριού. Αρχισαν να μεγαλώνουν τα καπιταλιστικά
στοιχεία. Ολα αυτά βρίσκανε την πολιτική έκφραση τους στη
δραστηριοποίηση των εύπορων στρωμάτων της αγροτιάς. Ο κουλάκος δυνάμωσε
την επιρροή του πάνω στο μεσαίο αγρότη…» και πιο κάτω «…Η Ολομέλεια της
ΚΕ που συνήλθε τον Οκτώβρη του 1924 εξέτασε τα άμεσα καθήκοντα της
δουλιάς στο χωριό και καθόρισε τα μέτρα πάλης ενάντια στην επίδραση των
κουλάκων πάνω στο μεσαίο αγρότη…». Την ίδια περίοδο εκδηλώνεται και η
φραξιονιστική δραστηριότητα της ομάδας Τρότσκυ και Ζηνόβιεφ.
Εδώ
θα πρέπει να αναφέρουμε ότι διεθνώς το βασικό κριτήριο που έδειχνε την
πρόοδο της αγροτικής οικονομίας ήταν οι αποδόσεις και η συνολική
παραγωγή των σιτηρών, δεδομένου ότι η βάση της διατροφής των λαών εκείνη
την εποχή ήταν τα σιτηρά. Με τα νέα μέτρα προοδευτικά υπήρξε αύξηση των
αποδόσεων και της συνολικής παραγωγής. Το πρόβλημα όμως που εμφανίστηκε
ήταν ότι ο κύριος όγκος των εμπορεύσιμων σιτηρών προερχόταν από τους
μεγάλους και μεσαίους παραγωγούς με συνέπεια να δυναμώνει η πολιτική και
οικονομική επιρροή των κουλάκων πάνω στα μεσαία στρώματα ενώ η
πλειοψηφία των μικρών παραγωγών ήταν σε εξάρτηση από αυτούς. Το Δεκέμβρη
του 1927 συνήλθε το 15ο Συνέδριο του Κόμματος και συζήτησε
τα θέματα της εργατοαγροτικής συμμαχίας και της δουλιάς στο χωριό.
Αναφέρεται σχετικά (σελ. 448) ότι «…Το συνέδριο αποκάλυψε τις αιτίες της
αργής ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας. Η βιομηχανία ήταν μεγάλη και
συγκεντρωποιημένη. Η αγροτική οικονομία εξακολουθούσε να είναι μικρή και
κομματιασμένη... Η μικρή αγροτική οικονομία βασιζόταν στην ατομική
ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής (εκτός της γης που είχε εθνικοποιηθεί)… Το
μικρό αγροτικό εμπορευματικό νοικοκυριό επηρεαζόταν από τη στοιχειακή
δύναμη της αγοράς… Το αγροτικό νοικοκυριό βασιζόταν στα πρωτόγονα
τεχνικά μέσα και τη χειρονακτική δουλιά, αναπτυσσόταν αργά και συχνά δεν
εξασφάλιζε ούτε την απλή αναπαραγωγή…». Ολα αυτά αποτελούσαν τροχοπέδη
στην ανάπτυξη του σοσιαλισμού. Προς τούτο το Συνέδριο αυτό πήρε τη
μεγάλη απόφαση για την ανάπτυξη της κολεκτιβοποίησης της αγροτικής
οικονομίας με βάση το λενινιστικό σχέδιο που πρόβλεπε την εθελούσια
συμμετοχή των φτωχών και μεσαίων αγροτών σε μεγάλους παραγωγικούς
συνεταιρισμούς (κολχόζ) και την εφαρμογή νέων τεχνικών καλλιέργειας. Τα
κολχόζ και τα σοβχόζ (κρατικά κτήματα) υπήρξαν οι εστίες της πρωτοπόρας
αγροτεχνικής καλλιέργειας στη γεωργία. Βοηθούσαν, όπως δίδασκε ο Λένιν,
τον αγροτικό πληθυσμό με μηχανές, με ζώα εκλεκτής ράτσας, με εκλεκτούς
σπόρους κλπ. Ετσι άρχισε το μαζικό κίνημα των κολχόζ που μετεξελίχθηκε
σε πλήρη κολλεκτιβοποίηση. Το Νοέμβρη του 1929 η Ολομέλεια της ΚΕ του
ΠΚΚ(μπ) όπως είχε μετονομασθεί από το 14ο Συνέδριο διαπίστωσε
αποφασιστική στροφή των βασικών μαζών της αγροτιάς προς το σοσιαλισμό
που εκδηλώθηκε στο μαζικό κίνημα των κολχόζ κάτι που σημαίνει ένα νέο
ιστορικό σταθμό στο έργο ανοικοδόμησης του σοσιαλισμού στη χώρα μας».
