11 Δεκ 2016

Με αφορμή το δημοψήφισμα στην Ιταλία και την κακή πορεία της οικονομίας της

Με αφορμή το δημοψήφισμα στην Ιταλία και την κακή πορεία της οικονομίας της

Ο Μ. Ρέντσι
Ο Μ. Ρέντσι
Μια βδομάδα πριν το δημοψήφισμα στην Ιταλία, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) προειδοποιούσε με έκθεσή της για «απειλές κατά της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην Ευρωζώνη». Η ενίσχυση ή και η ανάδειξη σε κυβερνήσεις ισχυρών καπιταλιστικών κρατών (π.χ. Γαλλία, Ιταλία), αλλά και λιγότερο ισχυρών (π.χ. Ολλανδία), πολιτικών δυνάμεων που εκφράζουν φυγόκεντρες τάσεις σε Ευρωζώνη και ΕΕ, ή δυνάμεις που όχι μόνο αντιτίθενται στην εμβάθυνση της ενοποίησης, αλλά ρέπουν προς την ολοένα και μεγαλύτερη, σχετικά, εθνοκρατική δράση, προβάλλοντας την ανάγκη μιας ΕΕ με χαλαρούς μεταξύ των κρατών - μελών δεσμούς, δημιουργεί προβληματισμούς για την πορεία ΕΕ - Ευρωζώνης. Για παράδειγμα, η Πολωνία είναι θιασώτης μιας τέτοιας Ενωσης και μάλιστα με θέση κάθε κράτος - μέλος να έχει το δικό του νόμισμα. Και το «Εθνικό Μέτωπο» στη Γαλλία προβάλλει επίσης αυτό το «σχέδιο», όπως και η AfD στη Γερμανία («Εναλλακτική για τη Γερμανία»).

Η φυγόκεντρη τάση
Στη συνέχεια εμφανίστηκαν δημοσιεύματα με τίτλους όπως: «Πολιτικός τυφώνας απειλεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα» («Το Βήμα», 27/11/2016), λέγοντας: «Ορισμένα επιτελεία εκτιμούν ότι η επικράτηση του "όχι" στο ιταλικό δημοψήφισμα φαίνεται διαχειρίσιμη, αλλά αν το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν κερδίσει στις εκλογές τον ερχόμενο Μάρτη στη Γαλλία, ίσως ΕΕ - Ευρωζώνη δεν θα συνεχίσουν όπως είναι σήμερα. Μελέτες των τραπεζών Credit Suisse και Deutsche Bank θεωρούν ότι δεν θα συμβεί, εκτιμώντας ότι στο δεύτερο γύρο θα επικρατήσει ο υποψήφιος της κεντροδεξιάς, Φρ. Φιγιόν. Αν όμως το Εθνικό Μέτωπο και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Γκρίλο στην Ιταλία αναδειχτούν στην κυβέρνηση και θέσουν σε δημοψήφισμα τη συμμετοχή των χωρών τους στην Ευρωζώνη, τότε η Μέρκελ ίσως αλλάξει την εκλογική της στρατηγική, από μια εκστρατεία επικεντρωμένη στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, σε μια που θα μιλά για έκτακτα σχέδια για την προστασία της θέσης της Γερμανίας σε μια Ευρώπη σε αποσύνθεση, σύμφωνα με το αμερικανικό ινστιτούτο "Stratfor"».
Βεβαίως, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Ιταλία ήταν υπέρ του «όχι». Οχι σε συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, το οποίο βεβαίως, σύμφωνα με εκτιμήσεις αστικών επιτελείων, εξέφρασε αντίθεση στην πολιτική Ρέντσι. Εκτιμούν ότι ενισχύονται πολιτικές δυνάμεις όπως π.χ. το «Κίνημα Πέντε Αστέρων» του Μπέπε Γκρίλο, το οποίο εκφράζει εθνοκεντρική πολιτική κόντρα σε ΕΕ - Ευρωζώνη, όχι βεβαίως από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων, αλλά τμημάτων του κεφαλαίου. Λένε ότι ο Ρέντσι επέβαλε μεταρρυθμίσεις αλλά δεν έφερε καπιταλιστική ανάπτυξη.
