2 Αυγ 2017

Προβληματισμοί για τη γερμανική οικονομία


Χαρακτηριστικά στοιχεία των δυσκολιών και αντιφάσεων που αντιμετωπίζει η καπιταλιστική οικονομία και σε ισχυρά κράτη, όπως στη Γερμανία, τους φόβους του κεφαλαίου για ένα νέο κύκλο οικονομικής κρίσης, όπως επίσης και το γιατί ο εργασιακός μεσαίωνας θωρακίζει την καπιταλιστική κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα, περιέχονται σε ενημερωτικό δελτίο για το β' τρίμηνο φέτος, που απέστειλε πρόσφατα στην Αθήνα η ελληνική πρεσβεία στο Βερολίνο, με αντικείμενο τις οικονομικές εξελίξεις στη Γερμανία.
Η πρεσβεία, επικαλούμενη μελέτη του γερμανικού Ιδρύματος «Bertelsmann Stiftung», υπό τον τίτλο «Γερμανικές εξαγωγές: ένδειξη ανωτερότητας ή κίνδυνος για την παγκόσμια οικονομία;», αναφέρει σχετικά με τις εξαγωγικές επιδόσεις της Γερμανίας:
«Τα εμπορικά πλεονάσματα έχουν ευεργετικό αντίκτυπο στην οικονομία, καθώς αυξάνουν τα φορολογικά έσοδα, στηρίζουν την εγχώρια παραγωγή και την απασχόληση, μειώνοντας αντιστοίχως την απαραίτητη κρατική δαπάνη για επιδόματα ανεργίας και λοιπές κοινωνικές παροχές. Επιτρέπουν τη δημιουργία ρευστών διαθεσίμων και αποθεματικών, τα οποία δύνανται να διοχετευτούν σε προγράμματα δημοσίων επενδύσεων, αλλά και να προσφέρουν διασφάλιση έναντι μελλοντικών κινδύνων. Ταυτόχρονα, ωστόσο, δύνανται να αποτελέσουν πηγή μελλοντικών κινδύνων για την γερμανική οικονομία, καθώς:
1. Η υπερβολική εξάρτηση από τις εξαγωγές δύναται να προκαλέσει ιδιαίτερα ισχυρές αναταράξεις, σε περίπτωση μίας νέας παγκόσμιας ύφεσης.
2. Θα μπορούσαν να αποτελέσουν έναυσμα λήψεως, από πλευράς των εμπορικών εταίρων της Γερμανίας, προστατευτικών αντιμέτρων, τα οποία θα έπλητταν καίρια μία εξηρτημένη από τις εξαγωγές οικονομία, όπως η γερμανική.
Παράλληλα, λόγω των υπερβολικών εμπορικών πλεονασμάτων, η Γερμανία κατηγορείται από χώρες με χαμηλότερα επίπεδα απασχόλησης ότι, ακολουθώντας πολιτική συνεχούς εξαγωγικής επέκτασης, στην ουσία εξάγει την ίδια ανεργία προς αυτές».
***
Η πρεσβεία προσθέτει, καταγράφοντας τους προβληματισμούς και τη σχετική διαπάλη στους κόλπους της γερμανικής αστικής τάξης: «Εν κατακλείδι, οι υψηλές επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας στον εξαγωγικό τομέα και τα εμπορικά πλεονάσματα δεν θεωρούνται αρνητικά αφ' εαυτού. Προβληματισμός, ωστόσο, εγείρεται εκ του αντικτύπου της επισώρευσης υψηλών πλεονασμάτων επί σειράς ετών, τόσο στην ίδια την γερμανική οικονομία, επιτείνοντας την μονοδιάστατη εξαγωγική της εξάρτηση, όσο και στο πεδίο των εμπορικών της σχέσεων, υπό τον κίνδυνο πιθανών αντιμέτρων και εμπορικών "πολέμων". Ειδικά, η απουσία "μηχανισμού εξισορρόπησης", ήτοι της ανατίμησης του εθνικού νομίσματος, λόγω της συμμετοχής της Γερμανίας στην Ευρωζώνη, η οποία θα λειτουργούσε εξισορροπητικά έναντι της επισώρευσης υπερβολικών εμπορικών πλεονασμάτων, καθιστά απαραίτητη την ενεργοποίηση κρατικών πολιτικών για την τόνωση της εσωτερικής ζήτησης και κατανάλωσης και της, με αυτά συνδεόμενης, αύξησης των εισαγωγών».