Προφανώς αυτή η εκτίμηση αφορούσε κυρίως το μεγαλύτερο μέρος της φτωχής
αγροτιάς και ένα μέρος της μεσαίας. Μεγάλο μέρος από τους μεσαίους και
μεγάλους αγρότες παρέμενε εκτός του κινήματος των κολχόζ με όλες τις
αρνητικές συνέπειες που είχε αυτό στην ενιαία εφαρμογή της πολιτικής των
μπολσεβίκων. Το Μάη του ’28, ο Στάλιν στη συζήτηση που έκανε με
κομμουνιστές καθηγητές και φοιτητές στο Πανεπιστήμιο Σβερντλόφ, αναλύει
το θέμα του μετώπου των σιτηρών τα προβλήματα και τις αδυναμίες για την
αύξηση της παραγωγής σιτηρών (7). Παράλληλα εκείνη τη εποχή εκδηλώνεται
και η λεγόμενη δεξιά παρέκκλιση μέσα στο κόμμα. Η δεξιά ομάδα
αποτελούμενη από τους Μπουχάριν-Ρίκοφ και Τόμσκι, εκτός των άλλων πιέζει
για εισαγωγές σιτηρών προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες. Η πλειοψηφία
του κόμματος των μπολσεβίκων υποστηρίζει τη θέση του Στάλιν να μη
δαπανηθεί κανένα χρηματικό ποσό για εισαγωγές σιτηρών από τη Δύση και να
ληφθούν μέτρα ενάντια στους κουλάκους προκειμένου να διαθέσουν την
παραγωγή τους στην κρατική συγκέντρωση. Το Δεκέμβρη του 1929 ο Στάλιν,
στην ομιλία του στη συνδιάσκεψη των μαρξιστών ειδικών της αγροτικής
οικονομίας, καλεί τους μαρξιστές ειδικούς να αναπτύξουν τη θεωρητική
σκέψη με βάση τις αρχές του μαρξισμού και να μην ακολουθούν τις αστικές
θεωρίες στην προσπάθεια τους να αντιμετωπίσουν τα πρακτικά προβλήματα
της αγροτικής οικονομίας (7). Εχουμε τη γνώμη ότι η παρότρυνση αυτή
αποτελεί σημαντικό δεδομένο για το τι συνέβη τα μετέπειτα χρόνια στην
επιστήμη της γεωπονίας. Το αίτημα αυτό της ηγεσίας των μπολσεβίκων
αποτελεί και το «εναρκτήριο λάκτισμα» για τη μεταφορά της ιδεολογικής
σύγκρουσης μέσα στους διανοούμενους της αγροτικής οικονομίας και βέβαια
στα αντίστοιχα επιστημονικά όργανα και τις Ακαδημίες.
Στο
τέλος της δεκαετίας του ’20 η κολεκτιβοποίηση προχωρά με γοργούς
ρυθμούς και η παραγωγικότητα των καλλιεργειών βελτιώνεται σημαντικά. Το
Μάρτη του 1930 δημοσιεύεται άρθρο του Στάλιν με τίτλο «Ιλιγγος απ’ τις
επιτυχίες» στο οποίο αναλύει τα αποτελέσματα του κινήματος των κολχόζ
αλλά και προβλήματα που προκαλούν αναστολές στην περαιτέρω ανάπτυξή του
(7).
Το
1934 γίνεται το Συνέδριο του κόμματος των μπολσεβίκων. Στην έκθεσή του ο
Στάλιν περιγράφει τις προόδους που έγιναν στον αγροτικό τομέα αλλά και
τους αργούς ρυθμούς της ανάπτυξης αυτού του τομέα σε σχέση με τη
βιομηχανία. Η όλη συζήτηση δεν περιορίζεται μόνο στα θέματα της
κολεκτιβοποίησης και της κάλυψης των αναγκών σε μηχανικά μέσα αλλά και
σε τεχνικά ζητήματα καλλιέργειας. Αναφέρεται σχετικά ότι «…Ενα από τα
άμεσα καθήκοντα της αγροτικής οικονομίας είναι η εφαρμογή σωστής
αμειψισποράς, η επέκταση της επιστημονικής αγρανάπαυσης και της
καλυτέρευσης του σπόρου σε όλους τους κλάδους…». (7) Επίσης αναφέρεται
στην ανάγκη βελτίωσης των αποδόσεων των βιομηχανικών φυτών και ότι τα
λιπάσματα, ενώ υπάρχουν, δε φτάνουν στον παραγωγό ή όταν φθάσουν δε
χρησιμοποιούνται ορθολογικά. Επίσης γίνεται αναφορά στα κρατικά
αγροκτήματα ότι είναι πολύ μεγάλα και οι διευθυντές δεν μπορούν να τα
κουμαντάρουν, ότι είναι υπερβολικά ειδικευμένα, ότι δεν εφαρμόζουν την
αμειψισπορά και την αγρανάπαυση, δεν έχουν στη σύνθεση τους στοιχεία
κτηνοτροφίας. Παράλληλα έμπαινε το ζήτημα της ανάπτυξης της κτηνοτροφίας
και της χωροταξικής κατανομής της βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής.
Αυτά τα προβλήματα ταλάνιζαν για πολλά χρόνια τον αγροτικό τομέα και σε
υπανάπτυκτες αγροτικές περιοχές σε όλο το δυτικό κόσμο. Οι παρεμβάσεις
που αναφέρονται στην έκθεση έδειχναν το δρόμο της ανάπτυξης του
αγροτικού τομέα.
ΤΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΤΗΣ ΑΓΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ
Μέσα
σε ένα τέτιο περιβάλλον, με έντονα τα χαρακτηριστικά της ταξικής
σύγκρουσης, ήταν αδύνατον να μη μεταφερθεί η αντιπαράθεση και σε
επιστημονικά θέματα που είχαν σχέση με τη γεωργία. Τα στοιχεία που
διαθέτουμε αφορούν συζητήσεις και αντιπαραθέσεις που έλαβαν χώρα στις
συνεδριάσεις της Λενινιστικής Πανενωσιακής Ακαδημίας Γεωπονικών
Επιστημών (ΛΠΑΓΕ) και στο Πανενωσιακό Ινστιτούτο Γεωπονικών Ερευνών
(ΠΙΓΕ). Σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρει ο Ζ. Μεντβέντιεφ, στις αρχές
της δεκαετίας του ‘30 το κόμμα αποφάσισε να παρέμβει στο προσανατολισμό
της γεωργικής έρευνας προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα της
αγροτικής παραγωγής. Για την αντιμετώπισή τους είχαν διατυπωθεί διάφορες
προτάσεις με διαφορετικό προσανατολισμό. Ετσι άρχισε η διαμάχη για τα
θέματα που αφορούν τη γεωργία στο σύνολο της, στις αρχές της δεκαετίας
του ’30 κυρίως μεταξύ δύο ομάδων: Από τη μια μεριά την ομάδα της
Αγροβιολογίας με επικεφαλής τους Τ. Λυσένκο φυσιολόγο των
καλλιεργούμενων φυτών, Β. Ρ. Ουίλλιαμς, υπεύθυνο για θέματα αγροχημείας
και εδαφολογίας και Πρέζεντ, υπεύθυνο για θέματα φιλοσοφίας των
επιστημών και από την άλλη την ομάδα Πριάνισνικοφ. Εδώ κρίνουμε ότι θα
πρέπει να αναφερθούμε σ’ αυτούς τους μπολσεβίκους επιστήμονες.