Την περασμένη Κυριακή στον «Ριζοσπάστη» γράφαμε: «Το δημοψήφισμα έχει μεταβληθεί σε σύγκρουση δύο ισχυρών αστικών στρατοπέδων, που εκφράζονται κάθετα σ' ολόκληρη την ιταλική κοινωνία και διαπερνούν παραδοσιακούς πολιτικούς σχηματισμούς. Ετσι, Ρέντσι και Ντ' Αλέμα, παρά την κοινή κεντροαριστερή προέλευσή τους, βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα. Η διαίρεση εμφανίστηκε μέσα στους κόλπους της κύριας οργάνωσης της άρχουσας τάξης, τον Σύνδεσμο Ιταλών Βιομηχάνων, που πρακτικά διαιρέθηκε στα δύο προτού τελικά υπερισχύσει η θέση υπέρ του ΝΑΙ. (...) Σημαντικό τμήμα της ιταλικής άρχουσας τάξης αμφισβητεί πλέον ανοικτά τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωζώνη, ακόμα και στην ΕΕ».
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα και η φυγή κεφαλαίων
Στην Ιταλία υπάρχει φυγή κεφαλαίων. Στις 18/10/2016, αναδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα «Capital.gr» και αλλού άρθρο του «Bloomberg View», που έγραφε: «Γιατί εντείνονται οι εκροές από την Ιταλία; Μια εξήγηση είναι ότι οι άνθρωποι ανησυχούν για την κατάσταση των τραπεζών της χώρας, οι οποίες υφίστανται τις συνέπειες των κακών δανείων, την κακή διακυβέρνηση και ένα νέο σύστημα εποπτείας της Ευρωζώνης που καθιστά τις διασώσεις δύσκολες. Ενας άλλος λόγος είναι πολιτικός: Ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι έχει στοιχηματίσει την εξέλιξή του σε δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου για κυβερνητική μεταρρύθμιση, το αποτέλεσμα του οποίου αν καταλήξει εναντίον του, μπορεί να ενισχύσει τους αντιπάλους του, που θέλουν να οδηγήσουν τα πράγματα σε δημοψήφισμα για το αν η Ιταλία θα πρέπει να παραμείνει στο κοινό νόμισμα, ένα βασικό στοιχείο της ευρύτερης ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ορισμένοι καταθέτες προτιμούν να μην κρατούν ιταλικά ευρώ, με δεδομένη την πιθανότητα ότι μπορεί τελικά να μετατραπούν σε λίρες».
Η φυγή κεφαλαίων εξηγείται με την πολιτική αβεβαιότητα, αλλά και την αρνητική κατάσταση του τραπεζικού συστήματος. Οι τράπεζες της Ιταλίας έχουν πρόβλημα, αλλά δεν το απέκτησαν με αφορμή το δημοψήφισμα. Η ΕΚΤ, μέσω του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), στις αρχές του 2016 είχε ζητήσει δεδομένα για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που έχουν οι ιταλικές τράπεζες, μεταξύ των οποίων είναι οι Banca Monte dei Paschi di Siena, UniCredit, Banca Popolare dell'Emilia Romagna, Banco Popolare, Banca Popolare di Milano Scarl και Banca Carige. Οι τράπεζες «θα υποβληθούν σε μια αξιολόγηση για τη στρατηγική, τη διακυβέρνηση, τις διαδικασίες και τη μεθοδολογία που ακολουθούν στο θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων», ανέφερε ανακοίνωση του SSM. Μια κατάρρευση των ιταλικών τραπεζών θα έχει σοβαρές επιπτώσεις σε όλη την ΕΕ. Οι ιταλικές τράπεζες έχουν 360 δισ. ευρώ προβληματικών δανείων, έναντι 225 δισ. ευρώ κεφαλαίου, στα βιβλία τους. Τα τραπεζικά συστήματα σε Ευρωζώνη και ΕΕ, όπως και διεθνώς, αλληλοδιαπλέκονται, λόγω της βαθιάς διεθνοποίησης. Για παράδειγμα, οι τράπεζες της Γερμανίας κατέχουν ιταλικά ομόλογα αξίας 83,2 δισ. ευρώ. Μόνο η Deutsche Bank έχει πάνω από 11,76 δισ. ευρώ έκθεση στα ιταλικά ομόλογα, άρα οι κίνδυνοι των ιταλικών τραπεζών, λόγω «κόκκινων» δανείων, προκαλούν κινδύνους και στις γερμανικές. Να γιατί ο «πιθανός πανικός στο τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης».