Αντικειμενικά, μια τέτοια συζήτηση στο εσωτερικό της γερμανικής αστικής τάξης εμπλέκεται με τους προβληματισμούς και τις συζητήσεις για το μέλλον και τις προοπτικές της ΕΕ και της Ευρωζώνης, καθώς και των σχέσεων της Γερμανίας με αλλα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη όπως η ΗΠΑ, η Ρωσία κ.λπ., με τα οποία διατηρεί στενές οικονομικές σχέσεις.
***
Στο ίδιο ενημερωτικό δελτίο γίνεται εκτενής αναφορά στα «επαγγέλματα μειωμένου ωραρίου», τα λεγόμενα «mini jobs».
Επικαλούμενη η πρεσβεία έρευνα που διεξήγαγε το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών RWI σχετικά με το θέμα, στο πολυπληθέστερο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας - Βεστφαλίας, το οποίο θεωρείται και πλέον αντιπροσωπευτικό της Γερμανίας συνολικά, κατέληξε στα εξής αποτελέσματα:
Μία στις πέντε δουλειές στη Γερμανία συνιστά εργασία μειωμένου ωραρίου. Σε σύνολο 31 εκατ. απασχολουμένων, το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί περίπου σε 7 εκατ. εργαζομένους. Σε αυτήν την κατηγορία απασχόλησης η αμοιβή δεν υπερβαίνει τα 450 ευρώ, ενώ ο εργαζόμενος δεν υποχρεούται να καταβάλλει «κοινωνικές εισφορές».
«Στόχος αρχικά ήταν η διευκόλυνση με τον τρόπο αυτό της εισόδου στην αγορά εργασίας. Εντούτοις, προηγούμενες μελέτες καταδεικνύουν ότι η μεταπήδηση, τελικά, σε επαγγέλματα πλήρους ωραρίου παραμένει σπάνια. Χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ το 2012 14% των εργαζομένων μειωμένου ωραρίου δήλωνε ότι απώτερος σκοπός τους ήταν η μετάβαση κάποια στιγμή σε εργασία πλήρους απασχόλησης, το 2016 το ποσοστό αυτό μειώθηκε σε 9%. Η πλειονότητα, δηλαδή, αντιμετωπίζει την μειωμένη απασχόληση ως πηγή πρόσθετου εισοδήματος και δεν επιθυμεί καμία αλλαγή», δίνει την εξήγησή της η πρεσβεία, επικαλούμενη προφανώς την προαναφερθείσα μελέτη και εξωραΐζοντας την καταδίκη των εργαζομένων σήμερα, παντού στην ΕΕ, κατ' απαίτηση του κεφαλαίου, σε μειωμένα και ελαστικά ωράρια, με μισθούς - χαρτζιλίκι, και ανύπαρκτα δικαιώματα.
Αλλωστε, όσο κι αν προσπαθούν να καλλωπίσουν την πραγματικότητα, δίνουν και οι ίδιοι μια εικόνα της φτώχειας και καταπίεσης για τους εργαζόμενους σε μια από τις θεωρούμενες ως «ατμομηχανές» της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας:
«Το 2012, άνω του ημίσεος των απασχολουμένων υπό καθεστώς μειωμένου ωραρίου ελάμβανε λιγότερο από 8,50 ευρώ την ώρα. Το 2016 το αντίστοιχο ποσοστό είχε μειωθεί στο 15%. Το μεγαλύτερο τμήμα των ημιαπασχολουμένων (40%) λαμβάνει ακριβώς τον κατώτατο μισθό ή και έως 9,99 ευρώ την ώρα. Το μέσο ωρομίσθιο, σημειώνοντας αύξηση 13%, διαμορφώθηκε στο επίπεδο των 10,63 ευρώ, ενώ ο αριθμός εργαζομένων μειωμένου ωραρίου σημείωσε πτώση». Το ωρομίσθιο αυτό, βέβαια, πρέπει να εκτιμηθεί σε αντιπαραβολή και με το γερμανικό κόστος ζωής.
Και ακόμα: «Οσον αφορά στο καθεστώς ασφάλισης και εργασιακών δικαιωμάτων (άδεια μετ' αποδοχών, αναρρωτική άδεια, διαλείμματα εν ώρα εργασίας), παρά τη σχετική βελτίωση από το 2012 και εντεύθεν, λιγότερο από το ήμισυ των εργαζομένων επωφελείται των σχετικών δυνατοτήτων».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