Ο
Τρόφιμ Ντενίσοβιτς Λυσένκο (1898-1965) υπήρξε ένας από τους πιο
σημαντικούς βιολόγους-αγρονόμους ερευνητές της εποχής, με σημαντικές
ανακαλύψεις στη φυσιολογία των καλλιεργούμενων φυτών και τη δημιουργία
νέων ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτών προσαρμοσμένων στις δύσκολες
εδαφοκλιματικές συνθήκες τις ΕΣΣΔ. Ηρωας της σοσιαλιστικής εργασίας
(1945) και βουλευτής του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ σε πέντε συνόδους.
Ανακάλυψε και διατύπωσε τη θεωρία για την «ανάπτυξη των φυτών κατά
στάδια ή φάσεις», μία από τις οποίες είναι το στάδιο της
«εαρινοποίησης». Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι υπήρξε ένας συνεπής
μπολσεβίκος και αφοσιωμένος επιστήμονας στην υπόθεση της οικοδόμησης του
σοσιαλισμού στην πατρίδα του. Υπήρξε μέλος και πρόεδρος της
Λενινιστικής Πανενωσιακής Ακαδημίας Γεωπονικών Επιστημών (ΛΠΑΓΕ) σε μια
δύσκολη περίοδο για την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα στην ΕΣΣΔ. Διεθνώς
όμως έγινε περισσότερο γνωστός για τις απόψεις σχετικά με τη θεωρία της
κληρονομικότητας και την καθοδήγηση της ανειρήνευτης πάλης των
μπολσεβίκων ενάντια στις επιρροές της αστικής ιδεολογίας στις
επιστημονικές θεωρίες και ιδιαίτερα στη γενετική ως επιστήμη. Γι’ αυτό
και υπήρξε αντικείμενο σφοδρών επιθέσεων στην προπαγάνδα του αστικού
κόσμου αλλά και μέσα στην ΕΣΣΔ, ιδιαίτερα από μενσεβίκους και εσέρους,
για μια μεγάλη περίοδο. Θεωρούμε ότι οι απόψεις του ήταν πολύ πιο
μπροστά σε σχέση με τα επικρατούντα επιστημονικά πρότυπα της εποχής του.
Τα έργα του έχουν δημοσιευτεί σε αυτοτελείς τόμους και θεωρούμε ότι
αξίζει το κόπο να τα προσεγγίσει κάποιος από επιστημολογική άποψη.
Το
άλλο βασικό μέλος της ομάδας της Αγροβιολογίας υπήρξε ο Βασίλειος
Ροβέρτοβιτς Ουίλλιαμς (1863-1939), καθηγητής της εδαφολογίας και
ακαδημαϊκός, βουλευτής του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ την πρώτη σύνοδο.
Και αυτός τάχθηκε με τους μπολσεβίκους, υποστήριξε με τις απόψεις του
τις αρχές της βιολογικής καλλιέργειας και πρότεινε κανόνες διαχείρισης
του εδάφους που σήμερα είναι κατοχυρωμένοι στα πλαίσια της βιολογικής
καλλιέργειας. Ο Λυσένκο αναφερόμενος στον Ουίλλιαμς έγραψε (3 ): «Οι
διδασκαλίες του Μιτσούριν και του Ουίλλιαμς είναι δύο διαφορετικές
πλευρές της υλιστικής βιολογίας και ασχολούνται με θεωρητικά και
πραχτικά προβλήματα της γεωπονίας. Ομως αυτές οι διδασκαλίες που
αγνοούνται, δεν αναγνωρίζονται από την ιδεαλιστική αντιδραστική βιολογία
είναι σήμερα - στο πλαίσιο της σοβιετικής γεωργίας- η βάση της
γεωπονίας μας, …συγχωνεύτηκαν σε μια μόνο επιστήμη την αγροβιολογία… Η
θεωρία του Ουίλλιαμς για την ανάπτυξη του εδάφους με βασικό
χαρακτηριστικό της τη γονιμότητα… είναι η θεωρητική βιολογική θεμελίωση
του συστήματος εμπλουτισμού του εδάφους με οργανικές ουσίες».
Ο
Ουίλλιαμς, αναφερόμενος στην ανάγκη εμπλουτισμού του καλλιεργούμενου
εδάφους με οργανική ουσία, έγραφε: «Το σύστημα του εμπλουτισμού του
εδάφους με χούμο είναι μια ιστορική αναγκαιότητα για τη σοσιαλιστική
γεωργία. Μόνο αυτό το σύστημα μπορεί να εξασφαλίσει την παραπέρα
ανάπτυξη του κολεκτιβιστικού και κρατικού αγροτικού νοικοκυριού».