Η οικονομία που δεν ανακάμπτει
Δεν είναι, όμως, μόνο ο χρηματοπιστωτικός τομέας, αλλά συνολικά η κατάσταση της ιταλικής οικονομίας, που δείχνει σχεδόν στασιμότητα. Η Κομισιόν στις φθινοπωρινές προβλέψεις της για την Ιταλία το 2016 δίνει ανάπτυξη 0,7% του ΑΕΠ και το 2017 0,9%. Η ιταλική οικονομία αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω χαμηλής παραγωγικότητας. Επίσης, μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι αλλάζουν έδρα φεύγοντας εκτός Ιταλίας. Παράδειγμα η «Fiat», σύμβολο της ιταλικής βιομηχανίας, που μετά την εξαγορά της «Chrysler» και τη μετεξέλιξή της σε «Fiat Chrysler Automobiles» (FCA), όντας έβδομη μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία στον κόσμο, που δραστηριοποιείται σε πάνω από 120 χώρες και έχει πάνω από 200.000 εργάτες, μετέφερε τη διοικητική της έδρα στην Ολλανδία και τη φορολογική της στη Βρετανία.
Σημαντικό, επίσης, πρόβλημα είναι το δημόσιο χρέος, που είναι στο 133% του ΑΕΠ, 2,3 τρισ. ευρώ. Η ιταλική οικονομία είναι η τρίτη σε ισχύ οικονομία στην Ευρωζώνη. Τυχόν κλυδωνισμοί θα έχουν επιπτώσεις και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Το τι θα συμβεί, κανείς δεν μπορεί με σιγουριά να το προβλέψει. Αυτό που καταγράφεται είναι η αβεβαιότητα της πορείας της Ευρωζώνης και η αδύναμη καπιταλιστική οικονομία της. Σύμφωνα με την Κομισιόν, ο ρυθμός ανάπτυξης της Ευρωζώνης θα είναι 1,7% για το 2016 (από 1,6% στις εαρινές εκτιμήσεις) και για το 2017 1,5% (από 1,8%). Στην ΕΕ αναμένονται ρυθμοί ανάπτυξης 1,8% (αμετάβλητο) το 2016 και 1,6% (από 1,9%) το 2017.
Αδύναμη ανάπτυξη και «προστατευτισμός»
Στη βάση, λοιπόν, των πολιτικών διεργασιών βρίσκεται η προβληματική κατάσταση στην ιταλική οικονομία, αλλά και η ισχνή ανάκαμψη σε ΕΕ - Ευρωζώνη, σε συνδυασμό με προβλήματα και προβληματισμούς για τη διεθνή καπιταλιστική οικονομία. Την ίδια στιγμή, έχει διευρυνθεί η ανισομετρία, ακόμη και μεταξύ Γερμανίας - Γαλλίας, σε βάρος της δεύτερης, υπάρχουν προβλήματα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η μέγγενη του Συμφώνου Σταθερότητας που δυσκολεύει την κρατική χρηματοδότηση επενδύσεων, ενώ δυσκολεύεται μια ουσιαστική απαξίωση κεφαλαίων που θα μπορέσει να διαμορφώσει τη βάση για μια δυναμική ανάκαμψη, σε συνδυασμό με τη μεγάλη διεθνοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, σε μερίδες των αστικών τάξεων των καπιταλιστικών κρατών της ΕΕ αλλά και των ΗΠΑ ενισχύονται οι θέσεις του «προστατευτισμού», των μέτρων δηλαδή «κρατικής προστασίας» της εθνοκρατικής βάσης αναπαραγωγής της κάθε «εθνικής» καπιταλιστικής οικονομίας, ενώ από την άλλη ενισχύεται αντικειμενικά η τάση της όλο και μεγαλύτερης διασύνδεσης και αλληλεξάρτησης των οικονομιών σε διεθνές επίπεδο. Ο «προστατευτισμός» ενδύεται την εθνικιστική συνθηματολογία, καταγγέλλει την «παγκοσμιοποίηση», την