Ο
Ουίλλιαμς και οι συνεργάτες του απόδειξαν ότι «…το κύριο στο σχηματισμό
του εδάφους σαν ειδικού φυσικού σώματος είναι οι βιολογικές λειτουργίες
του που στην εδαφολογία πήραν την ονομασία βιολογικός παράγοντας» (9).
Σύμφωνα
με τον Μεντβέντιεφ στις συζητήσεις για τα ζητήματα της γεωργίας που
έγιναν στα μέσα της δεκαετίας του ’30 αντιπαρατέθηκαν δύο γραμμές. Η μία
ήταν της ομάδας της αγροβιολογίας με επικεφαλής τους Λυσένκο-Ουίλλιαμς,
η οποία περιελάμβανε ενίσχυση των εδαφών με οργανική ουσία, προώθηση
ντόπιων ποικιλιών καλλιεργούμενων ειδών προσαρμοσμένων στις
εδαφοκλιματικές ιδιαιτερότητες της ΕΣΣΔ, περιορισμένη χρήση βαρέων
μηχανημάτων καλλιέργειας του εδάφους, μη χρήση ανόργανων λιπασμάτων και
αξιοποίηση της οργανικής λίπανσης παράλληλα με την ανάπτυξη μικροβιακών
πληθυσμών και πολυετείς αμειψισπορές με μίγματα σιτηρών και ψυχανθών.
Η
άλλη άποψη υποστηρίχθηκε από την ομάδα Πριάνισνικοφ που υποστήριζε την
ανάγκη εισαγωγής από τη Δύση ποικιλιών και ζώων υψηλών αποδόσεων, τη
χρήση αγροχημικών και ιδιαίτερα λιπασμάτων για τις ανάγκες θρέψης της
καλλιέργειας και βέβαια την ανάγκη ανάπτυξης της βιομηχανίας λιπασμάτων.
Ο Δημήτριος Ν. Πριάνισνικοφ (1865-1948) υπήρξε διαπρεπής επιστήμονας
αγροχημικός καθηγητής στην Αγροτική Ακαδημία «Τιμιριάζιεφ») και
ακαδημαϊκός, ήρωας της σοσιαλιστικής εργασίας (1945) και βραβευμένος με
το βραβείο Λένιν (1926), ειδικός στα θέματα της φυσιολογίας των
καλλιεργούμενων φυτών.
Οπως
αναφέρεται, οι απόψεις της ομάδας της αγροβιολογίας επεκράτησαν στις
συζητήσεις που έγιναν στην ΛΠΑΓΕ και οι καλλιεργητικές πρακτικές
εφαρμόστηκαν σε πολλά κρατικά και συνεταιριστικά αγροκτήματα. Αυτό δεν
σημαίνει ότι σε πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα οι μεγάλοι παραγωγοί, δε
χρησιμοποιούσαν λιπάσματα. Απεναντίας υπήρξε εκτεταμένη χρήση τους,
διότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν δεδομένα για τις αρνητικές συνέπειες
εφαρμογής των αγροχημικών στο περιβάλλον και ως εκ τούτου δεν αποτελούσε
αιτία για την προώθηση αυτού του τρόπου καλλιέργειας, όπως σήμερα.
Εκείνη των εποχή αιτία για την προώθηση αυτών των συστημάτων
καλλιέργειας ήταν η ανάπτυξη της επιστήμης σε διαφορετική κατεύθυνση από
τη Δύση και η ανάγκη ανεξάρτητης οικονομικής ανάπτυξης. Η πάγια τακτική
των ιμπεριαλιστών ήταν και είναι η εξάρτηση της οικονομικής ανάπτυξης
των λαών από τις δικές του επιλογές και τεχνολογίες.
Στην
Παγκόσμια Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια (Μικρή έκδοση) στο λήμμα «Γεωπονία»
αναφέρεται σχετικά «…Στην ΕΣΣΔ διαμορφώθηκαν δύο κατευθύνσεις στη
γεωπονία: Η κατεύθυνση με επικεφαλής τον Β. Ρ. Ουίλλιαμς ο οποίος
θεωρούσε σαν τη μόνη δυνατή καλλιέργεια για την αγροτική οικονομία της
ΕΣΣΔ το σύστημα της αμειψισποράς με ποώδη φυτά και η σχολή του Δ. Ι.
Μεντελέγιεφ, Κ. Α. Τιμιριάζιεφ, Δ. Ν. Πριάνισνικοφ που θεωρούσαν ότι η
αγροτική οικονομία της ΕΣΣΔ πρέπει να ακολουθήσει την εντατική ανάπτυξη
με βάση τον εκμηχανισμό και τον εκχημισμό, την πλατιά χρησιμοποίηση
λιπασμάτων… Το σύστημα της αμειψισποράς με ποώδη φυτά είναι σύστημα
εκτατικής καλλιέργειας που ξεκινά από το ότι η γονιμότητα του εδάφους
δημιουργείται μόνο με φυσικό τρόπο, από το ότι την υφή του εδάφους τη
δημιουργούν τα όσπρια και τα αγροστώδη…» (8). Τα όσα αναφέρονται σ’ αυτό
το λήμμα της εγκυκλοπαίδειας που εκδόθηκε στο τέλος της δεκαετίας του
‘50 μπορούμε να πούμε ότι απηχούν τη διαμάχη που υπάρχει και στις μέρες
μας στη γεωπονία.
Από
τις περιγραφές φαίνεται ότι σ’ αυτή την προσπάθεια προώθησης αυτού του
τρόπου παραγωγής υπήρξε οργανωμένη υπονόμευση από την εσωκομματική
αντιπολίτευση που κάλυπτε τις ενέργειες της πίσω από ιδεολογήματα. Εδώ
θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι εσωκομματικές αντιπαραθέσεις αλλά και η
ταξική σύγκρουση με τους κουλάκους αλλά και με μεγάλο μέρος της μεσαίας
αγροτιάς ήταν ό,τι πιο αρνητικό για την εμπέδωση και διάδοση αυτού του
τρόπου καλλιέργειας. Ηταν βέβαιο ότι οι μεγαλοαγρότες έβλεπαν με
δυσπιστία την εφαρμογή όλων αυτών των τεχνικών. Το ερώτημα είναι γιατί
θα έπρεπε να τις εφαρμόσουν αφού είχαν μπροστά τους την εύκολη και
«επιστημονικά» θεμελιωμένη λύση, τη χρήση δηλαδή αγροχημικών που τους
εξασφάλιζε αυξημένες αποδόσεις; Οι αποδόσεις των καλλιεργειών με το
βιολογικό τρόπο παραγωγής δε δίνουν θεαματικά αποτελέσματα σε σχέση με
τις καλλιέργειες που γίνεται χρήση αγροχημικών, ενώ συχνά οι
εδαφοκλιματικές συνθήκες έμπαιναν εμπόδιο για την πραγματοποίησή τους.
Αυτό ήταν αρκετό για να παρασυρθούν οι αγρότες ενάντια στην
κολεκτιβοποίηση και τους μπολσεβίκους.
Οι
εναλλακτικές προτάσεις καλλιέργειας, έτσι όπως διατυπώνονται από τα
περισσότερα κινήματα σήμερα, περιλαμβάνουν προτάσεις καλλιεργητικών
τεχνικών διαφορετικές από εκείνες της συμβατικής καλλιέργειας. Πρώτα από
όλα αυτές αφορούν τις μεθόδους και τεχνικές κάλυψης των αναγκών της
καλλιέργειας σε ανόργανα στοιχεία, τα οποία τα φυτά προμηθεύονται κυρίως
από το έδαφος με το ριζικό τους σύστημα, τις πηγές που θα ληφθούν αυτά
τα ανόργανα στοιχεία, πότε και πως πρέπει να προστίθενται στο έδαφος.
Στη συμβατική καλλιέργεια προτείνεται η χρήση ανόργανων λιπασμάτων που
προστίθενται στο έδαφος, τις περισσότερες φορές στην έναρξη της
καλλιέργειας. Οι σοβιετικοί επιστήμονες είχαν επισημάνει από τις αρχές
του αιώνα τον κύκλο της οργανικής ουσίας στο έδαφος, τη διάσπαση της
φυτικής βιομάζας προς απλούστερες οργανικές ουσίες, αρχικά μη
αφομοιώσιμες από τα φυτά. Με τη δράση συμβιωτικών και μη οργανισμών
μετατρέπονται οι μη αφομοιώσιμες ουσίες σε διαλυτές αφομοιώσιμες από τα
φυτά. Επίσης φαίνεται ότι γνώριζαν την ύπαρξη μικροβίων που έχουν τη
δυνατότητα να αφομοιώνουν το άζωτο από την ατμόσφαιρα και να το
αποδίδουν στα φυτά και το ρόλο των ψυχανθών στη τροφοδοσία των εδαφών με
άζωτο χρήσιμο για την ανάπτυξη των φυτών. Η ομάδα της Αγροβιολογίας δεν
έκανε τίποτα άλλο παρά να αξιοποιήσει αυτά τα ευρήματα στις
καλλιέργειες. Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από βιβλίο του Τ. Λυσένκο
(11).
«Στην
ιστορία της εξέλιξης του οργανικού κόσμου διαμορφώθηκαν οι συμβιωτικές
σχέσεις ανάμεσα στις διάφορες ομάδες των οργανισμών… Ενας από τους
κρίκους αυτής της σύνθετης αλληλεπίδρασης των οργανισμών είναι οι
συμβιωτικές σχέσεις ανάμεσα στα ανώτερα πράσινα φυτά και στους
μικροοργανισμούς του εδάφους. Διαπιστώθηκε ότι κάθε ομάδα ανωτέρων φυτών
έχει τη δική της μικροχλωρίδα. Η μικροχλωρίδα αυτή μετατρέπει τα χημικά
στοιχεία του εδάφους που δεν μπορούν να αφομοιώσουν τα ανώτερα φυτά σε
αφομοιώσιμα και τη νεκρή οργανική ουσία σε ανόργανες ενώσεις που
χρησιμεύουν σαν τροφή των φυτών. Τα φυτά συνθέτουν από τις ανόργανες
ενώσεις το ζωντανό σώμα που πεθαίνοντας γίνεται τροφή για τους
μικροοργανισμούς. Αυτή η βιολογική εναλλαγή των ουσιών συντελεί ώστε να
αναπτύσσεται στο έδαφος η εκλεκτική απορρόφηση που οδηγεί στη συσσώρευση
των θρεπτικών στοιχείων για τα φυτά. Γι’ αυτό η διεργασία σχηματισμού
του εδάφους παρ’ όλο που περικλείει αβιοτικές μετατροπές ουσιαστικά
αποτελεί βιολογική διεργασία… Η ιδιομορφία αυτή των χημικών μετατροπών
στο έδαφος εξασφαλίζεται με την ενζυμική δραστηριότητα των έμβιων
όντων/μικροοργανισμών, των ενζύμων ειδικά των συμβιωτικών σχέσεων των
διαφόρων ομάδων των οργανισμών» (9).