καπιταλιστική διεθνοποίηση ως αιτία της οικονομικής κατάστασης, ότι δυσκολεύει τα βήματα στην ανάκαμψη, αξιοποιεί τη δυσαρέσκεια και την αγανάκτηση εργατικών - λαϊκών στρωμάτων. Τέτοιες τάσεις, αν υπερισχύσουν (βεβαίως δεν μπορούμε να μιλάμε για «προστατευτισμό» ανάλογο με αυτόν που εφαρμόστηκε στον 20ό αιώνα), θα σημαίνουν «σπάσιμο διεθνών συμφωνιών», δυσκολίες στο διεθνές εμπόριο και στη διεθνή κίνηση των κεφαλαίων, των Αμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) κ.λπ. Παρόλο, λοιπόν, που ο «προστατευτισμός» ντύνεται το ένδυμα του «περιστεριού» της ειρήνης, σε αντίθεση με τα «γεράκια της παγκοσμιοποίησης», αντικειμενικά τέτοιες εξελίξεις θα οδηγήσουν σε νέα όξυνση των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών. Π.χ. μια επικράτηση τέτοιων θέσεων σε μια σειρά βασικά κράτη της ΕΕ π.χ. Ιταλία, Γαλλία, θα σηματοδοτήσει ουσιαστικά ένα νέο βαθύ ρήγμα στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, με ό,τι αυτό σημαίνει και ό,τι επίδραση έχει σε άλλες καπιταλιστικές οικονομίες, και της Γερμανίας.
Αναδεικνύεται η αναγκαιότητα ενός ισχυρού κομμουνιστικού κινήματος
Είναι νωρίς ακόμη να βγάλουμε συμπεράσματα και εκτιμήσεις για την επίδραση του αποτελέσματος του ιταλικού δημοψηφίσματος, στην Ιταλία αλλά και στην Ευρωζώνη, αν και οι «φόβοι» της ΕΚΤ δεν πρέπει να θεωρούνται αβάσιμοι. Η αλληλεπίδραση τέτοιων γεγονότων, όπως οι αστικές πολιτικές μεταβολές, είναι υπαρκτή. Από την άλλη μεριά, μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων εγκλωβίζονται στις συμπληγάδες της ενδοαστικής αντιπαράθεσης, ανάμεσα σε οπαδούς του «προστατευτισμού» και της «διεθνοποίησης». Η έντονη λαϊκή αγανάκτηση αξιοποιείται από «φυγόκεντρες» δυνάμεις ή εθνοκεντρικές για ενίσχυση της αντίθεσης σε ΕΕ - Ευρωζώνη, όχι όμως από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων, αλλά τμημάτων του κεφαλαίου. Ολο αυτό το σκηνικό αποδεικνύει ότι οι αντιθέσεις στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα οξύνονται, ενώ διατηρούνται και αυξάνουνται οι δυσκολίες στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία. Ετσι, ό,τι κι αν γίνει, το σίγουρο είναι ότι τα δεινά από τα αντεργατικά - αντιλαϊκά μέτρα για την εργατική τάξη, τους λαούς θα μεγαλώνουν, η επίθεση του κεφαλαίου θα είναι συνεχής. Σε σημαντικό βαθμό, οι εξελίξεις μπορεί να γίνουν απρόβλεπτες και οι στροφές απότομες. Αναδεικνύεται έτσι η αναγκαιότητα ενός ισχυρού κομμουνιστικού κινήματος, ικανού να μπει σφήνα στις ενδοαστικές αντιθέσεις, να μπορέσει με τη δράση του να συμβάλει στη χειραφέτηση των εργατικών - λαϊκών δυνάμεων από τα συμφέροντα του κεφαλαίου, στο δρόμο της αντικαπιταλιστικής - αντιμονοπωλιακής πάλης, της σύνδεσης της εργατικής - λαϊκής δυσαρέσκειας με την πάλη για την εξουσία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