Το
άλλο βασικό ζήτημα αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης ανταγωνιστικών
οργανισμών (ζιζάνια, παράσιτα, και ζωικούς εχθρούς) που μειώνουν, όταν
είναι παρόντα, τις αποδόσεις της καλλιέργειας. Η συμβατική καλλιέργεια
αξιοποιεί τα διάφορα φυτοφάρμακα για να εξοντώσει όλους αυτούς τους
οργανισμούς. Στη βιολογική καλλιέργεια επιδιώκεται η χρήση βιολογικών
μέσων για τον έλεγχο των πληθυσμών όλων αυτών των κατηγοριών
ανταγωνιστικών ειδών με βιολογικές διεργασίες. Η μελέτη των
αλληλεπιδράσεων αυτών των οργανισμών αποτελεί σήμερα βασικό τμήμα της
εφαρμοσμένης οικολογίας για την αντιμετώπιση τους στις καλλιέργειες. Να
τι αναφέρεται σε σχετικό άρθρο (10).
«…Η
μελέτη των νομοτελειών των δια-ειδικών σχέσεων έχει τεράστια σημασία
για την επεξεργασία νέων μέσων πάλης με ζιζάνια, με τους εχθρούς, με τα
παθογόνα των ασθενειών που σε παγκόσμια κλίμακα εκμηδενίζουν την εργασία
εκατομμυρίων ανθρώπων… Για την προστασία των φυτών και των ζώων
αναπτύχθηκαν διάφοροι μέθοδες: χημικές, φυσικές, βιολογικές. Οι
τελευταίες στηρίζονται στη γνώση των βιολογικών νομοτελειών, που αφορούν
πρώτα από όλα τον ανταγωνισμό των δια-ειδικών σχέσεων… Αυτός ο νόμος
εφαρμόζεται επίσης ολοένα και περισσότερο στην αγροτική οικονομία» (10).
«…Εχει
διασαφηνισθεί επίσης ότι τα αρπακτικά και τα παράσιτα που μπορούμε να
χρησιμοποιήσουμε εναντίων βλαβερών εντόμων έχουν διαφορετική βαθμίδα
εκλεκτικότητας, ειδικότητας επενέργειας ανάλογα με το στάδιο ανάπτυξης
του θύματος ή του ξενιστή. Μεγάλο πρακτικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και
οι σχέσεις ανάμεσα στον εχθρό και στο φυτό ανάλογα με τη φυσιολογική
κατάσταση του τελευταίου… Το φυτό μπορεί να έχει αντοχή σχετικά με τους
νοσογόνους οργανισμούς ιδιαίτερα τους μύκητες, τους ιούς, τα μικρόβια.
Πρόκειται κατά συνέπεια για την ανοσία των φυτών, της οποίας η βιολογική
θεωρία μπορεί να δημιουργηθεί μόνο με τη βαθιά μελέτη των δια-ειδικών
σχέσεων από την άποψη της ανάλυσης του μεταβολισμού του παθογόνου που
προκαλεί την ασθένεια, όπως και του φυτού που υπέστη λοίμωξη…» (10).
«…Με
σκοπό την πάλη κατά των εχθρών των φυτών και των ζώων της αγροτικής
οικονομίας χρησιμοποιούνται ολοένα πιο πλατιά μικροοργανισμοί: Οι ιοί,
τα μικρόβια, οι μύκητες. Σοβαρό αλλά που λίγο ως τώρα έχει ερευνηθεί
πρόβλημα είναι η βιολογική μέθοδος εναντίων των ζιζανίων των φυτών…»
(10).
«…Η
αναζήτηση νέων μεθόδων πάλης με τα παράσιτα των ζώων της αγροτικής
οικονομίας και με τα ζιζάνια των καλλιεργούμενων φυτών, η μελέτη των
νομοτελειών της διάδοσης και της ανάπτυξης των παθογόνων και των φορέων
των ασθενειών ήταν και παραμένει σοβαρό πρόβλημα της βιολογίας… » (10).
Η
επιστημονική διαμάχη μέσα στις ακαδημίες συνεχίστηκε και μετά τον
πόλεμο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Στις αρχές του 1953 πεθαίνει
ο Στάλιν και στην ηγεσία του κόμματος εκλέγεται ο Ν. Χρουτσώφ. Για μια
δεκαετία περίπου που ο Χρουτσώφ βρίσκεται στην ηγεσία, με πρόσχημα την
προσωπολατρία και ορισμένες παραβιάσεις της συλλογικής νομιμότητας μέσα
στο κόμμα που συνέβησαν ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, αναθάρρεψαν όλα
τα αντικομματικά στοιχεία με συνέπεια να οξυνθεί και πάλι η εσωκομματική
διαπάλη και να ανατραπούν πολλές κατακτήσεις σε όλους τους τομείς της
οικονομίας. Ο διαλεκτικός υλισμός σταμάτησε να αποτελεί κυρίαρχη
ιδεολογία μέσα στην επιστήμη. Η ηγεσία του κόμματος αλλάζει πολιτική
απέναντι στην ομάδα της Αγροβιολογίας και ανάβει το πράσινο φως για την
εφαρμογή σύγχρονων τεχνολογιών και στην αγροτική οικονομία με τη χρήση
λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων (5).
Ενδεικτικά
στην Ιστορία του ΚΚΣΕ αναφέρεται: «…Μετά το 20ό Συνέδριο το Κόμμα
πραγματοποίησε μια σειρά νέα μέτρα στον τομέα της αγροτική οικονομίας
ιδιαίτερα της κτηνοτροφίας».
Στα
τέλη της δεκαετίας του ’60 συνεχίζει να υπάρχει η διαπιστωθείσα
καθυστέρηση στην ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας. Το Γενάρη του 1961 η
Ολομέλεια της ΚΕ ασχολείται με το θέμα της αγροτικής οικονομίας και ο
Χρουτσώφ ρίχνει τις ευθύνες για αυτές τις καθυστερήσεις στις κομματικές
και αγροτικές οργανώσεις. Μετά μερικά χρόνια εκτιμήθηκε ότι η ηγεσία του
κόμματος υπό το Ν. Χρουτσώφ δεν έκανε σε βάθος ανάλυση των αιτιών
καθυστέρησης του αγροτικού τομέα (5 ).
Στο Πρόγραμμα που ψηφίστηκε στο 22ο
Συνέδριο (Οκτώβρης 1961) αναφέρεται ότι κύριο καθήκον του κόμματος
είναι η δημιουργία της υλικοτεχνικής βάσης του κομμουνισμού, η επίτευξη
του ανώτατου στην ιστορία της ανθρωπότητας βαθμού ανάπτυξης των
παραγωγικών δυνάμεων, κάτι που περιελάμβανε την πλατιά χρησιμοποίηση της
χημείας στη λαϊκή οικονομία, ενώ για τον αγροτικό τομέα εκτιμήθηκε ότι
«…Υποχρεωτικός όρος για την οικοδόμηση του κομμουνισμού είναι η
δημιουργία δίπλα στην ισχυρή βιομηχανία μιας ολόπλευρα ανεπτυγμένης και
με υψηλή παραγωγικότητα αγροτικής οικονομίας. Το κύριο στην ανάπτυξη των
παραγωγικών δυνάμεων περιελάμβανε την ολόπλευρη εκμηχάνιση της
αγροτικής οικονομίας, τον εξηλεκτρισμό και την εντατικοποίησή της».
Υπήρξε η εκτίμηση ότι «…η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα επιφέρει
μεγάλες αλλαγές στις κοινωνικοοικονομικές σχέσεις…». Αυτό σε συνδυασμό
με το βασικό οικονομικό καθήκον, όπως χαρακτηρίστηκε στο 20ό Συνέδριο,
ότι «…σε σύντομο χρονικά διάστημα να φτάσει (η οικονομία της ΕΣΣΔ) και
να ξεπεράσει τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες» αποτέλεσε ουσιαστικά
τη βάση για την ανατροπή κάθε προοπτικής εφαρμογής του πρότυπου της
ομάδας της Αγροβιολογίας στον αγροτικό τομέα. Στην Ολομέλεια της ΚΕ το
Δεκέμβρη του 1963 μπήκε άμεσα το καθήκον να αναπτυχθεί πιο γρήγορα η
χημική βιομηχανία. Επίσης πάρθηκαν αποφάσεις για την προώθηση της
μέγιστης δυνατής εντατικοποίησης της αγροτικής παραγωγής με τη χρήση
όλων των σύγχρονων μέσων και βέβαια με τη χρήση των αγροχημικών κατά τα
πρότυπα της Δύσης. Εδώ θα ήταν σκόπιμο να αναφέρουμε ότι σ’ αυτό το
Συνέδριο αλλά και στην Ολομέλεια της ΚΕ για την Ιδεολογική δουλιά
(Ιούνης, 1963) οι συνεπείς δυνάμεις αποκατέστησαν το διαλεκτικό υλισμό
ως κυρίαρχη ιδεολογία στην ΕΣΣΔ και επανατοποθέτησαν τις σχέσεις της
φιλοσοφίας και των θετικών επιστημών (3). Στην Ολομέλεια του Οκτώβρη
1964 αλλάζει η ηγεσία του κόμματος. Μετά από παραίτηση του Ν. Χρουτσώφ
στην ηγεσία του κόμματος εκλέγεται ο Λ. Μπρέζνιεφ. Το Μάρτη του 1965 η
Ολομέλεια της ΚΕ συζήτησε «Τα επείγοντα μέτρα για την ανάπτυξη της
αγροτικής οικονομίας» με εισήγηση του Λ. Μπρέζνιεφ. Στην Ιστορία του
ΚΚΣΕ αναφέρεται: «…Η Ολομέλεια αποκάλυψε λεπτομερώς τις αιτίες αργής
ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας. Οι αιτίες αυτές βρίσκονταν στο
γεγονός ότι ελαμβάνοντο υπ’ όψιν ανεπαρκώς και κάποτε αγνοήθηκαν οι
αντικειμενικές οικονομικές νομοτέλειες ανάπτυξης της σοσιαλιστικής
οικονομίας». Με τις αποφάσεις του 22ου Συνεδρίου και αυτής
της Ολομέλειας ουσιαστικά ανατράπηκαν τα πρότυπα αγροτικής ανάπτυξης που
εφαρμόστηκαν την προπολεμική περίοδο.
Τα
αποτελέσματα της εφαρμογής αυτών των πολιτικών ήταν πολύ ευνοϊκά. Η
αγροτική παραγωγή αυξήθηκε σημαντικά και ισόμετρα σε όλους τους κλάδους
της αγροτικής οικονομίας. Ομως παράλληλα εμφανίστηκαν και τα πρώτα
σημάδια επιβάρυνσης του περιβάλλοντος από τη χρήση των αγροχημικών,
ιδιαίτερα των μεγάλων λιμνών και παράκτιων υδάτινων μαζών. Στο τέλος της
δεκαετίας του ’70 τα σημάδια είναι εμφανή και βάζουν σε ανησυχία την
ηγεσία του κόμματος. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 στις βασικές
κατευθύνσεις για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της ΕΣΣΔ ’81-’90
προβλέπεται να ληφθούν μέτρα για την προστασία των καλλιεργούμενων
εκτάσεων και η προστασία των υδάτων στις λεκάνες απορροής και ιδιαίτερα
στις λίμνες (12).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
1.
Το βασικό συμπέρασμα από τα βιβλιογραφικά δεδομένα που παρουσιάστηκαν
σ’ αυτήν την εργασία είναι ότι ο βιολογικός τρόπος παραγωγής ως πρότυπο
ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και ως ένα βαθμό των σχέσεων
παραγωγής στην αγροτική οικονομία -για τον οποίο σήμερα γίνονται πολλές
συζητήσεις- αποτέλεσε αντικείμενο επιστημονικών αντιπαραθέσεων την
περίοδο οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.
2.
Οι επιστημονικές βάσεις αυτού του τρόπου παραγωγής θεμελιώθηκαν τη
δεκαετία του ’20 του περασμένου αιώνα από επιστήμονες του κόμματος των
μπολσεβίκων και αποτέλεσε το πρότυπο γεωργικής πρακτικής που υποστήριξε η
ομάδα της αγροβιολογίας με ηγέτες τους Λυσένκο και Ουίλιαμς. Οδηγός για
αυτήν την επιλογή δεν ήταν βέβαια οι συνέπειες στο περιβάλλον από τη
χρήση των αγροχημικών, όπως είναι σήμερα, διότι δεν υπήρχαν τέτια
δεδομένα, αλλά αφ’ ενός μεν η ανάγκη για την ανάπτυξη και εφαρμογή
θεωρίας και πρακτικής βασισμένες στο διαλεκτικό υλισμό και αφ’ ετέρου η
ανεξαρτοποίηση της γεωργικής παραγωγής από εισροές κυρίως σπόρων και
γεωργικών μηχανημάτων, προερχομένων από δυτικές αγορές.
3.
Οι προσπάθειες ολοκληρωμένης εφαρμογής αυτού του τρόπου παραγωγής
ακυρώθηκαν αργότερα μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο από τις μετέπειτα
ηγεσίες του ΚΚΣΕ στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού της αγροτικής οικονομίας
της ΕΣΣΔ, λόγω της ανάγκης να επιταχυνθεί η ανάπτυξη του αγροτικού
τομέα που συνέχισε να καθυστερεί έναντι των άλλων τομέων αλλά και της
ασφυκτικής ιδεολογικής πίεσης που ασκούσε η Δύση με διάφορους τρόπους.
4.
Η εφαρμογή του πρότυπου συμβατικής καλλιέργειας που εφαρμόστηκε τα
επόμενα χρόνια βελτίωσε σημαντικά τη θέση του αγροτικού τομέα όμως
δημιούργησε όλα τα γνωστά περιβαλλοντικά προβλήματα στα οικοσυστήματα
και ιδιαίτερα στις λίμνες και τα ποτάμια για τα οποία τη δεκαετία του
’80 το κόμμα έκανε τεράστιες προσπάθειες και δαπάνησε μεγάλα ποσά για
την προστασία τους.
Βιβλιογραφία
1.
Steiner R. (1924) Spiritual foundations for renual of Agriculture.
Biodynamic farming and gardening association Inc. Kimberton,
Pensylvania, USA.
2. Nastati E. (2002) Βιοδυναμική και Ομοιοδυναμική Γεωργία. Συνέντευξη ΔΗΩ τ. 20.
3.
Πλάτονοφ Γ. Β., Ζούκοφ Ν. Ν., Καγκάνοφ Β. Ν., Μεντβέντιεφ, Ν. Β.,
Οπάριν Α. Ι. (1965) Διαλεκτική της ζωντανής φύσης. Εκδόσεις Αναγνωστίδη,
Αθήνα.
4. Μεντβέντιεφ Ζ. (1971) Η άνοδος και η πτώση του Λυσένκο. Εκδ. Ράππα, Αθήνα.
5. Πονομαριόφ Μπ. Ν. (1978) Ιστορία του ΚΚΣΕ. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.
6. Μαρτένς Λ. (1997) Μια άλλη ματιά στο Στάλιν. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.
7. Στάλιν Ι. Β. (1972) Ζητήματα Λενινισμού. Εκδόσεις Καμπίτση, Αθήνα.
8. Μικρή Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια (Μετάφραση 1978 της 3ης έκδοσης της Σ. Ε. του 1960). Εκδόσεις «Παρθενών», Αθήνα.
9.
Κοβάλσκι Β. Β., Γιούροβα Ι. Α. «Η επίδραση της ζωντανής στην άζωη φύση»
Στο: Πλάτονοφ Γ. Β., Ζούκοφ Ν. Ν., Καγκάνοφ Β. Ν., Μεντβέντιεφ Ν. Β.,
Οπάριν Α. Ι. (1965) Διαλεκτική της ζωντανής φύσης. Εκδόσεις Αναγνωστίδη,
Αθήνα.
10. Λυσένκο Τ. Ντ. Εδαφική διατροφή των φυτών. Εκδ Αγροτικής Οικονομίας, Μόσχα.
11.
Ντομπροχβάλοφ Β. Π. «Ο οργανικός κόσμος και η παραγωγή της αγροτικής
οικονομίας». Στο: Πλάτονοφ Γ. Β., Ζούκοφ Ν. Ν., Καγκάνοφ Β. Ν.,
Μεντβέντιεφ Ν. Β.
12. Οπάριν Α. Ι. (1965) Διαλεκτική της ζωντανής φύσης. Εκδόσεις Αναγνωστίδη, Αθήνα.
13.
Ανωνύμου (1981) Βασικές κατευθύνσεις για την οικονομική και κοινωνική
ανάπτυξη της ΕΣΣΔ 1981-1985-1990. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου